Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

Επαναληπτικές Εξετάσεις στη Λογοτεχνία - 2014


Τα θέματα: (εδώ)




Αλ. Παπαδιαμάντη, ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ ("Δὲν ἠξεύρω ἄν ἡ κόρη λουομένη ...τὸ ἴδιον ὄνειρόν του...")


Ενδεικτικές απαντήσεις 


Α1. Επιδράσεις ρομαντισμού
- Ο «προέχων» ρόλος της φύσης: το νεαρό κορίτσι που λίγο πριν απολάμβανε την ομορφιά της φύσης, τώρα δοκιμάζει τον κίνδυνο του θανάτου: «όπου εσχηματίζοντο δίναι … διά την ατυχήν παιδίσκην» (η διττή υπόσταση της φύσης).
- Ο ανέφικτος έρωτας: «επ’ ολίγα λεπτά»: η σύντομη διάρκεια της ερωτικής εμπειρίας φανερώνει ότι αυτή η σχέση δεν επρόκειτο ποτέ να ευοδωθεί.
- Το μαγικό-ονειρικό στοιχείο: Το διήγημα αναφέρεται στο όνειρο που έζησε ο αφηγητής στο κύμα, τη θέαση δηλαδή του γυμνού σώματος της Μοσχούλας κι αμέσως κατόπιν την επαφή με το θεσπέσιο σώμα της κοπέλας, στo πλαίσιo της διάσωσής της. Η μετάβαση επομένως της αφήγησης στον κόσμο του ονείρου γίνεται κατά κύριο λόγο στις στιγμές που ο ήρωας παρατηρεί σε εκστατική κατάσταση την ομορφιά του σώματος της κοπέλας, καθώς και στις σύντομες στιγμές που αισθάνεται το γυμνό της σώμα επάνω του, όταν προσπαθεί να τη μεταφέρει στην ακτή.  
Χαρακτηριστικό χωρίο: «εκλεκτή, αιθέριος επαφή»: η επαφή του ήρωα με τη γυμνή σάρκα εξαϋλώνεται. 

Β1.
- θλιβερό παρόν του ήρωα-αφηγητή:
α) «της άλλως ανωφελούς ζωής μου»: η άποψή του για τη ζωή είναι η χειρότερη δυνατή.
β) «από όλας τας ιδιοτελείς … του κόσμου»: απορρίπτει τις υποκριτικές ανθρώπινες σχέσεις καθώς και τον αγοραίο έρωτα. Έτσι γνώρισε τον έρωτα στην πόλη. Πλήρωσε τη γνώση με την απώλεια της αθωότητας και των αγνών συναισθημάτων.

- ευτυχισμένο-παιδικό ή νεανικό-παρελθόν του:
γ) «ποτέ δεν ησθάνθην τον εαυτόν μου ελαφρότερον … εκείνο»: ανακαλεί στη μνήμη του τη συναισθηματική πληρότητα που ένιωσε εκείνη τη στιγμή.

- ονειρώδης ανάμνησις της λουομένης κόρης:
δ) «Επί πόσον ακόμη θα το ενθυμούμαι … της αγνής κόρης»: μόνη καταφυγή της ανώφελης ζωής του ήρωα απομένει η θύμηση της σύντομης επαφής των δύο σωμάτων.
ε) «Ήμην ο άνθρωπος … το όνειρόν του»: στη φράση αυτή συνοψίζονται ταυτόχρονα η νοσταλγία της αθωότητας που πέρασε ανεπιστρεπτί και η πικρή γνώση που συσσωρεύει η μιζέρια της καθημερινής ζωής.

Β2. α) Τριμερή ασύνδετα:
- «Τότε με κατέλαβε τρόμος, συγκίνησις, λύπη απερίγραπτος»: η ψυχική αναστάτωση που χαρακτηρίζει τον νεαρό ήρωα, ο οποίος κυριεύεται από ανάμικτα συναισθήματα, από τη μια, τρόμου και, από την άλλη, λύπης για την ακούσια από τη μεριά του πρόκληση τόσο μεγάλης έντασης και φόβου στο κορίτσι.
- «Ήτον όνειρον, πλάνη, γοητεία»: εξιδανίκευση της εμπειρίας που είχε ο νεαρός ήρωας.

β) Το δραματικό απρόοπτο με την εμφάνιση της βάρκας αποτελεί ένα λογοτεχνικό εύρημα:
- στοιχείο σκηνοθεσίας
- διευκολύνει την ανάπτυξη της ιστορίας
- αυτοεκπληρούμενη προφητεία, καθώς επαληθεύεται η ευχή-κατάρα
- οδηγεί στο δεύτερο δραματικό απρόοπτο: τη δεύτερη κραυγή αγωνίας του κοριτσιού και την κατεύθυνση του σώματός της προς τον βυθό.
- διευκολύνει τον νεαρό βοσκό να λύσει το δίλημμά του και να δράσει χωρίς χρονοτριβή.
- κλιμάκωση του φόβου.

Γ1.
- «Ησθάνθην … την ζωήν της»: ενώ ο χρόνος της αφήγησης είναι το παρελθόν του αφηγητή, η προοπτική είναι του ώριμου αφηγητή, με εστίαση μηδενική, γιατί φαίνεται να γνωρίζει περισσότερα από τον ήρωα. Επίσης, αποδεικνύεται ότι ο αφηγητής είναι γνώστης όσων συμβαίνουν στη φύση και ιδιαίτερα στη θάλασσα.
- «Ω! ας έζη, και ας ήτον ευτυχής»: για όσο χρόνο ο βοσκός βρισκόταν σε διαρκή εγρήγορση και προσπαθούσε με όλες του τις δυνάμεις να σώσει τη Μοσχούλα το μόνο που ως σκέψη περνούσε από το μυαλό του και ευχόταν για τη μικρή κοπέλα ήταν να σωθεί και να είναι καλά.
- «Κανείς ιδιοτελής λογισμός λογισμός δεν υπήρχε την στιγμήν εκείνην εις το πνεύμα μου»: ο ήρωας αρνείται την πραγματικότητα της ερωτικής απόλαυσης και αυτοκαταργεί την ερωτική του επιθυμία προβαίνοντας στην άμεση ανάσχεσή της, διαφυλάσσοντας με αυτόν τον τρόπο ζωντανό το όνειρό του.
- «Η καρδία μου ήτο πλήρης αυτοθυσίας και αφιλοκερδείας»: ο ηρωισμός, το φιλότιμο, η αφιλοκέρδεια υπερνικούν κάθε άλλη σκέψη, βοηθώντας τον νεαρό βοσκό να κρατήσει  για πάντα ζωντανή και ανόθευτη στην ψυχή του την αίσθηση εκείνης της μοναδικής γνήσια ερωτικής εμπειρίας. Ο ηρωισμός που επέδειξε δεν είχε στόχο την επίδειξη για τον θαυμασμό ή την ευγνωμοσύνη, αλλά τη στάση του τη διέκρινε ανιδιοτέλεια και σεμνότητα.

Δ1.
ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ
ΔΙΑΦΟΡΕΣ
1. Και στα δύο κείμενα δύο ανύποπτες, για την παρουσία άλλων, ωραίες γυναικείες υπάρξεις κολυμπούν στη θάλασσα σε ένα τοπίο παρόμοιο (κολπίσκοι και σπηλιές).
1. Και στα δύο κείμενα τα γυναικεία πρόσωπα, την ώρα που κολυμπούν ακούν κάποιο θόρυβο αλλά οι αντιδράσεις τους διαφέρουν. Η Μοσχούλα, βλέποντας τον ίσκιο του βοσκού, πανικοβάλλεται και αρχίζει να βουλιάζει, ωστόσο η Παγώνα δεν είδε  κάτι ανησυχητικό και «συνέχισε τα παιχνίδια της με το νερό».
2. Και στα δύο κείμενα κάποιος κινδυνεύει (Μοσχούλα-Στρατής) από πνιγμό και γίνεται προσπάθεια διάσωσής του από πρόσωπο που βρίσκεται στη στεριά, παρακολουθεί το μπάνιο και τις εξελίξεις και βουτά με αυτοθυσία (βοσκός-Στρατής)
2. Στο κείμενο του Παπαδιαμάντη κινδυνεύει η λουόμενη (Μοσχούλα) με πνιγμό, ενώ στο κείμενο του Οικονομίδη αυτός που κινδυνεύει δεν είναι η λουόμενη αλλά ο μικρός Κυριακούλης, το παιδί που παρακολουθούσε την Παγώνα και έχασε την ισορροπία του προσπαθώντας να τη δει καλύτερα.

3. Ενώ στο κείμενο του Παπαδιαμάντη το τέλος της περιπέτειας στη θάλασσα είναι αίσιο, αφού δεν υπάρχει νεκρός, στο έργο του Γ. Οικονομίδη το τέλος είναι τραγικό καθώς ο Στρατής ναι μεν κατάφερε να σώσει τον μικρό Κυριακούλη, αλλά ο ίδιος έχασε τη ζωή του και το πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ.


Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

Επαναληπτικές Εξετάσεις στη Νεοελληνική Γλώσσα - 2014


Τα θέματα: εδώ

Ενδεικτικές απαντήσεις:

Νοηματικός άξονας κειμένου
 

Άγγελος Σικελιανός (15 Μαρτίου 1884 – 19 Ιουνίου 1951), "Θαλερό", 1915




Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, ἀπὸ τ᾿ ἀμπέλια ἀπάνωθεν
ἐκοίταγε ἡ σελήνη -
κι ἀκόμα ὁ ἥλιος πύρωνε τὰ θάμνα, βασιλεύοντας
μὲς σὲ διπλὴ γαλήνη·

βαριὰ τὰ χόρτα, ἱδρώνανε στὴν ἀψηλὴν ἀπανεμιὰ
το θυμωμένο γάλα,
κι ἀπὸ τὰ κλήματα τὰ νιά, ποὺ τῆς πλαγιᾶς ἀνέβαιναν
μακριὰ-πλατιὰ τὴ σκάλα,

σουρίζανε οἱ ἀμπελουργοὶ φτερίζοντας, ἐσειόντανε
στον ὄχτο οἱ καλογιάννοι,
κι ἅπλων᾿ ἀπάνω στὸ φεγγάρι ἡ ζέστα ἀραχνοΰφαντο
κεφαλοπάνι...

Στὸ σύρμα, μὲς στὸ γέννημα, μονάχα τρία καματερά,
τό ῾να ἀπὸ τ᾿ ἄλλο πίσω,
τὴν κρεμαστή τους τραχηλιὰ κουνώντας, τὸν ἀνήφορο
ξεκόβαν τὸ βουνίσο·

σκυφτό, τὴ γῆς μυρίζοντας, καὶ τὸ λιγνὸ λαγωνικό,
με γρήγορα ποδάρια,
στοῦ δειλινοῦ τὴ σιγαλιὰ βράχο τὸ βράχο ἐπήδαγε
ζητώντας μου τὰ χνάρια·

καὶ κάτου ἀπ᾿ τὴν κληματαριὰ τὴν ἄγουρη μ᾿ ἐπρόσμενε,
στο ξάγναντο τὸ σπίτι,
σωστὸ τραπέζι πόφεγγε, λυχνάρι ὀμπρὸς τοῦ κρεμαστό,
το φῶς τοῦ Ἀποσπερίτη.

Ἐκεῖ κερήθρα μὄφερε, ψωμὶ σταρένιο, κρύο νερὸ
η ἀρχοντοθυγατέρα,
ὁποὖχε ἀπὸ τὴ δύναμη στὸν πετρωτό της τὸ λαιμὸ
χαράκι ὡς περιστέρα·

ποὺ ἡ ὄψη της, σὰν τῆς βραδιᾶς τὸ λάμπο, ἔδειχνε διάφωτη
τῆς παρθενιᾶς τὴ φλόγα,
κι ἀπ᾿ τὴ σφιχτή της ντυμασιὰ στὰ στήθια της τ᾿ ἀμάλαγα,
χώριζ᾿ ὁλόρτη ἡ ρώγα·

ποὺ ὀμπρὸς ἀπὸ τὸ μέτωπο σὲ δυὸ πλεξοῦδες τὰ μαλλιὰ
πλεμένα εἶχε σηκώσει,
σὰν τὰ σκοινιὰ τοῦ καραβιοῦ, ποὺ δὲ θὰ μπόρει᾿ ἡ φούχτα μου
νὰν τῆς τὰ χερακώσει.

Λαχανιασμένος στάθη ἐκεῖ κι ὁ σκύλος π᾿ ἀγανάχτησε
στα ὀρτὰ τὰ μονοπάτια,
κι ἀσάλευτος στὰ μπροστινά, μὲ κοίταγε, προσμένοντας
μιὰ σφήνα, μὲς στὰ μάτια·

ἐκεῖ τ᾿ ἀηδόνια ὡς ἄκουγα, τριγύρα μου, καὶ τοὺς καρποὺς
γευόμουν ἀπ᾿ τὸ δίσκο,
εἶχα τὴ γέψη τοῦ σταριοῦ, τοῦ τραγουδιοῦ καὶ τοῦ μελιοῦ
βαθιά στὸν οὐρανίσκο.

Σὰ σὲ κυβέρτι γυάλινο μέσα μου σάλευε ἡ ψυχή,
πασίχαρο μελίσσι,
ποὺ ὅλο κρυφὰ πληθαίνοντας γυρεύει σμάρια ὡσὰν τσαμπιὰ
στὰ δέντρα ν᾿ ἀμολήσει.

Κι ἔνιωθα κρούσταλλο τὴ γῆ στὰ πόδια μου ἀποκάτωθε
καὶ διάφανο τὸ χῶμα
γιατὶ πλατάνια τριέτικα τριγύρα μου ὑψωνόντανε
μ᾿ ἁδρό, γαλήνιο σῶμα.

Ἐκεῖ μοῦ ἀνοῖξαν τὸ παλιὸ κρασί, ποὺ πλέριο εὐώδισε
μὲς στὴν ἱδρένια στάμνα,
σὰν τὴ βουνίσια μυρουδιά, σύντας βαρεῖ κατάψυχρη
νύχτια δροσιὰ τὰ θάμνα...

Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, ἐκεῖ ἡ καρδιά μου δέχτηκε
ν᾿ ἀναπαυτεῖ λιγάκι
πὰ σὲ σεντόνια εὐωδερὰ ἀπὸ βότανα, καὶ γαλανὰ
στὴ βάψη ἀπὸ λουλάκι.


(ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, B´, Ἴκαρος 1968)

Το «Θαλερό» γράφεται ανάμεσα στον Μάρτιο και τον Μάιο του 1914. Στο ποίημα αυτό ο Σικελιανός καταθέτει άμεσα βιώματά του από την παραθαλάσσια Συκιά όπου έμενε, ανηφόριζε συχνά στο κοντινό ορεινό χωριό με το όνομα Θαλερό. 

Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

Πανελλήνιες εξετάσεις: το μάθημα της λογοτεχνίας - η ρευστότητα των απαντήσεων

του Νικήτα Παρίση



Φέτος, στις πανελλήνιες εξετάσεις, στο μάθημα της λογοτεχνίας, ορίστηκε ως εξεταστέο κείμενο ένα δισέλιδο απόσπασμα από το: Το αμάρτημα της μητρός μου του Γ. Βιζυηνού. Στην ουσία πρόκειται για δύο αποσπάσματα (σελ. 139 – 141 και 145 – 146 –στο πρωτότυπο της σχολικής έκδοσης του 1999). Βέβαια, η εξεταστική εντιμότητα με το σημείο […], ενδεικτικό σχετικής παράλειψης, κατέδειξε ότι πρόκειται για δύο αποσπάσματα. Το ουσιώδες είναι αν το συνειδητοποίησαν και οι μαθητές μέσα στη γενικότερη εξεταστική τους ταραχή.

Πάνω στα δύο αυτά μικρά αποσπάσματα, η σταθερά εφαρμοζόμενη, χρόνια τώρα, εξεταστική λογική έθεσε στην ουσία πέντε διαφορετικά ερωτήματα. Ορισμένα από αυτά τα ερωτήματα θα θίξουμε και θα σχολιάσουμε στα όσα ακολουθούν. Το πρώτο ερώτημα (Α1) αναφερόταν στη «θεατρικότητα» του έργου του Βιζυηνού και ζητούσε να τη βεβαιώσουν οι μαθητές με αναφορά σε τρία παραδείγματα μέσα από τα εξεταζόμενα δύο αποσπάσματα.

Καταρχήν θα πρέπει, έστω και παρένθετα, να σημειωθεί ότι κανείς από τους βασικούς μελετητές του Βιζυηνού δεν αναφέρεται στο στοιχείο της θεατρικότητας ως χαρακτηριστικό γνώρισμα του πρωτοπόρου διηγηματογράφου. Η έλλειψη σχετικής βιβλιογραφικής πηγής μάς επιτρέπει να εικάσουμε ότι οι διδάξαντες το μάθημα της λογοτεχνίας στη θεωρητική κατεύθυνση δε θα είχαν μάλλον αναφερθεί στο στοιχείο της θεατρικότητας.

Θα μπορούσαμε, παράλληλα, να σημειώσουμε και μιαν άλλη ένσταση για την τεθείσα ερώτηση. Οι μαθητές της φετινής Γ΄ Λυκείου ουσιαστικά δεν έχουν διδαχθεί σύγχρονο θεατρικό λόγο. Αυτή η έλλειψη θεατρικής παιδείας τούς επιτρέπει ή τους δίνει την άνεση να μιλήσουν υπεύθυνα για τη θεατρικότητα ενός πεζογράφου;

Υπάρχει, ακόμη, σχετικά με το θέμα της θεατρικότητας στο Βιζυηνό, και μια άλλη περίεργη κάπως προϊστορία. Συγκεκριμένα, προ ετών τα φροντιστήρια, στα οποία γίνεται, ανομολόγητα βέβαια από την πλευρά των υπευθύνων, η ουσιαστική προγύμναση των μαθητών για τις πανελλαδικές εξετάσεις, είχαν οργανώσει ένα είδος εξεταστικής προσομοίωσης. Σε αυτήν, ακριβώς, την εξέταση τα φροντιστήρια είχαν θέσει ως ερώτημα την αναζήτηση θεατρικών στοιχείων στο έργο του Βιζυηνού. Βέβαια, θα συνιστούσε πολύ πλάγια σκέψη – ενδεχομένως και κάπως ανορθόδοξη – το να υποθέσει κανείς ότι η λογική της φροντιστηριακής παιδείας προκαθορίζει εξεταστικές μορφές και είδη ερωτήσεων σε επίσημες εξετάσεις.

Αλλά ας φύγουμε από το επίπεδο των εικασιών και των υποθέσεων και ας έρθουμε στην ουσία των πραγμάτων. Συγκεκριμένα, αν υποθέσουμε ότι κάποιοι υποψήφιοι, με αρκετά ευκίνητη σκέψη και με ευαίσθητη παρατηρητικότητα στα λογοτεχνικά κείμενα, καταγράφουν και επισημαίνουν 4 – 5 λεπτομέρειες - παραδείγματα, για να επιβεβαιώσουν το γνώρισμα της θεατρικότητας, ποια θα μπορούσαν να είναι αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία;
Για να απαντήσουμε στο συγκεκριμένο ερώτημα, ας υποθέσουμε ότι κάποιοι υποψήφιοι καταγράφουν τα εξής στοιχεία:
α)     υπάρχουν σημεία του κειμένου – ο μαθητής τα καταγράφει λεπτομερώς – που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως σύντομες θεατρικές σκηνές·
β)      υπάρχει συγκεκριμένος χώρος στον οποίο αναπτύσσεται η αφηγημένη δράση (π.χ. ο χώρος στον οποίο εξελίσσεται το τυπικό της σκηνοθεσίας)·
γ)      υπάρχει πρωταγωνιστικό ή πρωταγωνιστικά πρόσωπα που πλαισιώνονται από άλλα δευτερο-αγωνιστικά ή βουβά·
δ)      υπάρχει η ζωντάνια και η παραστατικότητα του διαλόγου, στοιχείο που παραπέμπει άμεσα στο θεατρικό είδος του λόγου·
ε)      υπάρχουν ακόμη και στοιχεία που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως σκηνικές οδηγίες.

Αν γράφονταν όλα αυτά, με τις απαραίτητες κάθε φορά παραπομπές στο οικείο κείμενο, θα συνιστούσαν μιαν απάντηση ορθή και πλήρη; Αλλά, για να διαπιστωθεί πόσο ρευστά είναι τα πράγματα και πόσο προσεκτική θα πρέπει να είναι η εξεταστική λογική, ας κάνουμε και μιαν άλλη υπόθεση: ας υποθέσουμε ότι το πρώτο ερώτημα για το στοιχείο της θεατρικότητας στο έργου του Βιζυηνού, είχε μια εντελώς διαφορετική διατύπωση:
Να αναφέρετε και να καταγράψετε, μέσα από το κείμενο, συγκεκριμένα στοιχεία, από τα οποία να καταφαίνεται ο αφηγηματικός χαρακτήρας του έργου και η αφηγηματική ωριμότητα του Βιζυηνού.
Σε μια τέτοια υποθετική αλλά και πολύ ενδεχόμενη ερώτηση, ποια κειμενικά στοιχεία θα έπρεπε να καταγράψει ο εξεταζόμενος μαθητής, για να δώσει μιαν απάντηση με ορθότητα και πληρότητα; Φυσικά – και αυτό είναι αυτονόητο – θα αναζητούσε στο κείμενο: το χώρο και το χρόνο της αφηγημένης δράσης· την ίδια τη δράση ως στοιχείο σταδιακής ανέλιξης του αφηγηματικού μύθου· την ύπαρξη αφηγητή, από τη «φωνή» του οποίου εκρέει η όλη αφήγηση και η δραστικότητα του λόγου· την ύπαρξη των δρώντων προσώπων, ιεραρχημένων σε πρωταγωνιστικά, δευτερο-αγωνιστικά και βουβά κλπ. Τελικά δηλαδή τα ίδια σχεδόν στοιχεία που βεβαιώνουν τη θεατρικότητα του κειμένου, βεβαιώνουν και την αφηγηματικότητα του λόγου.

Πού θέλουμε να καταλήξουμε; Σε κάτι που είναι σχεδόν αυτονόητο. Το διατυπώνουμε: η λογοτεχνία δεν είναι μαθηματικά· είναι κάτι πολύ ρευστό και πολύσημο. Γι’ αυτό, ακριβώς, η εξεταστική λογική πρέπει να επιλέγει και να θέτει ερωτήσεις που τα ζητούμενά τους να περιορίζουν ή, ακόμη, και να μηδενίζουν το ενδεχόμενο των πολύ ρευστών απαντήσεων.

Το δεύτερο ερώτημα (Β1) αναφερόταν στη γλωσσική διμορφία του Βιζυηνού και ζητούσε να σχολιασθεί η άποψη του Κ. Μητσάκη ότι ο Βιζυηνός είναι «θερμός υπέρμαχος της δημοτικής, στην πράξη όμως ένας μετριοπαθής καθαρευουσιάνος».

Αν υποτεθεί ότι ο εξεταζόμενος μαθητής αξιοποιούσε την άποψη του σχολικού βιβλίου, ότι δηλαδή ο Βιζυηνός χαρακτηρίζεται από μια ιδιότυπη διγλωσσία, θα ήταν σωστός; Θα θεωρούσαμε δηλαδή τον Βιζυηνό δίγλωσσο συγγραφέα, ότι γράφει σε δύο γλώσσες – π.χ. ελληνικά και γερμανικά; Πρέπει να μάθουμε, τελικά, στους μαθητές μας ότι και στη λογοτεχνία ακριβολογούμε: άλλο πράγμα σημαίνει ιδιότυπη διγλωσσία και άλλο, φυσικά, σημαίνουν οι χαρακτηρισμοί: γλωσσικά δίμορφος και γλωσσικός δυϊσμός. Έχει, λ.χ., υποστηρίξει κανείς ότι ο Παπαδιαμάντης, ως γλωσσικό ανάλογο του Βιζυηνού, χαρακτηρίζεται από ιδιότυπη διγλωσσία; Εξάλλου, γιατί θα πρέπει να θεωρηθεί ως θέσφατο η άποψη του Κ. Μητσάκη ότι ο Βιζυηνός είναι στην πράξη ένας μετριοπαθής καθαρευουσιάνος. Συνιστά, λ.χ., καθαρευουσιάνικη μετριοπάθεια η φράση: Η είσοδός του εις τον οίκον μας εγένετο ουχ ήττον επιβλητική και τρόπον τινά εν θριάμβω.

Τι θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει από αυτά τα σχόλια για το δεύτερο ερώτημα; Ασφαλώς το συμπέρασμα είναι ότι μπορούν να γραφούν απαντήσεις εσφαλμένες αλλά ο διορθωτής πρέπει να τις εκλάβει ως απόλυτα ορθές γιατί, κακώς βέβαια, θεωρείται ως λογικά πρυτανεύουσα η θέση και η άποψη του σχολικού βιβλίου. Έτσι, όμως, πέρα από την απαντητική ρευστότητα, ενεδρεύει και ένας άλλος κίνδυνος: να λαμβάνεται ως ορθό αυτό που είναι κατάδηλα λάθος.

Η ερώτηση Β2 διασπάται σε δύο ζητούμενα. Να παρατηρήσουμε όμως, καταρχήν, κάτι έξω από τα άμεσα ζητούμενα: γιατί δηλαδή δεν καθιερώνεται, διδακτικά και εξεταστικά, μια ενιαία ορολογία, αφού υπάρχει επίσημο διδασκόμενο βιβλίο με τον τίτλο: Λεξικό λογοτεχνικών όρων; Ας θυμηθούμε απλώς ότι η λεγόμενη αναδρομική αφήγηση στη διδασκόμενη επισήμως ορολογία χαρακτηρίζεται απλώς ως αναδρομή (στο παρελθόν φυσικά) ή ως ανάληψη. Πέρα όμως από την ποικιλία στην ορολογία, υπάρχει και πρόβλημα ουσίας σχετικά με την απάντηση στο ερώτημα Β2α. Ο εξεταζόμενος μαθητής καλείται να σχολιάσει δύο γραμμές από το δοθέν απόσπασμα, στο οποίο υπάρχει σύνοψη χρόνου και να δικαιολογήσει την επιλογή του συγγραφέα σε αυτή την συγγραφική – εκφραστική τεχνική.

Να το ομολογήσουμε: δύσκολα τα πράγματα – για το μαθητή φυσικά. Καλείται να σχολιάσει την πύκνωση της αφήγησης και τη συρρίκνωση του αφηγηματικού χρόνου σε τέσσερα ρήματα (το κοράσιον ηυξήθη, ανετράφη, επροικίσθη και υπανδρεύθη). Ως ορθή απάντηση θα πρέπει να θεωρηθεί η συγγραφική πρόθεση να δημιουργηθεί αφηγηματική επιτάχυνση, γιατί τα εκφραζόμενα από τα τέσσερα ρήματα γεγονότα είναι αφηγηματικά αδιάφορα, πράγμα που σημαίνει ότι άλλοτε αποσιωπώνται και άλλοτε πυκνώνονται (= σύνοψη χρόνου). Ανάλογο και πολύ πιο δραστικό είναι το παράδειγμα από την παραλογή Του νεκρού αδερφού,που εκφράζεται από την ακόλουθη πυκνωμένη 15σύλλαβη τελειότητα: Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα. Το γεγονός δηλαδή του γάμου, αφηγηματικά αδιάφορο, συρρικνώνεται σε ένα μόνο στίχο, γιατί ο μύθος πρέπει να επιταχυνθεί  για να αυξηθεί  η δραστικότητα και  η  δραματικότητά του. Όταν,  λοιπόν, τα αφηγηματικά γεγονότα που είναι αδιάφορα δε συμπυκνωθούν, ο μύθος γίνεται πλαδαρός, παρουσιάζει το μειονέκτημα των πλατειασμών και τα παρεμβαλλόμενα γεγονότα θεωρούνται αφηγηματικά παραγεμίσματα. Επομένως, η σύνοψη χρόνου είναι μια αφηγηματική τεχνική, για να αποκτήσει ο μύθος πυκνότητα, γρήγορο αφηγηματικό ρυθμό και να προωθηθεί ως δραστική και δραματική εξέλιξη.

Να είμαστε δίκαιοι. Για να μπορέσει ο μαθητής να σχολιάσει, με τέτοιο τρόπο, το φαινόμενο της σύνοψης του χρόνου, θα πρέπει να έχει διδαχθεί αναλυτικά και εμπεδωτικά την αφηγηματική τεχνική της επιτάχυνσης, να έχει δηλαδή θεωρητική υποδομή σε θέματα αφηγηματολογικά και να κατέχει την ειδική εκφραστική άνεση και ευελιξία για να τα διατυπώσει.

Περνάμε στην ερώτηση Γ1. Έχουμε τη γνώμη ότι εδώ τα πράγματα είναι πολύ δυσκολότερα και εγκυμονούν μεγαλύτερη απαντητική ρευστότητα. Συγκεκριμένα, ο εξεταζόμενος καλείται να σχολιάσει ένα κειμενικό χωρίο 3,5 γραμμών που αναφέρεται στο τελετουργικό της υιοθεσίας.

Για να καταστεί δυνατός ένας τέτοιος σχολιασμός, ο μαθητής πρέπει να κατέχει την έννοια της λιτότητας, την έννοια της νοηματικής πυκνότητας, την έννοια της σταδιακά αυξανόμενης δραματικότητας, την έννοια της περιγραφής – εσωτερικής και εξωτερικής – των δρώντων προσώπων, καθώς και την έννοια της δραματικής χαλάρωσης και της σταδιακής ηπίωσης της έντασης. Καλείται δηλαδή ο μαθητής να κατέχει τις πιο ουσιώδεις αρετές του αφηγηματικού λόγου και να καταδείξει ότι αυτό το τρίπτυχο: λιτότητα, πυκνότητα, δραματικότητα, φορτίζει πρώτα το λόγο με ένταση, τον οδηγεί σε δραματική κορύφωση στο πρόσωπο της μάνας του Γιωργή και, τελικά, εντελώς απότομα, τον αποφορτίζει από τη συναισθηματική ένταση – Αλλά κανείς δεν απεκρίθη (= η λύση).

Με όλα όσα σημειώθηκαν στα προαναφερόμενα, θελήσαμε να σταθούμε σε τέσσερα, κυρίως, σημεία:
α)   η εξεταστική λογική πρέπει να θέτει ερωτήσεις στις οποίες τα ζητούμενα να επιδέχονται συγκεκριμένη, μετρήσιμη και ακριβή απάντηση, για να αποφεύγεται η απαντητική ρευστότητα ,να διευκολύνεται ο διορθωτής και να μην αδικείται ο μαθητής·
β)      δε θα πρέπει, ακόμη και εξαιτίας του σχολικού βιβλίου, το λάθος να λαμβάνεται ως ορθό και να δημιουργούμε απαντητική σύγχυση·
γ)     υπάρχουν ερωτήσεις (π.χ. Β2α) που για να απαντηθούν, προϋποθέτουν ότι ο μαθητής είναι καλά καταρτισμένος σε θέματα αφηγηματολογικά, τα οποία συνήθως οι διδάσκοντες τα παρακάμπτουν·
δ)    ο σχολιασμός του χωρίου, στο οποίο, με ακραία εκφραστική λιτότητα και με χαρακτηριστική νοηματική πυκνότητα, μας περιγράφει την σταδιακά αυξανόμενη δραματικότητα με τρία κυρίαρχα πρόσωπα, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Οι ερωτήσεις τέτοιας φύσεως αυξάνουν στο μέγιστο τον κίνδυνο της απαντητικής ρευστότητας και των διαφορετικών απαντήσεων.

Και ποιο θα μπορούσε να είναι το τελικό μας ζητούμενο και το τελικό μας συμπέρασμα; Ασφαλώς και υπάρχει ζητούμενο και μάλιστα άμεσο και επιτακτικό. Το διατυπώνουμε: στο μάθημα της λογοτεχνίας, επειδή η φύση του μαθήματος είναι πολύ ρευστή, πρέπει να υπάρξει, ανά τάξη, διδακτικό οργανόγραμμα αναλυτικό, σαφές, καθαρό, καθόλου γενικόλογο ,με συγκεκριμένα διδακτικά ζητούμενα και με πλούσια μοντέλα και φόρμες, που να δείχνουν το είδος και την καθαρότητα της εξεταστικής λογικής. Μόνο κάτω από τέτοιες απλές ρυθμίσεις και τακτοποιήσεις, οι Πανελλήνιες εξετάσεις θα διεξάγονται χωρίς αγκυλώσεις και προβλήματα.

Ιούνιος 2014                                                                                    Ν.ΠΑΡΙΣΗΣ

Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Η κερασιά





Τα κεράσια από μικρή τα μισούσα. Στον τόπο μας δεν υπήρχε άλλη κερασιά απ’ τη δικιά μας. Μια κερασιά που έκανε κάτι μεγάλα και σκληρά πετροκέρασα σαν χειροβομβίδες. Την έφερε, λέγανε, ο παππούς της γιαγιάς μου, όταν απ’ τα χωριά της Τριπόλεως ανηφόρισε – άγνωστο πότε – στα μέρη τα δικά μας. Στις χοντρές της κλάρες είχαμε δέσει σχοινιά κ’ αιωρούμαστε ολημερίς με τ’ αδέλφια μου. Aπ’ τα χλωρά κλωνάρια της φτιάχναμε σπαθιά. Τους γειτόνους απ’ το δικό μας δέντρο τους φιλεύαμε κάθε καλοκαίρι και οι γυναίκες κάμανε κερασόπιτα. Η θεια μου η Ασήμω τα άλεθε μια χαρά στο άδειο από δόντια στόμα της και δυο δυο μού τα κρέμαγε σκουλαρίκια στ’ αφτιά, χτυπώντας παλαμάκια όλο κέφι: Aνέβηκα στην κερασιά, Mαρί- Μαρία, Mαριγώ, να κόψω ένα κεράσι - βάι τζιγκιτζέλα, βάι τζιγκιτζό. T’ αντρόγυνο που γίνηκε, να ζήσει, να γεράσει. Nα κάνει δώδεκα παιδιά, δώδεκα παλικάρια. Nα κάνει κι ένα θηλυκό να μη χαθεί το σόι.

Πεντέξι πάνω κάτω θα ’μουνα τότε. Εκείνη τη μέρα ο ήλιος έψησε την πέτρα, ψήθηκα κ’ εγώ στον πυρετό. Ήταν ο καιρός του θερισμού. Πονούσε και η κοιλιά μου. Τούμπανο έγινε. Μόνο με κεράσια ξεγελάγαμε την πείνα μας. Άδεια τα πιάτα στο τραπέζι. Τη νύχτα με κράτησε κοντά της η καψερή, ταμπουρωμένη καλά κάτω στον καταρράκτη της καλύβας της, να μου ψιθυρίζει παραμύθια, ώσπου αποκοιμήθηκα στα χέρια της. Μια νεκρική σιωπή που έλιωνε τα σωθικά απλώθηκε τριγύρω. Ξάφνου ένας ολάκερος στρατός από κερασιές χίμηξε στο ξάγναντο του νου μου. Γιγαντόδεντρα που στα κλαδιά τους, αντί για ζουμερές άλικες μπαλίτσες, κρέμονταν σαν σκιάχτρα γυναίκες και μωρά. Χείμαρρος από κεράσια σκέπασε τον τόπο, πλημμύρισε τους δρόμους, τις μάντρες, έπνιξε τους ανθρώπους μες στα σπίτια τους. Σε λίγο όλα τυλίχτηκαν στις φλόγες.

Και είδα δεκάδες κορμιά να σέρνουν τον πύρινο χορό. Και είδα τους γονιούς μου να αιωρούνται άψυχοι στο αψηλότερο κλαρί της κερασιάς. Και είδα τ’ αδέλφια μου λογχισμένα στον κορμό της. Και είδα τις μυλόπετρες ν’ αλέθουν σαν πίτουρο την ανθρώπινη σάρκα.

Αθέριστα απομείνανε εκείνο το καλοκαίρι τα χωράφια. Κ’ ο ήλιος τ’ άλλο πρωινό, που βγήκαμε απ’ την καταπακτή, δεν έλεγε να ξημερώσει.

Εβδομήντα χρόνια κύλησαν από τότε. Κ’ εγώ καταδικάστηκα να ζω παντέρμη ανάμεσα στους αποθαμένους. Όσο θυμάμαι δεν πεθαίνω. Κι αυτό είναι βάσανο μεγάλο. Μόνο η μαύρη σκιά της κερασιάς με ακολουθεί. Οι δυο μας απομείναμε μονάχα· αυτή κ’ εγώ. Ποτέ δεν ξανάβαλα κεράσια στο στόμα μου, αν και τότε - τ’ ομολογώ – αυτά μου ’σώσαν τη ζωή. Ούτε σκουλαρίκια κρέμασα. Φίλησα σταυρό.

Nα κάνει κι ένα θηλυκό να μη χαθεί το σόι, με νανούριζε η θεια μου η Ασήμω.


  (Δ.Χ.)