Τετάρτη 21 Ιουνίου 2017

Μάριος Χάκκας, Φυλετική αφύπνιση



[από τη συλλογή διηγημάτων "Τυφεκιοφόρος του εχθρού", 1966]

Ο Παρασκευάς είναι στρατιώτης, γύφτος και μουλαράς. Σα μουλαράς κάνει τη χειρότερη σάξη απ’ όλους τους ημιονηγούς στη διμοιρία, του φεύγουν τα μουλάρια και λακάνε στα σιτάρια, τον ρίχνει το μουλάρι όποτε πάει καβάλα, κι αφήνει τον όρχο ασκούπιστο όταν είναι σταβλοφύλακας. Σα γύφτος μπορεί να πλένει μια σκελέα για δυο τσιγάρα. Σα στρατιώτης ασυμμάζευτος, σβαρνιάρης, περίγελος της διμοιρίας που παρακολουθεί κάθε φορά με πνιχτά χάχανα στην επιθεώρηση το παρακάτω σκέτς:
- Γιατί Παρασκευά, δεν καθάρισες το όπλο σου; Γιατί δεν τίναξες το κρεβάτι σου; Γιατί δεν τετραγώνισες τις κουβέρτες σου; Γιατί έχεις άπλυτες τις καραβάνες σου; Γιατί... Γιατί...
Γαβγίζει ο υπαξιωματικός σα μαντρόσκυλο έτοιμο να τον κατακομματιάσει. Βροχή κοτρόνια νιώθει νιώθει τα "γιατί" στο πληγιασμένο σώμα του. Και οι συνάδελφοι σινιαρισμένοι -πόρπες, άρβυλα κι εθνόσημα γυαλισμένα όλα στην εντέλεια- έτοιμοι για την έξοδο, με κάτι στοματάρες να, γελώντας, κανίβαλοι που τον κατασπαράζουν.
Φοράει το πιο ηλίθιο χαμόγελο για να εξευμενίσει τον υπαξιωματικό και λέει όλο απορία:
- Το δικό μου όπλο; Το δικό μου κρεβάτι; Οι δικές μου οι κουβέρτες; και τα περιεργάζεται λες και πρώτη φορά τ’ αντικρίζει, λες και υπάρχει κάποιο λάθος σ’ όλη αυτή την ιστορία.
- Ναι, οι δικές σου οι καραβάνες, κάνει άγρια ο μόνιμος λοχίας. Περνάει με σιχασιά το δάχτυλό του στις γωνιές της καραβάνας κι έπειτα αποτυπώνει τις δαχτυλιές πάνω στα ισχνά μάγουλα του Παρασκευά που παίρνει την όψη Αφρικανού φύλαρχου.
- Ρε, δε σου είπα πώς πρέπει να τις πλένεις;
Ο Παρασκευάς κοιτάει ψηλά τις λαμαρίνες, στρέφει τα μάτια στο προαύλιο, πέρα στους αγρούς, πρασινισμένοι κι ανοιξιάτικοι με το ξεπεταγμένο στάρι.
- Ρε, συ, θα γίνεις άνθρωπος; Θα συμμορφωθείς; Θα βάλεις μυαλό;
Το μυαλό του, ξέφρενο άλογο, τρέχει πέρα στους κάμπους. Τα λερά ξυπόλυτα πόδια του περπατούν τις δημοσιές, σταματούν στις άκρες των χωριών. Τα καρβουνισμένα του χέρια στήνουν τσαντίρια, πλέκουν καλαμιά, σιάχνουν σαγάνια, καθώς στριφογυρνάνε εκεί στη στρατιωτική του ζώνη από αμηχανία.
Μπα! Όπως δείχνουν τα πράγματα, δεν τη γλιτώνει και σήμερα τη στέρηση εξόδου... Το ωραίο είναι που δεν παραδέχεται πως είναι γύφτος. Κι όταν τον φωνάζουν «γύφτε» χολιάζει και τσατίζεται.
(…)
Οι ξύπνιοι στρατιώτες, άμα δεν είναι επιφυλακή ή τιμωρημένοι, το Σαββατόβραδο πάνε σινεμά. Αυτό δείχνει από πού κρατάει του καθενός η σκούφια. Οι γύφτοι βέβαια δεν πάνε. Κι ο Παρασκευάς δεν πήγαινε. Όχι γιατί ήταν γύφτος, αλλά γιατί ποτέ δεν έτυχε Σάββατο βράδυ να μην είναι επιφυλακή ή τιμωρημένος.
Εκείνο τα Σαββατόβραδο πήγε. Κάτι συνέβη κι αναβλήθηκε η επιθεώρηση. Κόλλησε κοντά στον Ροβινσώνα και στους άλλους που τράβαγαν για το καφενείο-σινεμά του χωριού. Μερικοί ξέκοψαν από τη παρέα του Παρασκευά, γιατί φοβήθηκαν ότι θα έβγαιναν από ένα τριάρι δανεικό κι αγύριστο. Ο Παρασκευάς με μεγαλοπρέπεια πήγε στο ταμείο και τα έσκασε. Πήρε το μαγικό χαρτάκι, διάβηκε την πόρτα του «τσινεμά», κάθισε σε μια καρέκλα και παρακολούθησε το «έργον».
Όμορφα που 'ταν εκεί μέσα. Έπαιζε ζούγκλα. Ο Ροβινσώνας διάβαζε φωναχτά στη μέση της παρέας. Ο Παρασκευάς ρουφούσε την υπόθεση. Τι ελέφαντες! Τι κροκόδειλοι! Τι ιπποπόταμοι! Κι ένα μελαχρινό παλικαράκι, φτυστός γύφτος, με την καραμπίνα του προστάτευε απ’ όλα τ’ άγρια θερία μια γλυκιά μελαχρινή κοπέλα. Και πώς πάλευε μ’ ένα μαχαίρι, αυτός μονάχα και με τα νύχια της μια τίγρης ώσπου στο τέλος την καθάρισε. Βρε, αυτός ήταν πολύ λεβέντης! Κι ήταν ακόμα με πλάτες μπρούτζινες, κατάμαυρες σα γύφτος. Κι άντρας σωστός γιατί στο τέλος πήρε το κορίτσι.
Όταν βγήκαν έξω, ο Παρασκευάς περπάταγε ντούρος κι έδειχνε σα να 'χε ψηλώσει μια παλάμη. Στο τολ την ώρα της αναφοράς κι ενώ κανείς δεν τον προκάλεσε, βγήκε κορδωμένος στο διάδρομο μπροστά από τα κρεβάτια, ξερόβηξε κι είπε:
- Είμαι γύφτος, όμως δεν ξαναπλένω ξένα σώβρακα.
Το τι έγινε μέσα στην καζάρμα, δε λέγεται. Ντόρος, χειροκροτήματα, φωνές και γέλια. Ο Παρασκευάς έστρωσε ήσυχα το κρεβάτι κι έπεσε να ονειρευτεί τον εαυτό του πάνω σ’ έναν ελέφαντα πηγαίνοντας να ελευθερώσει μια μελαχρινή κοπέλα.

Δευτέρα 5 Ιουνίου 2017

Η απολογία ενός τελειόφοιτου



Σήμερα Τρίτη 8 Ιουνίου 1993 παρέδωσα το τελευταίο γραπτό δοκίμιο των απολυτηρίων μου εξετάσεων. Κάθισα για τελευταία φορά στο θρανίο του μαθητή – προτελευταίο κοντά στο παράθυρο -, μέσα στη σχεδόν αφόρητη ζέστη του μεσημεριού και συμπλήρωσα τα στοιχεία μου πάνω στην κόλλα αναφοράς. Δεν έγραψα τίποτα άλλο. Παρέδωσα την κόλλα μου λευκή για τρίτη φορά μέσα στις απολυτήριες εξετάσεις μου και για πρώτη φορά στη ζωή μου ως μαθητής. Το θέμα βέβαια δεν ενοχλεί σε τίποτε ούτε πρόκειται να αντιμετωπίσω ενδεχόμενες επιπτώσεις. Ο τρόπος με τον οποίον βαθμολογείται ένας μαθητής στα Ελληνικά Λύκεια είναι τόσο επιεικής που δικαιολογώ απόλυτα το φιλόλογό μου, όταν επιμένει πως για να μείνεις χρειάζεται να κάνεις αίτηση. Άλλωστε, ποιαν αξία έχει σήμερα ένα απολυτήριο Λυκείου; Εκείνο που «μετράει» είναι η εισαγωγή σε μιαν Ανώτατη Σχολή – κι αυτό συζητήσιμο μέχρις ενός σημείου.
 Επειδή, όμως, ο υπογράφων τυχαίνει να είναι και σημαιοφόρος του Σχολείου του, πράγμα που σημαίνει αριστείο και πρωτιά, «πέφτει λίγο βαρύ» να φεύγει από την αίθουσα των εξετάσεων δίνοντας λευκή κόλλα. Οι καθηγητές και περισσότερο οι γονείς μου θα αναζητήσουν την αιτία – συνηθίζουν οι άνθρωποι να ψάχνουν, να αποκαλύπτουν αιτίες όχι πάντα τις αληθινές. Βέβαια, θα τους αποζημιώσει η επιτυχία μου σε μιαν ανώτατη σχολή. Και γι’ αυτό είμαι σχεδόν σίγουρος!
Έχω κάνει καμιά δεκαριά τουλάχιστον φορές επανάληψη στην ύλη των μαθημάτων που θα εξεταστώ στις Γενικές Εξετάσεις κι έχω κι εγώ ο ίδιος απορήσει με τη δύναμη της μνήμης μου. Είχα αδικήσει φαίνεται τον εαυτό μου νομίζοντας ότι δε θα τα καταφέρω με την αποστήθιση. Λέγοντας και ξαναλέγοντας, γράφοντας και ξαναγράφοντας τα ίδια και τα ίδια τελικά τα μαθαίνεις. Η επιτυχία σου θα χρωστιέται βέβαια στην απομνημόνευση, αυτό όμως είναι άλλη ιστορία. Όσο για την Έκθεση … εκεί, τι να απομνημονεύσεις; Εξετάζοντας όμως κατά θεματικές ενότητες τα βασικότερα στοιχεία, γίνεσαι ικανός να έχεις δυο-τρεις θέσεις γενικότερα παραδεκτές για κάποια καίρια ζητήματα. Τα φροντιστήρια να ’ναι καλά – ένα μέτριο μυαλό μπορεί θυσιάζοντας καθημερινά κάποιες ώρες να καταφέρει να εισαχθεί σε μιαν ανώτερη Σχολή.
Κι εγώ ανήκω σ’ αυτούς που έκαναν τη θυσία. Διάβασα, απομνημόνευσα, κουράστηκα. Δε φοβάμαι τις εξετάσεις. Με λίγη καλή τύχη δε θα απογοητεύσω αυτούς που μ’ αγαπούν. Στο σχολείο όμως η στάση μου τους αιφνιδίασε όλους – παρόλ’ αυτά δεν έκανα τίποτε για να δημιουργήσω εντυπώσεις. Προτίμησα απλώς να δώσω μια λευκή κόλλα στα μαθήματα κορμού, στα οποία παρουσιάστηκα εντελώς αδιάβαστος, διότι δεν ήταν δυνατό να απομνημονεύσω τίποτε μέσα σ’ ένα απόγευμα και διότι δεν υπήρχε καμιά ανάγκη να το κάνω, αφού και με τη μονάδα που πήρα στα γραπτά θα έχω ένα αξιοπρεπέστατο απολυτήριο. Να που το σύστημα ευνοεί τους μαθητές! 
Όλες οι γνώσεις, για να γίνουν πείρα, χρειάζονται δουλειά κι είναι σε όλους γνωστό πως οι μαθητές της Γ’ Λυκείου δεν αφιερώνουν χρόνο σε μαθήματα κορμού, που τελικά, όπως μπαίνουν στο πρόγραμμα, είναι μάλλον άχρηστα. Μόνο σε δυο πράγματα χρησιμεύουν: για να εκτονώνονται οι μαθητές από την πνευματική κόπωση που τους δημιουργεί η τρίωρη ή τετράωρη παρακολούθηση των μαθημάτων κατεύθυνσης – τα μαθήματα αυτά διδάσκονται τις πρώτες ώρες – και για να ενισχύσουν το βαθμό του απολυτηρίου τους, όταν δεν έχουν μεγάλους βαθμούς στα μαθήματα κατεύθυνσης – είναι γνωστό ότι αν συμπληρωθεί ο βαθμός 13 από τα υπόλοιπα μαθήματα ο μαθητής θεωρείται ικανός να περάσει.
Όταν τα πράγματα είναι έτσι κι όταν συνηθίζεις να ξεχωρίζεις τους ανθρώπους σε άξιους και ανάξιους από το αν κατάφεραν να πετύχουν σε μιαν ανώτατη σχολή – η νοοτροπία αυτή εμφυτεύεται μέσα μας από τα χρόνια του Γυμνασίου ακόμα – δεν έχεις παρά να κάνεις ό,τι είναι δυνατό για να ανήκεις κάποτε στους άξιους. Είναι επόμενο να αδιαφορήσεις για τη γενική μόρφωση που υποτίθεται ότι προσφέρει το Γενικό Λύκειο και να επιδοθείς με ζήλο και μεράκι στα μαθήματα που θα εξεταστείς και μόνο σ’ αυτά. Το Φροντιστήριο γίνεται η βασική σου μέριμνα – το σχολείο έχει δευτερεύοντα, υποβαθμισμένο ρόλο.
Ένιωσα πολύ άσχημα όταν έδωσα λευκή κόλλα, δε λέω. Δεν άντεχα την απορία στο βλέμμα του επιτηρητή. Το ίδιο άσχημα ένιωσα, όταν υποχρεώθηκα να πω στον πατέρα μου τι ακριβώς έγινε, για να μην αιφνιδιαστεί με το χαμηλό βαθμό του απολυτηρίου μου. Δύσκολες όμως οι εξηγήσεις στους γονείς μου που δεν έχουν βέβαια τη δική μας νοοτροπία και δεν αντιμετώπισαν ποτέ τη μάθηση με τον τρόπο που κάνουμε εμείς.
(Νένα Κοκκινάκη, 1993)