Ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης του νέου διηγήματος του Χ. Οικονόμου
Ο τίτλος αντλείται από το ομώνυμο διήγημα του Χ. Οικονόμου, που συμπεριλαμβάνεται στο συλλογικό τόμο των εκδόσεων Μεταίχμιο με τίτλο «Το αποτύπωμα της κρίσης». Στο βιβλίο αυτό δεκαεπτά συγγραφείς καταθέτουν τη δική τους λογοτεχνική ματιά στα τραγικά γεγονότα της πολυσχιδούς κρίσης. Σε μια εποχή που το κοινωνικό σώμα τραυματίζεται και από την απώλεια ανθρώπινων υπάρξεων στην προσπάθειά τους να ζεσταθούν (πρόσφατοι τραγικοί θάνατοι στην Καβάλα και στη Λάρισα), η θαλπωρή της γραφής μπορεί να είναι «μια νάρκης του άλγους δοκιμή, εν Φαντασία και Λόγω». Είναι όμως;
Τα διηγήματα της εν λόγω συλλογής στην πλειονότητά της στέκονται αμήχανα απέναντι στο οικονομικοκοινωνικό φαινόμενο (λογικό, αν σκεφθούμε πως η λογοτεχνία δεν είναι κοινωνιολογία) και η γραφή παραμένει επιδερμική έως και διεκπεραιωτική μιας τιμητικής συμμετοχής σε ένα ενδιαφέρον, από κάθε άποψη, εκδοτικό εγχείρημα. Ελάχιστα κείμενα ξύνουν την επιφάνεια του προεπιλεγμένου χωρόχρονου για να αποτυπώσουν εικόνες λογοτεχνικού και υπαρξιακού βάθους. Μπορούμε να αναφέρουμε ενδεικτικά αυτό της κας Κιτσοπούλου και του κου Παναγιωτόπουλου. Μόνο ένα όμως εκκινά από το ζοφερό σκηνικό της κρίσης για να αναχθεί σε λογοτεχνικό κείμενο μεγάλων αξιώσεων. Αυτό του Χρήστου Οικονόμου.
Ήρωές του τρεις άνθρωποι που βιώνουν τα αποτελέσματα της κρίσης και έχουν καταφύγει σε ένα νησί του Αρχιπελάγους. Δεν είναι καλοκαίρι, πουθενά η ανεμελιά και το εκτυφλωτικό φως των Κυκλάδων. Χειμώνας, παγωνιά, σκοτάδι. Μια άλλη Ελλάδα, "Αγγελοπουλική". Οι τρεις αυτοί άνθρωποι, ένας νέος άνδρας -δημοσιογράφος -, ένας ηλικιωμένος μουσικός και μια θεσπέσια, νεαρή γυναικεία ύπαρξη, σαν τρία κεριά που τρεμοπαίζουν κι αργοσβήνουν όσο στέκουν μόνα (καταπληκτική η παρομοίωση που αποτελεί και τον δομικό αρμό του διηγήματος), συναντώνται και συνυπάρχουν ένα παγωμένο βράδυ. Θα περιμέναμε η γυναίκα να είναι η ερωτική σύντροφος του νέου. Παραξένισμα. Συντροφεύει τον πτωχευμένο, ηλικιωμένο κι άρρωστο καλλιτέχνη. Η μπρεχτική τεχνική του παραξενίσματος (Verfemdungseffekt) αφυπνίζει την προσοχή.
Επινοημένη (;) συνύπαρξη του πνευματικού δημιουργού με τη Μούσα του. Η ερωτική ατμόσφαιρα στην παγωμένη και φτωχική νησιωτική κάμαρα (αρχετυπικός ελληνικός εσωτερικός χώρος) είναι καθηλωτική. Ο πηγαίος ερωτισμός προκαλείται από την απρόσμενη παρουσία της όμορφης γυναίκας και τη θερμή, ανιδιοτελή και σταθερή δοτικότητά της στον άρρωστο σύντροφό της. Η κορύφωση έρχεται με ένα αιφνίδιο γεγονός, ένα δραματικό απρόοπτο. Μια διακοπή του ρεύματος λόγω των ακραίων καιρικών συνθηκών και η φλόγα των μοναχικών κεριών δεν αρκεί για να ζεστάνει τον χώρο. Αρχίζει ένας ερωτικός χορός μεταξύ της γυναίκας και του μουσικού. Η πρωτοβουλία ανήκει στη γυναίκα προκειμένου να ζεστάνει την ψυχρή ατμόσφαιρα και να δώσει ζωή στον ασθενή. Η Κονστάνς κρατά σταθερά, όπως μας θυμίζει το όνομά της, τον αγαπημένο της και τον παρακινεί σε ένα χορό, ελπίζοντας στην ανά-στασή του. Ο Τάσος Δελιάς σηκώνεται και της παραδίδεται ρυθμικά. Μια περιδίνηση στα όρια της πνευματικής κι ερωτικής έκστασης των δερβίσηδων. Τον χορό παρακολουθεί ο αφηγητής, ένας κυνικός, νέος άνδρας που παραβρίσκεται στον χώρο για να πάρει συνέντευξη από τον μουσικό, για να τον «αναστήσει», ως νέος «Μεσσίας», μια και είναι «πεθαμένος» καλλιτεχνικά.
Η Ζωή όμως μπορεί να δοθεί μόνο μέσω του Έρωτα. Ο αφηγητής παρακολουθεί αμήχανος το θαύμα της Αγάπης που εκτυλίσσεται μπροστά του ενώ νωρίτερα στον ίδιο χώρο παραμόνευε η παγωνιά του Θανάτου. Η ερωτική έξαψη, διονυσιακή στην περίπτωσή του, αλλά και η θέρμη της αγάπης της νεαρής γυναίκας τον φέρνει ψυχικά πιο κοντά στους δύο. Τα λευκά κεριά (σαφής πλέον παραπομπή στα κεριά της Ανάστασης) ενώνονται στο τραπέζι και σχηματίζουν μια δυνατή φλόγα. Το κείμενο κλείνει με μια συγκλονιστική έκκληση αγάπης και συνύπαρξης. Μήνυμα αλληλεγγύης και στήριξης, σαφές και αναγκαίο σε χαλεπούς καιρούς.
Ο συγγραφέας παίρνει σαφή θέση. Μέγιστο κίνητρο ζωής και μέγιστη επανάσταση είναι ο Έρωτας. Ο Χρήστος Οικονόμου κρατά όλα όσα τον ανέδειξαν στο βραβευμένο και μεταφρασμένο «Κάτι θα γίνει, θα δεις». Στιβαρός, ρέων λόγος, όσμωση ρεαλισμού και ποίησης, αμεσότητα και λιτότητα γραφής, καίριες παρομοιώσεις, θεματολογία αντλημένη από τη ζώσα κοινωνική πραγματικότητα κι όχι από τα υπαρξιακά έλη της μικροαστικής προσωπικής ρουτίνας, προσεγμένη και καίρια χρήση συμβόλων , αναγνωρίσιμο προσωπικό ύφος.
Τι καινούργιο κομίζει αυτό το διήγημα; Κατάκτηση φιλοσοφικού βάθους. Διάχυτος ο προβληματισμός γύρω από τα ζητήματα των υγιών διαπροσωπικών σχέσεων αλλά και των κυρίαρχων στερεοτύπων περί ευτυχίας. Στο συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο, όπου όλα γύρω καταρρέουν, οι μικρές, απρόσμενες χειρονομίες αγάπης και φροντίδας μπορούν να είναι μια αχτίδα φωτός, ένα αναγκαίο ελπιδοφόρο μήνυμα. Κι όλα αυτά αποδίδονται στο κείμενο χωρίς ίχνος μεγαλοστομίας, πολιτικολογίας ή διδακτισμού. Ψύχραιμα αλλά, ταυτόχρονα, και σε υψηλές θερμοκρασίες. Πώς επιτυγχάνεται αυτή η σύγκλιση των αντιθέτων; Μόνο η ερωτική σχέση του δημιουργού με τη Μούσα γεννά τέτοια αποτελέσματα...
(Ε. Πατσιατζή)
Απόσπασμα από το διήγημα
(…)
Κάθομαι και τους κοιτάω που χορεύουν στο μισοσκόταδο. Γέρνω μπροστά και παίρνω το ποτήρι μου. Πίνω και το ξαναγεμίζω. Η κασέτα έχει σταματήσει να γυρίζει αλλά δεν με νοιάζει. Κλείνω τα μάτια κι ακούω το χαρούμενο μουρμούρισμα της Κονστάνς, το θρόισμα των ρούχων, το σύρσιμο των βημάτων στο πάτωμα. Κρατάω το ποτήρι σφιχτά, νιώθω το γυαλί να ζεσταίνεται μες στην παλάμη μου, την παλάμη μου να ζεσταίνεται πάνω στο γυαλί.
Ανοίγω ξανά τα μάτια.
Τα κεριά έχουν γείρει το ένα πάνω στ’ άλλο, τρία κεριά σ’ ένα, και η κιτρινογάλαζη φλόγα τους έχει κορώσει. Σκύβω μπροστά. Απλώνω τα χέρια μου γύρω από τη φλόγα και, για μια στιγμή, μου φαίνεται πως νιώθω κάτι. Μου φαίνεται, για μια στιγμή, πως νιώθω τον μέσα πόνο να παλεύει με την παρηγοριά, τη μέσα παγωνιά να παλεύει με τη ζεστασιά, εκείνη τη μικρή ζεστασιά που σου δίνει η φωτιά που καίει στο σκοτάδι, αργά μια νύχτα του χειμώνα.
Κονστάνς, λέω.
Με κοιτάει με μάτια που τρέμουν, με χείλια που τρέμουν, με χέρια που τρέμουν. Με κοιτάει τρέμοντας ολόκληρη.
Κονστάνς, ξαναλέω.
Ναι;
Κονστάνς, κι εγώ κρυώνω.