Δ. Σολωμού, "Ο Κρητικός"
Α. ΚΕΙΜΕΝΟ
1 [18.]
Εκοίταα, κι ήτανε μακριά
ακόμη τ’ ακρογιάλι·
«Αστροπελέκι μου καλό, για
ξαναφέξε πάλι!»
Τρία αστροπελέκια επέσανε,
ένα ξοπίσω στ’ άλλο,
Πολύ κοντά στην κορασιά με
βρόντημα μεγάλο·
Τα πέλαγα στην αστραπή κι ο
ουρανός αντήχαν,
Οι ακρογιαλιές και τα βουνά
μ’ όσες φωνές κι αν είχαν.
4 [21.]
Εκοίταξε τ’ αστέρια, κι εκείνα αναγάλλιασαν,
Και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν·
Κι από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το
σουφρώνει,
Κυπαρισσένιο ανάερα τα’ ανάστημα σηκώνει,
Κι ανεί τς αγκάλες μ’ έρωτα και με ταπεινοσύνη,
Κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη.
Τότε από φως μεσημερνό ή νύχτα πλημμυρίζει,
Κι η χτίσις έγινε ναός πού ολούθε λαμπυρίζει.
Τέλος σ’ εμέ πού βρίσκομουν ομπρός της μες στα
ρείθρα,
Καταπώς στέκει στο Βοριά η πετροκαλαμήθρα,
Όχι στην κόρη, αλλά σ’ εμέ την κεφαλή της
κλίνει·
Την κοίταζα ό βαριόμοιρος, μ’ εκοίταζε κι
εκείνη.
Έλεγα πώς την είχα ιδεί πολύν καιρόν οπίσω,
Καν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο,
Κάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μου,
Καν τα’ όνειρο, όταν μ’ έθρεφε το γάλα της
μητρός μου·
Ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά κι αστοχισμένη,
Που ομπρός μου τώρα μ’ όλη της τη δύναμη
προβαίνει·
Σαν το νερό που το θωρεί το μάτι ν’ αναβρύζη
Ξάφνου οχ τα βάθη του βουνού, κι ο ήλιος το
στολίζει.
Βρύση έγινε το μάτι μου κι ομπρός του δεν εθώρα,
Κι έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολλή ώρα,
Γιατί άκουγα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου,
Που ετρέμαν και δε μ’ άφηναν να βγάλω τη μιλιά
μου·
Όμως αυτοί είναι θεοί, και κατοικούν απ’ όπου
Βλέπουνε μες στην άβυσσο και στην καρδιά τα’
ανθρώπου,
Κι ένιωθα πως μου διάβαζε καλύτερα το νου μου
Πάρεξ αν ήθελε της πω με θλίψη του χειλιού μου:
«Κοίτα με μες στα σωθικά, που φύτρωσαν οι πόνοι
………………….
………………….
Όμως εξεχειλίσανε τα βάθη της καρδιάς μου·
Τ’ αδέλφια μου τα δυνατά οι Τούρκοι μού τ’
αδράξαν,
Την αδελφή μου ατίμησαν κι αμέσως την έσφαξαν,
Τον γέροντα τον κύρη μου εκάψανε το βράδυ,
Και την αυγή μου ρίξανε τη μάνα στο πηγάδι.
Στην Κρήτη ............
Μακριά ‘πο κειθ’ εγιόμισα τες φούχτες μου και εβγήκα.
Την αδελφή μου ατίμησαν κι αμέσως την έσφαξαν,
Τον γέροντα τον κύρη μου εκάψανε το βράδυ,
Και την αυγή μου ρίξανε τη μάνα στο πηγάδι.
Στην Κρήτη ............
Μακριά ‘πο κειθ’ εγιόμισα τες φούχτες μου και εβγήκα.
Βόηθα, Θεά, το τρυφερό κλωνάρι μόνο να ‘χω·
Σε γκρεμό κρέμουμαι βαθύ, κι αυτό βαστώ μονάχο».
5 [22.]
Eχαμογέλασε
γλυκά στον πόνο της ψυχής μου,
κι εδάκρυσαν τα μάτια της κι εμοιάζαν της καλής μου.
Eχάθη, αλί μου, αλλ’ άκουσα του δάκρυου της ραντίδα
στο χέρι, που ’χα σηκωτό μόλις εγώ την είδα.―
κι εδάκρυσαν τα μάτια της κι εμοιάζαν της καλής μου.
Eχάθη, αλί μου, αλλ’ άκουσα του δάκρυου της ραντίδα
στο χέρι, που ’χα σηκωτό μόλις εγώ την είδα.―
Β. ΘΕΜΑΤΑ
1α. Τέσσερις βασικές γραμματολογικές
επιρροές στην ποίηση του Σολωμού αποτελούν: η αρχαία ελληνική γραμματεία, ο ευρωπαϊκός ρομαντισμός, ο ιταλικός
κλασικισμός και το δημοτικό τραγούδι. Να επαληθεύσετε αυτή την κρίση με
τέσσερα χαρακτηριστικά παραδείγματα (ένα για κάθε επιρροή) από τα αποσπάσματα
που σας δόθηκαν και στη συνέχεια να τα σχολιάσετε.
1β. Με βάση τα αποσπάσματα να εντοπίσετε το ιστορικό υπόβαθρο
του ποιήματος.
2α. Στο απόσπασμα 4 [21.] να επισημάνετε και να σχολιάσετε τα
χρονικά επίπεδα.
2β. «Το φιλοσοφικό, αισθητικό, ηθικό υπόβαθρο της
ποίησης του Σολωμού διαμορφώνεται μέσα από τη μελέτη του έργων του γερμανικού,
κυρίως, ρομαντισμού. Ένα απ' αυτά ήταν και τα "Λυρικά" του Γερμανού
ρομαντικού ποιητή Σίλλερ. Στα ποιήματα αυτά υπόκειται ως στόχος, πίσω από τη
διαφορετική υπόθεσή τους, η καντιανή ιδέα για την ηθική αντίσταση και
αναμέτρηση του ανθρώπου προς τα φυσικά και άλογα στοιχεία της δημιουργίας»: Να
επαληθεύσετε αυτή την κρίση με στίχους από το ποίημα, τους οποίους σύντομα θα σχολιάσετε.
3α. Ποιες φάσεις «δοκιμασίας» αναγνωρίζετε στα τρία αποσπάσματα;
3β. Ποιες ερμηνείες της Φεγγαροντυμένης μπορούν να δοθούν με
βάση τα δοθέντα αποσπάσματα;
4. Να σχολιάσετε ως προς α.
τα εκφραστικά μέσα και β. το
περιεχόμενο, τους στίχους:
Τότε από φως μεσημερνό ή νύχτα πλημμυρίζει,
Κι η χτίσις έγινε ναός πού ολούθε λαμπυρίζει.
5α. Να αναλύσετε τη δράση της φύσης σε
σχέση με τον αγώνα των ηρώων και στα δύο ποιήματα.
Διονυσίου
Σολωμού, «Ο Πόρφυρας»
«Kοντά ‘ναι το χρυσόφτερο και κατά δω γυρμένο,
π’ άφησε ξάφνου το κλαδί για του γιαλού την πέτρα
κι εκεί γρικά της θάλασσας και τ’ ουρανού τα κάλλη
κι εκεί τραβά τον ήχο του μ’ όλα τα μάγια πόχει.
Γλυκά ‘δεσε τη θάλασσα και την ερμιά του βράχου
κι α δεν είν’ ώρα για τ’ αστρί θε να συρθεί και νά ‘βγει.
(Xιλιάδες άστρα στο λουτρό μ’ εμέ να στείλ’ η νύχτα!).
Πουλί πουλάκι που λαλείς μ’ όλα τα μάγια πόχεις,
ευτυχισμός α δέν ειναι το θαύμα της φωνής σου,
καλό δεν άνθισε στη γη, στον ουρανό, κανένα.
Δεν το ‘λπιζα να ‘ν’ η ζωή μέγα καλό και πρώτο!
Aλλ’ αχ, αλλ’ αχ, να μπόρουνα σαν αστραπή να τρέξω,
ακόμ’, αφρέ μου, να βαστάς και να ‘μαι γυρισμένος
με δυο φιλιά της μάνας μου, με φούχτα γη της γης μου!».
Kι η φύσις όλη τού γελά και γένεται δική του.
Eλπίδα, τον αγκάλιασες και του κρυφομιλούσες
και του σφιχτόδεσες το νου μ’ όλα τα μάγια πόχεις.
Nιος κόσμος όμορφος παντού χαράς και καλοσύνης.
Aλλ’ απαντούν
τα μάτια του τρανό θεριό πελάγουπ’ άφησε ξάφνου το κλαδί για του γιαλού την πέτρα
κι εκεί γρικά της θάλασσας και τ’ ουρανού τα κάλλη
κι εκεί τραβά τον ήχο του μ’ όλα τα μάγια πόχει.
Γλυκά ‘δεσε τη θάλασσα και την ερμιά του βράχου
κι α δεν είν’ ώρα για τ’ αστρί θε να συρθεί και νά ‘βγει.
(Xιλιάδες άστρα στο λουτρό μ’ εμέ να στείλ’ η νύχτα!).
Πουλί πουλάκι που λαλείς μ’ όλα τα μάγια πόχεις,
ευτυχισμός α δέν ειναι το θαύμα της φωνής σου,
καλό δεν άνθισε στη γη, στον ουρανό, κανένα.
Δεν το ‘λπιζα να ‘ν’ η ζωή μέγα καλό και πρώτο!
Aλλ’ αχ, αλλ’ αχ, να μπόρουνα σαν αστραπή να τρέξω,
ακόμ’, αφρέ μου, να βαστάς και να ‘μαι γυρισμένος
με δυο φιλιά της μάνας μου, με φούχτα γη της γης μου!».
Kι η φύσις όλη τού γελά και γένεται δική του.
Eλπίδα, τον αγκάλιασες και του κρυφομιλούσες
και του σφιχτόδεσες το νου μ’ όλα τα μάγια πόχεις.
Nιος κόσμος όμορφος παντού χαράς και καλοσύνης.
κι αλιά, μακριά ‘ναι το σπαθί, μακριά ‘ναι το τουφέκι!
Kοντά ‘ν’ εκεί στο νιον ομπρός ο τίγρης του πελάγου•
αλλ’ όπως έσκισ’ εύκολα βαθιά νερά κι εβγήκε
κατά τον κάτασπρο λαιμό που λάμπει ωσάν τον κύκνο,
κατά το στήθος το πλατύ και το ξανθό κεφάλι,
έτσι κι ο νιος ελεύτερος, μ’ όλες τες δύναμές του,
της φύσης από τσ’ όμορφες και δυνατές αγκάλες,
οπού τον εγλυκόσφιγγε και του γλυκομιλούσε,
ευτύς ενώνει στο λευκό γυμνό κορμί π’ αστράφτει,
την τέχνη του κολυμπιστή και την ορμή της μάχης.
Πριν πάψ’ η μεγαλόψυχη πνοή χαρά γεμίζει:
Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του.
Aπομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου,
όμορφε ξένε και καλέ και στον ανθό της νιότης,
άμε και δέξου στο γιαλό του δυνατού την κλάψα.