Διαβάζοντας
τις «Δημόσιες ιστορίες» του Δημήτρη διέκρινα τρεις άξονες που αποτελούν τη
σπονδυλική στήλη του έργου του.
Ο
ένας άξονας είναι το ιδεολογικό υπόβαθρο, ιδέες και αξίες των ηρώων του που
αγωνίζονται με όποιο υλικό έχουν στη
διάθεσή τους. Μοιάζει με εικαστικό
μοτίβο, ένας τοίχος με αποφθέγματα,
γραμμένα έντονα, με γκράφιτι πινελιές
που βρίσκεται πίσω από κάθε ιστορία.
Ο
δεύτερος άξονας είναι η ατμόσφαιρα που υπάρχει παντού. Βλέπουμε φράσεις που
αναδεικνύουν ένα σκηνικό που λειτουργεί ως «κάθαρση».
Φράση
που επαναλαμβάνεται σχεδόν με την ίδια μορφή… ένα αεράκι δροσίζει, … πρωινή
υγρασία …ένας υγρός αέρας φύσηξε κ.λ.π.
Ο
τρίτος άξονας, διακριτικά προσαρμοσμένος αλλά όχι δευτερευούσης σημασίας έχει
να κάνει με την παρουσία της γυναίκας
ενδυναμώνοντας έτσι ένα μωσαϊκό χαρακτήρων ικανό να φωτίσει και να προσδιορίσει
το πλέγμα των ανθρωπίνων σχέσεων.
Ο
Δημήτρης καταπιάνεται με την ανατομία ολόκληρης της κοινωνίας μ’ ένα δικό του
τρόπο, αβίαστο, λεξιλογικά και συντακτικά άρτιο.
Συγκεκριμένα
στην 1η ιστορία με τίτλο «Ροτβάιλερ» η βαρβαρότητα αντάμα με τον φόβο προετοιμάζουν
την κοινωνία για το αντίδοτο. Εγκιβωτισμένες λέξεις με ιδιαίτερη ιδεολογική
σημασία όπως …ήταν καλός στο γερμανικό κλειδί….σελ. 11,αναδεικνύουν το πρόσωπο
του ταυτισμένου με Ροτβάιλερ αρχηγού.
σελ.
12.
Πιστό σκυλί πεισματάρικο με έντονο το
ένστικτο της προστασίας, έλεγαν τ’ αφεντικά του, που ένιωθαν τυχερά με τον
ολοκληρωτικό έλεγχο που είχαν πάνω του. Η πατρίδα έχει άλλωστε ανάγκη από
πειθήνια, εργατικά σκυλιά. Ήρεμος, σοβαρός, με τόλμη και αυτοπεποίθηση, θα ’κανε τα πάντα για να
την προστατέψει.
Στην
ιστορία « Συμφωνία τρόμου» τονίζεται το παράλογο της «δομικής βίας» που
μας επιβλήθηκε πρόσφατα. Τα χαρακτηριστικά της; Πρώτα η απειλή της διαθεσιμότητας
και στη συνέχεια η σωματική και ψυχική εξάντληση. Από τη αρχή της ιστορίας
αντιλαμβανόμαστε την αλλοτρίωση των εργαζομένων
σχετικά με την παρεχόμενη εργασία τους.
Διακρίνουμε
την ψευδαίσθηση της κατοχής των μέσων παραγωγής από τους ίδιους. Έτσι το
ζύγισμα των σακιών γίνεται και δικό τους ζύγισμα».
Σελ.
16
Έτσι με τον καιρό βαυκαλίζονταν με την
ιδέα πως τάχα αποτελούν ένα προνομιούχο κομμάτι εργαζομένων, προορισμένο για
επιχειρηματικές πρωτιές. Όλα τ’ άλλα τους άφηναν αδιάφορους.
Σελ.16-17
Έβλεπε τα σακιά σαν σάκους του μποξ και
τα γάντια της δουλειάς γάντια του μποξ. Γρήγορα έγινε ξεφτέρι και μπήκε στο
μάτι των υπολοίπων. Ολημερίς κουβάλαγε σακιά και όνειρα. Ζύγιζε τέσσερα σακιά
αλεύρι, είχε δεξί χέρι από μπετόν, πλάτες δίφυλλη ντουλάπα, πόδια πιο γρήγορα κι από
γαζέλα.