Σκοτεινὸς ὅπως εἶναι, ἁρπάζει τὰ χέρια μου καὶ τὰ τινάζει μὲ δύναμη. «Μέχρι ἐδῶ, Ἀριάδνη», μοῦ κάνει· χρόνια εἶχε νὰ μὲ φωνάξει ἔτσι. «Τὰ μαγάρισες. Δὲν μπορῶ ἄλλη βρώμα. Τὸ κατάλαϐες; Μᾶς πνίξανε τὰ σκατὰ σ ᾿ αὐτὴ τὴ σκατοχώρα!»
Τὰ μάτια του κάννες ποὺ ρίχναν σφαῖρες, τὰ χέρια του ψαλίδια ποὺ κόϐαν ἀδέξια.
Τὰ παρατάω ὅλα καὶ φεύγω γιὰ τὴν κρεϐατοκάμαρα. Τρέχει ξοπίσω μου καὶ μὲ ρίχνει ἀνάσκελα στὸ κρεϐάτι. Αὐτός, λέω, δὲν εἶναι ὁ Πάνος. Εἶναι μασκαρεμένος ὁ κακὸς ὁ λύκος κι ἐγὼ ἡ κοκκινοσκουφίτσα. Δεκάδες βελόνες σὰν βουκέντρες τρυπᾶνε τὶς φάλαγγες τοῦ χεριοῦ μου, σκορπιοὶ χύνουν τὸ δηλητήριό τους. Δὲν ξέρω πόση ὥρα κράτησε αὐτὸ τὸ μαρτύριο. Μόνο τὰ βογκητά του ἄκουγα κι ἕνα κλάμα βουϐὸ σὰν μινύρισμα νεροῦ. Στὸ τέλος τὸ σῶμα μου ἄδειασε ἀπὸ ζωή.
«Σιγά», τοῦ κάνω, «θὰ ξυπνήσεις τὸ παιδί.» Πάλι δὲν κατάλαϐε.
Σφάλισα τὰ μάτια μου καὶ βυθίστηκα σ᾿ ἕναν πονεμένο ὕπνο. Τὸν εἶδα ἔφιππο καουμπόυ στὴν ἄγρια Δύση, κι ἐγώ, λέει, ἤμουνα γουρούνι βουτηγμένο στὰ σκατὰ ποὺ προσπαθοῦσε νὰ τρέξει καὶ νὰ σωθεῖ. Ἦταν κι ἄλλα γουρούνια, ἀλλὰ αὐτὸς κυνηγοῦσε ἐμένα, τὸ ἀσχημότερο γουρούνι. Λύνει τὴ μαύρη ζώνη ποὺ τοῦ ἀγόρασα στὰ γενέθλιά του, πέφτει πάνω μου καὶ γίνομαι ἐγὼ τὸ φέρετρό του, μπαίνει μέσα μου μὲ βία νὰ ξεπλύνει, λέει, τὴ συνείδησή του, γρυλίζει σὰν ἀγρίμι. «Βρωμιάρα», μοῦ φωνάζει καὶ μοῦ κλείνει τὸ στόμα μὲ τὴν παλάμη του.
«Κατάντησες ἕνα βρωμογούρουνο», οὐρλιάζει.
«Βρωμιάρα…»
Τὸ γουρούνι τρέχει νὰ γλιτώσει. Ἡ ζώνη σφυρίζει στὸν ἀέρα. Τὴν κάνει μαστίγιο καὶ τὸ μαστιγώνει, ξανὰ καὶ ξανά.
Τὴν κάνει λάσο καὶ γραπώνει τὸ γουρούνι ἀπ ᾿ τὸ λαιμό. Τὸ γουρούνι πνίγεται, κοκκινίζει, ἀλλάζει χρώματα, σπαρταρᾶ. Πνί… πνί…
Πνίγομαι!
Ὅταν ἄνοιξα τὰ μάτια μου, δὲν ἤξερα ἂν ὅλα αὐτὰ ἔγιναν τὸ προηγούμενο βράδυ ἢ γεννήθηκαν στὸ θολωμένο μου μυαλό. Ἕνα ἦταν σίγουρο, ὁ Πάνος εἶχε γίνει μπουχός, ἐνῶ τὸ σκοτωμένο αἷμα ἀνάμεσα στὰ σκέλια μου πένθιμο ροῦχο μὲ ἔντυνε. Ἡ μπλούζα, ἡ φούστα, τὰ ἐσώρουχα, τὰ χέρια, τὰ πόδια, τὸ πρόσωπο, τὸ στῆθος μου, γεμάτα λεκέδες. Κόκκινοι, μπλέ, κίτρινοι, πράσινοι, μώϐ· σ᾿ ὅλα τὰ χρώματα τῆς ἴριδας, ὅπως τὰ μανταλάκια ποὺ βάζω στὰ ροῦχα.
Προτοῦ ξυπνήσει τὸ παιδί, στάθηκα μὲ τὸ ζόρι ὄρθια, πῆγα στὸ μπάνιο κι ἄνοιξα τέρμα τὴ δεξιὰ βρύση. Τὸ νερὸ νὰ πέφτει πάνω μου σὰν τὰ μαχαίρια ποὺ ρίχνουν οἱ ταχυδακτυλουργοὶ στὸ τσίρκο κι ἐγὼ νὰ φαντάζομαι πὼς εἶμαι χαρταετὸς καὶ σφυρίζει ὁ βοριὰς στὰ μαλλιά μου καὶ παίρνει μακριὰ τὶς φωνὲς τῶν δακρύων.
(απόσπασμα από το διήγημα «Λερωθεῖτε, κάνει καλό», Σπουδή στὸ κίτρινο, Τὸ Ροδακιό, 2018)