Ένας ογδοντάχρονος κομμουνιστής, πρώην αντάρτης, χήρος και ερωτευμένος τρελά με τη γυναίκα του από τα νιάτα τους ώς και το θάνατό της, βρίσκεται μαχαιρωμένος σε μια μικρή πόλη της επαρχίας. Μια πόλη που σαν όλες τις άλλες ξέρει από μυστικά όσο και από ψέματα. Ο φίλος του τον βρίσκει με κατεβασμένα τα παντελόνια και τα φουστάνια της νεκρής απλωμένα στο κρεβάτι. Αλλοι γνωστοί του, οι Ουκρανές που πλήρωνε, θα πουν αργότερα πως μιλούσε για το φάντασμα της γυναίκας του, που γύρισε, με το «ίδιο ξανθό του ήλιου» στα μαλλιά. Σαν τη μικρότερη από τα δυο κορίτσια που τον σκότωσαν. Του Λυκείου. Οταν τις φυλακίσανε, στο τέλος της χρονιάς, κι ο διευθυντής αρνήθηκε να επιτρέψει στα παιδιά να πάνε να τις δουν στο επισκεπτήριο, το κάνανε κυριολεκτικά καλοκαιρινό.
Κάποιος είδε τα δυο κορίτσια να τρέχουν. Η μικρή μίλησε, δεν τον μαχαίρωσε αυτή, βγήκε. Ακόμα ονειρεύεται να γίνει ηθοποιός - θα έπαιζε, πριν γίνουν όλα αυτά, την Μπλανς Ντυμπουά στη σχολική παράσταση. Η μεγάλη καταδικάστηκε. Φυλακή και φυλακίτισσες. Αμίλητη. Να σκέφτεται μια το νόημα της ελευθερίας και μια της συχώρεσης.
Όλοι οι εμπλεκόμενοι, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, συγγενείς, φίλοι, δικηγόροι, ψυχολόγοι, ρεπόρτερ, δάσκαλοι και παπάδες δίνουν τη δική τους εκδοχή για τα γεγονότα και τα πρόσωπα, βγάζοντας ο καθένας και τον δικό του πόνο. Για τη δουλειά του, για την κοινωνία, για την πολιτική, για τη χαμένη του ζωή, για το παρελθόν, για τη βία, για το όνομα του πατέρα, για την αγάπη που λείπει και σκοτεινιάζει ο κόσμος, και πνίγονται οι άνθρωποι. Για τα όνειρά της η μικρή, ακόμα.
Αυτά τα λόγια, αυτές τις διαφορετικές εξιστορήσεις του ίδιου συμβάντος στις πολλαπλές του διαστάσεις, περισσότερο και λιγότερο φανταστικές, προσαρμοσμένες στην αντίληψη του καθενός, στο βλέμμα του που βλέπει πρώτα και κύρια αυτό που ξέρει - και θέλει ή αντέχει να ξέρει· αυτές τις εξιστορήσεις συναρθρώνει η Βασιλική Πέτσα σε μια ολιγοσέλιδη νουβέλα, την πρώτη της πεζογραφική δουλειά. Ο καθένας μιλά διαφορετικά και άλλα κρύβει. Γιατί όλοι κάτι κρύβουν, συνειδητά ή ασύνειδα. Ο λόγος τους είναι γεμάτος κενά, ραγισματιές που βαθαίνουν και απειλούν την επιφανειακή συνοχή και συνεκτικότητα - του λόγου, της ύπαρξης, της συμβίωσης, της συνοίκησης.
Η δεξιοσύνη της Πέτσα έγκειται στον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται την ελλειπτικότητα και τον υπαινιγμό ώστε να μετατοπίσει την οπτική του αναγνώστη από το έγκλημα καθαυτό, για το οποίο ελάχιστα τελικά μαθαίνουμε, στην ασφυξία μιας επαρχιακής κοινωνίας που κοιτάζει τη ζωή των άλλων, σαν σινεμά, για να ξεχάσει το αβίωτο της καθημερινότητάς της. Μιας κοινωνίας που βιώνει τη δική της αποξένωση στον αστερισμό της Ιστορίας, εκείνης που γράφτηκε και εκείνης που γράφεται κάθε μέρα. Η επιλογή της των εφήβων, κομβική: η εξεγερμένη αθωότητα έναντι του συμβιβασμού και της αφομοίωσης. Μένει η ελπίδα της Αθήνας, μιας Αθήνας-Παράδεισου που δεν υπάρχει, που οι κάτοικοί της την περιγράφουν ως κόλαση, αλλά ο μύθος της αναδημιουργείται διαρκώς στην «περιφέρεια», αφού, αν μη τι άλλο, η Αθήνα σ’ αφήνει ν’ ανασάνεις. Σε γλιτώνει από το πνίξιμο. Σου επιτρέπει να δοκιμάσεις να γίνεις ο εαυτός σου.
Η Πέτσα προσέρχεται με τους καλύτερους οιωνούς στο λογοτεχνικό στερέωμα, με έναν κριτικό ρεαλισμό, που έχοντας αφομοιώσει τις μοντερνιστικές τεχνικές, του εσωτερικού μονολόγου και της διαλογικότητας, δεν καταγράφει μόνο, αλλά ερμηνεύει. Τα αισθήματα: τον μεγάλο έρωτα, που με δυο πινελιές σκιαγραφεί, του νεκρού κυρ Χρήστου με τη γυναίκα του, την Κατερίνα· φως και μαζί σκοτάδι· την απουσία του έρωτα ή την αναζήτησή του· την αγάπη μέσα από τις μικρότερες χειρονομίες και τα σπασμένα λόγια. Τα ερωτηματικά: για την ιδέα, ως πραγματικότητα και ως μύθο, που καταπίνει ανθρώπους με σάρκα και οστά· για τις μεγάλες ιδέες και το αγκίστρωμά τους στις ψυχές και τους κόσμους· για τα μεγάλα όνειρα και τις μεγάλες διαψεύσεις. Τα κρυμμένα, έως και ανεπίγνωστα, δάκρυα, τις βουβές κραυγές, την άρνηση από φόβο και την περιχαράκωση, ως μόνη πραγματική δυνατότητα ζωής. Χωρίς κανένα διδακτισμό. Με τρυφερότητα προς τον άνθρωπο, με συνείδηση του κλικ που αναποδογυρίζει ζωές, με την υποβολή και την αποσιώπηση που αποκορυφώνουν την ένταση, με το ποίημα του τέλους που θυμίζει Κατερίνα Γώγου, αγαπημένη των εφήβων, πραγματικών και αιώνιων, με γνώση της γλώσσας και της δύναμής της, με κοφτερή ματιά, που όμως δεν πληγώνει. Ένα πραγματικά εξαιρετικό ξεκίνημα.
Το απόσπασμα του σχολικού βιβλίου (εδώ), σελ. 136-148
Βιβλίο του καθηγητή (εδώ), σελ. 75-79 Ανάλυση του κειμένου (εδώ) Κωνσταντίνος Θεοτόκης: βίος, εργογραφία, κριτικές: (εδώ) Η τιμή και το χρήμα (υπόθεση) Έγραψαν για τον Κ. Θεοτόκη (εδώ) Πληροφοριακό υλικό από το βιβλίο του καθηγητή του Υπουργείου Παιδείας και πολιτισμού της Κύπρου (εδώ) Ερωτήσεις-Απαντήσεις (εδώ) Γ. Παγανός, «Η τιμή και το χρήμα» (εδώ) Δύο κριτικά κείμενα για τον Κων. Θεοτόκη (εδώ) Αφιέρωμα του περ. ΔΙΑΒΑΖΩ (εδώ) Ψηφιακό αρχείο της ΕΡΤ: Κων. Θεοτόκης
H ταινία της Τόνιας Μαρκετάκη "Η τιμή της αγάπης" (εδώ)
Αντιγράφω από τις "ΜΑΤΙΕΣ" του Λευτέρη Παπαδόπουλου στα χθεσινά "ΝΕΑ":
... Πριν από λίγες μέρες έφυγε από τη ζωή ο Γιώργος-Αλέξανδρος Μαγκάκης, Μια-δυο μέρες πριν από το θάνατό του έγραψε στο επιτραπέζιο ημερολόγιό του, νιώθοντας τον Χάρο να πλησιάζει:
"Η ζωή πάνω στο νήμα. Σαλπάρω ήρεμος για τον άλλο κόσμο. Αυτή που αφήνω πίσω μου, σίγουρα δεν είναι πια η Ελλάδα μου. Αυτός είναι άλλος τόπος, με ανθρώπους άλλης φυλής. Δεν με αφορούν. Τι θέλω εγώ ανάμεσά τους; Νάστε όλοι καλά".
Το 1987 το περιοδικό ΛΕΞΗ, σε αφιέρωμά του για το ρόλο των διανοουμένων την περίοδο της δικτατορίας, φιλοξένησε ένα κείμενο του Μαγκάκη με τίτλο "Ο διανοούμενος μπροστά στις καινούργιες απειλές". Είναι λίαν επίκαιρο και μεταφέρω ένα απόσπασμα:
[...] "Αλλά ο διανοούμενος σήμερα πρέπει να πάρει θέση απέναντι σ’ ένα άλλο πρόβλημα, κι αυτό καινούργιο. Στην εποχή μας δεν χτυπάμε κατευθείαν ούτε την ιδέα της ελευθερίας ούτε την ιδέα της δημοκρατίας ούτε την ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Αυτές οι ιδέες σήμερα έχουν γίνει μέρος της παγκόσμιας συνείδησης. Όμως αυτό δε σημαίνει ότι τις σεβόμαστε πάντα. Συχνά τις νοθεύουμε, τις πλαστογραφούμε, τις καπηλευόμαστε και τις διαστρέφουμε. Την ίδια ώρα που πολύ κραυγαλέα τις φωνάζουμε. Αυτή είναι για μένα η σύγχρονη μορφή ενός είδους φασισμού που είναι πολύ ύπουλος και που φορείς της νοοτροπίας του είναι μερικές φορές και δυνάμεις που θέλουν να λέγονται αντιφασιστικές και δημοκρατικές. Ο διανοούμενος πρέπει να ξεσκεπάζει αυτή την πλαστότητα, με θάρρος να αποκαλεί το παιδί με το αληθινό του όνομα, έστω κι αν έτσι έρχεται σε αντίθεση με πολύ θορυβώδεις και δραστήριες «προοδευτικές» δυνάμεις. Γιατί προοδευτικό δεν μπορεί ποτέ να είναι το πλαστό. Η στάση αυτή σίγουρα δεν είναι καθόλου εύκολη. Το έχει πει άλλωστε και ο Θουκυδίδης, ότι σε εποχές θορυβώδεις και σύγχυσης ιδεών η άρθρωση νηφάλιου λόγου είναι δύσκολο πράγμα, συχνά επικίνδυνο που οδηγεί και στη μοναξιά. Συμπέρασμα: ο αγωνιστικός ρόλος του διανοούμενου είναι στην εποχή μας περισσότερο από κάθε άλλη φορά αναγκαίος και δύσκολος. Από τη δική του όμως μεριά υπάρχει ακτίνα ελπίδας. Γιατί μόνον από κει μπορεί να ξεθολώσει λίγο ο ορίζοντας, να δούμε όλοι εμείς οι πλατιές μάζες των ανθρώπων πού πάμε και έτσι να οδηγηθούμε σωστά σε μια παγκόσμια εξέγερση συνειδήσεων που θα δημιουργήσει μια νέα ανθρώπινη υπευθυνότητα, πρωτόγνωρη ιστορικά, τη μόνη που μπορεί να σταματήσει τον κατήφορο προς την καταστροφή και να οδηγήσει στη διαμόρφωση νέων μορφών ανθρώπινης κοινωνικής συμβίωσης".
Με την έκρηξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου ο Οδυσσέας Ελύτης επιστρατεύεται ως ανθυπολοχαγός. Το 1941 τον βρίσκει σχεδόν ετοιμοθάνατο. Μεταφέρεται στα Ιωάννινα και με τη βοήθεια μιας νοσοκόμου γλιτώνει το θάνατο. Μεταφέρεται στην Αθήνα. Η ανάρρωση του συμπίπτει με την εισβολή των Γερμανών στην Αθήνα. Από το 1944, μετά την απελευθέρωση, ο ποιητής αρχίζει να δημοσιεύει έργα του που έχουν σχέση με τον πόλεμο.Το 1945 δημοσιεύεται στο Τετράδιο η ελεγεία του Ελύτη «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας». Στο ποίημα ο λυρισμός αφομοιώνει ένα επεισόδιο από τον πόλεμο και τον κάνει τραγούδι. Παρά το υπερρεαλιστικό στοιχείο, στο Άσμα χρησιμοποιείται η φωνή και ο ρυθμός της δεκαπεντασύλλαβης παράδοσης του δημοτικού τραγουδιού.
[...]
Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Mια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·
Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Kαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα…
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Kαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Kι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Oι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Eκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά
Eκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!
Ήταν γερό παιδί·
Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,
Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του
H αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Nα βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Tις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν…
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα…
[...] Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει!
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Oλοένα εκείνος ανεβαίνει·
Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά
Xαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά·
Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται·
Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του
Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του «Πουλιά καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!» «Σύντροφοι σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!»
Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!
1. Ο ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΣΤΙΧΟΣ: Αν και η νεοτερική ποίηση διαφοροποιείται από την παραδοσιακή στο ότι έχει απελευθερωθεί από την τυραννία της ομοιοκαταληξίας, ωστόσο συχνότατα υπάρχει ένας εσωτερικός συντακτικός ρυθμός, που υπαγορεύεται από την κίνηση του εσώτερου κόσμου του ποιητή και από το ποιόν και την ένταση του πάθους του.
2. Η ΔΡΑΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΤΙΧΟΥ: Σε αντίθεση με τη λυρικότητα του παλιού, του παραδοσιακού στίχου, ο στίχος ενός μοντέρνου ποιήματος δεν κόβεται αναγκαστικά εκεί που υπαγορεύει η σύνταξη (ούτε πολύ περισσότερο, εκεί που συμπληρώνονται οι συλλαβές του στίχου, οι ορισμένες από τη χρησιμοποιούμενη στιχουργική φόρμα). Ο ποιητής δε νοιάζεται να μας δώσει ένα άρτιο συντακτικά νόημα, αλλά συχνά μας ξαφνιάζει, κόβοντας το στίχο σε σημείο που δεν το περιμένουμε. Κι ωστόσο αυτός, κόβοντάς τον εκεί, έχει τους λόγους του. Είτε θέλει ν΄ αντικρίσει το πράγμα από μια νέα οπτική γωνία είτε θέλει να δώσει έμφαση σε κάτι είτε ακόμα να μας κάνει να προσέξουμε ιδιαίτερα κάποιες αδιόρα-τες αποχρώσεις του πάθους ή της συγκίνησης. Η διακύμανση του ρυθμού έχει σκοπό να μας κάμει κοι-νωνούς των δικών του εσωτερικών κλυδωνισμών.
3. Η ΧΡΗΣΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΥ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΥ: Σε αντίθεση με το «ποιητικό» λεξιλόγιο της παλιάς ποίησης, η μοντέρνα ποίηση χρησιμοποιεί, χωρίς καμιά επιφύλαξη, το λεξιλόγιο του καθημερινού προφορικού λόγου. Αλλά και κάτι ακόμα. Η μοντέρνα ποίηση δε χρησιμοποιεί μόνο το καθημερινό λεξιλόγιο, μα και λέξεις λόγιες, που μόνο σε μια μελέτη ή πραγματεία, άρθρο κ.λπ. θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν. Η μοντέρνα ποίηση, λοιπόν, δε διστάζει να παίρνει λέξεις κι εκφράσεις απ΄ οποιαδήποτε περιοχή του γραπτού ή προφορικού λόγου, αρκεί αυτό να εξυπηρετεί τους σκοπούς του ποιήματος.
4. ΣΚΟΤΕΙΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΣΑΦΕΙΑ: Η σκοτεινότητα βασίζεται κυρίως στην άλογη σύλληψη των πραγμάτων, η οποία είναι κατά βάθος ηθελημένη και τεχνητή. Χρησιμοποιεί εικόνες άλογες ή και σύμβολα που δεν μπορούν ν΄ αναχθούν σε καθολική αναγνώριση κι αποδοχή, αλλά στέκονται πεισματικά σ΄ έναν καθαρά προσωπικό κι απαραβίαστο χώρο που ο αναγνώστης, αν θέλει να προσεγγίσει το ποίημα νοηματικά, πρέπει να μαντέψει. Γενικά, η μοντέρνα ποίηση, που στο σημείο αυτό βυθίζεται με το κύριο σώμα της στο χώρο του υπερρεαλισμού, πάει να κλονίσει μέσα μας τις βάσεις του αιτιοκρατίας και να προκαλέσει τη ρήξη με τον κωδικοποιημένο τρόπο που σκεφτόμαστε.
5. ΤΟΛΜΗΡΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟ ΠΑΡΟΜΟΙΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ: Όταν η ανομοιότητα ανάμεσα στα στοιχεία της παρομοίωσης ή της μεταφοράς υπερβούν κάποιο όριο, τότε τα σχήματα αυτά μπαίνουν στην περιοχή του παράλογου.
(α) Να υπάρχει όσο γίνεται μικρότερη – και στην πιο συνεπή περίπτωση – καμιά σχέση ανάμεσα στους κύριους όρους της παρομοίωσης ή της μεταφοράς.
(β) Η σύζευξη των δύο στοιχείων της παρομοίωσης ή της μεταφοράς να παρουσιάζει το μεγαλύτερο δυνατό βαθμό αυθαιρεσίας.
(γ) Η εικόνα να μην μπορεί να αναχθεί σε καμιά λογική επεξεργασία ή δικαιολόγηση.
6. ΑΛΟΓΗ ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ ΤΩΝ ΕΚΦΡΑΖΟΜΕΝΩΝ: Τα νοήματα, όπως εκτίθενται στους στίχους ενός μοντέρνου ποιήματος, δεν ακολουθούν μια φυσική νοηματική σειρά ή κάποια συλλογιστική διάταξη. Οι στίχοι που διαδέχονται ο ένας τον άλλο είναι δυνατό να μην έχουν καμιά νοηματική σχέση μεταξύ τους. Οι ποιητές γράφουν χωρίς καμία παρέμβαση ή κανέναν έλεγχο της συνείδησης, υποχωρώντας στα κελεύσματα ή τις παρορμήσεις του υποσυνειδήτου τους. Οι εικόνες του διαδέχονται η μια την άλλη κατά το μηχανισμό του ονειρικού συνειρμού.
7. ΑΜΦΙΣΗΜΙΑ Ή ΠΟΛΥΣΗΜΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ: Μερικές από τις λέξεις ή εκφράσεις που χρησιμοποιούνται δεν είναι μονοσήμαντες, αλλά επιδέχονται πολλές ταυτίσεις κι ερμηνείες. Με αυτό τον τρόπο, η αμφισημία ή η πολυσημία μπορούν να θέσουν σε κίνηση τον εσωτερικό κόσμο του αναγνώστη και να τον υποβοηθήσουν έτσι να προβάλει μέσα στο ποίημα το δικό του κόσμο και το δικό του προβληματισμό. Η μοντέρνα ποίηση αφήνει περιθώρια για προβολές και ταυτίσεις, που ίσως δε βρίσκονται ούτε στις αρχικές προθέσεις του ποιητή. Δίνει ερεθίσματα, για να προβάλει ο αποδέκτης πάνω στο ποιητικό κείμενο το δικό του εσωτερικό κόσμο. Κι εκεί ακριβώς βρίσκεται και το κριτήριο για την αισθητική αξία ενός μοντέρνου ποιήματος: μέχρι ποιο βαθμό είναι ικανό να θέσει σε κίνηση τον εσωτερικό κόσμο του αποδέκτη, που έτσι γίνεται παράλληλα κι ο ίδιος ένας δημιουργός, αφού μεταπλάθει μέσα του τα αισθητικά ερεθίσματα και δημιουργεί έναν κόσμο, που ίσως και να μην έχει καμία σχέση με τον κόσμο, μέσα στον οποίο ο αρχικός δημιουργός κινήθηκε όταν δημιουργούσε. Ένας αληθινός ποιητής, λέει ο Ρ. Scholes, «μας προσφέρει την ευχαρίστηση να βοηθούμε στη δημιουργία του ποιήματός του», έτσι καθώς το αναπλάθουμε μέσα μας, στοιχειοθετώντας τον κόσμο του, με την προβολή πάνω στους βασικούς του αρμούς λίγων ή πολλών από τα στοιχεία και τα υλικά του δικού μας κόσμου.
8. ΕΚΦΡΑΣΗ ΜΕ ΕΙΚΟΝΕΣ: Οι εικόνες της μοντέρνας ποίησης στηρίζονται στην υπέρβαση της πραγματικότητας, με συνδυασμό στοιχείων απόλυτα ετερόκλητων. Επίσης, δεν αντανακλούν τα δεδομένα της εμπειρίας, επεξεργασμένα από τη συνείδηση και διευρυμένα από τη φαντασία και τις συγκινησιακές παρωθήσεις, αλλά έρχονται κατευθείαν από το ασυνείδητο, αμακιγιάριστες, απροσποίητες, απειθάρχητες κι ίσως αλλόκοτες, μα φρέσκες και πρωτογέννητες, που διαστέλλουν το οπτικό μας πεδίο και μας δίνουν μιαν άλλη διάσταση και όψη της πραγματικότητας.
9. ΑΣΤΙΞΙΑ: Η έλλειψη στίξης στερεί από τον αναγνώστη τις υποδείξεις ποιητικής ανάγνωσης, ώστε ο ίδιος να το διαβάσει και να το νοηματοδοτήσει όπως θέλει.
Γνωρίζω πολύ καλά, αναπνέοντας την κιμωλία μέσα στις σχολικές αίθουσες 25 χρόνια ως εκπαιδευτικός και άλλα 12 ως μαθητής, ότι πολλές φορές οι σχολικές γιορτές για αυτή ή την άλλη εθνική επέτειο μόνο χασμουρητά προκαλούν σε όσους, μαθητές και εκπαιδευτικούς, είναι υποχρεωμένοι να τις παρακολουθήσουν. Ίσως γιατί η κυρίαρχη πολιτική προωθεί την άγνοια του παρελθόντος καθώς γνωρίζει ότι με αυτόν τον τρόπο υπονομεύει κάθε δυνατότητα δράσης στο παρόν. Ίσως γιατί στο κλίμα της εποχής ευδοκιμεί η υποταγή σ΄ ένα παρόν που θεωρείται αυτονόητο και δεδομένο, ενώ συγχρόνως ξεριζώνονται ερωτήματα που μπορούν να υπονομεύσουν αυτή την εικόνα. Ίσως και γιατί οι περισσότεροι δεν αντέχουμε να μας μιλάνε σε κάθε επέτειο για πατρίδα, αγώνες, θυσίες και «εθνική υπερηφάνεια», για «εθνική ανεξαρτησία και λαϊκή κυριαρχία» αυτοί που εκποιούν κομμάτι κομμάτι την ελληνική γη και φτωχοποιούν το λαό. Ίσως δεν αντέχουμε πια να μας μιλάνε σε κάθε επέτειο για «τα περήφανα νιάτα και τα τιμημένα γηρατειά» οι ίδιοι που καταδικάζουν τη νεολαία στην ανεργία και στα μεροκάματα πείνας, σε ένα μέλλον σκοτεινό και αβέβαιο, ενώ την ίδια στιγμή υπογράφουν τον γρήγορο θάνατο των πατεράδων και των μανάδων μας που βγήκαν στη σύνταξη. Συνέχεια
"Το δόγμα του σοκ λειτουργεί ως εξής: Η αρχική καταστροφή (ένα πραξικόπημα, μια τρομοκρατική επίθεση, μια κατάρρευση των αγορών, ένας πόλεμος, ένα τσουνάμι, ένας τυφώνας) εξωθεί ολόκληρο τον πληθυσμό σε μια κατάσταση συλλογικού κλονισμού. Οι βόμβες που πέφτουν από τον ουρανό, τα τρομοκρατικά χτυπήματα, οι θυελλώδεις άνεμοι χρησιμεύουν για να εξασθενήσουν οι αντιστάσεις ολόκληρων κοινωνιών, όπως ακριβώς η εκκωφαντική μουσική και οι ξυλοδαρμοί εξασθενίζουν τις αντιστάσεις των κρατουμένων στα κελιά των βασανιστηρίων. Και όπως οι τρομοκρατημένοι κρατούμενοι προδίδουν τα ονόματα των συντρόφων τους και αποκηρύσσουν τα πιστεύω τους, έτσι και οι κοινωνίες που βρίσκονται σε κατάσταση σοκ παραιτούνται συχνά από όσα υπερασπίζονται σθεναρά υπό διαφορετικές συνθήκες... Και είναι ακριβώς αυτές τις καθοριστικές στιγμές, όταν είμαστε ψυχολογικά έρμαια και σωματικά ξεριζωμένοι, που αυτοί οι δεξιοτέχνες της χειραγώγησης της πραγματικότητας απλώνουν τα χέρια τους και αρχίζουν να αναπλάθουν τον κόσμο".
[Ναόμι Κλάιν, "Το δόγμα του σοκ", σελ. 34 και 39]
Εμείς, οι εκπαιδευτικοί, αρνούμαστε να γίνουμε "λευκή σελίδα", κοινωνικά πειραματόζωα εφαρμογής των κανόνων του καταστροφικού καπιταλισμού. Αγωνιζόμαστε να διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού το δημόσιο χαρακτήρα της εκπαίδευσης και να ματαιώσουμε κάθε απόπειρα ιδιωτικοποίησής της. Ο αγώνας αφορά γονείς-μαθητές, όλους. Κανείς δεν μπορεί να λείψει!
Σήμερον ας λογιάσουσιν, όσοι κι αν έχου' γνώση,
εκείνα που εγενήκασιν, ώστε να ξημερώσει.
Eγώ δε θέλω, και δειλιώ, να σας-ε πω με γράμμα,
τη νύκτα πώς εδιάξασιν, ίντά'παν, κ' ίντα 'κάμα.
Mπορείτε από τα παρομπρός, που'χετε γρικημένα,
εσείς να τα λογιάσετε, και μη ρωτάτε εμένα.
Tά'πασι, τά μιλήσασι, κ' εις ό,τι κι αν εγίνη,
κιανείς δεν ξεύρει να το πει, μόνον οι δυό τως κείνοι...
«Ο Ερωτόκριτος είναι ίσως το μοναδικό, αλλά ασφαλώς ένα από τα ελάχιστα ελληνικά έργα του λόγου που μιλούν αισθησιακά σε έναν κόσμο ερωτικά απωθημένο». Γ. Σεφέρης
1.Εισαγωγή στην Κρητική Σχολή (σελ. 76-78): Οι Κρητικοί έχουν να επιδείξουν αξιόλογα λογοτεχνικά έργα από πολύ παλιά, αλλά τα πιο σημαντικά γράφτηκαν επί εποχής Βενετών (1211 - 1669) και γι’ αυτό όταν λέμε «Κρητική σχολή» εννοούμε την ως άνω περίοδο (περίοδος ακμής 1610 - 1669). Οι Κρητικοί, την εποχή που η ηπειρωτική Ελλάδα στέναζε κάτω από τον τούρκικο ζυγό (1610 - 1669), ζώντας κάτω από την κυριαρχία των Ενετών, που τους είχαν επιτρέψει να διατηρήσουν τη γλώσσα τους, γνώρισαν σχετικά κάποια ελευθερία. Έτσι στην Κρήτη τα χρόνια αυτά αναπτύχθηκε αξιόλογη λογοτεχνία. Έργα της εποχής αυτής είναι « Ο Ερωτόκριτος» του Β. Κορνάρου, «Η Θυσία του Αβραάμ» Β. Κορνάρου, «Η Ερωφίλη», «Η βοσκοπούλα» «Ο Γύπαρης» του Χορτάτσηκ.α. Η Ιταλική λογοτεχνία και γλώσσα επέδρασαν στη διαμόρφωση της κρητικήςλογοτεχνίας και γλώσσας. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι γνήσια δημοτική λαλιά και μελωδική. Οι στίχοι είναι δεκαπεντασύλλαβοι. Για την Κρητική διάλεκτο πιστεύουν πως θα γινόταν βάση της σημερινής μας γλώσσας, αν δεν υποδουλώνονταν η Κρήτη στους Τούρκους. Τελικά η Κρητική λογοτεχνία έχει βαθιά ελληνικό χαρακτήρα παρά τις ξένες επιδράσεις πουέχει δεχτεί.
2. Ο ποιητής Βιτσέντζος Κορνάρος:έζησε στο τέλος του 16ου αιώνα και στις αρχές του 17ου. Στην Κρήτη, την εποχή κατά την οποία είχε υποδουλωθεί από τους Βενετούς. Ήταν ο μικρότερος από τους πέντε γιους τουΙακώβου Κορνάρου. Γεννήθηκε στις 26 Μαρτίου του 1553 στη Σητεία Κρήτης. Η γυναίκα του, η Μαριέτα Zeno, ήταν από παλιά οικογένεια με μεγάλη κτηματική περιουσία. Μαζί απέκτησαν δύο κόρες, την Κατερούτσα και την Ελένετα. Πέθανε, σεηλικία περίπου 58 -60 ετών, στον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο) μετά τις 12 Αυγούστου του 1613 και θάφτηκε στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου. Έγραψε τα έργα "Ερωτόκριτος" και "Θυσία του Αβραάμ".Στα δύο ποιήματα αυτά ο Κορνάρος, όπως λέγεται από τους κριτικούς της λογοτεχνίας, με μια σπάνια δύναμη κατόρθωσε να μετουσιώσει τα πρότυπα τους σε δραματικά έργα με μία άψογη τεχνική, μία ανώτερη ποιητική πνοή και με τέλεια ψυχογραφημένους χαρακτήρες.
3. Ο Ερωτόκριτος (ολόκληρο το ποίημα):Μορφικά το ποίηματου "Ερωτόκριτου" ανήκει στην κατηγορία του έπους με έκδηλο τον ερωτικό χαρακτήρα συνδυασμένο κατά συνήθεια της εποχής με το ρομαντικό στοιχείο. Το μακρό αυτό αφηγηματικό ποίημα εκτείνεται σε δέκα χιλιάδες σχεδόν δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Ο βαθύς λυρισμός, η ζωντανή γλώσσα, η δύναμη της περιγραφής, η αδρή σκιαγράφηση των ηρώων, η έξοχη διαγραφή των ψυχολογικών καταστάσεων, η κλιμάκωση των δραματικών συγκρούσεων μαζί με την έντονη παρουσία του φυσιολατρικού στοιχείου προσδίδουν στο έργο το χαρακτήρα μεγαλόπνοης επικής σύνθεσης. Η πρώτη έκδοση του έργου Ερωτόκριτος έγινε στην Βενετία τον 17ο αιώνα. Από τότε γνώρισε τεράστια διάδοση και αγαπήθηκε από το λαό τόσο, ώστε μέχρι πριν λίγα χρόνια ακόμα, λαϊκοί ραψωδοί )λυράριδες και βιολάτορες) ήξεραν απέξω - από προφορική παράδοση - μεγάλα αποσπάσματα που συνήθιζαν να τα απαγγέλλουν, συνήθως σε πανηγύρια και φιλικές συγκεντρώσεις.
Το ποίημα έχει ερωτικό χαρακτήρα. Περιγράφει τον έρωτα της πριγκίπισσας Αρετούσας, κόρη του βασιλιά της Αθήνας, και του Ερωτόκριτου, ψυχογιού του βασιλιά, έναν έρωτα κοινωνικά απαγορευμένο. Ο βασιλιάς ανακαλύπτει το ρομάντζο και διώχνει τον Ερωτόκριτο στα ξένα. Παρά ταύτα ο Ερωτόκριος αγνώριστος σπεύδει να βοηθήσει το βασιλιά σε κάποιο δύσκολο πόλεμο. Ο Ερωτόκριτος, το όμορφο και αντρειωμένο παλικάρι, στο τέλος κατορθώνει με την παλικαριά του να ενωθεί με την Αρετούσα.
4. Το απόσπασμα του σχολικού βιβλίου:
Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός, κ' η μέρα ξημερώνει, 765
να φανερώσει ο Pώκριτος το πρόσωπο, που χώνει.
Eφάνη ολόχαρη η αυγή, και τη δροσούλα ρίχνει,
σημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνει.
311Xορτάρια εβγήκαν εις τη γην, τα δεντρουλάκια ανθήσα',
κι από τσ' αγκάλες τ' Oυρανού γλυκύς Bορράς εφύσα. 770
Tα περιγιάλια ελάμπασι, κ' η θάλασσα εκοιμάτο,
γλυκύς σκοπός εις τα δεντρά κ' εις τα νερά εγρικάτο.
Oλόχαρη και λαμπυρή ημέρα ξημερώνει,
εγέλα-ν η Aνατολή, κ' η Δύση καμαρώνει.
O Ήλιος τες ακτίνες του παρά ποτέ στολίζει 775
με λάμψιν, κι όλα τα βουνά και κάμπους ομορφίζει.
Xαμοπετώντας τα πουλιά εγλυκοκιλαδούσαν,
στα κλωναράκια τω' δεντρών εσμίγαν κ' εφιλούσαν.
Δυό-δυό εζευγαρώνασι, ζεστός καιρός εκίνα,
έσμιξες, γάμους, και χαρές εδείχνασι κ' εκείνα. 780
Eσκόρπισεν η συννεφιά, οι αντάρες εχαθήκαν,
πολλά σημάδια τση χαράς στον Oυρανό εφανήκαν.
Παρά ποτέ τως λαμπυρά, τριγύρου στολισμένα,
στον Oυρανό είν' τα νέφαλα σαν παραχρουσωμένα.
Tα πάθη πλιό δεν κιλαδεί το πρικαμένο αηδόνι, 785
αμέ πετά πασίχαρο, μ' άλλα πουλιά σιμώνει.
Γελούν τση Xώρας τα στενά, κ' οι στράτες καμαρώνουν,
όλα γρικούν κουρφές χαρές, κι όλα τσι φανερώνουν.
§Kαι μες στη σκοτεινή φλακήν, οπού'το η Aρετούσα,
εμπήκα' δυό όμορφα πουλιά, κ' εγλυκοκιλαδούσα'. 790
Στην κεφαλήν της Aρετής συχνιά χαμοπετούσι,
και φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσι.
Πάλι με τον κιλαδισμόν απ' τη φλακήν εφύγαν,
αγκαλιαστά, περιμπλεχτά τσι μούρες τως εσμίγαν.
H Nένα, οπού'τον φρόνιμη γυναίκα του καιρού τση, 795
ήκουσε, κ' είδε και πολλά, ήβαλε μες στο νου τση,
το πως ετούτα τα πουλιά, που εσμίξαν έτσι ομάδι,
χαρά μεγάλην προμηνούν, και Γάμου είναι σημάδι.
NENA
312Λέγει· "Aρετούσα, κάτεχε, σ' καλόν πολύ το πιάνω
τούτον, οπού'ρθαν τα πουλιά στην κεφαλή σου απάνω. 800
Σημάδι'ναι του Γάμου σου, ώρα, καλή ώρα να'ναι,
γιά δέ', κι ό,τι είναι για καλό, στο λογισμό σου βάνε.
Ώς πότε θέ' να κάθεσαι στο βρόμο, Θυγατέρα,
να διώχνεις τόσες Προξενιές, που του Kυρού σου εφέρα';
Kι ώς πότε τον Pωτόκριτο να στέκεις ν' ανιμένεις; 805
Eσύ από τούτην τη φλακήν, ώστε να ζεις, δε βγαίνεις,
παρά στά θέλει ο Kύρης σου, να του θεληματέψεις.
Mη βούλεσαι ανημπόρετα πράματα να γυρέψεις.
Kαι χίλιοι χρόνοι αν-ε διαβούν, δεν τον-ε κάνεις Tαίρι,
κι ώστε να ζει, δεν έρχεται προς τα δικά σας μέρη. 810
Kι αν αποθάνει ο Kύρης σου, παραγγελιάν αφήνει,
κ' εκείνοι που απομένουσι, ξορίζουν τον κι αυτείνοι.
Λοιπόν, Kερά μου, σκόλασε το λογισμόν τόν έχεις,
κι ο Ξένος γίνεται Άντρας σου, κάμε να το κατέχεις,
αυτός, οπού επολέμησε, κ' εγλίτωκε τη Xώρα. 815
Πέ' το κ' εσύ πως τον-ε θες, και να βρεθεί καλή ώρα."
Ο Ερωτόκριτος είναι ένα πολύ μακρύ ποίημα. Έχει δέκα χιλιάδες πενήντα δύο στίχους. Και όμως είναι ποίημα χωρίς ρητορεία. Κάποτε, πραγματικά τραβάει του μάκρους. Αλλά το μάκρος δεν οφείλεται στην επισώρευση λέξεων ή φράσεων χωρίς περιεχόμενο, που είναι μονάχα θόρυβος, μήτε στις ρηματικές υπερβασίες του αντικειμένου που έχει να εκφράσει ο ποιητής. Οφείλεται στις επαναλήψεις που, καθώς νομίζω, αισθάνεται τον εαυτό του υποχρεωμένο να κάνει. Λέω αισθάνεται τον εαυτό του υποχρεωμένο να κάνει, γιατί έχω την εντύπωση ότι αυτές οι επαναλήψεις γίνουνται “κατ’ απαίτησιν του κοινού”. Είναι με κάποιον τρόπο “μπιζαρίσματα”. Στο κονταροχτύπημα λ.χ. παρουσιάζει δεκατέσσερεις αρχοντόπουλους που χτυπιούνται. Και το κονταροχτύπημα του καθενός με τον αντίπαλό του περιγράφεται πάντα με την ίδια φροντίδα της λεπτομέρειας. Αν οι αρχοντόπουλοι ήταν οι μισοί, δε θα πάθαινε τίποτε το ποίημα. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς για τους διαλόγους της Αρετούσας με τη νένα Φροσύνη. Το ίδιο και για άλλα. Όλα αυτά θα ήταν καλύτερα να περιοριστούν. Τέτοιες κρίσεις είναι αυτονόητες για τον σημερινό αναγνώστη, που διαβάζει γρήγορα ένα βιβλίο κι ύστερα το πετά. Αλλά για τους πρώτους αναγνώστες, το διάβασμα ή το άκουσμα ενός ποιήματος σαν τον Ερωτόκριτο ήτανε μια γοητεία. Και η γοητεία αρέσκεται στην επανάληψη. Είναι η ίδια φύση με τη μαγική επωδό. Μια γοητεία που έπρεπε να κρατήσει πολλές βραδυές, ίσως τις βραδυές ενός ολόκληρου χειμώνα. Όταν τέλειωνε το ποίημα, το ξανάπαιρναν από την αρχή. Στο τέλος το μάθαιναν απέξω. Η επανάληψη, κοιταγμένη από αυτή την πλευρά, μοιάζει να είναι μέσα στη φύση των πραγμάτων. Ήτανε μέσα στην ψυχή του ακροατή ή του αναγνώστη, που την περίμεναν προτού μιλήσει ο ποιητής. Και ο ποιητής την εποχή εκείνη δεν ήταν, όπως οι σημερινοί, χωρισμένος από το κοινό του, ήτανε σύμφωνος με τους άλλους ανθρώπους.
Ο ποιητής του Ερωτόκριτου ξέρει να αφηγηθεί και, όταν χρειάζεται, ξέρει να ξεδιπλώσει τη δύναμη του πάθους. Αλλά ο χαρακτήρας του είναι να μιλά “με γνώση και με τρόπο”. Δεν έχει συμπάθεια για τα “μεγάλα φτερουγίσματα”, όπως συνηθίσαμε να λέμε από την εποχή του ρομαντισμού: Απ’ ό,τι κάλλη έχει άνθρωπος, τα λόγια ‘χουν τη χάρη να κάνουσι κάθε καρδιά παρηγοριά να πάρει, κι οπού κατέχει να μιλεί με γνώση και με τρόπο, κάνει να κλαίσιν και γελού τα μάτια των ανθρώπω. (Α 887-90)
Όταν δε χρειάζεται να ξεσπάσει, προτιμά να βηματίζει, και ο βηματισμός του αυτός, όπως κάθε βηματισμός, είναι ένας τρόπος αλυσιδωτός, ο ένας κρίκος βαστιέται από τον άλλον και τον επαναλαμβάνει. Γι’ αυτό, φαντάζομαι, παρατηρούμε ένα είδος εμπειρισμό στην πρόοδο του ποιήματος. Δεν εννοώ με τούτο πως ο ποιητής γίνεται κάποτε πεζός. Υπάρχει ένας ποιητικός βηματισμός, ένας ίσος και χαμηλός τόνος που είναι από τα πιο χαριτωμένα πράγματα που μας προσφέρει η ποίηση. Είναι αυτό που θα λέγαμε στη μουσική το ρετσιτατίβο.»
Είναι μία παλιά εξαίσια ανατολίτικη παραβολή, γνωστή στους παλαιότερους, αλλά ας την ξαναθυμηθούμε διότι ίσως μας δώσει έναν μπούσουλα για τα δεινά που περνούμε και άφωνοι, μοιραίοι παρακολουθούμε, ανίκανοι προς το παρόν (λέω προς το παρόν) να αντιδράσουμε. Λέγεται πως αυτή τη σημαδιακή παραβολή, λαϊκό μύθο, την είχε ως μοντέλο δράσης ο αμερικανικός στρατός και το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ για να τον εφαρμόζει σε χώρες όπου δρα είτε στρατιωτικά είτε οικονομικά βάσει του γνωστού σχεδίου δράσης «Δόγμα του Σοκ», που τόσο αριστουργηματικά έχει αναλύσει με τη διεθνή εμπειρία εφαρμογής η σπουδαία δημοσιογράφος και ακτιβίστρια Ναόμι Κλάιν (τώρα στις Εκδόσεις Λιβάνη). Το μοντέλο αυτό το εφήρμοσε συστηματικά και σε εμάς, ως δοκιμασμένο, η Χούντα. Θα το καταλάβουν όσοι το έζησαν και το υπέστησαν όταν παρακάτω το αναπτύξω αναλυτικά.
Πρόκειται για μια ιστορία του πασίγνωστου Χότζα και είναι πυκνή λαϊκή κωδικοποίηση των στρατηγικών που χρησιμοποίησαν οι σουλτάνοι, αλλά στο παρελθόν και άλλοι απολυταρχικοί ηγεμόνες ου μην αλλά και αρχαίοι έλληνες… δημοκράτες των Αθηνών ντε.
Σαράντα τέσσερα χρόνια έχουν περάσει από το θάνατο του Αργεντίνου Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα. Μαζί με τον Φιντέλ Κάστρο, ο γιατρός που ταξίδεψε για να δει ιδίοις όμμασιν τις «πληγές» της Λατινικής Αμερικής, ανέτρεψε στην Κούβα το δικτατορικό καθεστώς του Φουλχένσιο Μπατίστα, στις 26 Ιουλίου του 1959. Η επέτειος από το θάνατο του Τσε Γκεβάρα γιορτάζεται στη Βολιβία με οπαδούς του να συγκεντρώνονται στη ζούγκλα της La Higuera εκεί όπου συνελήφθη και δολοφονήθηκε. Στη μητέρα - πατρίδα του, την Αργεντινή, καθώς και στη Βενεζουέλα φεστιβάλ μουσικής και τέχνης γίνονται προς τιμήν του. Οι ίδιες δραστηριότητες λαμβάνουν χώρα και στην Κούβα όπου περίπου 1500 άνθρωποι παίζουν το αγαπημένο του παιχνίδι, το σκάκι.
"Τώρα υπάρχουν βασιλιάδες χωρίς στέμματα: είναι τα μονοπώλια, αληθινοί αφέντες ολόκληρων χωρών, ακόμα και ηπείρων, σαν την περίπτωση της Αφρικής, ενός γερου τμήματος της Ασίας και δυστυχώς επίσης της Αμερικής μας. Κατά καιρούς προσπάθησαν να κυριαρχήσουν στον κόσμο. Όπως ο Χίτλερ, ο εκπρόσωπος των μεγάλων γερμανικών μονοπωλίων, που προσπάθησε να επιβάλει την ιδέα της ανωτερότητας μιας φυλής στον κόσμο, με έναν πόλεμο που στοίχισε τη ζωή 40 εκατομμυρίων ανθρώπινων υπάρξεων. Η σημασία των μεγάλων μονοπωλίων είναι τεραστία. Σε σημείο που να εξουδετερώνει την πολιτική ισχύ σε πολλές από τις δημοκρατίες μας".
Κύκνειο άσμα για τον Αργεντίνο επαναστάτη στην Βολιβία. Χωρίς την υποστήριξη του κομμουνιστικού κόμματος της Βολιβίας και με την CIA να τον παρακολουθεί, ο Τσε συλλαμβάνεται και σκοτώνεται στις 9 Οκτωβρίου του 1967 από τον υπαξιωματικό του βολιβιανού στρατού, Μάριο Τεράν.
Εάν ζούσε σήμερα ο Τσε θα ήταν 83 ετών. Το μάρκετινγκ που περιστρέφεται γύρω από το όνομά του με τα μπλουζάκια και τις κονκάρδες να πωλούνται σωρηδόν επιβεβαιώνει τις ανησυχίες του για την επιβολή του καπιταλισμού σε όλους τους τομείς της κοινωνικής σφαίρας. Γιατί και σήμερα, το πιο θλιβερό δεν είναι η απόλυτη επιβολή του χρηματιστικού καπιταλισμού στις κοινωνίες, αλλά το γεγονός πως η συνείδηση του κόσμου παραμένει καπιταλιστική, εφόσον και σήμερα η ιδέα της επανάστασης και του σοσιαλισμού λοιδορείται και κακοποιείται κυρίως από τους πιο ένθερμους "υποστηρικτές" της.
Το έργο, εκτενές διήγημα από τα καλύτερα του Παπαδιαμάντη, δημοσιεύτηκε το 1903 στο περιοδικό «Παναθήναια» σε συνέχειες (15 Ιανουαρίου – 15 Ιουνίου 1903) με τον υπότιτλο «Κοινωνικόν μυθιστόρημα». Ο κοινωνικός χαρακτήρας της Φόνισσας συνίσταται στην παρουσίαση του σοβαρού προβλήματος της καταπίεσης της γυναίκας στην ανδροκρατούμενη κοινωνία της υπαίθρου, την εποχή που έζησε ο συγγραφέας.
Η ηρωίδα του, η Φραγκογιαννού, τύπος παθολογικού ανθρώπου, διαπράττει εγκλήματα πιστεύοντας πως έχει ταχθεί «άνωθεν» να εκτελέσει αυτή την αποστολή και να σώσει τα μικρά κορίτσια από τα βάσανα που τους επιφύλασσε η κοινωνία της εποχής και του τόπου. «Η ανάμιξη του εγκληματικού ενστίκτου με τη μυστικοπάθεια στη σύλληψη του προσώπου της Φραγκογιαννούς είναι ένα μοναδικό ψυχογραφικό κατόρθωμα και η εναλλαγή των στιγμών όπου η ηρωίδα γνωρίζει πως αμαρτάνει μ’ εκείνες που ευεργετεί την ανθρωπότητα μαρτυρεί μια σίγουρη διείσδυση στο εσωτερικό της ανθρώπινης ψυχής» (Α. Σαχίνης). Συνέχεια...
Μεγάλη έκταση στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη κατέχει το πρόβλημα της θέσης της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία. Ο «αναχωρητής», ο «κοσμοκαλόγερος», όπως αρέσκονται να αποκαλούν τον Παπαδιαμάντη, προβάλλει από το έργο του σαν ο πιο θερμός συνήγορος και υπερασπιστής των κοινωνικών δικαιωμάτων της Ελληνίδας. Το έργο του αποτέλεσε, μάλιστα, σημαντική πηγή πληροφοριών για τις συνθήκες ζωής των γυναικών του 2ου μισού του 19ου αιώνα.
Ενδιαφέροντα είναι τα κείμενα που δημοσιεύονται στην εφημ. "ΑΥΓΗ":
Η Εκπαιδευτική Τηλεόραση αφιέρωσε μια ταινία στον Παπαδιαμάντη για τα 150 χρόνια από τη γέννησή του (1851 – 2001) με τον τίτλο «Παπαδιαμάντης – Ελύτης – Φόνισσα». Μπορούμε να χωρίσουμε σχηματικά την ταινία σε τρία μέρη, τα οποία είναι δυνατόν να προβληθούν διακεκομμένα ή αυτόνομα, ακολουθούμενα από συζήτηση ή επισήμανση των κυριοτέρων σημείων τους.
Μελοποιημένο απόσπασμα από το ΙΖ κεφάλαιο της "Φόνισσας" του Παπαδιαμάντη σε απαγγελία Μαρίας Φαραντούρη και μουσική επένδυση Αλκίνοου Ιωαννίδη από το Φεστιβάλ Φιλίππων 20/8/2011 για τα 100 χρόνια από το θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Το πρώτο σχέδιο προγραμματισμού που παρουσιάσαμε για τα "Φύλα στη Λογοτεχνία" θεωρήθηκε από πολλούς συναδέλφους αρκετά φιλόδοξο - ίσως και μαξιμαλιστικό -, με δεδομένη την απώλεια πολλών διδακτικών ωρών σε πολλά σχολεία και την έλλειψη βιβλίων. Γι' αυτό το επεξεργαστήκαμε (με βάση και τις παρατηρήσεις συναδέλφων) εκ νέου με ορισμένες διαφοροποιήσεις:
Μειώσαμε τα προς εξέταση θέματα ανά ομάδα (ένα ή δύο), ώστε στο τέλος να έχουν όλοι οι μαθητές τη δυνατότητα να εμπλακούν με το σύνολο των κειμένων.
Κατά δεύτερο λόγο, οι συνθετικές εργασίες αφορούν όχι μόνο στο θέμα αλλά και στο ίδιο το λογοτεχνικό σώμα.
Τέλος, θεωρούμε πως ο διδάσκων θα μπορούσε - σε πρώτη φάση - να διδάξει στην τάξη (όπως το κρίνει ο ίδιος απαραίτητο) τα ίδια τα κείμενα που έχει αναθέσει στους μαθητές, ώστε να λύνονται και οι τυχόν απορίες που έχουν οι 5 ομάδες.
Εκτιμούμε πως τη φετινή χρονιά η διδασκαλία της Λογοτεχνίας Α' Λυκείου, με βάση το νέο Πρόγραμμα Σπουδών, θα έπρεπε να γίνει πιλοτικά (μόνο στα Πειραματικά σχολεία), αν λάβουμε υπόψη την αδυναμία επιμόρφωσης όλων των συναδέλφων, το κλείσιμο ή τη μη λειτουργία σχολικών βιβλιοθηκών και την έλλειψη κατάλληλης υλικοτεχνικής υποδομής.
"Δεν έλεγα πως ήμουν τίποτα. Ήμουν κάτι περισσότερο από δάσκαλος. Και κάτι λιγότερο. Μέσα στην τάξη ενός λυκείου είσαι λοχίας εκπαιδευτής, ραβίνος, ένας ώμος για να κλάψει ο μαθητής, κέρβερος, τραγουδιστής, χαμηλού επιπέδου επιστήμονας, γραφιάς, διαιτητής, παλιάτσος, σύμβουλος, όργανο ελέγχου της ενδυματολογικής ευπρέπειας, διευθυντής ορχήστρας, απολογητής, φιλόσοφος, συνεργάτης, χορευτής κλακετών, πολιτικός,ψυχοθεραπευτής, οικειοθελές κορόιδο, τροχονόμος, παπάς, μητέρα-πατέρας-αδελφός-αδελφή-θεία-θείος, λογιστής, τιμητής, ψυχολόγος, η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι". Φρανκ Μακ Κορτ "Ο Δάσκαλος", εκδ. Scripta.
Την Τετάρτη "γιορτάζει" ο εκπαιδευτικός. Δυστυχώς, στη δίνη της κρίσης, η Πολιτεία ξεχνά τι σημαίνει "δάσκαλος". Από σήμερα είμαστε όλοι "κρατικοί υπάλληλοι, δηλ. "υπό-".