Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

Το κείμενο ως όχημα της ιστορικότητάς μας





 Ο Τριαντάφυλλος Η. Κωτόπουλος είναι Επίκουρος "Ελληνικής Λογοτεχνίας με έμφαση στην Παιδική Λογοτεχνία" στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και Επιστημονικά Υπεύθυνος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών «Δημιουργική Γραφή» του ίδιου Πανεπιστημίου. Το γνωστικό του αντικείμενο είναι "Δημιουργική Γραφή και Νεοελληνική Λογοτεχνία". Επίσης, είναι μέλος πολιτιστικών φορέων και διεθνών εταιρειών. Προκρίνει όμως, ανεπιφύλακτα, όλων τη συμμετοχή του ως ιδρυτικό μέλος στην πολιτιστική ομάδα του Πανελληνίου Συλλόγου Παραπληγικών – παράρτημα βόρειας Ελλάδας.
Ύστερα από τέσσερις (4) ποιητικές συλλογές ως εκπρόσωπος της λεγόμενης γενιάς του ’80 ("Πορτολάνος" 1999, «Σημαδούρες» 2015, «Άνω τελείες και τέτοια» 2013, «Εδουάρδοι και Αλφρέδοι» 2012), μία μονογραφία («Η Θεσσαλονίκη στο έργο των Θεσσαλονικέων πεζογράφων») επτά αυτοτελείς μελέτες καθώς και πολλές συμμετοχές σε συλλογικές μελέτες και άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά, ο Τριαντάφυλλος Η. Κωτόπουλος, μάς συστήνεται και ως πεζογράφος με μία νουβέλα, η οποία, όπως δηλώνει και το εξώφυλλο, αποτελείται από 11 σπονδυλωτές μικρές και μεγάλες ιστορίες 139 σελίδων.
Όπως και στην ποιητική συλλογή «Άνω τελείες και τέτοια» (Μανδραγόρας, 2012), έτσι και στην πρόζα ο Κωτόπουλος δεν επικεντρώνεται στο «εγώ» αλλά το τοποθετεί σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο.

ΓΡΑΦΗ ΚΑΘΑΡΗ
Γραφή καθαρή
χωρίς αποσιωπητικά
Λόγια
άνευ σημείων και στίξης
Για να μπορούμε να συνεννοηθούμε
να ξέρω πού να σε βρω
και πώς να σε λογαριάζω
Σε παράταξη
απ’ την άλλη μεριά
στην τελεία
Να πούμε τον δημοκράτη απ’ τον φασίστα
τις ερωτήσεις απ’ τα θαυμαστικά
τις υποσχέσεις
Να καταλάβω το εικός ή έστω το αναγκαίον
Εσύ ξέρεις να μου γράψεις
ή κρύβεσαι πάλι σε λευκές ουδετερότητες
Ν’ απαντήσεις

Μαζί με τον Αντώνη –τη βασική persona του συγγραφέα- μεταφερόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 με την Αλλαγή του ΠΑΣΟΚ, για να φτάσουμε στην κρίση του 2009 και στη γνωριμία με τον ποιητή Μίμη Σουλιώτη: «Αγαπήθηκαν πολύ αυτόν τον χρόνο. Κι ο καθιερωμένος καφές της Τετάρτης έγινε της Πέμπτης και ενίοτε τσίπουρο της Παρασκευής. Απ’ όταν έφυγε ο άλλος, έδωσε λόγο αυτός· και τον κρατάει». Τα τελευταία λόγια του βιβλίου, φόρος τιμής στον μεγάλο δάσκαλο και ποιητή που τόσο αδόκητα έφυγε από τη ζωή τον Νοέμβριο του 2012.

Το αυτοβιογραφικό υλικό ως βιωμένη εμπειρία εμφανίζεται έντονο και στο πρώτο ποίημα της συλλογής «Εδουάρδοι και Αλφρέδοι», με τίτλο «Επιβίβαση»

«Μου απαγορεύτηκε να γράφω ως πανεπιστημιακός
 Αργότερα και να διαβάζω
 Μόνο θεωρίες, τυπικά δωμάτια
 -επιστήμονας βλέπεις έγινα απ’ τον πατέρα,
 η ανάγκη να συνεχίζω ήταν δική του-
 Αναγκάστηκα να προδώσω πολλά
 που ψάχνω τώρα ν’ αναστήσω
 Κι ήρθα να πάρω τη σειρά μου ανάμεσά σας
    -το να γυρίζω προς τα πίσω ήταν της μητέρας,
απ’ αυτήν έγινα ποιητής...»

Ο Κωτόπουλος πατάει σε δύο βάρκες, στην επιστήμη και στην τέχνη, χωρίς να προδίδει ούτε τη μία ούτε την άλλη· επιστήμονας από τον πατέρα και ποιητής από τη μητέρα του. Δυο ιδιότητες που συμπορεύονται αρμονικά στις ένδεκα ιστορίες/κεφάλαια που συναποτελούν το βιβλίο.

Από την πρώτη ιστορία-φάρσα στον Γιώργο Παππά, ο τριτοπρόσωπος αφηγητής δηλώνει την πολιτική ταυτότητα του ήρωά του: «Δηλώνει πάντοτε αριστερός· μπερδεμένος». Στη συνέχεια παρακολουθούμε στιγμιότυπα από τη ζωή του Αντώνη πριν και μετά τον γάμο του, τις σχέσεις του –ερωτικές και φιλικές- με διάφορες γυναίκες, τη θητεία του στην 16η ε.μ.α., την αγάπη του για το μπάσκετ και τα είδωλα της εποχής, τις πρώτες επαγγελματικές του δραστηριότητες ως καθηγητή στα φροντιστήρια, τις μεταπτυχιακές σπουδές του, τον διορισμό, την πανεπιστημιακή σταδιοδρομία, τις ποιητικές συλλογές, την παρ’ ολίγο χρεοκοπία.

Ο ήρωάς μας, ο Αντώνης, απολύεται από τον στρατό στις αρχές του ’90 γεμάτος αισιοδοξία ότι «μπορούσε να αλλάξει η δυναμική της κοινωνίας του υπερώριμου, μεταλλαγμένου και ανάπηρου καπιταλισμού». Κάτι έπρεπε να αλλάξει στη χώρα, χωρίς καθυστέρηση. Σύντομα όμως κατάλαβε πως εάν επιθυμούσε να ξεφύγει από τη νεοελληνική μετριότητα, όφειλε να προχωρήσει στις σπουδές του, ακολουθώντας τη συμβουλή του πατέρα του Ηλία. «Δεν μπορείς να φτάσεις ύψη θεόρατα με ανοχή στη μετριότητα». Η πρώτη απόπειρα για διδακτορικό στην ποίηση του Απόστολου Μελαχρινού στέφθηκε από αποτυχία, γιατί προηγουμένως έπρεπε ο Αντώνης να ωριμάσει μέσα από τη φιλική σχέση με τη Νάνσυ, ένα πρόσωπο στο οποίο ο Κωτόπουλος αφιερώνει και το βιβλίο του.

Παράλληλα παρελαύνει ένας θίασος προσώπων -πραγματικών ή επινοημένων, αδιάφορο- που το καθένα διατηρώντας την ατομικότητά του, συνιστά συγχρόνως αντιπροσωπευτικό δείγμα της νεοελληνικής κοινωνίας, το πορτρέτο της οποίας φιλοτεχνεί με απλά υλικά ο συγγραφέας. Η Νάνσυ, οι "σειρούλες" από τον στρατό, ο διευθυντής Κώστας Θεοδωρίδης, η Ελένη, ο Ιωνάς, ο Χατζηβασιλείου του «Παρατηρητή», ο Γιώργος ο γιατρός, ο παππούς ο Τριαντάφυλλος («Τανάλιες τα χέρια του, μπαχτσές η καρδιά του»), η όμορφη Άννα- είναι πρόσωπα τα αποτελούν πλάθονται με δεξιοτεχνία από τον συγγραφέα, καθώς οι πορείες τους τέμνονται με αυτήν του κεντρικού ήρωα.

Η γραφή ρεαλιστική, καθόλου μελοδραματική, διατηρεί ωστόσο τη ζεστασιά του λυρισμού: «Κι έμοιαζε η θάλασσα να προσπαθεί να κοιμίσει τα στοιχειά της φύσης». Ο λόγος μικροπερίοδος, στακάτος, χωρίς περιττά στολίδια, δουλεμένος καλά στο αμόνι της ποίησης.

Τελικά, το πεζογραφικό πρωτόλειο του Κωτόπουλου αποτελεί μια αυθεντική φωνή που συμπυκνώνει τους ψυχικούς κραδασμούς ενός μάχιμου πανεπιστημιακού δασκάλου και ενεργού πολίτη που ζει στην Ελλάδα των ελπίδων και των ματαιώσεων, «ένα κόκκινο τριαντάφυλλο… σ’ ένα γενέθλιο τόπο», που αντιστέκεται και δεν μαραίνεται. Μια νουβέλα-προσωπική μαρτυρία και κατάθεση ψυχής ενός ανθρώπου που κάνει τον προσωπικό απολογισμό μιας διαδρομής μισού αιώνα. Προσωπικά, η γραφή του μού θύμισε έναν άλλο αγαπημένο πεζογράφο από τη Θεσσαλονίκη, τον Γιώργο Ιωάννου. Ίσως –ποιος ξέρει- ο Βαρδάρης, η Παραλία, το χρώμα και η αύρα αυτής της πόλης, όλο αυτό να είναι η μήτρα που γεννά αδιάκοπα ιδιαίτερα λιτές και καίριες λογοτεχνικές φωνές. 

Διάβασα το βιβλίο συντροφιά με τις μουσικές του Νίκου Παπάζογλου

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

Καιρός να ξαναβαφτιστούμε

Μαρία Γιαγιάννου, Ο Μπαλαντέρ (μια ερωτική εξτραβαγκάντσα)
εκδ. Μελάνι, 2015
σελ. 75

Μπαλαντέρ; Εξτραβαγκάντσα; Τι στ' αλήθεια "θέλει να πει ο ποιητής" -ή πιο σωστά- η νεαρή συγγραφέας με τον τίτλο;

Ο "Μπαλαντέρ", από το γαλλικό se balader (περιπλανιέμαι) είναι ο πλάνητας, αυτός που τριγυρνά, που περιφέρεται ως άλλος νομάδας. Η αναφορά στον "νομάδα" δεν μπορεί παρά να μας πάει συνειρμικά στo σύγχρονο νομαδικό υπο-κείμενο της μεταδομιστικής σκέψης, αυτό που  έχει αντίληψη του μη σταθερού των ορίων,  της ιστορικότητάς του ως υποκειμένου και της αφηγηματικότητας του σώματός του  (οι απηχήσεις από το έργο της φεμινίστριας Ρόσι Μπραϊντότι  είναι, νομίζω,  παραπάνω από εμφανείς). 

"Εξτραβαγκάντσα" σημαίνει φαντασμαγορία, υπερθέαμα. Όρος που παραπέμπει στο θέατρο, στη σκηνή, εκεί όπου  οι (και ερωτικοί) ρόλοι επιτελούνται. Στη διαρκή σκηνή ("Όλος ο κόσμος, μια σκηνή", ισχυρίζεται ο Σαίξπηρ) ενός ραγδαία μεταβαλλόμενου κόσμου γενικευμένης αμφιθυμίας, ποιο θέαμα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως υπερβολικό (extravacant) και ποιοι οι ρόλοι που υπηρετούν τα γεννήματα μιας υπερβάλλουσας φαντασίας; Μήπως, μόνο ο Έρωτας και οι μπαλαντέρ του;

Το εξώφυλλο; Πυραμοειδές σύμπλεγμα τριών γυναικείων σωμάτων και πέντε κεφαλών (δύο αρσενικών α-σώματων κεφαλών, που φέρουν στα χέρια τους -εν είδει τροπαίου;- οι δύο από τις τρεις γυναίκες), σε μια άβολη στάση, που τονίζει την ευθραυστότητα και την ενσωματότητα των έμφυλων σχέσων αλλά και την προσπάθεια επίτευξης ισορροπίας και συμμετρίας. Το σώμα, η επιθυμία, η φαντασία, η σχεσιακότητα, μάς κλείνουν το μάτι πριν καν ανοίξουμε το βιβλίο.

Οι ιστορίες; Πεζοποιήματα; Ποιητική πρόζα; Μεταμοντέρνο αφήγημα; Νουβέλα; Πώς να τις χαρακτηρίσεις; Μα, είπαμε: Ένα μεταμοντέρνο υπο-κείμενο έχει επίγνωση του μη σταθερού των ορίων...

Ανοίγω το βιβλίο, διαβάζω τα περιεχόμενα: "Γλωσσολογία, Ονοματολογία, Παθοφυσιολογία...". Τομείς του επιστητού. Η πολλαπλότητα των ορθολογικοτήτων την οποία αντιπαραθέτει ο μεταμοντερνισμός στη μοναδική ορθολογικότητα της νεωτερικότητας και του Διαφωτισμού.


Πλοκή δεν υπάρχει, κλασικοί χαρακτήρες επίσης. Ουσιαστικά το βιβλίο συντίθεται από 17 εξομολογήσεις ενός γυναικείου υποκειμένου, που χρησιμεύουν περισσότερο για να δημιουργηθεί μια ορισμένη ατμόσφαιρα στο βιβλίο, που σε τελική ανάλυση μοιάζει με μια γλωσσολογική αλληγορία.
Βασικό εργαλείο της γραφής της, η μέθοδος της αντικειμενικής συστοιχίας, μέθοδος η οποία τις περισσότερες φορές χρησιμοποιείται με επιτυχία. Απλά αντικείμενα της καθημερινότητας, όπως τα τάπερ, γίνονται εκφραστές του άρρητου:

Δεν μπορώ να ξεχάσω ότι εκείνη την εποχή με πλήγωναν ακόμα και τα τάπερ. Θυμάμαι τον εαυτό μου να κοιτάζει ένα τάπερ, από εκείνα που δεν κουμπώνουν καλά, και ένα κύμα απελπισίας να με πνίγει για τον ατελή κόσμο, όπου κανείς δεν μπορεί να βρει το καπάκι που του ταιριάζει κι έτσι όλοι χάσκουν μισάνοιχτοι, ανίκανοι να κουβαλήσουν οτιδήποτε στο εσωτερικό τους. Ό,τι πασχίζουν να βάλουν μέσα τους ξεχύνεται στο πρώτο κούνημα. Έλειπες και ήμουν ένα κακοπλυμένο τάπερ δίχως καπάκι. Πόσο κρίμα, πόσο κρίμα, σκεφτόμουν, κι εκείνο το μίζερο τάπερ έγινε η μόνη συντροφιά μου.
Η Γιαγιάννου γράφει ουσιαστικά έναν ύμνο στη ζωή και σε ό,τι την τροφοδοτεί, τον Έρωτα, σε μια εποχή ζόφου και δυσθυμίας.  Γράφει για τη "Χώρα" του Αγέρωτα στην οποία κυβερνά το Σώμα των δύο εραστών και το πολίτευμα είναι η Κατατονία της Ευτυχίας.
Το σπουδαιότερο είναι ότι δεν γράφει με τυπογραφικά γράμματα αλλά με έκτυπα δαχτυλικά αποτυπώματα (σημαίνοντα). Λέξεις με όγκο που τις αγγίζεις, λέξεις με μυρωδιές που τις μυρίζεις, λέξεις με γεύσεις που τις γλείφεις, λέξεις με ήχους που τους ακούς. Γράφει έχοντας στο αφτί της τη φωνή του Μπαρτ: 

Ως προφορά, το σ’ αγαπώ ανήκει στην περιοχή της δαπάνης. Όσοι αποζητούν την προφορά της λέξης (λυρικοί, ψεύτες, πλανήτες), είναι υποκείμενα της Δαπάνης: δαπανούν τη λέξη, σάμπως να ήταν ιταμό (ποταπό) πράγμα η επανάκτησή της σε οποιονδήποτε χώρο. Βρίσκονται στο ακραίο όριο της γλώσσας, εκεί όπου η ίδια η γλώσσα (και ποιος άλλος θα το 'κανε στη θέση της;) αναγνωρίζει πως είναι ανέγγυος, πως δουλεύει χωρίς προστατευτικό δίχτυ.
Η Γιαγιάννου δεν δαπανά τον λόγο, τον αποσυνθέτει εις τα εξ ων συνετέθη, προκειμένου να συνθέσει τον δικό της ερωτικό λόγο, να κατασκευάσει την υπο-κειμενική της ανα-παράσταση του μη-αναπαραστάσιμου.
 Δεν γράφω για εσένα, γράφω εσένα. Γράφω εμένα που κυοφορώ εσένα, με έναν τρόπο που δεν είναι εγκυμοσύνη, με έναν τρόπο που προφανώς δεν είναι μητρότητα, με έναν τρόπο που είναι -πώς να το πω; -ψυχή. Καλύτερα ας το πω "ψίχα".
Τελειώνω το βιβλίο και το αφήνω μέσα μου να κατασταλάξει δυο τρεις μέρες, προτού γράψω δυο λόγια.
Θέλω να κλείσω κάπως πρωτότυπα και ασυνήθιστα, όπως το κείμενο που μόλις άφησα. Δεν ξέρω γιατί, το χέρι μου ανοίγει -από μόνο του (;)- μια σελίδα από τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ:
Με τον έρωτα μαθαίνω / τι βάρος θα σηκώνεις εσύ για πάντα / -θεός ή επισκέπτης;- / μεταλαβαίνω το σώμα σου / το νερωμένο αίμα / γρατσουνισμένη απ' τα τόσα αντίθετα / θρησκεύομαι τη γοητεία / το σχήμα των δοντιών σου / στο παλιό μας μήλο (...)

Διαβάσαμε το βιβλίο συντροφιά με την Bjork (η Ελένη)

και τον Χατζιδάκι (ο Δημήτρης).

ΣΥΝΑΝΑΓΝΩΣΗ: Ελένη Πατσιατζή - Δημήτρης Χριστόπουλος