Ἐπί πόσον
ἀκόμη θά τό ἐνθυμοῦμαι ἐκεῖνο τό ἁβρόν, τό ἁπαλόν σῶμα τῆς ἁγνῆς κόρης, τό
ὁποῖον ᾐσθάνθην ποτέ ἐπάνω μου ἐπ' ὀλίγα λεπτά τῆς ἄλλως
ἀνωφελοῦς ζωῆς μου! Ἦτον ὄνειρον, πλάνη, γοητεία.Καί ὁπόσον διέφερεν
ἀπό ὅλας τάς ἰδιοτελεῖς περιπτύξεις, ἀπό ὅλας τάς λυκοφιλίας καί τούς κυνέρωτας τοῦ κόσμου
ἡ ἐκλεκτή, ἡ αἰθέριος ἐκείνη ἐπαφή! Δέν ἦτο βάρος ἐκεῖνο, τό φορτίον τό εὐάγκαλον,ἀλλ' ἦτο ἀνακούφισις καί ἀναψυχή. Ποτέ
δέν ᾐσθάνθην τόν ἑαυτόν μου ἐλαφρότερον ἤ ἐφ' ὅσον ἐβάσταζον τό βάρος ἐκεῖνο...
Ἤμην ὁ ἄνθρωπος, ὅστις κατώρθωσε νά συλλάβῃ μέ τάς χεῖράς του πρός στιγμήν ἕν
ὄνειρον, τό ἴδιον ὄνειρόν του...
* * *
Ἡ Μοσχούλα
ἔζησε, δέν ἀπέθανε. Σπανίως τήν εἶδα ἔκτοτε, καί δέν ἠξεύρω τί γίνεται τώρα,
ὁπότε εἶναι ἁπλῆ θυγάτηρ τῆς
Εὔας, ὅπως ὅλαι.
Ἀλλ' ἐγώ
ἐπλήρωσα τά λύτρα διά τήν ζωήν της. Ἡ ταλαίπωρος μικρή μου κατσίκα, τήν ὁποίαν
εἶχα λησμονήσει πρός χάριν της, πράγματι «ἐσχοινιάσθη»· περιεπλάκη κακά εἰς τό
σχοινίον, μέ τό ὁποῖον τήν εἶχα δεμένην, καί ἐπνίγη!... Μετρίως ἐλυπήθην, καί
τήν ἔκαμα θυσίαν πρός χάριν της.
Κ' ἐγώ ἔμαθα
γράμματα, ἐξ εὐνοιας καί ἐλέους τῶν καλογήρων, κ' ἔγινα δικηγόρος... Ἀφοῦ
ἐπέρασα ἀπό δύο ἱερατικάς σχολάς, ἦτον ἑπόμενον!
Τάχα ἡ
μοναδική ἐκείνη περίστασις, ἡ ὀνειρώδης ἐκείνη ἀνάμνησις τῆς λουομένης κόρης,
μ' ἔκαμε νά μή γίνω κληρικός; Φεῦ! ἀκριβῶς ἡ ἀνάμνησις ἐκείνη ἔπρεπε νά μέ κάμῃ
νά γίνω μοναχός.
Ὀρθῶς ἔλεγεν
ὁ γηραιός Σισώης ὅτι «ἄν ἤθελαν νά μέ κάμουν καλόγερον, δέν ἔπρεπε νά μέ
στείλουν ἔξω ἀπό τό μοναστήρι...». Διά τήν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς μου ἤρκουν τά
ὀλίγα ἐκεῖνα κολλυβογράμματα, τά ὁποία αὐτός μέ εἶχε διδάξει, καί μάλιστα ἦσαν
καί πολλά!...
Καί τώρα,
ὅταν ἐνθυμοῦμαι τό κοντόν ἐκεῖνο σχοινίον, ἀπό τό ὁποῖον ἐσχοινιάσθη κ' ἐπνίγη
ἡ Μοσχούλα, ἡ κατσίκα μου, καί ἀναλογίζομαι τό ἄλλο σχοινίον τῆς παραβολῆς, μέ τό ὁποῖον εἶναι δεμένος ὁ σκύλος εἰς
τήν αὐλήν τοῦ ἀφέντη του, διαπορῶ μέσα μου ἄν τά δύο δέν εἶχαν μεγάλην
συγγένειαν, καί ἄν δέν ἦσαν ὡς «σχοίνισμα κληρονομίας»
δι' ἐμέ, ὅπως ἡ Γραφή λέγει.
Ὤ! ἄς ἤμην ἀκόμη βοσκός εἰς τά
ὄρη!..."
(Διά τήν ἀντιγραφήν)
Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Θέματα
1. Το «Όνειρο στο κύμα»
εντάσσεται στα αυτοβιογραφικά διηγήματα του Παπαδιαμάντη από τα οποία αντλούμε
πληροφορίες για τον συγγραφέα. Να βρείτε τρία (3) παραδείγματα και να τα
σχολιάσετε.
Μονάδες 15
2. Σύμφωνα με τον Δ. Τζιόβα, κατά καιρούς έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες για το "Όνειρο στο κύμα".
Με βάση το απόσπασμα που σας δόθηκε να καταγράψετε δύο (2) ερμηνείες και να τις σχολιάσετε.
Με βάση το απόσπασμα που σας δόθηκε να καταγράψετε δύο (2) ερμηνείες και να τις σχολιάσετε.
Μονάδες 20
3. α.
Να επισημάνετε πέντε (5) γνωρίσματα της γλώσσας του Παπαδιαμάντη και να τα
σχολιάσετε. (μον. 10)
β.
Ποιες ιδιαιτερότητες παρουσιάζει η λειτουργία του αφηγηματικού χρόνου στο
απόσπασμα που σας δόθηκε; (μον. 10)
Μονάδες 20
4. «Ω!
ας ήμην βοσκός εις τα όρη …” (Διά την
αντιγραφήν) Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ».
Να
σχολιάσετε το περιεχόμενο του αποσπάσματος σε μία παράγραφο (140 λέξεις).
Μονάδες 25
5. Να εντοπίσετε τρεις (3) ομοιότητες και δύο (2) διαφορές
περιεχομένου μεταξύ του αποσπάσματος που σας δόθηκε από το διήγημα «Όνειρο στο
κύμα» και των παρακάτω αποσπασμάτων από το μυθιστόρημα του Μάκη Τσίτα «Μάρτυς
μου ο Θεός».
Μονάδες 20
Μάρτυς μου ο Θεός
(αποσπάσματα)
Αλλά έχω μετανιώσει.
Μάρτυς μου ο Θεός. Έχω μετανιώσει πικρά για όλα όσα έχω κάνει. Θέλω να τα αφήσω
πίσω μου και να αποτολμήσω ένα νέο ξεκίνημα.
Δε θέλω ούτε ερωμένες ούτε
ελαφρές γυναίκες ούτε πορνείες. Θέλω να είμαι κοντά στο Θεό. Κι αν Εκείνος μου
χαρίσει γυναίκα σοβαρή, τότε εντάξει, ευχαρίστως να έλθω μαζί της εις γάμου
κοινωνίαν. Αν δεν μου χαρίσει και θέλει γενώ καλόγερος, πάλι εντάξει.
Πολύ κόσμο έχω κάνει πέρα,
γιατί είδα πως αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτα να μου δώσουν. Είναι τρύπιοι
κουβάδες. Άπατοι.
Θέλω να μ’ ακούσει όταν
προσεύχομαι σ’ Αυτόν. Μακριά από εμένα οι πειρασμοί, Κύριε.
Και λιγότερους φίλους θέλω
επίσης. Λίγους και καλούς. Ήρεμους, τίμιους, να μη με πνίγουν. Να μη μου δίνουν
με το ένα χέρι αντιασφυξιογόνο μάσκα ενώ με το άλλο ρίχνουν διοξείδιο του
άνθρακος. Τι περιμένουν, να χαλάσει η μάσκα για να σκάσω;
(…) Τα πνευματικά παλάτια
είναι ασυγκρίτως ανώτερα από τα υλικά. Τα υλικά αγαθά τα ορέγονται άνθρωποι με
μάσκα, άνθρωποι που υποδύονται τους φίλους. Οι πραγματικοί φίλοι νοιάζονται για
τους πνευματικούς θησαυρούς που έχεις στην ψυχή σου, κι όσο καλά κι αν τους
έχεις κρυμμένους, αυτοί κάνουν τα πάντα για να τους φέρουν στην επιφάνεια.
(…) Δεν ξέρω, όταν βλέπω
πια γυναίκα, θυμάμαι πάντα την Ευμορφία και σκέφτομαι πόσο άτιμα μου φέρθηκε.
Με στιγμάτισε αυτή η ιστορία. Είναι μια μαύρη κηλίδα στην καρδιά μου.
Μια φορά που την είδα στο
δρόμο μου ’ρθε να κάνω εμετό. Άλλαξα αμέσως κατεύθυνση. Ένιωσα αηδία. Μεγάλη
αηδία. Για τον εαυτό μου περισσότερο. Πόσο ξέπεσα! Πώς μπορεί να πάρει μια
γυναίκα έναν άντρα που είναι μια χαρά και να τον καταντήσει σκουπίδι…
(Μάκης Τσίτας, «Μάρτυς μου ο Θεός»,
εκδ. Κίχλη, Αθήνα 2013, σελ. 16-17, 21-22)