Οι εκφωνήσεις (
εδώ)
Απαντήσεις στο Διδαγμένο
Α1. Το ίδιο και οι οικοδόμοι και
όλοι οι άλλοι: χτίζοντας με καλό τρόπο σπίτια θα γίνουν καλοί οικοδόμοι,
χτίζοντάς τα όμως με κακό τρόπο θα γίνουν κακοί· γιατί αν δεν ήταν έτσι, δεν θα
υπήρχε ανάγκη δασκάλου, και όλοι θα ήταν καλοί ή κακοί εκ γενετής. Το ίδιο
συμβαίνει και με τις αρετές κάνοντας αυτά που κάνουμε στην
καθημερινή μας συνάφεια με τους άλλους ανθρώπους, άλλοι γινόμαστε δίκαιοι και άλλοι άδικοι, κάνοντας,
επίσης, αυτά που κάνουμε στις επικίνδυνες και φοβερές περιστάσεις της ζωής και
αποκτώντας σιγά σιγά τη συνήθεια να αισθανόμαστε φόβο ή θάρρος, άλλοι γινόμαστε
ανδρείοι και άλλοι δειλοί. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και σε σχέση με τις
επιθυμίες και την οργή άλλοι γίνονται σώφρονες και
πράοι και άλλοι ακόλαστοι και οργίλοι, οι πρώτοι με το να συμπεριφέρονται έτσι
στις περιστάσεις αυτές και οι άλλοι με τον αντίθετο τρόπο. Με δυο λόγια: οι
έξεις γεννιούνται από την επανάληψη όμοιων ενεργειών.
Β1. α. Ο Αριστοτέλης
επισημαίνει στο χωρίο αυτό ότι η επιδίωξη κάθε νομοθέτη είναι να καταστήσει
τους πολίτες αγαθούς εθίζοντάς τους μέσω των νόμων σε ηθικές πράξεις. Το
παράδειγμα των νομοθετών χρησιμοποιείται για να τονιστεί η σημασία που έχει η
αδιάκοπη άσκηση του ανθρώπου στα έργα της αρετής, προκειμένου αυτός να γίνει
κάτοχος της ηθικής αρετής. Όμως, αν οι πολίτες γίνονται αγαθοί ασκούμενοι σε
συγκεκριμένους τρόπους συμπεριφοράς με τη βοήθεια των νόμων του νομοθέτη τους,
αυτό θα πει πως την αρετή τους οι πολίτες δεν την έχουν φύσει αλλά ότι με αυτή είναι αποτέλεσμα εθισμού (άσκησης).
β. Ο Αριστοτέλης
επιμένει ότι για την κατάκτηση της ηθικής αρετής είναι αναγκαία η διαδικασία
του εθισμού και της άσκησης με όλες τις επιμέρους ενέργειες που αυτή η
διαδικασία περικλείει ή απαιτεί. Σπεύδει όμως να διευκρινίσει πως η διαδικασία
αυτή δεν οδηγεί αυτόματα σε θετικά αποτελέσματα. Κάθε αρετή γεννιέται και
φθείρεται, φθίνει για τους ίδιους λόγους και με τα ίδια μέσα. Όταν δηλ. ο άνθρωπος
επιδιώκει και εκτελεί την ηθική πράξη, τότε αποκτά ή κατακτά την ηθική αρετή,
με αποτέλεσμα να γίνεται ενάρετος. Όταν όμως προβαίνει σε ανήθικες πράξεις, δε
γνωρίζει την ηθική αρετή και πρακτικά δε συμπεριφέρεται ενάρετα.
Οι έννοιες
της γένεσης και της φθοράς (η δόµηση
και αποδόµηση) αποτελούν ένα
θεµελιώδες αντιθετικό ζεύγος φιλοσοφικών εννοιών που απαντάται ήδη από τις
απαρχές της φιλοσοφικής σκέψης και το οποίο ο Αριστοτέλης πραγµατεύεται στο
βιβλίο του Περί γενέσεως καί φθοράς.
Το ζεύγος αυτό µαζί µε τα άλλα δύο συσχετικά ζεύγη: α) δύναµις - ενέργεια, και β) ύλη-µορφή,
αποτελούν βασικά εννοιολογικά εργαλεία της σκέψης του Αριστοτέλη.
Ο άνθρωπος,
όπως έχει προαναφερθεί, δεν έχει από τη γέννησή του την ηθική αρετή (όπως
κατέχει π.χ. τις αισθήσεις). Έχει απλώς τη δυνατότητα (δύναµις) να την κατακτήσει. Με την επανάληψη ηθικών πράξεων, µε τον
εθισµό δηλαδή, φτάνει στο τέλος να την κατακτήσει. Εποµένως, η αιτία (ἐκ τῶν αὐτῶν) και το µέσο (διά τῶν αὐτῶν) της γένεσης της αρετής
είναι ο εθισµός στις ηθικές πράξεις.
Η φθορά είναι µια έννοια που αντιτίθεται
στη γένεση και έχει τη σηµασία της απώλειας, της µείωσης, της κατάπτωσης, αλλά
όχι µε ηθικό περιεχόµενο. Αποτελεί κατά βάση βιολογικό όρο. Η αιτία και το µέσο
της φθοράς είναι το ίδιο µε της γένεσης και γίνεται πιο κατανοητό, αν το
συνδυάσουµε µε τα παρακάτω: η µη καλή επανάληψη ηθικών πράξεων οδηγεί στην
«κατάκτηση» µιας φθαρµένης (= µειωµένης αξίας) «αρετής».
Β2. α. Η λέξη ἕξις προέρχεται από το ρήμα ἔχω. Σχηματισμένη λοιπόν από το θέμα
του ρήματος αυτού και από την παραγωγική κατάληξη –σις, που δήλωνε ενέργεια του υποκειμένου, η λέξη ἕξις δήλωνε αρχικά την «κατοχή», και
μάλιστα την ίδια την «προσπάθεια = τις ενέργειες για απόκτηση, για κατοχή» αργότερα, η
λέξη χρησιμοποιήθηκε και για να δηλωθεί η ιδιότητα που απέκτησε και έχει πλέον
κανείς, αφού επανέλαβε κάτι τόσες φορές, ώστε να του έχει πια γίνει συνήθεια
(πβλ. «η έξη τού έγινε πια δεύτερη φύση» = η ιδιότητα που απέκτησε σιγά σιγά με
μια ορισμένη διαδικασία, του έγινε θαρρείς κάτι σαν φυσικό του»). Από μια άλλη
μορφή του θέματος ἔχω, από τη μορφή σχη- και την παραγωγική κατάληξη –μα (που δήλωνε το αποτέλεσμα της
ενέργειας του υποκειμένου) γεννήθηκε η λέξη σχῆμα
(= η μορφή, η εξωτερική όψη του πράγματος»). Αδελφές, λοιπόν, οι λέξεις ἕξις και σχῆμα. Τώρα καταλαβαίνουμε γιατί – ή πώς – η λέξη ἕξις χρησιμοποιήθηκε από τον Αριστοτέλη
στο πλαίσιο της ηθικής φιλοσοφίας του, για να δηλωθεί η μόνιμη μορφή του
χαρακτήρα ενός ατόμου, τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα του, αυτά που
αποκτιούνται με την επίμονη άσκηση, με την επίμονη επανάληψη κάποιων ενεργειών.
β. Προηγουμένως ο Αριστοτέλης αναφέρθηκε στη γένεση
και στη φθορά της αρετής και ανέδειξε τον εθισμό σε βασικό μέσο τόσο για την
απόκτηση των τεχνών όσο και της αρετής. Στην 4η ενότητα επιστρέφει
στις ηθικές αρετές και υποστηρίζει αναλογικά πως από τους καλούς ή κακούς
τρόπους συμπεριφοράς προκύπτουν καλές ή κακές συνήθειες.
Τονίζει τη σημασία της ηθικής
πράξης στις διαπροσωπικές σχέσεις
(πράξεις) των ανθρώπων, προκειμένου να αποκτήσει κάποιος την ηθική αρετή.
Έτσι, στον τομέα των κοινωνικών του συναναστροφών αποδεικνύεται ο άνθρωπος
δίκαιος, εάν πράττει δίκαια, ή άδικος, εάν πράττει άδικα. Όµοια, ο τρόπος µε
τον οποίο ενεργούµε κάτω από επικίνδυνες συνθήκες, αν δηλαδή συνηθίζουµε να
αισθανόµαστε φόβο ή θάρρος, καθορίζει το αν θα γίνουµε γενναίοι ή δειλοί.
Στον τομέα των επιθυμιών, πάλι, ανάλογα με τη
συμπεριφορά του γίνεται κανείς σώφρων, συνετός, φρόνιμος ή ακόλαστος, ακρατής,
αδηφάγος, ασυγκράτητος.
Επίσης, στην περίπτωση των παρορμήσεων και των φυσικών ορμών,
άλλοι αποδεικνύονται πράοι, άλλοι οργίλοι, ευερέθιστοι, οξύθυμοι, ευέξαπτοι. Οι
επιθυµίες και οι ορµές που αισθάνεται ο άνθρωπος και οι οποίες υπαγορεύουν τη
συµπεριφορά του τον αναδεικνύουν ως κάτοχο είτε της αρετής είτε της αντίθετης
κακίας. Έτσι, αυτοί που ορέγονται το ἀγαθόν
και συµπεριφέρονται αναλόγως στρέφονται προς την πραγµάτωση της ηθικής
αρετής. Αντίθετα αυτοί που ορέγονται το κακόν
στρέφονται στην ικανοποίηση των άγριων ενστίκτων και των άνοµων ορµών.
Β3. Οι ιδέες του Ηράκλειτου και του
Δημόκριτου πρέπει, στο τέλος, να έγιναν καθοριστικές για του Αριστοτέλη τη
σκέψη· το αποτέλεσμα ήταν ο ορισμός του της εὐδαιμονίας
όπως τον διαβάζουμε στο τέλος του Α´ βιβλίου των Ηθικών Νικομαχείων του: «ἡ εὐδαιμονία ἐστὶ ψυχῆς ἐνέργειά τις κατ᾽ ἀρετὴν
τελείαν». Ενέργεια λοιπόν, κατά τον Αριστοτέλη, η ευδαιμονία του ανθρώπου, όχι
κατάσταση, και πάντως ενέργεια της ψυχής του, με τους κανόνε της τέλειας
αρετής. Το τελευταίο μέρος του ορισμού αυτού δείχνει καθαρά τη βαθιά πίστη του
Αριστοτέλη πως την ευδαιμονία τους οι άνθρωποι μόνο με την κατάκτηση της αρετής
μπορούν τελικά να την εξασφαλίσουν. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Αριστοτέλης
αναζήτησε με πολλή επιμονή, αλλά και με πολύ ρεαλισμό τον ορισμό της αρετής·
στην πραγματικότητα τα Ηθικά Νικομάχεια
είναι, σχεδόν στο σύνολό τους, μια διεξοδικότατη διερεύνηση του ενδιαφέροντος
αυτού θέματος.
Β4.
γόνιμος:
γινόμενον
απόθεμα:
νομοθέται
συνήθεια:
ἐθίζοντες
απουσία:
ἔσονται
υποδεέστερος:
ἔδει
αδιάφθορος:
φθείρεται
μετόχι:
εἶχεν (ἔχει)
παραφροσύνη:
σώφρονες
αντίδωρο:
ἀποδιδόναι
πλήθος:
πάμπολυ
Απαντήσεις στο Αδίδακτο
Γ1. Το πιο παράλογο απ’ όλα νομίζω
πως είναι ότι, ενώ εγώ έστειλα πρέσβεις σε όλους τους συμμάχους μου, για να
παρίστανται ως μάρτυρες, και ενώ επιθυμούσα να συνάψω μαζί σας δίκαιη συνθήκη προς
το συμφέρον των Ελλήνων, δεν δεχτήκατε ούτε καν να ακούσετε τους αντιπροσώπους
μου σχετικά με αυτά, ενώ μπορούσατε να απαλλάξατε από τους κινδύνους όσους
απέδιδαν σε μένα κάποια σκοτεινά ελατήρια ή να με ξεσκεπάσετε τελείως ως τον
χειρότερο άνθρωπο από όλο τον κόσμο. Αυτά βέβαια ήταν προς το συμφέρον του
λαού, αλλά αντίθετα προς τα συμφέροντα των πολιτικών σας. Όσοι γνωρίζουν την
πολιτική σας, λένε ότι γι’ αυτούς ειρήνη σημαίνει πόλεμος και πόλεμος ειρήνη.
(μετάφραση:
Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Μ. Αραποπούλου, Εκδόσεις Ζήτρος)
Γ2. πρεσβευτήν, μάρτυς, σφίσι(ν),
δυσχερῆ, φανερωτέρας, πέμφθητι, ἀπήλλαχθε, συνενέγκῃ, λυσιτελοῦντι, φάθι.
Γ3.
α.
πάντων:
γενική συγκριτική στο «παραλογώτατον».
ὑμῖν: δοτική προσωπική στο «ἐξόν».
ἀπαλλάξαι: τελικό απαρέμφατο
και υποκείμενο στην αιτιατική απόλυτη «ἐξόν».
τῆς πολιτείας: γενική
αντικειμενική στο «ἔμπειροι».
β.
«ἵν’ ὦσι μάρτυρες»: ὡς ἐσομένους μάρτυρας.
με
φαυλότατον ὄντα: ὡς (ὅτι) ἐγώ φαυλότατος εἴην.