Τετάρτη 8 Ιουλίου 2015

Πατρίδα μας είναι η ανθρωπιά

Δώρα Κασκάλη, 
Το μαύρο κουτί της μνήμης τους,
εκδ. οκτώ,
Αθήνα, 2015
σελ. 145



Η Δώρα Κασκάλη ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε ελληνική φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Στις μεταπτυχιακές σπουδές της ασχολήθηκε με τη φιλολογική έκδοση των ποιημάτων του Γιώργου Θεοτοκά. Έχει γράψει τα εξής έργα: Στο τρένο (Γαβριηλίδης, 2010)· Κάτω (Γαβριηλίδης, 2011)· Πέντε ζωές κι ένα μυθιστόρημα – Σπουδή ενός δόκιμου γραφιά (OpenBook.gr., 2012)· Ο γατούλης στον κόσμο (Διόπτρα, 2014) και την ποιητική συλλογή Ανταλλακτήριο ηδονών (Σαιξπηρικόν, 2014).


Η Δώρα Κασκάλη γράφει 16 ιστορίες για ανθρώπους που αντιμετωπίζουν με καβαφική αξιοπρέπεια και στωικότητα (ή με τον ηρωικό μηδενισμό του Καζαντζάκη) την αποτυχία να υπερβούν ό,τι τούς έχει διαμορφώσει. Άντρες και γυναίκες που μοιάζουν θλιβερά ναρκωμένοι από τον πόνο, τη στέρηση -υλική και συναισθηματική- ψάχνουν απεγνωσμένα για ένα άγγιγμα, μια στιγμιαία επαφή των σωμάτων που μπορεί να πυροδοτήσει την ελπίδα, να δώσει μια παράταση ζωής. 
Σχεδόν σε όλα τα διηγήματα επαναλαμβάνεται το ίδιο απτικό -θα έλεγα- μοτίβο. Άνθρωποι αχάιδευτοι, αφίλητοι, που εκλιπαρούν για μια απλή επαφή σωμάτων, κι αυτό τους φτάνει -το ελάχιστο που γίνεται μέγιστο και σωτήριο, να ζουν μέσα από τα αποτυπώματα των άλλων. ("Ήταν αχάιδευτος, αφίλητος. Παρά τα τόσα σώματα, έπασχε από ανελέητη στέρηση τρυφερότητας")

Στο "Ηράκλειο-Καλλιθέα" ένα σκουρόχρωμο αγόρι κάθεται δίπλα στη γυναίκα, μέσα στο τρένο, και της πιέζει το δεξί της πόδι με το αριστερό του: "Νιώθει τη θέρμη του κορμιού του, μέσα από το μπατζάκι του, όπως διατρυπά το τζιν και περνάει στο καλσόν της και μετά στο δέρμα, που οργώνεται από ρίγος..."

Στο "Το σώμα θυμάται", ένας καθηγητής-ένοικος ξενοδοχείου-χαμαιτυπείου ανταλλάσσει τρυφερά χάδια με την καμαριέρα: "Όταν τελείωσα, μου έπιασε τα χέρια και με κάθισε πάνω στο μουσταρδί κάλυμμα του κρεβατιού του. Μου έβγαλε τα πλαστικά σαμπό και πήρε σαν μωρά τα ξεπατωμ΄να ποδάρια μου μέσα στα χέρια του. Με τ' ακροδάχτυλα χάιδεψε τις πατούσες μου σαν παραστρατημένα παιδιά που αλλιώς έδειχναν και αλλιώς κατάντησαν. Ντράπηκα για τους κάλους και τις φαγωμένες φτέρνες, αλλά η ματιά του, ημερεμένη καισ ίγουρη, με κράτησε στη θέση μου, ανήμπορη να πάρω τη λίγη αξιοπρέπειά μου και να φύγω. Τα χέρια του -νλυχια καθαρά και τετραγωνισμένα, παλάμες με δέρμα μεταξένιο- τρέχανε πάνω στις πρησμένες φλέβες μου και με μαλάξεις τεντώνανε τα αιμάτινα σχοινιά απ' το λίπος. Ύστερα τα δάχτυλα επέστρεφαν και πάλι στις πατούσες, τις κανακεύανε για να ξαναθυμηθούν την ομορφιά και την ξεκούρασή τους". (...) Την τρίτη μέρα, αφού φρόντισε τα πόδια μου, ακούμπησε πάνω στα λιγνά του μπούτια τα χέρια μου, σχεδόν μια ανάσα από τον καβάλο, και άρχισε να χαϊδεύει τις φλεβίτσες που φούσκωναν όλο ζωή και ανυπομονησία κάτω από το ξεραμένο δέρμα της παλάμης".
 Το χάδι του ώριμου άντρα αποτελεί την ύψιστη ερωτική πράξη, εκείνη την πράξη που οδηγεί στο να αγαπήσουμε πρώτα απ' όλα τον ίδιο μας τον εαυτό. "Μα κάποια βράδια που ο Ανέστης παίζει κουμάρι στο καφενείο, κάνω ένα μπάνιο στα σακατεμένα μου κρέατα και μπορώ πια να αγγίζω με στοργή όλα τα κερδισμένα μου παράσημα που εκείνος μου έδειξε πώς να αναγνωρίζω".

Και όταν το ανθρώπινο σώμα απουσιάζει, μπορεί και το υποκαθιστά ένα ρούχο, ένα πουκάμισο, όπως συμβαίνει στο διήγημα "Μικρό ερωτικό" ή ένα ζευγάρι κόκκινες γόβες στο ομώνυμο διήγημα ή η φαντασίωση των σωμάτων που ενώνονται στο "Δωμάτιο 216", όπου ένας μοναχικός άντρας στήνει αφτί στο διπλανό δωμάτιο: "Έχουμε ξεχάσει το χάδι πάνω σε κρέατα σφιχτά, που ριγούν μόλις τα ακουμπήσεις".

Στο "Happy nest" o πρωτοπρόσωπος αφηγητής ζώντας μέσα στη βρόμα ενός διαμερίσματος μοιράζεται τον φόβο του με ένα σαμιαμίδι.

Στο "Εφάπτω" ένας μεσήλικας εφαψίας χωρίς ζωή -στιγματισμένος από τη γυναίκα και τα παιδιά του- δεν τολμά να εξομολογηθεί στον γιατρό του το νέο του πάθος: "Δεν έχει πια εκείνη την ακόρεστη ανάγκη ν' αγγίζει· σταδιακά ερημώνει από τα ρίγη της η χώρα του βουβώνα του. Μόνο θέλει να πιάνει τις λαβές που χούφτωσαν δροσερά κορίτσια, να κάθεται εκεί που έχυσαν τη θαπλωρή τους σπωματα θαλερά, να ακουμπά χαϊδεύοντας την κουπαστή της σκάλας στο σχολείο· να νιώθει, να διασώζει και ν' αποταμιεύει από το δέρμα τόσων ανθρώπων που συνεχίζουν να ζουν".

Το "Διάκενο" -από τα πιο δυνατά διηγήματα της συλλογής- αποτελεί μια ωδή στα χέρια (σαφής εδώ η επιρροή του Μιχάλη Γκανά). Μια δασκάλα πιάνου από τη Ρωσία πέφτει θύμα ληστείας από έναν αλλοδαπό: "Τα χέρια της έχουν τη δική τους ζωή -ίσως τη μόνη ζωή στα δυόμισι μέτρα κάτω από την άσφαλτο. Τα κανακεύει γιατί είναι οι κουβαλητές της, το εργαλείο της, η παρηγοριά της". (...) "Δεν ξέρει πια πώς να βολέψει αυτά τα προδομένα χέρια. Τ' αφήνει να κρέμονται άχαρα, με τα κρεατένια ξέφτια τους σε κοινή θέα". (...) "Εκείνη φταίει κι όχι το σκούρο χέρι, αυτό το αρπακτικό και πεινασμένο χέρι που γεννήθηκε σε άλλες πατρίδες και τώρα στις νέες ξέχασε πώς ν' αγαπά".

Στο "Project ψυχαμοιβός" πρωταγωνιστεί ένας 30χρονος άνεργος με διδακτορικές σπουδές στην Αγγλία, ο οποίος επαναπατρίζεται τα χρόνια της κρίσης, που ακυρώνει οντολογικά (όχι μόνο εργασιακά) τους ανθρώπους. Προσωρινό αποκούμπι του -ύστερα από παρότρυνση της μητέρας του- η συντροφιά που κρατά στους ηλικιωμένους τροφίμους ενός γηροκομείου. Η άφατη αποδοχή του κυρ Ηλία θα λειτουργήσει σωτήρια σε μια περίοδο που οι κρίσεις ταυτότητας για τον νεαρό άνδρα υπήρξαν ανελέητες. Όταν ο γέρος μια μέρα -έτσι ξαφνικά- έφυγε από τη ζωή, του αφήνει ενθύμιο το κομπολόι του: "Χάιδεψα αυτό το ιδιότυπο ρολόι και το έβαλα στην τσέπη μου και αργότερα, στο δωμάτιό μου, στο κουτί όπου κάποτε αναπαυόταν το καλό μου πουκάμισο - το 'χα φορέσει σε όλες τις ορκωμοσίες μου".

Το "Ξεκαθάρισμα" -ίσως, κατά τη γνώμη μου, το εμβληματικότερο διήγημα της συλλογής- πρόκειται για το τέλος μιας σχέσης. Ένας άνεργος άντρας που το σώμα του γίνεται "ένα" με τον καναπέ, δεν έχει λόγο ύπαρξης στο σπίτι όπου έζησε δέκα χρόνια από τη ζωή του. Με τρόπο υπαινικτικό, με ελάχιστες λέξεις και ακόμα λιγότερα εκφραστικά μέσα, η Κασκάλη ανατέμνει το σώμα των ανθρώπινων σχέσεων την εποχή που οι ανθρώπινες αξίες γίνονται βορά στον Μολώχ της επιβίωσης με κάθε κόστος: "Ξαπλώθηκε στο κρεβάτι τους και τυλίχτηκε μέχρι τη μύτη με το πάπλωμα. Ακόμα και μέσα στο σκοτάδι μπορούσε να χαρτογραφήσει το λεκέ στο εσωτερικό του κεντρικού λαχουριού, μια κηλίδα εμετού από την πρώτη της φρουτόκρεμα, ή να ψηλαφήσει το ανάγλυφο των κάθε λογής αλοιφών της καθημερινής υγιεινής της που είχαν σχεδόν ασβεστοποιηθεί πάνω στο ντεσέν, το οποίο πήρε να ξεθωριάζει από την κακοπέραση".

Παρομοίως, στο "Αστραφτερό λευκό" μια γυναίκα αποφασίζει να εγκλειστεί μέχρι τέλους στη λιλιπούτεια τουαλέτα του σπιτιού της, σφηνωμένη στη λεκάνη, επιλέγοντας η ίδια τον τάφο της: "Σε μερικά χρόνια τα μαλλιά μου θα γίνουν ξύλο, το δέρμα μου γυαλί, τα μάτια θα χάσουν το γαλανό τους χρώμα και θα γίνουν ένα με το λευκό. Τότε να δω πώς θα με ξεχωρίσουν. Να ξεθεμελιώσουν όλο το σπίτι; Θα του πω: Είναι δικαίωμά μου, κύριοι, να θέλω να ζήσω και να τελειώσω τη ζωή μου στον τάφο που θα επιλέξω. Εϊναι συνταγματικό μου δικαίωμα". 

Στην "Άμωμο θυσία" διαβάζουμε την κατάθεση ενός 40χρονου συζυγοκτόνου που καταδικάσηκε στο χειρότερο μαρτύριο, να ζήσει με μια "απείραχτη" γυναίκα. Η έλλειψη αγάπης, η αδυναμία ένωσης των σωμάτων γεννά μίσος και αποκτηνώνει: "Όλα είναι καθαρά τώρα, το κορμί μου, τα ρούχα μου. Μόνο τα ακροδάχτυλά μου παραμένουν μελανιασμένα -τ' αποτυπώματά μου θα συνοδεύουν μαζί με τη φωτογραφία μου το "το ατομικό φύλλο εγκληματικότητας"-, αλλά ένα καλό πλύσιμο με οινόπνευμα θα τα κάνει πάλι ανθρώπινα".

Αξιανάγνωστο είναι και το διήγημα με τίτλο "Liridona ή Γαλήνη", η ιστορία μιας Αλβανίδας μετανάστριας στην Ελλάδα που γηροκομεί με περισσή υπομονή τον πεθερό της. Με τρόπο θεατρικό (όπως στα περισσότερα άλλωστε διηγήματα) παρακολουθούμε την πορεία δύο τραγικών υπάρξεων που βουλιάζουν στην ανέχεια και την αμοιβαία αντιπάθεια και την ίδια στιγμή ο ένας εξαρτάται από τον άλλο. Ένας γέρος με κατεστραμμένα νεφρά που πεισματικά αρνείται να πεθάνει, γαντζωμένος από τη νύφη του. Στο τέλος, η ηρωίδα αποφασίζει να κρατήσει αλώβητη την ταυτότητά της, αντιμετωπίζοντας με αξιοπρέπεια την υποταγή της: "Πέρασαν τα τελευταία διόδια και προχωρούν μέσα στο καυτό απόγευμα. Γαλήνη· γαλήνη για τους πονεμένους αυτού του κόσμου με εξακόσια ευρώ, ένα δωμάτιο, τρία γεύματα ημερησίως. Καλύτερα έτσι. Γαλήνη. Ποιο αφεντικό θέλει έναν άνθρωπο που ποθεί την ελευθερία;"

Τέλος, θα ήθελα να σταθώ στο διήγημα "Μια κάποια Γαλάτεια", το πιο αυτοαναφορικό της συλλογής, καθώς η πρωταγωνίστρια, η Άννα, είναι η persona της συγγραφέως. Μια 65χρονη γυναίκα που βρίσκει καταφύγιο και παραμυθία στη σύνθεση μικρών ιστοριών, την αξία των οποίων αγνοεί, μέχρι που η Ανθή, η 20χρονη φοιτήτρια νοικάρισσά της, τις διαβάζει τυχαία και επιμελείται την έκδοσή τους: "Τα μόνα τίμια ήταν τα κείμενά της, έτσι όπως μιλούσαν στον κάθε αναγνώστη τους, χωρίς περιττά στολίδια, χωρίς φανφάρες του δημιουργού τους σε περιοδικά του συρμού, χωρίς σαματά για τη λογοτεχνική ή μη αξία τους". Η Γαλάτεια (το προσωπείο της Άννας) γράφει για να ξορκίσει τον φόβο του θανάτου: "Η αγωνία της για τον θάνατο μεγάλωνε μαζί με τα χρόνια της. Κι αυτή την αγωνία προσπαθούσε να ξορκίσει με μια βαθιά ειρωνική γλώσσα".

Όσον αφορά τους εκφραστικούς τρόπους της Κασκάλη (και έχοντας διαβάσει τα "Κάτω" και  "Στο τρένο") πιστεύω πως η συστηματική ενασχόλησή της με την ποίηση τής επιτρέπει να σκάψει βαθύτερα στα γλωσσικά κοιτάσματα και να ακονίσει την πένα της. Οι στίχοι του Άρη Αλεξάνδρου (Όπως αργεί τ’ ατσάλι να γίνει κοφτερό και χρήσιμο μαχαίρι / έτσι αργούν κ’ οι λέξεις ν’ ακονιστούν σε λόγο. ...)  βρίσκουν απόλυτη εφαρμογή στην περίπτωση της Κασκάλη: "Τον είδε -πλάτη παρένθεση μιας παλιάς σκολίωσης- να κάθεται στον καναπέ. Να σηκωθεί; Να μείνει; Φαινόταν να παρακολουθεί μια εκπομπή για τα αποδημητικά πτηνά, χωρίς ήχο. Σπίτι που στάζει σιωπή".

Κλείνοντας, θα πρόσθετα επιγραμματικά πως τα διηγήματα της Κασκάλη (αντιγράφοντας από τη σελ. 61 του ίδιου του βιβλίου τα σχόλια ενός καθηγητή για τις ιστορίες της Γαλάτειας) είναι διηγήματα ωριμότητας από ένα αστραφτερό πνεύμα που τολμά χωρίς γλωσσικούς, υφολογικούς και πραγματολογικούς συμβιβασμούς

Διάβασα το βιβλίο ακούγοντας παρέα με έναν ήρωα του βιβλίου τις "Τρεις Γυμνοπαιδίες" του Ερίκ Σατί.  

 



Συνέντευξη

Κυρία Κασκάλη, συστήστε μας με λίγα λόγια το νέο σας βιβλίο.

«Το μαύρο κουτί της μνήμης τους» είναι η δεύτερη συλλογή διηγημάτων μου, η οποία εκδίδεται πέντε χρόνια μετά την πρώτη, με τίτλο «Στο τρένο» (εκδόσεις Γαβριηλίδης). Η συνεργασία με τον εκδότη μου, Αλέξανδρο Μανωλάκη υπήρξε υποδειγματική και είναι χαρά και τιμή για μένα που επέλεξαν να εκδώσουν το βιβλίο μου σε τόσο δύσκολους καιρούς. Πρόκειται για δεκαέξι διηγήματα που γράφτηκαν τα τελευταία πέντε χρόνια και βγήκαν στο φως μετά από ένα επίπονο αλλά και γόνιμο διάστημα διαρκών διορθώσεων και αναθεωρήσεων. Λειτουργώ ως δημιουργός, αλλά και ως επιμελήτρια στα κείμενά μου και αυτό συχνά με εξαντλεί, με αποτέλεσμα η έκδοση να είναι μια πράξη και έκθεσης αλλά και λύτρωσης.


Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας Έλληνες και ξένοι συγγραφείς και πώς επηρέασαν το έργο σας;

Αντλώ από την ελληνική παράδοση, με την οποία ήρθα σε πιο στενή επαφή και επιστημονικά λόγω των σπουδών μου, αλλά από παιδί διάβαζα και ρώσους, αμερικανούς, γάλλους συγγραφείς, όποιο βιβλίο μπορούσα να αγοράσω με το πενιχρό μου χαρτζιλίκι ή οτιδήποτε μου τραβούσε την προσοχή στις δημοτικές βιβλιοθήκες που σύχναζα. Γεώργιος Βιζυηνός, Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Μιχαήλ Μητσάκης, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Δημοσθένης Βουτυράς, Γιώργος Ιωάννου, Μάριος Χάκκας, Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, αλλά και Τσέχωφ, Κάρβερ, Τσίβερ με γοήτευσαν από τους διηγηματογράφους και με κάποιον μυστικό τρόπο μου δώσανε τα εργαλεία για τη μελλοντική μου ενασχόληση με το είδος. Αλλά τελικά είμαστε, όλοι όσοι γράφουμε, ένα αμάλγαμα όλων των διαβασμάτων μας, των ταινιών που έχουμε δει, των έργων τέχνης που μας καθήλωσαν. Η τέχνη σε κάθε της μορφή έχει συνέχεια.

Ποίηση ή πεζογραφία; (ποια τελικά θα σας κερδίσει;)
 
Το 2014 κυκλοφόρησε από τις ωραίες εκδόσεις Σαιξπηρικόν της Θεσσαλονίκης η πρώτη μου ποιητική συλλογή με τίτλο «Ανταλλακτήριο ηδονών». Ήταν ένα μεγάλο στοίχημα για μένα η υποδοχή της από τους αναγνώστες. Έκτοτε συνεχίζω να γράφω ποίηση, έχω σχεδόν έτοιμη μία δεύτερη ποιητική συλλογή που μάλλον θα αργήσει να βγει στο φως γιατί θα κριθεί από την επιβίωσή της μέσα στο μνημονικό συρτάρι. Αν και πρόκειται για έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο οργάνωσης του λόγου, η ακραία συμπύκνωση της ποίησης, η οικονομία της, η αξία της κάθε λέξης μού δίδαξαν πολλά και για τη συγγραφή των διηγημάτων μου και σε κάποιο βαθμό άλλαξαν και τους εκφραστικούς μου τρόπους. Εξάλλου για μένα το διήγημα είναι η ποίηση του πεζού.

Τον τίτλο τον διαλέξατε η ίδια ή ο εκδότης σας;

Ο αρχικός τίτλος της συλλογής μου ήταν «Παροπλισμένοι». Ωστόσο, μετά από συζητήσεις με τον εκδότη μου καταλήξαμε ότι ένας τέτοιος, αρκετά περιοριστικός τίτλος έδινε συγκεκριμένη ερμηνεία και αδικούσε την ευρύτερη θεματική των διηγημάτων μου. Έτσι λοιπόν, έπεσαν στο τραπέζι διάφορες ιδέες. Μεταξύ αυτών και ο συγκεκριμένος τίτλος που προήλθε από αποδελτίωση κάποιων στίχων και εκφράσεων από το «Ανταλλακτήριο ηδονών», την οποία έκανε με ιδιαίτερη προσοχή, αγάπη και επιμέλεια ο Αλέξανδρος Μανωλάκης. Ο τίτλος, με άλλα λόγια, δεν είναι παρά ένα αντιδάνειο από το δικό μου έργο και μια απόδειξη ακόμη ότι η ποίηση αιμοδοτεί το πεζό.

Ποια είναι τα συστατικά για ένα επιτυχημένο λογοτεχνικά βιβλίο; Η διαφήμιση και η προβολή παίζουν ρόλο;

Για μένα το επιτυχημένο βιβλίο είναι εκείνο που θα συναντήσει τους αναγνώστες. Σίγουρα οι κριτικές, η έμμεση διαφήμιση από ομότεχνους, αλλά και η άμεση προβολή του σε τύπο και διαδικτυακούς τόπους είναι η οδός για να γίνει γνωστό ένα έργο. Στην Ελλάδα των λίγων, αναλογικά με άλλες χώρες, αναγνωστών η προώθηση κάθε καλού βιβλίου ανοίγει τον δρόμο και σε άλλους συγγραφείς. Δείτε τι γίνεται τα τελευταία χρόνια με την άνθιση του διηγήματος, ειδικά μετά το «Κάτι θα γίνει να δεις» του Χρήστου Οικονόμου. Σε μια πενταετία εμφανίστηκαν νέοι δημιουργοί που διακονούν με αξιώσεις το είδος, και επιτυγχάνουν αναγνώριση από τους κριτικούς και το κοινό.

Διαβάζετε τις κριτικές για τα βιβλία σας; Σας επηρεάζουν στο επόμενο βιβλίο;

Διαβάζω τις κριτικές. Πολλές φορές με βοηθούν να κατανοήσω τον τρόπο που οι άλλοι, πιο έμπειροι και με θεωρητικά εργαλεία, διαβάζουν και κατανοούν τα βιβλία μου. Τις επεξεργάζομαι και ίσως με κάποιον τρόπο και όταν προέρχονται από ανθρώπους που η γνώμη τους βαραίνει μέσα μου, νομίζω ότι με βοηθούν να θεραπεύσω κάποια λάθη, εμμονές ή αδυναμίες.

Ζητάτε τη γνώμη ανθρώπων που εμπιστεύεστε για τα κείμενά σας, πριν εκδοθούν;

Έχω κάποιους ομότεχνους, ποιητές και πεζογράφους, με τους οποίους υπάρχει μια σχέση αγάπης ή μια πνευματική συγγένεια. Βασίζομαι στο βλέμμα τους, η κριτική τους με προφυλάσσει κάποιες φορές, ενώ ο καλός λόγος είναι ένα νεύμα για να συνεχίσω την προσπάθεια, ειδικά όταν με πιάνει ο αρνητισμός μου για καθετί που γράφω.

Ποια είναι, για σας, τα συστατικά ενός καλού διηγήματος;

Εκτός από τις τεχνικές αφήγησης που μετατρέπουν μια απλή ιστορία σε διήγημα, τις οποίες μπορεί να βρει κάποιος σε ορισμένα εγχειρίδια ή να διδαχθεί σε κάποιο σεμινάριο ή μελετώντας τους μεγάλους διηγηματογράφους που είναι και οι πρώτοι μας και ίσως οι μόνοι μας δάσκαλοι, νομίζω ότι το προσωπικό ύφος, ο χειρισμός του λόγου έχουν σημασία λόγω της συντομίας της έκτασής τους. Στο διήγημα καμία λέξη δεν περισσεύει. Τα πρόσωπα αγωνίζονται για να υπάρξουν στην αναγνωστική μνήμη, μέσα από καλοδουλεμένες λεπτομέρειες, από την ακραία αφαίρεση, από την απουσία. Ένα μαστορικό διήγημα μπορεί να είναι πιο καίριο από ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα.


Αν θέλατε να ξεχωρίσετε έναν ήρωα από το βιβλίο σας, ποιος/ποια θα ήταν αυτός/ή;

Όπως η μάνα δεν μπορεί να ξεχωρίσει τα παιδιά της, έτσι κι εγώ αδυνατώ να ξεχωρίσω κάποιον από τους δεκαέξι και πλέον ήρωές μου. Τους αγαπώ το ίδιο, αναμετρήθηκα με καθέναν απ’ αυτούς, αγωνίστηκα να τους δώσω ένα πρόσωπο, να τους εντάξω σε ένα αφηγηματικό πλαίσιο. Τώρα τους αποχωρίζομαι με την ίδια συντριβή, αλλά και αποδοχή όλους, καθώς θα γίνουν πια κτήματα του κάθε επόμενου αναγνώστη τους.

Ποιος λογοτεχνικός ήρωας σάς έχει σημαδέψει;
Η Αριάγνη από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Τσίρκα. Η Μαντάμ Μποβαρί. Αλλά και η Ιφιγένεια, η Ελένη, η Μήδεια. Τυχαίο που είναι όλες γυναίκες;

Η συγκυρία που ζούμε τα τελευταία χρόνια κατά πόσο έχει επηρεάσει τον συγγραφικό σας ορίζοντα;
Οι συγγραφείς δεν ζουν, οι περισσότεροι τουλάχιστον, στο εργαστήρι τους, αποκομμένοι από την κοινωνία. Γράφω, αλλά και παράλληλα εργάζομαι σε μία απαιτητική πρωινή δουλειά, μεγαλώνω τα παιδιά μου, υπάρχω σε μια ιστορική συγκυρία που διαμορφώνει τον τρόπο που προσεγγίζω τα θέματά μου. Βέβαια είναι μεγάλος ο κίνδυνος σε μια τέτοια κρίσιμη καμπή να μιλήσει κανείς για την κρίση (ήδη αρχίζει και επιβάλλεται ένας αρκετά πρώιμος – και ίσως αυθαίρετος – όρος «Λογοτεχνία της κρίσης») με όρους δημοσιογραφικούς, κοινωνιολογικούς, παρασυρμένος από το θυμικό, τις δυσκολίες του, αλλά και την επιθυμία της εκδοτικής πιάτσας να πιάσει το αναγνωστικό αίτημα της εποχής. Προσπαθώ να τα φιλτράρω όλα αυτά στον λόγο μου, δεν τα καταφέρνω πάντα, αλλά θεωρώ ότι σε ένα μεγάλο βαθμό περνούμε ως χώρα και ως κοινωνία μια κρίση υπαρξιακή και ως τέτοια τη βιώνουν και οι δημιουργοί, ο καθένας όπως μπορεί. Θα δυσκολέψουν τα πράγματα περισσότερο. Οι αναγνώστες δεν θα μπορούν να αγοράσουν βιβλία, ίσως θα πρέπει να στραφούμε εκ νέου στις δανειστικές βιβλιοθήκες, οι εκδότες πιθανόν θα εκδίδουν λιγότερα βιβλία και με κριτήρια, ίσως, καθαρά εμπορικά. Αλλά σίγουρα είναι μια εποχή που γεννά, που κινητοποιεί πνευματικά και νομίζω ότι θα μας δώσει σπουδαία έργα.

Σας ευχαριστώ πολύ και εύχομαι καλοτάξιδο το βιβλίο σας!




Κυριακή 5 Ιουλίου 2015

Ουίλιαμ Φώκνερ, Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!

 Το "Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!" είναι το ένατο μυθιστόρημα του Φώκνερ και πρωτοεκδόθηκε το 1936. Κεντρικός του χώρος είναι η φανταστική περιοχή Γιοναπατόφα που ο συγγραφέας τη χαρτογραφεί και την τοποθετεί στην πολιτεία του Μισισιπή, κοντά στο Όξφορντ. Η ιστορία αυτού του τόπου αρχίζει τον περασμένο αιώνα. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα, παρότι είναι φανταστικά, αντανακλούν έντονα καταστάσεις της αμερικανικής ζωής. (πηγή: biblionet.gr)


 (απόσπασμα)



…γεννήθηκε εκεί όπου οι λίγοι άλλοι άνθρωποι που γνώριζε ζούσαν σε καλύβες από κορμούς ξεχειλισμένες παιδιά σαν κι αυτή που ’χε γεννηθεί κι ο ίδιος –άντρες και μεγάλα αγόρια που κυνηγούσαν ή ξάπλωναν μπρος στη φωτιά στο πάτωμα ενώ οι γυναίκες και τα μεγαλύτερα κορίτσια περνούσαν και ξαναπερνούσαν από πάνω τους για να φτάσουν στη φωτιά να μαγειρέψουν, όπου οι μόνοι έγχρωμοι ήταν ινδιάνοι κι αυτούς τους κοίταζες αφ’ υψηλού μονάχα μέσα απ’ το στόχαστρο της καραμπίνας σου, όπου δεν είχες ποτέ ακούσει να μιλάνε για, δεν είχες ποτέ φανταστεί, κάποιο τόπο, κάποια γη χωρισμένη παστρικά και που ν’ αποτελεί ιδιοκτησία ανθρώπων που δεν έκαναν άλλο απ’ το να τη διασχίζουν πάνω σ’ ωραία άλογα ή να κάθονται φορώντας ωραία ρούχα στις βεράντες μεγάλων σπιτιών ενώ άλλοι άνθρωποι δουλεύανε γι’ αυτούς˚ ούτε που φανταζόταν τότε ότι υπήρχε τέτοιος τρόπος να ζει ή να θέλει να ζει κανένας, ή πως υπήρχαν για να τα επιθυμήσει όλα τα πράγματα που υπήρχαν, ή πως όσοι είχαν πράγματα όχι μόνο μπορούσαν να περιφρονούν όσους δεν τα ’χαν, αλλά και να ενισχύονται στην περιφρόνησή τους όχι μόνο απ’ όσους είχαν κι εκείνοι πράγματα μα κι από κείνους ακριβώς που αποτελούσαν τ' αντικείμενα της περιφρόνησης που δεν είχαν πράγματα κι ήξεραν ότι ποτέ δε θα ’χαν. Γιατί εκεί που ζούσε αυτός η γη ανήκε στον καθένα και σε όλους κι έτσι ο άνθρωπος που θα ’μπαινε στη φασαρία και στον κόπο να περιφράξει ένα κομμάτι της και να πει «Αυτό είναι δικό μου» ήταν τρελός˚ κι όσο για πράγματα, κανείς δεν είχε περισσότερα από σένα γιατί καθένας είχε όσα είχε τη δύναμη και την ενέργεια να πάρει και να διατηρήσει, και μόνο εκείνος ο τρελός θα ’μπαινε στη φασαρία να πάρει ή να θελήσει έστω περισσότερα απ’ όσα μπορούσε να φάει ή ν’ ανταλλάξει με μπαρούτι κι ουίσκυ. Έτσι δεν ήξερε καν πως υπήρχε μια χώρα όλη χωρισμένη και κανονισμένη και παστρικιά μ’ ένα κόσμο που ζούσε εκεί όλος χωρισμένος και κανονισμένος και παστρικός σύμφωνα με το χρώμα που τύχαινε να ’χει το πετσί τους ή το τι τύχαινε να τους ανήκει, κι όπου ορισμένοι λίγοι όχι μόνο είχαν εξουσία ζωής και θανάτου κι ανταλλαγής και πώλησης πάνω σε άλλους, μα είχαν ζωντανούς ανθρώπους που τους παρείχαν τις ατελείωτες επαναλαμβανόμενες προσωπικές υπηρεσίες, όπως το να τους σερβίρουν και το ουίσκυ απ’ το κανάτι και να τους βάζουν το ποτήρι στο χέρι ή να τους βγάζουν τις μπότες για να πλαγιάσουν, που όλοι οι άνθρωποι έπρεπε να τα κάνουν από μόνοι τους απ’ την αρχή του καιρού και θα ’πρεπε να τα κάνουν από μόνοι τους ώσπου να πεθάνουν και που σε κανέναν άνθρωπο ποτέ δεν άρεσε ούτε πρόκειται ν’ αρέσει να κάνει, μα που κανένας άνθρωπος που γνώριζε εκείνος δεν είχε ποτέ σκεφτεί ν’ αποφύγει όπως δεν είχε σκεφτεί ν’ αποφύγει τον κόπο του να μασάει και να καταπίνει και ν’ ανασαίνει. Όταν ήταν παιδάκι δεν πρόσεχε τις αόριστες και συγκεχυμένες αφηγήσεις για τα μεγαλεία του Τάιντγουώτερ που ’φταναν ακόμα και μέχρι τα βουνά του γιατί τότε δεν μπορούσε να καταλάβει τι εννοούσαν οι άνθρωποι που μιλούσαν γι’ αυτά, κι όταν έγινε πιο μεγάλο αγόρι δεν τις πρόσεχε γιατί δεν υπήρχε τίποτα γύρω του για να συγκρίνει μ’ αυτό και να μετρήσει τις αφηγήσεις και να δώσει έτσι ζωή και νόημα στις λέξεις, και καμιά περίπτωση να καταλάβει ποτέ τι σήμαιναν γιατί ήταν πολύ απασχολημένος κάνοντας τα όσα κάνουν τ’ αγόρια˚ κι όταν έγινε έφηβος κι η περιέργεια ξέθαψε εκείνη τις ιστορίες που αυτός δεν ήξερε πως είχε ακούσει και σκεφτεί, ενδιαφέρθηκε και θα ’θελε κάποτε να δει τους τόπους, αλλά χωρίς φθόνο ή στενοχώρια, γιατί πίστευε απλά πως μερικοί γεννιούνται πλούσιοι (τυχεροί, ίσως να ’λεγε) κι άλλοι όχι, και πως (έτσι είπε του Παππού) οι ίδιοι οι άνθρωποι δε μπορούν να διαλέξουν και πολύ λιγότερο να στενοχωριούνται γιατί ούτε μια φορά δεν του ’χε περάσει απ’ το μυαλό η ιδέα πως κάποιος θα ’παιρνε ένα τέτοιο τυχαίο γεγονός σαν εξουσιοδότηση ή άδεια να περιφρονεί τους άλλους, τους όποιους άλλους. Έτσι σχεδόν δεν είχε ακούσει για ένα τέτοιο κόσμο μέχρι που έπεσε σ’ αυτόν.