Ο τόπος όπου διαδραματίζεται το κεντρικό επεισόδιο – η πάλη του Κρητικού με τα κύματα - είναι η θάλασσα. Αξίζει όμως να σημειωθεί πως «συμμετέχει» όλη η φύση, μια «αντίμαχη φύση» που πολεμά τον άνθρωπο. Γενικότερα στο σολωμικό ποιητικό σύμπαν, η σχέση «Φύση-Άνθρωπος» είναι καθοριστικής σημασίας, εφόσον το ίδιο το ποιητικό τοπίο είναι το θέμα της ποίησής του: το ποιητικό τοπίο (εδώ η θάλασσα) δε λειτουργεί ως σκηνογραφικό φόντο αλλά ως η αποκάλυψη των τόπων της ύπαρξης, των τόπων εκείνων που αποκαλύπτουν ένα μέρος του σχεδίου του Θεού για το σύμπαν. Έτσι, ο Σολωμός, ως ρομαντικός ποιητής, θεώμενος τη φύση, βλέπει το αθέατο. Δηλαδή μέσα στη φύση μπορεί και στοχάζεται. Αυτός είναι και ο λόγος που η ρομαντική ποίηση έχει καθιερωθεί να θεωρείται ποίηση της ερμηνείας της φύσης.
Για τη σχέση «Φύση-Άνθρωπος» δύο σημεία πρέπει να επισημανθούν ως τα κυριότερα που οφείλει ο μαθητής να γνωρίζει:
(α) Η τάση για εξατομίκευση της φύσης: ο ποιητής δε βλέπει τα πράγματα που βρίσκονται γύρω του και που είναι ανεξάρτητα από αυτόν, αλλά υποβιβάζει τη φύση σε έναν καθρέφτη που αντανακλά τα αισθήματά του, αναζητά ένα συμβολικό αντίστοιχο για κάτι που βρίσκεται μέσα του: αυτό ακριβώς οδηγεί στην ανακάλυψη στοιχείων πνευματικών στη φύση (ανιμισμός). Οι περιγραφές τοπίων αντα-νακλούν καταστάσεις ψυχικές. Αυτή η τάση για εξατομίκευση, αφενός, φανερώνεται μέσα από το συν-δυασμό της φύσης με τον έρωτα και με το θάνατο του ανθρώπου και, αφετέρου, γίνεται και το θέμα των τριών μεγάλων ποιημάτων της ποιητικής ωριμότητας του Σολωμού, του Κρητικού, των Ελεύθερων Πολιορκημένων και του Πόρφυρα. Κοινό θέμα των παραπάνω ποιημάτων είναι η δοκιμασία του αν-θρώπου, η σύγκρουσή του με το περιβάλλον-φύση και η προσπάθειά του να αναδείξει απέναντι και σε σχέση με αυτό την ιδιαίτερη, την προσωπική μορφή του. Ο Σολωμός, επιδιώκοντας την πραγμάτωση του «Υψηλού» του Σίλλερ, τοποθετεί το «Υψηλό» στα πλαίσια του σχήματος εκείνου που εφαρμογή του αποτελούν τα τρία προαναφερόμενα ποιήματα, δηλ. του σχήματος:
αντίσταση εξωτερικών/φυσικών συνθηκών – δοκιμασία ηθική – υπαρξιακή ακεραίωση.
Η φύση είναι μια αντίμαχη δύναμη που πολεμά τον Κρητικό με δύο τρόπους (ο ένας είναι συνάρτη-ση του άλλου): (i) η άλογη βία των στοιχείων της φύσης (π.χ. τα κύματα της φουρτουνιασμένης θάλασ-σας έπειτα από την κακοκαιρία, αστροπελέκια κ.ά.), (ii) το αρχέτυπο του κάλλους και του αγαθού. Έτσι η φύση παραλύει την αντίσταση του ήρωα ή την προσπάθειά του ενάντια σε φυσικά εμπόδια, κυριε-ύοντας την ύπαρξή του με τη μαγευτική ακτινοβολία των αξιών, των οποίων είναι φορέας της. Από την άλλη, όμως έχουμε την ηθική θέληση του ανθρώπου που παλεύει έναν αγώνα χαμένο και έρχεται να διαβρώσει το ακαταμάχητο κάλεσμα για ζωή και επίγεια ευδαιμονία που ακτινοβολεί η φύση (η «δοκι-μασία» του ήρωα, ο «Πειρασμός» του ως «Ελεύθερος Πολιορκημένος»: η φυσική βία εξωτερικά – η φεγγαροντυμένη και ο γλυκύτατος ηχός εσωτερικά. Τελικά, η επίδραση της φύσης αφομοιώνει τον ήρωα, εξουδετερώνει το αγωνιστικό του πνεύμα, με αποτέλεσμα ο ήρωας να χάσει τον αγώνα (να σώσει την αρραβωνιαστικιά του), όμως στον άνισο αυτό αγώνα, αν και ηττήθηκε εξωτερικά, νίκησε εσωτερικά (ηθική ολοκλήρωση).
(β) Η κλίμακα των λειτουργιών του φωτός στο ποιητικό τοπίο: όργανο, σύμβολο και φορέας της υπερβατικής λειτουργίας της φύσης είναι το φως, το θείο φως, (το φως της Αγίας Γραφής, το φως που ταυτίζεται με τον Χριστό, την αλήθεια, την αρετή και τη σωτηρία) που φωτίζοντας το τοπίο αποκα-λύπτει και την αόρατη διάστασή του. Το φως επιτελεί δύο λειτουργίες: από τη μια, φωτίζει και προβάλλει τα στοιχεία εκείνα που συνιστούν ένα φυσικό τοπίο και, από την άλλη, με την παρεμβολή του μεταμορφώνει το τοπίο, του αλλάζει χαρακτήρα και από φυσικό το κάνει μεταφυσικό.
Παράδειγμα των δυο αυτών λειτουργιών του φωτός αποτελεί το χωρίο 3 [20], στ. 19 – 4 [21], στ. 8. Εδώ το φως αρχικά φαίνεται ότι – ως φως των άστρων – δεν επιδρά πέρα από τα πλαίσια της φυσικής διάστασης του τοπίου. Όμως αυτή η εντύπωση γρήγορα διαλύεται: «κάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε τη φύση…», μια σιωπή ιερή απλώνεται κι αμέσως μετά το φως απλώνεται, «ανακατώνεται» με τα στοιχε-ία της φύσης και σαν αποτέλεσμα αυτής της ανάμειξης έχουμε την υλοποίηση του φωτός, τη σωμάτω-σή του μέσα από τη φεγγαροντυμένη. Με αυτόν τον τρόπο το φυσικό τοπίο μέσω της επίδρασης του θείου φωτός γίνεται χώρος πνευματικός κι ο ποιητής δε διακινδυνεύει την πιθανότητα να περάσει αυτή η κατάσταση της μετουσίωσης απαρατήρητη και γι’ αυτό τη δηλώνει καθαρά: «Τότε από φως μεσημερ-νό η νύχτα πλημμυρίζει». Το «βίωμα του μεσημεριού» είναι βίωμα μεταφυσικό. Η προνομιακή αυτή ώρα του ύψιστου και μέγιστου φωτός γίνεται μια ώρα αποκαλυπτική του απόλυτου μέσα στο οποίο το άτομο αφομοιώνεται, με αίσθημα μακαριότητας αφήνει την ατομικότητά του και ενώνεται μ’ αυτό, ε-νώνεται με την άπειρη και άχρονη φύση, που δεν είναι παρά «κτίσμα» του Απόλυτου, του θείου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου