του φιλόλογου Σπύρου Γιαννακόπουλου
Στην ταινία «Ένας βλάκας και μισός», ένας
καλοκάγαθος άνθρωπος (τον ερμηνεύει μοναδικά ο αείμνηστος Χρήστος Ευθυμίου), παρασυρμένος
από τον έρωτά του για μια όμορφη γυναίκα, δικάζεται για ψευδορκία και συμμετοχή
σε ασφαλιστική απάτη. Ο συνήγορός του προσπαθεί να τον αθωώσει με το επιχείρημα
ότι ο πελάτης του ήταν βλάκας και δεν είχε επίγνωση των πράξεών του. Ο
κατηγορούμενος, στην αξέχαστη απολογία του, παραδέχεται πως είναι βλάκας, ομολογεί
συντετριμμένος την ενοχή του και, τελικά, κρίνεται αθώος λόγω βλακείας.
Αν κάποιος μελετήσει προσεκτικά τη σκηνή τής
απολογίας του Χ. Ευθυμίου, θα βρει πολλές αναλογίες με τη συμπεριφορά τού
Νεοέλληνα ψηφοφόρου. Ίσως μάλιστα να μπορούσε να την παραφράσει ως «απολογία
τού Νεοέλληνα ψηφοφόρου». Με μία κεφαλαιώδη διαφορά ωστόσο: ο Νεοέλληνας
ψηφοφόρος δεν είναι αθώος, αλλά ένοχος λόγω βλακείας.
Οι βλάκες, παρά την ευρέως διαδεδομένη
αντίληψη, είναι πολλαπλώς χρήσιμοι στο συλλογικό βίο. Όπως έχει εύστοχα
παρατηρήσει ο Ευάγγελος Λεμπέσης στη μελέτη του «Ἡ τεράστια κοινωνικὴ σημασία τῶν
βλακῶν ἐν τῷ συγχρόνῳ βίῳ» (1941), οι βλάκες αποτελούν βασικό πυλώνα τού κοινωνικού
διαφορισμού και η ύπαρξή τους συντελεί καθοριστικά στην αέναη εξέλιξη του
πολιτισμού: Η παρουσία τους στο συλλογικό γίγνεσθαι καταδεικνύει την υπεροχή
των ευφυών και στην άξια ανάρρησή τους στα ανώτερα αξιώματα της πολιτείας. Κάθε
άστοχη ενέργειά τους δεν πρέπει να καταδικάζεται, αφού είναι a priori άτομα
μειωμένης νοητικής αντίληψης και, ως εκ τούτου, συγχωρητέα. (Μία τέτοια
αντίληψη, μάλιστα, θα συνέβαλε στην ήπια αντιμετώπιση πρακτικών ζητημάτων της
καθημερινότητας. π.χ. η
τοποθέτηση του γράμματος Β[λάκας]
στο πίσω μέρος των τροχοφόρων θα βοηθούσε στην έγκαιρη προειδοποίηση των άλλων
εποχουμένων πως ο συγκεκριμένος οδηγός είναι αμβλύνους και δυνάμει επικίνδυνος
για την οδική ασφάλεια).
Αν ανατρέξει κανείς στο «Αντιλεξικόν» του
Θ. Βοσταντζόγλου, θα διαπιστώσει πως στη νεοελληνική γλώσσα υπάρχει πλήθος
συνωνύμων για τη βλακεία, ορισμένα εκ των οποίων λειτουργούν μάλλον ως
ευφημισμοί. Έτσι, η βλακεία αποκαλείται και ευπιστία, αφέλεια, αθωότητα,
αγαθοπιστία, αγαθοσύνη, αγαθότητα, απλοϊκότητα, παιδικότητα, μωροπιστία κ.ά. Σε
όλες τις περιπτώσεις η έννοια «βλάκας» προσεγγίζεται με καλοπροαίρετη διάθεση,
αφού θεωρείται είτε καλοκάγαθος είτε φύσει νοητικά ελλιποβαρής. Ως εκ τούτου,
οι πράξεις του πρέπει να αντιμετωπίζονται με κατανόηση και συγκαταβατικότητα και
ο ίδιος ως φύσει και θέσει «αθώος», διαθέτοντας ένα οιονεί «προνόμιο του
απυρόβλητου».
Τις τελευταίες δεκαετίες, όμως, η βλακεία
δεν αποτελεί πλέον τεκμήριο αθωότητας, αλλά (συν)ενοχής. Ειδικά στην πολιτική
συμπεριφορά των Νεοελλήνων, η βλακεία τείνει από άλλοθι να μετατραπεί σε
αποδεικτικό στοιχείο της συμμετοχής πολλών συμπολιτών μας σε μία αέναη (;)
διαδι-κασία πολιτικής συναλλαγής.
Αυτό εκ πρώτης όψεως φαντάζει οξύμωρο ως
παράδοξο. Η βλακεία, όμως, στην πολιτική της εφαρμογή δεν ταυτίζεται με κανένα
από τα προαναφερθέντα εξωραϊστικά συνώνυμα, αλλά με την περίφημη «κουτοπονηριά»,
που – στερεοτυπικά ίσως – μας χαρακτηρίζει ως λαό. Ο Νεοέλληνας θεωρεί εαυτόν
ως πανέξυπνο (ή και ευφυή), παμπόνηρο (κοινώς «γάτα», πεταλωμένη ή μη),
παντογνώστη (κοινώς «ξερόλα»), σε αντίθεση με εκπροσώπους άλλων λαών
(Κουτόφραγκους, Αμερικανάκια κ.ά.). Τα «προσόντα του» αυτά θέλει, φυσικά, να τα
εξαργυρώσει στην καθημερινή του ζωή, προσωπική, επαγγελματική, κοινωνική και,
βέβαια, πολιτική.
Η κουτοπονηριά του Νεοέλληνα βρίσκει λαμπρό
πεδίο δόξης στις εκάστοτε εκλογικές – βουλευτικές, δημοτικές, περιφερειακές κ.ά.
Εκεί ο τυπικός Ελληναράς ψηφοφόρος αναπτύσσει την περιβόητη «πελατειακή σχέση»
με τους ποικιλώνυμους υποψηφίους: Σου δίνω την ψήφο μου (συχνά και την επιρροή
μου σε πρόσωπα του κύκλου μου) κι εσύ μου κάνεις μία εκδούλευση (κοινώς
«ρουσφέτι»), όπως είναι π.χ. ο διορισμός στο Δημόσιο, η ανεύρεση θέσης
εργασίας, η μεσολάβηση για την επίλυση προσωπικών προβλημάτων και υποθέσεων
(μεταθέσεις, προαγωγές, αναθέσεις έργων, μετεγγραφές νομικές αντιδικίες) κ.λπ.
Φυσικά, θα ήταν υποκριτικό κι άδικο να παραγνωρίσουμε το ρόλο του δεύτερου
σκέλους σε αυτήν την ανέντιμη σχέση, των πολιτικών προσώπων και των πολιτικών
παρατάξεων. Πρόκειται για συνειδητούς συνεταίρους σε ένα νοσηρό φαινόμενο, που
δηλητηριάζει για αιώνες (από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους!) την πολιτική
ζωή του τόπου μας. Ο κουτοπόνηρος Έλληνας πιστεύει πως με αυτήν την τακτική διασφαλίζει
τα μικροσυμφέροντά του με ένα αντίτιμο – την ψήφο του – ασήμαντο ή και
αδιάφορο.
Η ενοχή του Νεοέλληνα ψηφοφόρου είναι σύμφυτη
με την ανηθικότητα (Λεμπέσης «ἡ ἀνηθικότης εἶναι ἀποκλειστικόν προϊόν τῶν βλακῶν»)
και εξυφαίνεται σε δύο φάσεις, την προεκλογική και τη μετεκλογική. Στην πρώτη, η
βλακεία ταυτίζεται με την κουτοπονηριά (με έμφαση στο δεύτερο συνθετικό) και αποτελεί
το υπόστρωμα της πολιτικής σκέψης πολλών Νεοελλήνων. Η βλακεία εδώ
καμουφλάρεται κάτω από το μανδύα τής πανουργίας και το πέπλο τής παντογνωσίας.
Αυτό, όμως, είναι μόνο η κορυ-φή του παγόβουνου. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο
Διονύσης Χαριτόπουλος: «Η ατιμία τού βλάκα είναι δεδομένη – πίσω από τη
μνησικακία, την κακοήθεια, τον φθόνο, τη συκοφαντία, τη ρουφιανιά, την
εμπάθεια, τη χυδαιότητα, την κολακεία, τη δουλικότητα, την έπαρση, τη
μικροπρέπεια κρύβεται πάντα ένα μεγάλο κουσούρι· αν δεν είναι κάτι εμφανές
σωματικό ή ψυχικό, τότε πρόκειται ασφαλώς για ηλιθιότητα που μετέρχεται τα μόνα
μέσα που διαθέτει». Εξάλλου, όπως επισημαίνει και ο Ναπολέων Βοναπάρτης, «Στην
πολιτική, η βλακεία δεν είναι μειονέκτημα».
Στη δεύτερη φάση, όμως, μετά τις εκλογές,
όμως, όταν οι προεκλογικές υποσχέσεις των πολιτικών διαψεύδονται, όταν τα
προεκλογικά προγράμματα ακυρώνονται, όταν οι κυβερνήσεις (που εξελέγησαν χάρη
στις πελατειακές σχέσεις με τους «αθώους» ψηφοφόρους τους) και στρέφονται κατά
των μικροκαιροσκοπισμών και των μωροφιλοδοξιών των «αγαθών» πολιτών, η βλακεία
επανεμφανίζεται, με έμφαση, αυτή τη φορά στο πρώτο συνθετικό τής κουτοπονηριάς.
Ο Νεοέλληνας ψηφοφόρος παρουσιάζεται ως εξαπατημένος, αφελής, ευκολόπιστος,
αδαής περί των πολιτικών τεχνασμάτων, καλοπροαίρετα επιρρεπής σε παραπλανητικά
συνθήματα που εμπορεύονται ελπίδα και λαϊκισμό. Ελπίζουν πως οι άλλοι θα τους
συγχωρέσουν και θα τους δουν ως δήθεν θύματα των ανάλγητων μεθόδων των
πολιτικών («Ο sancta
simplicitas... Ω ιερή απλότητα, ω αγία αφέλεια», Jan Hus). Υπόσχεται πως έγινε από «παθός
μαθός» και θα τιμωρήσει τους δημαγωγούς πολιτικούς (με τους οποίους προεκλογικά
«τα κάνανε πλακάκια») αλαλάζοντας ενώπιον τηλεοπτικών φακών τον
αυτοχαρακτηρισμό «κοψοχέρης». Μέχρι να τα ξαναβρούν με τους πρώην πολιτικούς
παρό-χους ρουσφετιών ή να βρουν καινούριους. Η υποκρισία και ο αμοραλισμός σε
όλο τους το μεγαλείο.
«Κάθε άνθρωπος μπορεί να κάνει ένα λάθος.
Μόνο ένας βλάκας συνεχίζει να κάνει το ίδιο λάθος» (Κικέρων). Αλλά στην
περίπτωση του Νεοέλληνα ψηφοφόρου δεν πρόκειται για λάθος. πρόκειται για μια συνειδητή πράξη συμμετοχής και
συνενοχής σε ένα ανήθικο πολιτικό παιχνίδι. Όπως υπογραμμίζει ο Τζων Στάινμπεκ:
«Καμιά φορά, ο άνθρωπος θέλει να εμφανίζεται ως βλάκας, αν αυτό του επιτρέπει
να κάνει πράγματα που η κοινή λογική το απαγορεύει». Και, δυστυχώς, χρειάζεται
μία μείζων κρίση, ό-πως αυτή που διέρχεται – ακόμη – η πατρίδα μας, για να
αντιληφθεί το μέγεθος της ευθύνης του («Νηπίοισιν οὐ λόγος, ἀλλά ξυμφορή
γίνεται διδάσκαλος: Για τους ανόητους, δάσκαλος δεν είναι η λογική, αλλά η συμφορά»,
Δημόκριτος).
Μπορούμε τουλάχιστον να ελπίζουμε πως, μετά
τη συμφορά και την ομολογία τής ενοχής, θα υπάρξει ειλικρινής μεταμέλεια και
συνειδητοποίηση από την πλευρά των βλακών στη χώρα μας; Οι προοπτικές δεν είναι
ευ-οίωνες. όπως έχει
παρατηρήσει εδώ και αιώνες ο Σιμωνίδης ο Κείος: «Τῶν γάρ ἠλιθίων ἀπείρων
γένεθλα» (Απειράριθμη η γενιά των ηλιθίων). Και δυστυχώς, σύμφωνα με τον
Φρίντριχ Σίλερ: «Μπροστά στη βλακεία, ακόμη και Θεοί είναι ανίσχυροι».