Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

Σαν το φεγγάρι...



 της Ελένης Πατσιατζή

Σημάδια για το δρόμο, Εύα Νεοκλέους, Ακτίς, 2015

Με την πρώτη της ποιητική συλλογή η Εύα Νεοκλέους μάς συστήνεται ως μια εξαιρετικά λεπταίσθητη ποιητική φωνή και μας καθιστά κοινωνούς της προσωπικής της διαδρομής μέσα από τα «σημάδια»- ποιήματα που μας παραθέτει για να την ακολουθήσουμε. Η διαδρομή αυτή κινείται με χαρακτηριστική τρυφερότητα κι ευαισθησία γύρω από ένα όλο και πιο απόμακρο «Εσύ», προς μια ομιχλώδη Ιθάκη που δίνει μεν το «ταξίδι» αλλά αρνείται πεισματικά να γίνει το αραξοβόλι. Τα ποιητικά «σημάδια» τα ακολουθούμε κι εμείς πορευόμενοι από την ελπίδα και τον ενθουσιασμό των πρώτων συναντήσεων (όταν το ερωτικό φως αρχίζει να αχνοφέγγει, όπως το φως του φεγγαριού στη φάση της γέμισής του), στην πλήρη υπέρβαση του εγώ (όταν ο έρωτας γίνεται  φεγγάρι ολόγιομο και καταυγάζει τον ουρανό της ύπαρξης) αλλά και στη σταδιακή κι αναπότρεπτη φθορά που επιφέρει η ματαίωση και το ανεκπλήρωτο (όταν όλα αρχίζουν σταδιακά να σκοτεινιάζουν μέχρι την τελική έκλειψη του φεγγαριού). Η επιλογή του συγκεκριμένου, προσεγμένου εξώφυλλου είναι εύγλωττη για τις προθέσεις της ποιήτριας και τη διασύνδεση της πορείας του φεγγαριού με τον μοναχικό δρόμο. Δεν είναι όμως μόνο το εξώφυλλο εξαιρετικά προσεγμένο. Όλη η συλλογή δομείται με αξιοσημείωτη μαεστρία.

Το ποιητικό ταξίδι ξεκινά με την «Ομολογία» του ποιητικού υποκειμένου για τα συναισθήματά του. Ο πρώτος κύκλος περιλαμβάνει ποιήματα γεμάτα ερωτική προσμονή κι ελπίδα για εσωτερική πλήρωση μέσω της συνάντησης με το σιωπηλό κι απόμακρο «Εσύ». Το ποιητικό σύμπαν καταυγάζεται από φως και η ζωή νοηματοδοτείται από μνήμες ερωτικών συναντήσεων.

Όνειρα
Μετρούσα τα φεγγάρια και σε πρόσμενα
χάραζα πινελιές στα σύννεφα
να’χεις σημάδια για το δρόμο
καλόπιανα τις νύχτες να γλυκάνουνε
να μη φοβάσαι το σκοτάδι.
[…]
Ωστόσο, παράλληλα με την ελπίδα συνυπάρχει η συνειδητοποίηση των εμποδίων. Ο Έρωτας–Ιθάκη διαρκώς απομακρύνεται. Τα «Όνειρα» διαψεύδονται από πολλαπλές «Ανατροπές» και αρχίζει η σταδιακή πτώση στην πεζότητα της καθημερινότητας και η συνακόλουθη υπαρξιακή σκοτεινιά.


Ανάμεσα σε δυο φεγγάρια
Αόρατοι φόβοι
μικροσκοπικές βελόνες
εισχωρούν αργά
και με τρυπάνε…
Ανάμεσα σε δυο φεγγάρια
παρεμβάλλονται οι σιωπές
του νεκρού χρόνου και η προσμονή του ανέλπιστου…
Στον β΄ κύκλο το ποιητικό υποκείμενο βιώνει επώδυνα αλλά και με αξιοπρέπεια την απομάκρυνση και τη σιωπή. Η  μνήμη γίνεται ο αχώριστος σύντροφος και οι στίχοι αποκτούν εξαιρετική πυκνότητα χωρίς όμως να χάνουν την ευαισθησία και τη φρεσκάδα τους.

Η γεωγραφία των αποστάσεων
Πρακτικά είναι αδύνατο
να ξεπεράσω την απόσταση.
Μέχρι σε σένα, ωκεανοί χιλιάδες…

Ήταν ανάγκη να επιστρατεύσεις
τόση γεωγραφία;


Στον  γ΄ κύκλο  κυριαρχεί η οριστική διάψευση των ελπίδων αλλά και η αξιοπρεπής αποδοχή μιας μοναχικής διαδρομής χωρίς μεμψιμοιρία, παραίτηση ή διάθεση μνησικακίας ή εκδικητικότητας . Η ποίηση γίνεται καταφύγιο, νάρκης του άλγους δοκιμή και μας δίνει εξαιρετικούς στίχους όπως οι παρακάτω:

Ματαιώσεις
Κάθε πρωί τακτοποιώ επιμελώς
τα ματωμένα μου όνειρα
φιλοτεχνώ με προσοχή το κατάλληλο φόντο
και τα φωτογραφίζω.
Το βράδυ τοποθετώ τις φωτογραφίες
στο ράφι με τα αζήτητα
κι ύστερα εκτελώ με ευλάβεια
μια-μια τις ματαιώσεις μου.

Με προσοχή
να μην αφήσω ίχνη…

Τα ίχνη όμως είναι εκεί, σημάδια του ποιητικού της δρόμου. Ενός δρόμου σφραγισμένου από τρυφερότητα συνδυασμένη με δύναμη απαντοχής, από ευγένεια και ψυχική γενναιοδωρία συνδυασμένη με το θάρρος της εξομολογητικής διάθεσης. Τα εκφραστικά μέσα είναι απέριττα, ένδειξη ουσιαστικής κι επίπονης εργασίας πάνω στο ποιητικό υλικό. Τόσο από άποψη περιεχομένου όσο και από άποψη τεχνικής η συλλογή αυτή χαρακτηρίζεται από εντιμότητα. Αισθημάτων όσο και μέσων.

Η συλλογή κλείνει με ένα -ας μου επιτραπεί ο χαρακτηρισμός- συνταρακτικό ποίημα εκτός του κλίματος όσων προηγήθηκαν, με τίτλο «Εκ βαθέων». Και εδώ έχουμε μια de profundis εξομολόγηση, κι εδώ υπάρχει ένα «Εσύ» προς το οποίο απευθύνεται το ποιητικό υποκείμενο και εδώ η Απουσία είναι εμφανής. Στο τελευταίο ποίημα το «Εσύ» όμως είναι η Μητέρα. Η Απουσία είναι καταλυτική και οριστική. Η συντριβή μέγιστη. Η υπόσχεση συνάντησης με μιαν εκπληκτική στη δύναμή της εικόνα είναι η ολοκλήρωση μιας ποιητικής συλλογής υποδειγματικά δομημένης, συνεπούς στις προθέσεις της και συγκινησιακά φορτισμένης γύρω από τα πιο ευγενή αισθήματα της ανθρώπινης ύπαρξης:

Θα ξανάρθω μάνα…
σίγουρα θα ξανάρθω.
Και θα ’μαι ίδια φως

σαν το φεγγάρι…


Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015

Χρήστος Οικονόμου, "Η γυναίκα στα κάγκελα" (Ελληνικά Γράμματα, 2003)




Η περίπτωση του Χρήστου Οικονόμου στην ελληνική πεζογραφία είναι ιδιαίτερη. Για τους περισσότερους παρουσιάστηκε σαν "κομήτης" τον Μάρτιο του 2010 όταν από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων του «Κάτι θα γίνει, θα δεις» (είχε προηγηθεί η εξαιρετική μετάφρασή του στον «Κλέφτη του στρατοπέδου» του Τομπάιας Γουλφ). Βραβεύσεις, μεταφράσεις, συνεχείς επανεκδόσεις, τιμητικές διακρίσεις, πάμπολλες βιβλιοπαρουσιάσεις, συγκρίσεις με ιερά τέρατα του λόγου πέραν του Ατλαντικού… Μέχρι που κυκλοφόρησε το «Καλό θα ’ρθει από τη θάλασσα» τον Οκτώβρη του ’14, για να καταστήσει επάξια τον Οικονόμου τον αντιπροσωπευτικότερο συγγραφέα της γενιάς του.

Κι όμως ο Χρήστος Οικονόμου πρωτοεμφανίστηκε το 2003 με τη συλλογή διηγημάτων «Η γυναίκα στα κάγκελα» (εκδ. Ελληνικά Γράμματα), κείμενα καλοδουλεμένα από τον 30χρονο τότε συγγραφέα. Ο υπογράφων θεωρεί πολύ σημαντική αυτή τη συλλογή, αν και κατάφωρα αδικημένη από την επίσημη κριτική. Ανατρέχοντας στη βάση της biblionet και στην google δεν βρήκα ούτε μια απλή παρουσίαση. Η έλλειψη αυτή, αφενός, με προβλημάτισε για το αν τελικά η κριτική επιτελεί σωστά τον ρόλο της, να φέρνει δηλαδή στο φως καινούργιες και πρωτότυπες γραφές, και, αφετέρου με ώθησε να καταγράψω τις εντυπώσεις μου για ένα βιβλίο το ίδιο αξιόλογο με τα υπόλοιπα του Χρήστου Οικονόμου, αν και πρωτόλειο, αποτίοντας –κατά κάποιον τρόπο- φόρο τιμής σ’ έναν στυλίστα συγγραφέα.

Ο Οικονόμου παρουσιάζεται ολοκληρωμένος συγγραφέας με τα δώδεκα αυτά διηγήματα μικρής έκτασης  (σημειωτέον, είναι πλέον δυσεύρετα) που έχει αποκρυσταλλώσει το προσωπικό του ύφος γραφής. Όλα εκείνα τα στοιχεία που επαινέθηκαν κατά κόρον στις δύο επόμενες συλλογές του ανιχνεύονται και στα πρωτόλειά του. Υπαρξιακή κοψιά, υποβλητικότητα, στοχαστικότητα, ρεαλισμός αρτυμένος με ποιητικότητα στη γλώσσα και στις περιγραφές, λόγος φωνής προσεγμένος μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, συνεκδοχικά σκηνικά, εμφανείς επιρροές από την Αγία Γραφή, τον Παπαδιαμάντη, τον Τσέχωφ και τον Κάρβερ, βιωματική γραφή (με πλάγιες αυτοβιογραφικές αναφορές), σοφή εναλλαγή στιγμών έντασης και χαλάρωσης, επιμονή στη λεπτομέρεια...

Βασικό θεματικό άξονα του βιβλίου αποτελεί η απώλεια, η στέρηση και ο θάνατος.

Στο πρώτο διήγημα με τίτλο «Πόσο μακριά θα σ’ άφηναν να πετάξεις;» κυριαρχεί ο θάνατος δύο ανθρώπων σ’ ένα τροχαίο, ο horror vacui, η απάθεια του Σωτήρη (κατ’ ευφημισμόν Σωτήρης) καθώς και οι ενοχές της γυναίκας του που προσπαθεί να τις ξορκίσει με τη φιλοξενία που προσφέρει στα παιδιά των θυμάτων του αυτοκινητικού. «Για το κενό, της απαντώ. Τα ’βαλα για να καλύψω το κενό».

Στο δεύτερο ατμοσφαιρικό διήγημα «Όταν τραγουδάω, γίνομαι πέτρα», ο Πέτρος Καγκάδης, ένας 32χρονος απολυμένος, αναμετριέται με το αδιέξοδο παρόν του αναζητώντας σανίδα σωτηρίας στις μουσικές μνήμες της νεότητάς του. «Όταν μεγαλώνεις, χάνεις μαλλιά, δόντια, δύναμη, ανθρώπους. Γιατί, λοιπόν, να μη χάνεις και τη μουσική;» Το διήγημα ολοκληρώνεται με τον Πέτρο να μπήγει με μανία το μαχαίρι σ’ ένα αρνί (πεσκέσι του πεθερού του από το χωριό): «Έσφιξε το μαχαίρι κι άρχισε να το ανεβοκατεβάζει με δύναμη, να το καρφώνει άτσαλα όπου έβρισκε. Όμως το κρέας ήταν σκληρό και παγωμένο και τα μάτια του Πέτρου θόλωναν στο μισοσκόταδο και το αίμα έτρεχε συνεχώς από το δάχτυλό του – μια μακριά, υγρή κλωστή, που ξετυλιγόταν ασταμάτητα και τα έδενε όλα κόκκινα.

Το τρίτο διήγημα «Ταλιθά, κούμι» φέρει ως τίτλο τη σημιτική έκφραση την οποία χρησιμοποίησε ο Ιησούς Χριστός όταν ανέστησε την κόρη του Ιαείρου και η οποία σημαίνει: «Κορίτσι, σου λέω: Σήκω!», κείμενο με το οποίο ο Οικονόμου διαλέγεται με την Αγία Γραφή και τα ιερά κείμενα. Μια ιστορία δοσμένη με πικρία και σαρκασμό, με κεντρικό περιστατικό τον γάμο μιας μικροβιολόγου με τον κατά δέκα χρόνια μικρότερό της νεαρό πρώην τοξικομανή. Εδώ ο θάνατος υπάρχει στην ιστορία της Καινής Διαθήκης καθώς και η υπόσχεση της Ανάστασης, η οποία ωστόσο επαναλαμβανόμενη χάνει τη σημασία της.

Το τέταρτο διήγημα «Ο πατέρας μου ντυμένος δέντρο» περιστρέφεται γύρω από τον θάνατο του πατέρα του Άγγελου (φλερτάρει διαρκώς με τον θάνατο μέσω του LCD), τον οποίο είχε προλάβει να διώξει από το σπίτι πριν από το δικό του οριστικό φευγιό. Η αποτυχημένη προσπάθεια συμφιλίωσης του Άγγελου με το άγνωστο παρελθόν του πατέρα του.

Στο πέμπτο διήγημα «Γονδολιέρης για ένα Σαββατόβραδο», με την τεχνική της πλαστοπροσωπίας, παρακολουθούμε την τραγική ιστορία του Νικήτα Αδάμογλου, που χάθηκε –ψαρεύοντας- ανοιχτά του Ταίναρου.

Στο «Άσπρος ήλιος» - μια ιστορία που εκφέρεται από έναν ομοδιηγητικό αφηγητή και εκτυλίσσεται κάπου στον Βόλο, κυριαρχεί ο φόβος του θανάτου ενός μωρού, του Γεννάδιου, καθώς ο συγγραφέας θίγει τον κοινωνικό αποκλεισμό όσων συγγενεύουν με οικονομικούς μετανάστες. Εξαιρετική η επινόηση με την παραφθορά του ονόματος του μωρού από τον ζαχαροπλάστη: Γκενάντιος, ένα «κ» που η ρωσίδα μάνα του παιδιού δυσκολεύεται να το καταπιεί, δυσκολεύεται με άλλα λόγια, να προσαρμοστεί στο νέο εχθρικό γι’ αυτήν περιβάλλον.

Το ομώνυμο διήγημα «Η γυναίκα στα κάγκελα» διαδραματίζεται τη Μεγάλη Πέμπτη (μια ιδιαίτερη μέρα στην πεζογραφία του Οικονόμου, καθώς επανέρχεται σταθερά και σε μεταγενέστερες ιστορίες του) στο Χαλάνδρι, με πρωταγωνιστές ένα ζευγάρι στα πρόθυρα του χωρισμού και μια κρατούμενη στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής που εκλιπαρεί να της φέρουν ένα μπουκάλι μαστίχα. Μια ιστορία που φέρει έκτυπα τη σφραγίδα του καρβερικού στυλ.


Στο όγδοο διήγημα «Όλα τα πράγματά της σκορπισμένα στις λάσπες» μεταφερόμαστε τις παραμονές του Δεκαπενταύγουστου στον δρόμο από τη Σαμαρίνα στα Γρεβενά, όπου συντελείται η σύγκρουση ανάμεσα σε δύο ζευγάρια που ανέχονται για κάποιες μέρες το ένα την παρουσία του άλλου. Παντού υποβόσκει η παρουσία του θανάτου, από τα κοράκια που γαντζώνονται πάνω στα πρόβατα καταβροχθίζοντας τα παράσιτα, μέχρι το Συνεργείο Απολυμάνσεων-Απεντομώσεων Fast-kill.  

Η «Φωτοβολίδα» διαδραματίζεται κάποιο σαββατόβραδο του Ιουλίου στη Σαλαμίνα, όπου υπό τη μουσική υπόκρουση της μουσικής του Tom Waits, ο ναύτης του Samina Merlin Άρης Μπεγιέτης βρίσκεται στην άκρη μιας απρόσιτης πλαγιάς παρέα με το κονιάκ, τα τσιγάρα του και το στερεοφωνικό-δώρο της Ειρήνης. Ο Άρης παρατηρεί έναν άντρα που κάνει ριψοκίνδυνα κόλπα με το φουσκωτό του φλερτάροντας με τον θάνατο, ένας άγνωστος που με κάποιο μυστήριο τρόπο συνδέεται κατά την Ειρήνη με τον πνιγμό μιας κοπέλας στην ίδια θαλάσσια περιοχή. Ο Άρης ωστόσο παίρνει θάρρος από τη μανία του άντρα και ονειρεύεται να βγάλει και αυτός τη θηλιά που του σφίγγει τον λαιμό, να κόψει το ποτό, να φύγει από τα καράβια, να πιάσει επιτέλους ένα σπίτι με την Ειρήνη.

Η «Λάβα» είναι άλλη μια ιστορία που εκτυλίσσεται στον Βόλο, και πιο συγκεκριμένα στις Κόττες Μαγνησίας, ένα παραθαλάσσιο χωριό κοντά στο Τρίκερι, με πρωταγωνιστές δυο ψαράδες. Ο ένας τύπος, σαραντάρης, λεφτάς αλλά μόνος, και ο άλλος –ο αφηγητής- σε διάσταση με τη γυναίκα του και μπερδεμένος, νιώθει σαν ένα λαβράκι που έχει πιαστεί στο αγκίστρι και παλεύει για τη ζωή του. Η μόνη του παρηγοριά οι ιστορίες με καλό τέλος που διηγείται ο έμπειρος ψαράς.

Τα «Δυο αγαπημένα φώτα» είναι μια ιστορία ματαιωμένης αγάπης ανάμεσα σ’ έναν μοναχικό ανθυπασπιστή που χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Γρηγόρης Βολάνης (το γρήγορο τιμόνι) και την Εύα, μια παντρεμένη κοπέλα με τον Πέτρο, δυο νεαρά παιδιά που δουλεύουν προσωρινά σ’ ένα βενζινάδικο στη Μαλακάσα μέχρι ο Πέτρος να βγάλει δίπλωμα νταλίκας. Ο χρόνος της ιστορίας είναι και πάλι η Μεγάλη Βδομάδα, ενώ κεντρικό ρόλο κατέχει η παρένθετη ιστορία με τον νεκρό στην Εθνική, που διηγείται η Εύα.

Η τελευταία ιστορία με τίτλο «Ο Γουίλι και η Μέδουσα» έχει πρωταγωνιστή τον πατέρα του αφηγητή, έναν συνταξιούχο αξιωματικό του Πολεμικού Ναυτικού που μεθυσμένος συνηθίζει να ανοίγεται άφοβα στα ανοιχτά της πλαζ αξιωματικών του ναυστάθμου Κρήτης, παίζοντας κορόνα γράμματα τη ζωή του. Ο πατέρας παραμένει ο μεγάλος άγνωστος Χ για τον γιο: «Σκέφτομαι ότι αν ο πατέρας μου ήταν σημείο στίξης, θα ήταν ένα μεγάλο, χοντρό ερωτηματικό». Και λίγο παρακάτω: «Δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτόν τον άνθρωπο». Ο πατέρας επιδιώκει να γεφυρώσει το χάσμα φτιάχνοντας αχινόσουπα, προσπάθεια που ματαιώνεται γιατί οι αχινοί ψόφησαν. «Πρώτη φορά πεθαίνουν τόσο γρήγορα οι αχινοί μου».

Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον αν οι εκδόσεις «Πόλις» προσέφεραν στο αναγνωστικό κοινό την ευκαιρία να διαβάσει (με καινούργια ίσως επιμέλεια και νέο εξώφυλλο) τα ενδιαφέροντα αυτά κείμενα, για να δοθεί η δυνατότητα στους φανατικούς αναγνώστες του Οικονόμου να παρακολουθήσουν όλη τη μέχρι σήμερα διαδρομή του. 

Διάβασα για πολλοστή φορά το βιβλίο ακούγοντας τα συγκροτήματα που ακούν και οι ήρωες του βιβλίου: Big Black, Butthole Surfers, Kyuss, Tool, Chocolate Watch Band, Stooges, MC 5, Pussy Galore, Deja Voodoo, Wipers και άλλα.
 

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015

Ο κόσμος αλλάζει (ανεξάρτητα από το πώς νιώθουμε)...

Ρίτσαρντ Φορντ, Καναδάς (εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2014, μτφρ. Θωμάς Σκάσσης)

Το καλοκαίρι διάβασα την "Άγρια ζωή" (εκδ. Ζαχαρόπουλος), τον "Αθλητικογράφο" (εκδ. Ωκεανίδα) και το "Η χώρα, όπως είναι" (εκδ. Πατάκη). Όταν πήρα στα χέρια μου το ογκώδες μυθιστόρημα των 553 σελίδων "Καναδάς" (εκδ. Πατάκη, 2014, σε εξαιρετική μετάφραση Θωμά Σκάσση) δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα διάβαζα ό,τι καλύτερο έχει γραφτεί τα τελευταία χρόνια στην Αμερική.
Ολοκληρώνοντας τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου έμεινα με την αίσθηση πως ο Ντελ Πάρσονς (ο κεντρικός ήρωας) εξακολουθεί να μου αφηγείται τη ζωή του. Πρόκειται για τις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις που ένας συγγραφέας έχει τη χαρά να βλέπει τους ήρωές του να εξακολουθούν να ζουν και να αναπνέουν μετά το πέρας της γραφής και της ανάγνωσης.
Ο Φορντ, 71 ετών πια και πιο ώριμος από ποτέ, γράφει έναν ύμνο για τους κατεστραμμένους ανθρώπους όπως άλλοτε ο Φόκνερ: 

Όλα αυτά τα χρόνια που έχουν περάσει, σκέφτομαι τα μάτια του (του πατέρα) και το πώς έγιναν τόσο διαφορετικά. (...) Γινόταν αυτός που έπρεπε πάντα να είναι. Μόνο που έπρεπε να τρίψει και να διαπεράσει τις άλλες επιστρώσεις, για να γίνει αυτός που ήταν πραγματικά. Το ίδιο φαινόμενο έχω παρατηρήσει και στα πρόσωπα άλλων αντρών, άστεγων αντρών, αντρών ξαπλωμένων στο πεζοδρόμιο έξω από μπαρ ή σε πάρκα ή σε σταθμούς λεωφορείων, αντρών που κάνοπυν ουρά έξω από την πόρτα ιεραποστολών, περιμένοντας να μπουν μέσα για να γλιτώσουν από τον μακρύ χειμώνα. Στα πρόσωπά τους, που πολλά ήταν όμορφα αλλά καταρρακωμένα, έχω δει τα υπολείμματα αυτού που σχεδόν κατάφεραν να είναι, αλλά απέτυχαν, πριν γίνουν τελικά ο εαυτός τους (σελ. 109,110).

Από την αρχή ο ομοδιηγητικός αφηγητής μάς ξεκαθαρίζει πως θα μας αφηγηθεί από τη δική του οπτική γωνία και με εσωτερική εστίαση την ιστορία της οικογένειάς του, όπως αυτή καθορίστηκε από μια ληστεία που πραγματοποίησαν οι γονείς του το 1960, ληστεία που ωστόσο έχει όλα τα στοιχεία της παρωδίας. Ο αφηγητής πατά γερά στα πόδια του και έχει τον απόλυτο έλεγχο της ιστορίας που θα πει, από την εναρκτήρια κιόλας φράση:

Θα μιλήσω πρώτα για τη ληστεία που διέπραξαν οι γονείς μας. Στη συνέχεια, για τους φόνους, που έγιναν αργότερα. Το πιο σημαντικό είναι η ληστεία, γιατί αυτή έκανε τη ζωή μου, καθώς και τη ζωή της αδελφής μου να πάρουν τον δρόμο που τελικά πήραν. Αν δεν ειπωθεί αυτό πρώτα, τα υπόλοιπα δεν θα βγάζουν νόημα (σελ. 13).

Επομένως, ο αναγνώστης μετατοπίζει το ενδιαφέρον του από την πλοκή στην ανάγνωση και την απόλαυση της μικροδομής: λέξη λέξη, φράση φράση, αποσιωπήσεις και υπαινιγμοί, πράγματα που λέγονται και πράγματα που δεν λέγονται. Ο Φορντ, ακολουθώντας το μονοπάτι του λεγόμενου "βρόμικου ρεαλισμού" τού Κάρβερ και του Τομπάιας Γουλφ, ψυχογραφεί με μαεστρία τους ήρωες του, αφήνοντας τα ίδια τα γεγονότα να επικαθίσουν σαν σκόνη στις ψυχές, από τη στιγμή που αυτά τα πρόσωπα  αδυνατούν να υποδυθούν τους ρόλους τους:

"Πρέπει να πας κάποια μέρα" μου λέει η γυναίκα μου. "Θα έχει ενδιαφέρον. Θα σε βοηθήσει, θα κάνει τα πράγματα να καταλαγιάσουν". Λες και δεν το έχω κάνει εγώ αυτό (σελ. 552).

Η ιστορία αρχικά εκτυλίσσεται στο Γκρέιτ Φολς της Μοντάνα, μια μεθοριακή τοποθεσία, για την οποία έχει γράψει και στην "Άγρια ζωή", ενώ αργότερα το σκηνικό μεταφέρεται στο Φορτ Ρόγιαλ του Καναδά.

O Φορντ με λιτά εκφραστικά μέσα υιοθετεί στο μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης την οπτική και τη φωνή του 15χρονου εγκαταλελειμμένου ήρωα, όπως η συνείδησή του καταγράφει τον αντίκτυπο των γεγονότων που ανατρέπουν τη ζωή του, από τη στιγμή που έρχεται αντιμέτωπος πρώτα με την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά των γονιών του όσο και με τη δολοφονική ενέργεια του Άρθουρ Ρέμλινγκερ, αργότερα. Βέβαια, δεν λείπει και η οπτική του ώριμου 65χρονου αφηγητή-δασκάλου που φιλτράρει με τη σοφία της εμπειρίας του τις σκέψεις και τα λόγια του έφηβου Ντελ Πάρσονς.


Στον ερχομό μας προς τη φυλακή, η Μπέρνερ κι εγώ συζητούσαμε για το τι θα λέγαμε στους γονείς μας. Όταν όμως βρεθήκαμε μέσα και η καγκελόπορτα πίσω από το γραφείο του αστυνομικού ξεκλειδώθηκε με το μαγάλο κλειδί, δεν ξαναμιλήσαμε. Η Μπέρνερ ξερόβηξε κάμποσες φορές και σάλιωσε τα χείλη της. Σκέφτηκα ότι ευχόταν να μην είχε έρθει (σελ. 258).

Ξεχωριστή θέση στο βιβλίο κατέχουν ορισμένες φράσεις με έντονο αποφθεγματικό χαρακτήρα (χωρίς ίχνος διδακτισμού), που σε αναγκάζουν να σταματήσεις την ανάγνωση και να αναστοχαστείς:

- Κυνικός σημαίνει να μην πιστεύεις ότι υπάρχει το καλό· κι εγώ θεωρώ γεγονός ότι υπάρχει. Απλώς δεν θεωρώ τίποτε δεδομένο και προσπαθώ να είμαι έτοιμος για την αλλαγή που θα έρθει σύντομα (σελ. 272). 
- Είτε μου άρεσε είτε όχι, ο κόσμος γύρω μου θα άλλαζε ανεξάρτητα από το πώς ένιωθα εγώ" (σελ. 336).

Κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο που δεν θα ξεχάσω εύκολα:
  • Υπάρχουν τα πράγματα που έκανες και τα πράγματα που δεν έκανες. Τα πράγματα που ονειρεύτηκες. Όταν περάσει πολύς χρόνος, όλα αυτά συγχέονται (σελ. 111).
  • Εκείνο που πιστεύω, όπως λέω και στους μαθητές μου, είναι ότι αυτό που βλέπεις είναι σε μεγάλο βαθμό αυτό που υπάρχει και ότι η ζωή μάς δίνεται άδεια. Ενώ, επομένως, οι σημασίε ς μάς βαραίνουν, αυτό είναι και το περισσότερο που μπορούν να κάνουν. Τα κρυφά νοήματα απουσιάζουν (σελ. 552)
  • Κι αυτό που ξέρω είναι ότι έχεις περισσότερες πιθανότητες στη ζωή –να επιβιώσεις-, αν αντέχεις τις απώλειες, αν καταφέρνεις να μη σε κάνουν κυνικό και αν υποτάσσεσαι, με τον τρόπο που το εννοούσε ο Ράσκιν, αν δεν χάνεις το μέτρο, αν συνθέτεις τα ανόμοια πράγματα σε ένα όλο που περισώζει το καλό, όσο κι αν το καλό δεν βρίσκεται, ομολογουμένως, εύκολα. Προσπαθούμε, όπως είπε και η αδελφή μου. Προσπαθούμε. Όλοι μας. Προσπαθούμε (σελ. 553).
  • Είσαι καλός μόνο όταν μπορείς να κάνεις κακό και αποφασίζεις να μην το κάνεις (σελ. 546).


Ο συγγραφέας Andre Dubus III στους The New Yok Times γράφει πως ο Καναδάς είναι μια ιστορία για το τι συμβαίνει όταν υπερβούμε τις ασφαλείς γραμμές και δεν μπορούμε να επιστρέψουμε. Μια άσκηση της λυτρωτικής δύναμης της μνήμης, καθώς και ένα αριστούργημα ενός εξαίρετου στυλίστα. Δεν μπορώ παρά να προσυπογράψω.
 

Διάβασα το βιβλίο παρέα με τη μουσική των The Walkabouts: