[από τη συλλογή διηγημάτων "Τυφεκιοφόρος του εχθρού", 1966]
Ο Παρασκευάς
είναι στρατιώτης, γύφτος και μουλαράς. Σα μουλαράς κάνει τη χειρότερη σάξη απ’
όλους τους ημιονηγούς στη διμοιρία, του φεύγουν τα μουλάρια και λακάνε στα
σιτάρια, τον ρίχνει το μουλάρι όποτε πάει καβάλα, κι αφήνει τον όρχο ασκούπιστο
όταν είναι σταβλοφύλακας. Σα γύφτος μπορεί να πλένει μια σκελέα για δυο
τσιγάρα. Σα στρατιώτης ασυμμάζευτος, σβαρνιάρης, περίγελος της διμοιρίας που
παρακολουθεί κάθε φορά με πνιχτά χάχανα στην επιθεώρηση το παρακάτω σκέτς:
- Γιατί Παρασκευά, δεν καθάρισες το όπλο σου; Γιατί δεν τίναξες το
κρεβάτι σου; Γιατί δεν τετραγώνισες τις κουβέρτες σου; Γιατί έχεις άπλυτες τις
καραβάνες σου; Γιατί... Γιατί...
Γαβγίζει ο υπαξιωματικός σα μαντρόσκυλο έτοιμο να τον
κατακομματιάσει. Βροχή κοτρόνια νιώθει νιώθει τα "γιατί" στο πληγιασμένο σώμα του. Και οι
συνάδελφοι σινιαρισμένοι -πόρπες, άρβυλα κι εθνόσημα γυαλισμένα όλα στην
εντέλεια- έτοιμοι για την έξοδο, με κάτι στοματάρες να, γελώντας, κανίβαλοι που τον
κατασπαράζουν.
Φοράει το πιο ηλίθιο χαμόγελο για να εξευμενίσει τον υπαξιωματικό
και λέει όλο απορία:
- Το δικό μου
όπλο; Το δικό μου κρεβάτι; Οι δικές μου οι κουβέρτες; και τα περιεργάζεται λες
και πρώτη φορά τ’ αντικρίζει, λες και υπάρχει κάποιο λάθος σ’ όλη αυτή την
ιστορία.
- Ναι, οι
δικές σου οι καραβάνες, κάνει άγρια ο μόνιμος λοχίας. Περνάει με σιχασιά το
δάχτυλό του στις γωνιές της καραβάνας κι έπειτα αποτυπώνει τις δαχτυλιές πάνω
στα ισχνά μάγουλα του Παρασκευά που παίρνει την όψη Αφρικανού φύλαρχου.
- Ρε, δε σου
είπα πώς πρέπει να τις πλένεις;
Ο Παρασκευάς κοιτάει ψηλά τις λαμαρίνες, στρέφει τα μάτια στο
προαύλιο, πέρα στους αγρούς, πρασινισμένοι κι ανοιξιάτικοι με το ξεπεταγμένο
στάρι.
- Ρε, συ, θα
γίνεις άνθρωπος; Θα συμμορφωθείς; Θα βάλεις μυαλό;
Το μυαλό του, ξέφρενο άλογο, τρέχει πέρα στους κάμπους. Τα λερά
ξυπόλυτα πόδια του περπατούν τις δημοσιές, σταματούν στις άκρες των χωριών. Τα
καρβουνισμένα του χέρια στήνουν τσαντίρια, πλέκουν καλαμιά, σιάχνουν σαγάνια,
καθώς στριφογυρνάνε εκεί στη στρατιωτική του ζώνη από αμηχανία.
Μπα! Όπως δείχνουν τα πράγματα, δεν τη γλιτώνει και σήμερα τη
στέρηση εξόδου... Το ωραίο είναι που δεν παραδέχεται πως είναι γύφτος. Κι όταν
τον φωνάζουν «γύφτε» χολιάζει και τσατίζεται.
(…)
Οι ξύπνιοι
στρατιώτες, άμα δεν είναι επιφυλακή ή τιμωρημένοι, το Σαββατόβραδο πάνε σινεμά.
Αυτό δείχνει από πού κρατάει του καθενός η σκούφια. Οι γύφτοι βέβαια δεν πάνε.
Κι ο Παρασκευάς δεν πήγαινε. Όχι γιατί ήταν γύφτος, αλλά γιατί ποτέ δεν έτυχε
Σάββατο βράδυ να μην είναι επιφυλακή ή τιμωρημένος.
Εκείνο τα Σαββατόβραδο πήγε. Κάτι συνέβη κι αναβλήθηκε η
επιθεώρηση. Κόλλησε κοντά στον Ροβινσώνα και στους άλλους που τράβαγαν για το
καφενείο-σινεμά του χωριού. Μερικοί ξέκοψαν από τη παρέα του Παρασκευά, γιατί
φοβήθηκαν ότι θα έβγαιναν από ένα τριάρι δανεικό κι αγύριστο. Ο Παρασκευάς με
μεγαλοπρέπεια πήγε στο ταμείο και τα έσκασε. Πήρε το μαγικό χαρτάκι, διάβηκε
την πόρτα του «τσινεμά», κάθισε σε μια καρέκλα και παρακολούθησε το «έργον».
Όμορφα που 'ταν εκεί μέσα. Έπαιζε ζούγκλα. Ο Ροβινσώνας διάβαζε
φωναχτά στη μέση της παρέας. Ο Παρασκευάς ρουφούσε την υπόθεση. Τι ελέφαντες!
Τι κροκόδειλοι! Τι ιπποπόταμοι! Κι ένα μελαχρινό παλικαράκι, φτυστός γύφτος, με
την καραμπίνα του προστάτευε απ’ όλα τ’ άγρια θερία μια γλυκιά μελαχρινή
κοπέλα. Και πώς πάλευε μ’ ένα μαχαίρι, αυτός μονάχα και με τα νύχια της μια
τίγρης ώσπου στο τέλος την καθάρισε. Βρε, αυτός ήταν πολύ λεβέντης! Κι ήταν
ακόμα με πλάτες μπρούτζινες, κατάμαυρες σα γύφτος. Κι άντρας σωστός γιατί στο
τέλος πήρε το κορίτσι.
Όταν βγήκαν έξω, ο Παρασκευάς περπάταγε ντούρος κι έδειχνε σα να 'χε ψηλώσει μια παλάμη. Στο τολ την ώρα της αναφοράς κι ενώ κανείς δεν τον
προκάλεσε, βγήκε κορδωμένος στο διάδρομο μπροστά από τα κρεβάτια, ξερόβηξε κι
είπε:
- Είμαι γύφτος, όμως δεν ξαναπλένω ξένα σώβρακα.
Το τι έγινε
μέσα στην καζάρμα, δε λέγεται. Ντόρος, χειροκροτήματα, φωνές και γέλια. Ο
Παρασκευάς έστρωσε ήσυχα το κρεβάτι κι έπεσε να ονειρευτεί τον εαυτό του
πάνω σ’ έναν ελέφαντα πηγαίνοντας να ελευθερώσει μια μελαχρινή κοπέλα.