Χριστόφορος Μηλιώνης,
Καλαμάς κι Αχέροντας
Κίχλη, 2017
Ο Γάλλος
φιλόσοφος Πολ Ρικέρ στο έργο του «Η Μνήμη, η Ιστορία, η Λήθη» μάς προσφέρει μια
σειρά από κλειδιά κατανόησης, ερμηνείας και στοχασμού πάνω στο δίπολο που
αποτελεί κοινό κτήμα της ανθρωπότητας: τη μνήμη και τη λήθη, αλλά και την
αντίληψη της ιστορικής εμπειρίας και την παραγωγή της ιστορικής αφήγησης.
Αφενός, η μνήμη είναι η μήτρα της ιστορίας. Αφετέρου, στέκεται η λήθη, που
αμφισβητεί τόσο την ιστορία όσο και τη μνήμη και η οποία άλλοτε παίρνει τη
μορφή της ολικής λήθης/αμνησίας που διαγράφει άρδην το παρελθόν, άλλοτε αυτή της
αμνηστίας που παραγράφει την τραυματική μνήμη με σκοπό την αναγκαία συμφιλίωση
και, τέλος, την ηθικά επιβεβλημένη λήθη, συνδεδεμένη, αφενός, με τη δημόσια
απολογία του θύτη και, αφετέρου, με τη συγχώρεση του θύματος.
Με βάση αυτό το
θεωρητικό πλαίσιο αναφοράς, η περίπτωση του Μηλιώνη, όπως διαφαίνεται στην
εμβληματική συλλογή «Καλαμάς κι Αχέροντας» πρόκειται για μια ιδιάζουσα συνθήκη:
ανάσυρσης εικόνων από τις μνημονικές αποθήκες των στοιχειωμένων χρόνων της
δεκαετίας του ’40 και ταυτόχρονα λήθης/αμνηστίας, εφόσον αυτό που επιδιώκει
είναι η ήρεμη αποδοχή της ήττας –με χιούμορ και θυμοσοφική διάθεση ενίοτε. Ένας νεκρόδειπνος, όπου καλεί πίσω τους
νεκρούς για να στρώσει κουβέντα μαζί τους και να γεφυρώσει το χάσμα τής «από
δω» και τής «από κει πλευράς». Ο Καλαμάς έρχεται να ενώσει, λογοτεχνικά, τα
νερά του με τον Αχέροντα, τον δρόμο για τον κάτω κόσμο, συνδέοντας την αφήγηση
του Μηλιώνη άλλοτε με την Ιστορία κι άλλοτε με τους μύθους και τα παραμύθια. «Ανακατεύτηκαν
τα πράματα, Αχέροντας και Καλαμάς έγιναν ένα». Στο έξοχο διήγημα με τον αμφίσημο
τίτλο SYMPHONIA (με λατινικούς χαρακτήρες), με
αφορμή μια επίσκεψη του αφηγητή στη σοσιαλιστική ακόμα Ουγγαρία, ξαναφέρνει
στην κρεβάτα του τον Ντούλια και τον βάζει να ξαπλώσει στο ντιβάνι «– το μόνο
που περνούσε από το χέρι μου να κάνω». Ουσιαστικά ο Ντούλιας και ο Σκιαθίτης
καπτα-Νικόλας, ο Ισμαήλ Κανταρέ, ο γερο-Ζήκος, ο Βαγγέλης, η Τρυγόνα, η
Μαναμεγάλη, η Φρύνη και η αμια-Μίγια αποτελούν τα πολλαπλά προσωπεία ενός
φασματικού προσώπου πιο ζωντανού κι από τον συρφετό των ζωντανών που τον
περιτριγυρίζουν στην πόλη ή στις διακοπές και με τους οποίους είναι αδύνατη η
συνεννόηση καθώς «μιλάς πάνω κάτω την ίδια γλώσσα… όμως άλλα πράγματα έχει
καθένας στο νου του, όταν μιλάει». Άνθρωποι
«παλιοτικοί» που νιώθει μαζί τους μιαν απίστευτη οικειότητα, κι ας μην υπάρχουν
πια. Γιατί ο Μηλιώνης μιλά «για την πίσω μεριά, την αθέατη. Σαν να λέμε: την
πίσω μεριά του θανάτου».
Καθώς το έργο
του απλώνεται σε τέσσερις δεκαετίες, από τις αρχές του ’60 μέχρι τα τέλη του 20ου
αι., θεωρώ τον Μηλιώνη επιδέξιο ανατόμο της νεοελληνικής πραγματικότητας. Αν η
λογοτεχνία συνιστά καίρια μαρτυρία της εποχής της, ο δημιουργός δεν είναι απλώς
ο σεισμογράφος της αλλά ο μάρτυράς της, καθώς όχι μόνο αντανακλά αλλά και
διαμορφώνει αφηγηματικά τους τρόπους διαχείρισης της συλλογικής μνήμης. «Με
κάτι τέτοια με κάνουν να αισθάνομαι πως είμαι ο τελευταίος μάρτυρας και, για να
το πούμε αλλιώς, ο άνθρωπος που του ’χε δοθεί η χάρη».
Έχει
υπογραμμιστεί από την κριτική πως «κεντρική θεματολογική συνιστώσα της
πεζογραφίας του Μηλιώνη σε πολλά από τα διηγήματα, στις νουβέλες και στο
μυθιστόρημά Δυτική
Συνοικία αποτελεί η βαθιά του νοσταλγία για τον παρελθόντα χρόνο
και κυρίως για τη γενέθλια γη στην οποία επιστρέφει κάθε τόσο και με κάθε
αφορμή». Ωστόσο, αν κάτι βαραίνει στην περίπτωση του Μηλιώνη δεν είναι τόσο ο
«νόστος» όσο το «άλγος», για το χθες και το τώρα. Προστρέχει στη θεραπευτική
ικανότητα της γραφής για να ξορκίσει τον αθέατο πόνο που του προκαλούσε, όχι η
απώλεια της παιδικής του αθωότητας, αλλά η απώλεια της ανθρώπινης
αυθεντικότητας που έκρυβε η επαρχία μιας άλλης εποχής. Στο διήγημα «Ο τσαλαπετεινός» λέει ο ανώνυμος τριτοπρόσωπος
αφηγητής για τον Βαγγέλη, τον μεγάλο αδερφό του: «Κι όπως δεν είχε ελπίδα, η
νοσταλγία του έμοιαζε μόνιμη νοσταλγία θανάτου» (σ. 35). Η νοσταλγική
προσέγγιση της μνήμης συνεπάγεται εξιδανίκευση, άρα παραμόρφωση του
παρελθόντος, εφόσον βασικό στοιχείο της νοσταλγίας είναι ο συναισθηματισμός που
διαστρέφει την πραγματικότητα. Και αν ο ιστορικός οφείλει να είναι και
ιστορικός της μνήμης, το ίδιο και ο συγγραφέας, οφείλει να λειτουργεί και ως σκαπανέας
της μνήμης.
Ο Π.
Χατζημωυσιάδης στην τελευταία του συλλογή διηγημάτων «Η ιδιωτική μου αντωνυμία»
(Κίχλη 2018) περιλαμβάνει ένα διήγημα με τίτλο «Η άχνη». Γράφει: «Έστω και αν
κατά βάθος ξέρω ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερο ναρκωτικό από τη νοσταλγία. Που όλα
τα στρογγυλεύει και όλα τα δικαιώνει και όλα τα γλυκαίνει». Θέλω να πω, το έργο
πολλών σύγχρονων συγγραφικών φωνών συνομιλεί υπόγεια με το έργο του Μηλιώνη,
πόσω μάλλον με την κεντρική αφηγηματική συνιστώσα του έργου του: το παιχνίδι
των πολλαπλών συνειρμών, μια αδιάλειπτη μετάβαση από το αφηγηματικό παρόν στο
παρελθόν και πάλι στο παρόν, σε σημείο που ο χρόνος ενοποιείται.
Το βιβλίο του
Μηλιώνη «Καλαμάς κι Αχέροντας» κυκλοφόρησε στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν
η Πολιτεία αναγνώρισε την Εθνική Αντίσταση κι ένας ολόκληρος κόσμος ένιωσε,
έστω και καθυστερημένα, μια μορφή δικαίωσης. Ύστερα από λίγο θα ερχόταν και η
πτώση του Τείχους και πολλά πράγματα αναγκαστικά θα αναθεωρούνταν. Ήταν η εποχή
που οι πολιτικές της μνήμης και οι πολιτικές ταυτότητας δημιουργούσαν μια
πρωτόγνωρη ζήτηση ιστορικής πληροφορίας για εκείνα τα σακάτικα χρόνια, για τις
πλέον τραυματικές και επίμαχες όψεις του πρόσφατου παρελθόντος μας, για τον
ασφυκτικό εγκλεισμό σ’ αυτό το τραυματικό παρελθόν, αυτή την άνιση αναμέτρηση
με τη στοιχειωμένη μνήμη. Νομίζω πως η λογοτεχνία και δη αυτή που με συνέπεια
υπηρέτησε ο Μηλιώνης σχεδόν μισόν αιώνα μπορεί να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα
ταυτόχρονης οικείωσης και ανοικείωσης του παρελθόντος, όχι πάντως ως
εξιδανίκευση ανθρώπων και καταστάσεων ούτε ως συλλήβδην καταδίκη τους, μια
λογοτεχνία που μπορεί να πει την αλήθεια για τον κόσμο, και προσφέροντάς μας
ταυτόχρονα έναν τρόπο να κατανοήσουμε το παρόν αλλά και το παρελθόν.
Ο λόγος του
Μηλιώνη σίγουρα μπορεί να μας βοηθήσει, σε καιρούς σύγχυσης, αδιαφάνειας και
απόλυτης διάρρηξης του κοινωνικού ιστού, να ξανασκεφτούμε τις αγκυλώσεις μας, τα
πάθη μας, την τυφλότητά μας, τον ψευδεπίγραφο πατριωτισμό μας. Και γιατί όχι,
να τολμήσουμε μια γενναία μετατόπιση του ορίζοντα προσδοκιών μας, όχι
ερμηνεύοντας απλώς το κείμενο, αλλά αφήνοντάς το να ανατρέψει τις συμβατικές
μας υποθέσεις.
Τον
Χριστόφορο Μηλιώνη δεν έτυχε να τον συναντήσω προσωπικά ούτε με την ιδιότητα
του φιλολόγου ούτε με αυτήν του συγγραφέα. Γι’ αυτό και μπορώ να τον φαντάζομαι
πιο ελεύθερα μέσα στον νου μου. Να σκάβει μέσα του ανασύροντας τις αναμνήσεις
προκειμένου να ξορκίσει τη μοναξιά που κουβαλάει. Να είναι ολομόναχος και να
θυμάται, όπως είναι ολομόναχοι όσοι
θυμούνται. Ο μνησιπήμων πόνος εύκολα δεν περνάει, και η λήθη ενίοτε είναι
ανέφικτη.
[συντομευμένο κείμενο που διαβάστηκε στις 14 Δεκεμβρίου 2018, στο Polis Αrt Cafe, στην παρουσίαση του βιβλίου "Καλαμάς κι Αχέροντας" που διοργάνωσαν οι εκδόσεις Κίχλη]