της Ελένης Πατσιατζή
Μέσα δεκαετίας του
’70. Συνήθιζα να ζωγραφίζω τις ασπρόμαυρες σελίδες των Μίκυ Μάους πριν τα
διαβάσω. Να έχει χρώματα παντού. Οι μεγάλοι διάβαζαν περιοδικά που είχαν
χρώματα και φωτογραφίες σε όλες τις σελίδες. Σε ένα από αυτά το βλέμμα μου έπεσε σε μια
φωτογραφία αλλόκοτη. Ένα πρόσωπο χλωμό με μάτια κλειστά, φλόγες τα μαλλιά
στέκονταν όρθια ενώ στο ένα μάτι ήταν ζωγραφισμένος ένας
κατακόκκινος κεραυνός. Δεν ήξερα αν ήταν άνδρας ή γυναίκα. Ποτέ δεν είχα είχα δει κάτι παρόμοιο. Τι πλάσμα ήταν αυτό;
Διάβασα πως ήταν τραγουδιστής και πως τα μάτια του είχαν διαφορετικό χρώμα το
ένα από το άλλο. Ξωτικό, σκέφθηκα. Φοβήθηκα λίγο και γοητεύθηκα περισσότερο. Είχαμε
δίσκους στο σπίτι αλλά ήταν σχεδόν όλοι του Θεοδωράκη. Μεταπολίτευση. Συνέχισα να ζωγραφίζω τα Mίκυ Mάους μου αλλά δεν ήταν
τόσο παράξενα όσο εκείνη η μορφή, όσο αλλόκοτα χρώματα κι αν επέλεγα. Άρχισα
να τα βαριέμαι.
Στην εφηβεία έψαχνα
κι εγώ «ξένους» δίσκους, όπως τα μεγαλύτερα παιδιά στη γειτονιά και άρχισα να
διαβάζω πολύχρωμα περιοδικά με αφίσες. Μου άρεσε το «Ποπ και Ροκ». Ζωγράφιζα πια το θρανίο και την τσάντα μου. Ξεφυλλίζοντας
αφιερώματα
ξαναπέφτω στο ίδιο πρόσωπο που με είχε ταράξει χρόνια πριν. David Bowie. Δίσκος: Aladdin Sane. Αυτή τη φορά ανυπομονώ να πάω στο δισκάδικο για να αποκτήσω το πολυπόθητο βινύλιο. Ακούω την ιδιαίτερη φωνή του καθισμένη οκλαδόν και
έκτοτε παράλληλα με τον κόσμο τούτο, άρχισα να κινούμαι –για την ακρίβεια, να
αιωρούμαι- στον κόσμο και στις μεταμορφώσεις του Bowie. Σιγά σιγά αγόρασα όλους τους δίσκους
του. Μαγεμένη από τη μουσική, από τις ιστορίες των τραγουδιών του, από τις διαρκείς εναλλαγές
του. Κάθε δίσκος του διαφορετικός κι όμως ίδια η απήχησή του στην ψυχή μου.
Όπως ο έρωτας, που μας επισκέπτεται με διαφορετικό κάθε φορά πρόσωπο αλλά συγκλονίζει
με τον ίδιο τρόπο την ύπαρξη. Μόνο που στη δική του περίπτωση εξακολουθεί να παραμένει ιδανικός και αναλλοίωτος.
Ποτέ δεν τον
είδα σαν πατρική φιγούρα κι ας γεννήθηκε την ίδια χρονιά με τη μητέρα μου. Δεν
μου το επέτρεπε, άλλωστε. Με τα κολλητά του παντελόνια, το έντονο μακιγιάζ, τη θηλυκότητα και τα λικνίσματα των γοφών, με έκανε να
αναρωτιέμαι γιατί είναι τόσο διαφορετικός. Ευτυχώς. Οι συμμαθητές στο σχολείο με
πείραζαν αποκαλώντας τον «αδελφή». Θύμωνα και τσακωνόμουν με πάθος. Πώς γινόταν
να ασχολούνται με οτιδήποτε άλλο εκτός
από τη μουσική του; Δεν με ένοιαζε τι ήταν, δεν το καταλάβαινα τότε. Είχα άγνοια για ζητήματα φύλου, για τη ρευστότητα της ταυτότητας. Μου
αρκούσε που ήταν αυτός που ήταν και που με συντρόφευε διαρκώς στα νοερά ταξίδια μου. Εκείνος και τα
βιβλία.
1996: Γήπεδο Λεωφόρου
Αλεξάνδρας. Συναυλία του στην Αθήνα. Ήμουν εκεί. Δεν θυμάμαι τους άλλους. Αιωρούμουν.
Νομίζω πως πέρασα τη ζωή μου παρακολουθώντας
τις μεταμφιέσεις του, ακολουθώντας τον ξανά και ξανά στις πτήσεις του στο
διάστημα αλλά και στις πόλεις, ζηλεύοντας το China girl του, αλλά ομολογώ πως χάρηκα όταν τον είδα
μαζί με τη γαζέλα του, την Ιμάν, να φαίνεται πιο ευτυχισμένος από ποτέ.
Όταν έμαθα τον θάνατό του νόμιζα πως άρχισε να
στροβιλίζεται το δωμάτιο. Δεν μετεωριζόμουν. Κατέρρεα. Δεν είχε γίνει γνωστό πόσο άρρωστος ήταν. Τον είχα δει απότομα γερασμένο
σε πρόσφατα videoclips,
με προβλημάτισε όλη η ανακεφαλαίωση της πορείας του και ο βαθύς εσωτερικός πόνος στο Black Star αλλά ποτέ δεν θα
σκεφτόμουν πως ενορχήστρωνε με μαεστρία ακόμα και την οριστική πτήση του στο άγνωστο.
Με τον θάνατό του
συνειδητοποίησα αυτό που προσπαθούσα να αποφύγω, όντας πλέον μεσήλικη. Όσο τον
άκουγα -και υποσυνείδητα ήξερα πως ήταν κάπου εδώ, σε αυτόν τον μπλε πλανήτη- ο χρόνος
κυλούσε σχετικά ήρεμα. Άκουγα τη μουσική που με συντρόφευε αδιάλειπτα από την εφηβεία μου κι
εκείνος που την έγραψε πίστευα πως θα συνέχιζε να κάνει αυτό που πάντα έκανε. Να γράφει μουσική και να τραγουδά.
Όχι πια... Ο χρόνος για λίγο σταμάτησε, εκείνα τα δευτερόλεπτα της κατάρρευσης. Έκτοτε
τρέχει αδυσώπητα.
Γερνάω.
Γερνάω.