Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

Νεοελληνική Λογοτεχνία Θεωρ. Κατεύθυνσης - Θέματα προσομοίωσης (1o) 2014 - Παπαδιαμάντης "Όνειρο στο κύμα"








Ἐπί πόσον ἀκόμη θά τό ἐνθυμοῦμαι ἐκεῖνο τό ἁβρόν, τό ἁπαλόν σῶμα τῆς ἁγνῆς κόρης, τό ὁποῖον ᾐσθάνθην ποτέ ἐπάνω μου ἐπ' ὀλίγα λεπτά τῆς ἄλλως ἀνωφελοῦς ζωῆς μου! Ἦτον ὄνειρον, πλάνη, γοητεία.Καί ὁπόσον διέφερεν ἀπό ὅλας τάς ἰδιοτελεῖς περιπτύξεις, ἀπό ὅλας τάς λυκοφιλίας καί τούς κυνέρωτας τοῦ κόσμου ἡ ἐκλεκτή, ἡ αἰθέριος ἐκείνη ἐπαφή! Δέν ἦτο βάρος ἐκεῖνο, τό φορτίον τό εὐάγκαλον,ἀλλ' ἦτο ἀνακούφισις καί ἀναψυχή. Ποτέ δέν ᾐσθάνθην τόν ἑαυτόν μου ἐλαφρότερον ἤ ἐφ' ὅσον ἐβάσταζον τό βάρος ἐκεῖνο... Ἤμην ὁ ἄνθρωπος, ὅστις κατώρθωσε νά συλλάβῃ μέ τάς χεῖράς του πρός στιγμήν ἕν ὄνειρον, τό ἴδιον ὄνειρόν του...
* * *
Ἡ Μοσχούλα ἔζησε, δέν ἀπέθανε. Σπανίως τήν εἶδα ἔκτοτε, καί δέν ἠξεύρω τί γίνεται τώρα, ὁπότε εἶναι ἁπλῆ θυγάτηρ τῆς Εὔας, ὅπως ὅλαι.
Ἀλλ' ἐγώ ἐπλήρωσα τά λύτρα διά τήν ζωήν της. Ἡ ταλαίπωρος μικρή μου κατσίκα, τήν ὁποίαν εἶχα λησμονήσει πρός χάριν της, πράγματι «ἐσχοινιάσθη»· περιεπλάκη κακά εἰς τό σχοινίον, μέ τό ὁποῖον τήν εἶχα δεμένην, καί ἐπνίγη!... Μετρίως ἐλυπήθην, καί τήν ἔκαμα θυσίαν πρός χάριν της.
Κ' ἐγώ ἔμαθα γράμματα, ἐξ εὐνοιας καί ἐλέους τῶν καλογήρων, κ' ἔγινα δικηγόρος... Ἀφοῦ ἐπέρασα ἀπό δύο ἱερατικάς σχολάς, ἦτον ἑπόμενον!
Τάχα ἡ μοναδική ἐκείνη περίστασις, ἡ ὀνειρώδης ἐκείνη ἀνάμνησις τῆς λουομένης κόρης, μ' ἔκαμε νά μή γίνω κληρικός; Φεῦ! ἀκριβῶς ἡ ἀνάμνησις ἐκείνη ἔπρεπε νά μέ κάμῃ νά γίνω μοναχός.
Ὀρθῶς ἔλεγεν ὁ γηραιός Σισώης ὅτι «ἄν ἤθελαν νά μέ κάμουν καλόγερον, δέν ἔπρεπε νά μέ στείλουν ἔξω ἀπό τό μοναστήρι...». Διά τήν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς μου ἤρκουν τά ὀλίγα ἐκεῖνα κολλυβογράμματα, τά ὁποία αὐτός μέ εἶχε διδάξει, καί μάλιστα ἦσαν καί πολλά!...
Καί τώρα, ὅταν ἐνθυμοῦμαι τό κοντόν ἐκεῖνο σχοινίον, ἀπό τό ὁποῖον ἐσχοινιάσθη κ' ἐπνίγη ἡ Μοσχούλα, ἡ κατσίκα μου, καί ἀναλογίζομαι τό ἄλλο σχοινίον τῆς παραβολῆς, μέ τό ὁποῖον εἶναι δεμένος ὁ σκύλος εἰς τήν αὐλήν τοῦ ἀφέντη του, διαπορῶ μέσα μου ἄν τά δύο δέν εἶχαν μεγάλην συγγένειαν, καί ἄν δέν ἦσαν ὡς «σχοίνισμα κληρονομίας» δι' ἐμέ, ὅπως ἡ Γραφή λέγει.
Ὤ! ἄς ἤμην ἀκόμη βοσκός εἰς τά ὄρη!..."
(Διά τήν ἀντιγραφήν)
Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
img51

Θέματα

1. Το «Όνειρο στο κύμα» εντάσσεται στα αυτοβιογραφικά διηγήματα του Παπαδιαμάντη από τα οποία αντλούμε πληροφορίες για τον συγγραφέα. Να βρείτε τρία (3) παραδείγματα και να τα σχολιάσετε.
Μονάδες 15

2. Σύμφωνα με τον Δ. Τζιόβα, κατά καιρούς έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες για το "Όνειρο στο κύμα".
Με βάση το απόσπασμα που σας δόθηκε να καταγράψετε δύο (2) ερμηνείες και να τις σχολιάσετε.
Μονάδες 20

3. α. Να επισημάνετε πέντε (5) γνωρίσματα της γλώσσας του Παπαδιαμάντη και να τα σχολιάσετε. (μον. 10)
β. Ποιες ιδιαιτερότητες παρουσιάζει η λειτουργία του αφηγηματικού χρόνου στο απόσπασμα που σας δόθηκε; (μον. 10)
Μονάδες 20

4. «Ω! ας ήμην βοσκός εις τα όρη  …” (Διά την αντιγραφήν) Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ».
Να σχολιάσετε το περιεχόμενο του αποσπάσματος σε μία παράγραφο (140 λέξεις).
Μονάδες 25
5. Να εντοπίσετε τρεις (3) ομοιότητες και δύο (2) διαφορές περιεχομένου μεταξύ του αποσπάσματος που σας δόθηκε από το διήγημα «Όνειρο στο κύμα» και των παρακάτω αποσπασμάτων από το μυθιστόρημα του Μάκη Τσίτα «Μάρτυς μου ο Θεός».
Μονάδες 20
Μάρτυς μου ο Θεός
(αποσπάσματα)

Αλλά έχω μετανιώσει. Μάρτυς μου ο Θεός. Έχω μετανιώσει πικρά για όλα όσα έχω κάνει. Θέλω να τα αφήσω πίσω μου και να αποτολμήσω ένα νέο ξεκίνημα.
Δε θέλω ούτε ερωμένες ούτε ελαφρές γυναίκες ούτε πορνείες. Θέλω να είμαι κοντά στο Θεό. Κι αν Εκείνος μου χαρίσει γυναίκα σοβαρή, τότε εντάξει, ευχαρίστως να έλθω μαζί της εις γάμου κοινωνίαν. Αν δεν μου χαρίσει και θέλει γενώ καλόγερος, πάλι εντάξει.
Πολύ κόσμο έχω κάνει πέρα, γιατί είδα πως αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτα να μου δώσουν. Είναι τρύπιοι κουβάδες. Άπατοι.
Θέλω να μ’ ακούσει όταν προσεύχομαι σ’ Αυτόν. Μακριά από εμένα οι πειρασμοί, Κύριε.
Και λιγότερους φίλους θέλω επίσης. Λίγους και καλούς. Ήρεμους, τίμιους, να μη με πνίγουν. Να μη μου δίνουν με το ένα χέρι αντιασφυξιογόνο μάσκα ενώ με το άλλο ρίχνουν διοξείδιο του άνθρακος. Τι περιμένουν, να χαλάσει η μάσκα για να σκάσω;
(…) Τα πνευματικά παλάτια είναι ασυγκρίτως ανώτερα από τα υλικά. Τα υλικά αγαθά τα ορέγονται άνθρωποι με μάσκα, άνθρωποι που υποδύονται τους φίλους. Οι πραγματικοί φίλοι νοιάζονται για τους πνευματικούς θησαυρούς που έχεις στην ψυχή σου, κι όσο καλά κι αν τους έχεις κρυμμένους, αυτοί κάνουν τα πάντα για να τους φέρουν στην επιφάνεια.
(…) Δεν ξέρω, όταν βλέπω πια γυναίκα, θυμάμαι πάντα την Ευμορφία και σκέφτομαι πόσο άτιμα μου φέρθηκε. Με στιγμάτισε αυτή η ιστορία. Είναι μια μαύρη κηλίδα στην καρδιά μου.
Μια φορά που την είδα στο δρόμο μου ’ρθε να κάνω εμετό. Άλλαξα αμέσως κατεύθυνση. Ένιωσα αηδία. Μεγάλη αηδία. Για τον εαυτό μου περισσότερο. Πόσο ξέπεσα! Πώς μπορεί να πάρει μια γυναίκα έναν άντρα που είναι μια χαρά και να τον καταντήσει σκουπίδι…
(Μάκης Τσίτας, «Μάρτυς μου ο Θεός», εκδ. Κίχλη, Αθήνα 2013, σελ. 16-17, 21-22)

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

Κίτρινο σχολικό λεωφορείο (διήγημα)




(περιλαμβάνεται στην πρώτη συλλογή - 2014 'Παράξενες μέρες'. Τριάντα διηγήματα που διακρίθηκαν στον πρώτο διαγωνισμό που διοργάνωσαν οι εκδόσεις Παράξενες Μέρες)

 τα κιτρινα σχολικα λεωφορεια από πιτσιρίκο μ’ ενθουσίαζαν. Η πρώτη εικόνα που θυμάμαι ολοκάθαρα ήταν ένα κατακίτρινο σαν ήλιος λεωφορείο που κάθε πρωί περνούσε μπροστά από το σπίτι μας. «Γιαγιά, γιαγιά, ένα τεράστιο τατσί», έσκουζα από χαρά, τρέχοντας να προφτάσω τα χαρμόσυνα νέα. «Δεν είναι τ-α-ξ-ί, λ-ε-ω-φ-ο-ρ-ε-ί-ο που πάει τα παιδάκια στο σχολείο είναι».

Χάρη στο λ-α-ο-φ-ο-ρ-ε-ί-ο έμαθα την ώρα. Στις οχτώ ακριβώς εμφανίζεται, στις δύο επιστρέφει. Την επόμενη χρονιά μου ’κανε τη χάρη και σταματούσε ακριβώς απέναντι απ’ το σπίτι μας για να παραλάβει τον παιδικό μου φίλο, τον Νικόλα, δυο χρόνια μεγαλύτερο από μένα. Κολλημένος πίσω από το τζάμι μετρούσα ένα ένα τα παιδάκια στα μικροσκοπικά καθισματάκια τους. Πότε ήταν 20, πότε 19,18... Έτσι έμαθα και αριθμητική. Ύστερα κατόρθωσα να διαβάζω συλλαβιστά και τα κόκκινα γράμματα που το στόλιζαν: «Χα-ρού-με-να παι-διά». Εγώ ξύπναγα πιο νωρίς. Λες και θα έμπαινα ο ίδιος στο σχολικό, σηκωνόμουν στην ώρα μου, πλενόμουν, ζωνόμουνα στην πλάτη την παλιά τσάντα του αδελφού μου και περίμενα ν’ ακούσω από μακριά το λαοφορείο να ’ρχεται. «Μπιπ, μπιπ» και να ’σου σενιαρισμένος πίσω από το τζάμι.


Τέτοιο λεωφορείο δεν είχα ματαδεί. Δεν κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή τόσο μακριά και φαρδιά λεωφορεία. Θυμάμαι τα αστραφτερά μεταλλικά γράμματα που σαν ακρόπρωρο το ταξίδευαν στους δρόμους της συνοικίας. Ξένα μού φαίνονταν αυτά τα γράμματα. Κάθισα με μεγάλη προσπάθεια, ένα ένα, να τα γράψω στο χαρτί. D-O-D-G-E. Ήταν η πρώτη λέξη που ’μαθα στ’ αγγλικά. «Ν-τ-ο-τ-ζ» μου συλλάβισε ο πατέρας μου. Παλιά αμερικάνικα λεωφορεία. Αρσενικά αμάξια. Πόσο με παραξένεψαν αυτές οι λέξεις «αρσενικά αμάξια!». Δηλαδή, υπάρχουν και κοριτσίστικα λαοφορεία; - πρέπει να ρώτησα τον πατέρα μου. «Φυσικά! Τα αρσενικά μουγκρίζουν στις ανηφοριές, ρολάρουν στις κατηφοριές, καπνίζουν πολύ, δουλεύουν ασταμάτητα χωρίς να βαρυγκωμούν, δεν ζητάνε πολλά, μόνο τα κρασάκια τους κοπανάνε. Και το βράδυ αποκαμωμένα από τον μόχθο της μέρας μπαίνουν στο γκαραζόσπιτό τους, κλείνουν τον διακόπτη και κοιμούνται ήσυχα». 


Με ένα Nτοτζ πήγαινε και ο πατέρας μου στο σχολειό του το ’36 στην Αγία Μαγδαληνή στη Χαλέπα. Με ένα μεταχειρισμένο Ντοτζ – το βρήκε σε μια μάντρα γερασμένων αμαξιών – αλώνισε όλη την Ελλάδα, όταν γνώρισε τη μάνα μου.
Μέσα σ’ αυτό το Ντοτζ τραγουδούσαν «Το σαραβαλάκι μου είναι το πιο φίνο. Ούτε εκείνο μ’ άφησε ούτε ’γω τ’ αφήνω». Μέσα σ’ αυτό κοιμηθήκανε, ένα αυγουστιάτικο φεγγάρι, και ύστερα από εννέα μήνες γεννήθηκε η χάρη μου. Έτσι, μάλλον, εξηγείται το κόλλημά μου με τ’ αμάξια.

Ο μπαμπάς μου οδηγούσε τα-τσί. Σαν ανθρώπους τ’ αγαπούσε τ’ αμάξια. Το δικό του τόλεγε με παραπανίσιο ντέρτι «Τοσαραβαλάκιμου», γιατί ήταν γέρικο πια. Το αμάξι έχει ψυχή. Όταν του μιλάς αυτό σ’ ακούει. Σε πάει τσάρκες σε ταΐζει σε ποτίζει σε ταξιδεύει. Να το κουλαντρίζεις ευγενικά. Να προσέχεις πώς του φέρεσαι. Όλα τα καταλαβαίνει αυτό. Ποτέ μην το βλαστημάς. Να το σέβεσαι, να το πλένεις τακτικά, να το γυαλίζεις. Αχάριστο δεν είναι. Πάντα σου ανταποδίδει από ευγνωμοσύνη την καλοσύνη σου. Ακόμα τα θυμάμαι αυτά τα λόγια.

Μα πιο πολύ καμάρωνα τον οδηγό. Καμαρωτός καμαρωτός τραμπαλιζόταν στο αναπαυτικό κάθισμά του, επόπτευε τον δρόμο και από τον - σαν τηλεόραση - καθρέφτη του καμάρωνε όλα τα παιδάκια. Θα ’ταν πολύ σπουδαίος οδηγός, για να οδηγεί ένα τόοοοσο μεγάλο λαοφορείο. Φορούσε πάντα μια φαρδιά κίτρινη γραβάτα για να ’ναι ασορτί με τ’ αμάξι. Το μουστάκι του λες κι ήταν πέτρινο έκρυβε το μισό του πρόσωπο. Μια μέρα άκουσα τη μάνα τού Νικόλα να φωνάζει: «Νικόλα, κάνε γρήγορα, ήρθε ο Κουβαλητής». Από τότε ο «Κουβαλητής» έγινε το αγαπημένο μου λαοφορείο. Πράγματι, εκείνο το «ντοτζ» ήταν δυσκολοπρόφερτο για ένα παιδάκι της ηλικίας μου. Αλλά ο Κουβαλητής ήταν άλλο πράμα. «Κουβαλητή, κουβαλητή πάμε τσάρκα τα παιδάκια στου σχολειού τα βοτσαλάκια», τραγούδαγε κάθε πρωί ο οδηγός με την κίτρινη γραβάτα. Και τα παιδιά, κανονική χορωδία, να επαναλαμβάνουν τα λόγια που τραγούδαγε: «Όλο το ψωμάκι του φαγωμένο τόχει. Όμως το κακόμοιρο δεν μου λέει όχι».

*

Όταν ο πατέρας μου έσβησε για πάντα τη μηχανή της καρδιάς του μέσα στο «Τοσαραβαλάκιμου», πούλησα την άδεια μαζί με τ’ αμάξι και αγόρασα το δικό μου κίτρινο σχολικό λεωφορείο. Διάλεξα ένα θηλυκό αμάξι, τη «Λολόμου» και δεθήκαμε διά βίου. Ένα κίτρινο απαστράπτον Φίατ, μοντέλο του ’71. Μια ιταλίδα σινιορίτα, που ’χε τα μάτια της Σοφίας Λόρεν αλλά το πρόσωπο και το σώμα της αγαπημένης μου Τζίνα Λολομπριτζίτα, της ομορφότερης γυναίκας στον κόσμο.
Η φωτογραφία της από την ταινία «Donna piu bella del mondo» στόλιζε πάντα το κίτρινο λεωφορείο μου, σπίτι μαζί και οικογένειά μου. Είχα πολλά παιδιά. Είκοσι κάθε χρόνο που τα πήγαινα και τα ’φερνα στο σχολειό τους. Τα παιδιά λατρεύανε τη «Λολόμου». Κάθε πρωί στήναμε συναυλία με μαέστρο τη χάρη μου και σαξόφωνο την κόρνα: «Τα παλιοσαραβαλάκια αραγμένα στην ακρογιαλιά/ στου γιαλού τα βοτσαλάκια, ιδρωμένα τζάμια και φιλιά». Και δώστου με την τσίμπλα στο μάτι να ουρλιάζουν από χαρά. 


*

Πάνε δυο χρόνια τώρα που το σχολείο έγινε σούπερ μάρκετ. Τα παιδιά μεγάλωσαν, ξεσκόλισαν και άλλα πια δεν ξαναπήγαν. Η «Λολόμου», μια σαραντάρα καυτή γυναίκα, αναπαύεται στο γκαραζόσπιτό της. Χθες ήρθαν κλητήρες να της κάνουν κατάσχεση. «Τη σινιορίτα μου δεν θα τη δείτε ούτε θα την πειράξετεž· δεν είναι για τα μούτρα σας. Φύγετε και μην ξανάρθετε». Την άλλη μέρα ξανάρθαν μ’ έναν δικαστικό επιμελητή αυτή τη φορά. Έγινε φασαρία. Μου δώσανε κάτι χαρτιά να υπογράψω και φύγανε. «Αύριο, στις οκτώ, θα έρθει ο γερανός. Φερθείτε, κύριε, πολιτισμένα. Και μεις εντολές εκτελούμε». Τους απάντησα ορθά κοφτά: «ους ο Θεός συνέζευξε, άνθρωπος μη χωριζέτω».

*

Δυναμώνω την ένταση στο ραδιόφωνο και τραγουδάω μαζί με τους Beatles:

Asked a girl what she wanted to be/She said baby, "Can't you see/I wanna be famous, a star on the screen/But you can do something in between"/Baby you can drive my car/Yes I'm gonna be a star/Baby you can drive my car/And maybe I love you.

Στρίβω για την Αγία Μαγδαληνή της Χαλέπας.







Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

Παράλληλη ανάγνωση: "Όνειρο στο κύμα" και "Χρυσαυγή" του Δ. Ταγκόπουλου

Να καταγράψετε ομοιότητες και διαφορές περιεχομένου και μορφής ανάμεσα στο παρακάτω κείμενο και στα αποσπάσματα από το "Όνειρο στο κύμα" του Αλ. Παπαδιαμάντη, "Ο κυρ Μόσχος... πνευματικών πατέρων μου" (σελ. 165-166) και "Την ανεγνώρισα πάραυτα... μικρόν βοσκόν" (σελ. 171-172)

Ταγκόπουλος Δημήτριος (1867-1926), Χρυσαυγή (απόσπασμα)

 

"Ἔτσι λοιπὸν ποὺ λές, φίλε μου. Πάνου ἀπὸ τρία χρόνια πέρασαν ἀπὸ τὴ βραδιὰ ποὺ μὲ μιὰ κλωτσιὰ γκρέμισα τὸ παλάτι τῆς εὐτυχίας μου, κι ὅμως στιγμὴ δὲ μοῦ φεύγει ἀπὸ τὸ νοῦ μου ἡ Χρυσαυγή. Πάντα τὴ θυμάμαι. Πάντα, καὶ τώρα ὅπως καὶ τότες, ἔρχεται ἀνάλαφρη σὰ δροσιὰ καὶ σὰ μενεξὲς εὐωδάτος νἀπαλοχαδέψει τὴν ψυχή μου, νὰ διώξει τὸ κακὰ σβραχνᾶ ἀπὸ πάνου της. Ἡ καλή μου! Στιγμὴ δὲ μ' αφήνει νὰ στενοχωρηθῶ.
Τὴ νύχτα ποὺ κάθησα νὰν τῆς γράψω τὸ στερνό μου τὸ γράμμα καὶ νὰν τῆς πῶ − ἄχ, γιὰ νὰ κάνω αὐτὴ τὴ σκληρὴ ἀπόφαση, ἐγὼ ξέρω πόσο πάλεψα μὲ τὸν ἑαυτό μου! − πὼς ἐδὼ κι ὀμπρὸς οὔτε θὰν τὴν ξαναδῶ οὔτε θὰν τῆς ξαναγράψω, ὅλες οἱ πανέμορφες ζουγραφιὲς ἦρθαν κι ἁπλωθήκανε μπρὸς στὰ μάτια μου.
Τὄγραψα στὸ νησί μας, στὄμορφο καὶ στὸ χαριτωμένο, ποὺ τὸ φιλοῦσε ὁλόγυρα ἡ θάλασσα καὶ ποὺ τὰ πεῦκα καὶ τἀμπέλια τὸ στεφάνωναν. Καὶ θαρροῦσα πὼς τἄβλεπα ὅλα τὴ στιγμὴ ποὺ τὄγραφα κ' ἔλεγα: Νά, κ' ἡ ἀμμουδιὰ ποὺ τὴν πρωτόειδα νὰ παίζει μικρὴ παιδούλα μὲ τὰ κοντά της φουστανάκια καὶ μὲ τὰ ὁλόχρυσα μαλλιά της τὰ ξέπλεχτα. Νά, κ' ἡ ἀμυγδαλιά, μέσα στ' ἀμπέλι μας, ποὺ δέναμε τὴν κούνια τὰ δειλινὰ καὶ παίζαμε. Νά, καὶ τὸ κάτασπρο ρημοκλήσι στὰ ριζὰ τοῦ πευκοντυμένου βουνοῦ ποὺ ἀπὸ κεῖ μέσα νυφούλα βγῆκε, ὕστερ' ἀπὸ χρόνια, καμαρωτὴ καὶ περήφανη.
Τὴν καημένη τὴ Χρυσαυγούλα! Σὰν ἀδερφή μου μικρούλα τὴν ἀγαποῦσα, σὰν Ἀνεράϊδα τὴ φανταζόμουνα, σὰν εἴμουνα μακριά της, καὶ ποτὲς ἀπὸ τὸ νοῦ μου δὲν πέρασε πὼς εἴτανε γυναίκα κι αὐτή, καὶ γυναίκα λαχταριστὴ καὶ ὄμορφη.
Κρυφὰ δὲν εἶχε ἀπὸ μένα. Μἄνοιγε τὴν καρδιά της κι ὅλα μοῦ τἄλεγε. Καὶ ἐγὼ τὸ ἴδιο. Ὅ,τι σκεφτόμουνα, ἤθελα νὰν τὸ ξέρει κ' ἡ Χρυσαυγὴ καὶ θαρροῦσα πὼς ἔκανα ἔγκλημα ὅταν τῆς ἔκρυβα καμιὰ σκέψη μου.
Ἔτσι τὸ θαρροῦσα, ἔτσι ὅπως σοῦ τὸ λέω, ἔγκλημα. Νὰ μὲ πιστέψεις, φίλε μου. Μοῦ τἄλεγε ὅμως κι αὐτὴ ὅλα τὰ κρυφά της; Τὸ θαρροῦσε ἔγκλημα νὰ μοῦ κρύβει κανένα; Δὲν ξέρω. Μὰ καὶ δὲ μ' ἔννοιαζε. Τί θὰ κάνω ἐγὼ κοίταζα, πῶς θὰ φερθῶ ἐγώ. Ἡ Χρυσαυγὴ πάλε ἂς φρόντιζε γιὰ λόγου της.
Ἔτσι σιγὰ σιγὰ, ποὺ λὲς, δίχως νὰν τὸ νιώθω, ἄρχιζα νὰ τῆς κρύβω τὰ μυστικά μου ἢ κάλλιο νὰ τῆς κρύβω ἕνα μεγάλο μυστικό. Ἄρχισα νὰ τὴν ἀγαπάω, ὄχι πιὰ σὰν ἀδερφούλα, τὴ Χρυσαυγή. Νά, τὸ μυστικό μου. Νά, ἐκεῖνο ποὺ τῆς ἔκρυβα. Σὰν τὸ συλλογίστηκα, σὰ συλλογίστηκα πὼς εἶχα κάτι μέσα στὴν ψυχή μου ποὺ δὲν μποροῦσα νὰν τῆς τὸ πῶ, τρόμαξα.
Κρυφὸ ἀπὸ τὴ Χρυσαυγή; Κι αὐτὴ νὰ μοῦ φέρνεται, καὶ παντρεμένη ἀκόμα ποὖναι, σὰν νἄχει νὰ κάνει μ' ἀδερφό της; Δὲ γίνεται. Σὰν κρατάω μυστικὸ ἀπὸ τὴ Χρυσαυγή, ἀδερφή μου πιὰ δὲν εἶναι. Καὶ γὼ ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ ἀδερφή. Τέτια ἀγάπη, ἀδερφικὴ ἀγάπη, μοῦ λείπει. Ἡ ἐρημιὰ τῆς ζωῆς μου αὐτὴ τὴν ἀγάπη χρειάζεται. Καὶ νά, τώρα, αὐτὴ ἡ ἀγάπη μοῦ φεύγει, δίχως νὰν τὸ θελήσω, ναί, δίχως νὰν τὸ θελήσω, δίχως νὰν τὴ διώξω. Μοῦ φεύγει, τὴ διώχνει ἡ Φύση ποὺ δὲ θέλει μιὰ γυναίκα ὄμορφη κ' ἕνας ἄντρας, νιὸς ἀκόμα, νἀγαπιοῦνται μονάχα ἀδερφικά. Ἀταίριαστο πρᾶμα, καὶ τἀταίριαστα τὰ διώχνει ἡ Φύση ποὺ τἄχει ὅλα τόσο ταιριασμένα γύρω μας.
Ἔσβηνε τὸ καλοκαίρι καὶ σὲ λίγες μέρες εἴτανε νἀφήσω τὸ νησί μας καὶ νὰ γυρίσω στὴν Ἀθήνα. Τρεῖς μῆνες ἔλειπα, κ' οἱ τρεῖς μῆνες περάσανε σὰ νερό. Κάθε μέρα μὲ τὴ Χρυσαυγή. Πότε σπίτι της, πότε στὰ κυματοδαρμένα βράχια, πότε μὲ τὴ βάρκα, πότε στοῦ κήπου της τὶς ἀνθοσπαρμένες βραγιές. Μέρα δὲν περνοῦσε ποὺ νὰ μὴν τὴ δῶ καὶ στιγμὴ ποὺ νὰ μὴ λουστῶ στὴν καλοσύνη της. Ἄν τύχαινε καμιὰ μέρα νὰ μὴν πάω, θὰ μοὔγραφε, θὰ μὲ ζητοῦσε. Τῆς ἄρεσε, λέει, ἡ συντροφιά μου, τὴν εἶχε συνηθίσει, σὰ δὲ μ' ἔβλεπε, λέει, κάτι τῆς ἔλειπε. Καὶ μοῦ τὄγραφε μὲ τόση χάρη, μὲ τόση γλύκα, ποὺ κι ἀπόφαση νὰ εἶχα κάνει νὰ μὴν πάω τὴν ἄλλη μέρα, τὴν πατοῦσα ἐφτὺς τὴν ἀπόφασή μου, ἄφηνα νὰ μὲ τραβάει ἡ θέλησή της σὰ μωρὸ παιδί.
Θέληση ἐγὼ δὲν εἶχα σιμά της. Τὄβλεπα. Μἄβλεπα καὶ τἄλλο. Ἔβλεπα πὼς ἔπρεπε νἀποχτήσω κεῖνο ποὺ μοὔλειπε, νἀποχτήσω τὴ θέληση καὶ νὰ κόψω τὸ σκοινί. Αὐτὸ τὸ πρᾶμα δὲν μποροῦσε νὰ τραβήξει σὲ μάκρος. Ὁ κόσμος ποὺ δὲν βλέπει μὲ καλὸ μάτι, γιατὶ δὲν τὶς πολυκαταλαβαίνει, τέτιες συντροφιὲς ἁγνὲς κι ἄδολες, κάτι θἄβαζε μὲ τὸ νοῦ του, κάτι κακὸ θἄλεγε. Μὰ κι ὁ ἄντρας της, ποὺ δὲ φαινότανε νἄδινε κακιὰ ἐξήγηση στὴ φιλία μας, μποροῦσε ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ κόσμου, ἢ κι ὁ ἴδιος, δίχως νὰν τοῦ πεῖ κανένας τίποτα, κάτι νὰ ὑποψιαστεῖ. Καὶ ἡ Χρυσαυγή, ποιός τὸ ξέρει μήπως κι αὐτή, δίχως νὰν τὸ νιώσει καὶ δίχως νὰν τὸ θελήσει, πάψει πιὰ νὰ βλέπει σὲ μένανε ἀδερφό της κι ἀρχινήσει νὰ βλέπει ἐρωμένο της;
Ἔπρεπε λοιπὸν τὸ σκοινὶ νὰ κοπεῖ μιὰ καὶ καλή. Νὰ στενοχωρηθεῖ, νὰ κακοπάθει ἡ Χρυσαυγὴ γιὰ χάρη μου; Δὲ γίνεται. Κάλλιο ἐγὼ νὰ στενοχωρηθῶ, νὰ κακοπάθω. Ἡ ἀγάπη μου, ἔνιωθα, εἴτανε τόσο τρανὴ ποὺ ἤθελα ἡ Χρυσαυγή μου νὰ μὴ μἀγαπήσει, γιὰ νὰ μὴ νιώσει οὔτε τὴν παραμικρὴ στενοχώρια ἀπὸ τὴν ἀγάπη της."