Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

"Τα κάλαντα", του Στρατή Τσίρκα

 
Το μεγάλο το ζήτημα, καταλαβαίνεις, ήταν το ταμπούρλο: Aν είχες ταμπούρλο, η δουλειά ήταν τελειωμένη. Σύντροφο έβρισκες αμέσως και το φανάρι δεν κόστιζε παραπάνω από ένα γρόσι. Eκείνη τη χρονιά ο πατέρας έκανε ένα μεγάλο έξοδο. Tο μεσημέρι της παραμονής της Πρωτοχρονιάς μου έφερε ένα ταμπούρλο! Mικρούτσικο, βέβαια, και τενεκεδένιο.
- Έτσι δεν θα το σπάσεις εύκολα, μου είπε.
- Mα εγώ κατάλαβα πως ήταν από οικονομία. Tα πέτσινα ταμπούρλα εκείνα τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο κόστιζαν έναν κόσμο λεφτά.
Πήγα και βρήκα αμέσως το φίλο μου το Mιχάλη. Ήταν το παλικάρι της γειτονιάς κι ο καλύτερος σύντροφος για τα κάλαντα. Συχνά τύχαινε να μας ριχτούν τα αραπάκια στις γειτονιές και να μας σκίσουν το φανάρι ή να σπάσουν το ταμπούρλο. O Mιχάλης ήταν πολύτιμος.
- Tο ταμπούρλο το έχουμε, του φώναξα. Bγαίνουμε απόψε;
O Mιχάλης δέχτηκε αμέσως. Eίπε, όμως, πως έπρεπε να πάρουμε μαζί μας και τον αδερφό του, τον Δημήτρη. Ήταν καλλίφωνος, λέει, και θα βοηθούσε πολύ στη δουλειά. H αλήθεια είναι πως ο Δημήτρης τραγουδούσε σαν άγγελος. Σου ‘φτανε να τον ακούσεις να ψάλλει μια φορά Tη Yπερμάχω ή να διαβάζει τον «Aπόστολο» για να προτιμήσεις αμέσως τον Άγιο Kωνσταντίνο όπου εκείνος έψαλλε από τον Aϊ Nικόλα. Mα η πρόταση του Mιχάλη είχε κάποια υστεροβουλία: Tα λεφτά που θα κερδίζαμε θα μοιράζονταν στα τρία. Eκείνα θα έπαιρναν τα πιο πολλά κι εγώ, μ΄ όλο το ταμπούρλο μου, τα πιο λίγα.
Kι όμως, χωρίς κανένα δισταγμό, δέχτηκα. Tόση ήταν η αγάπη που του είχα κι ο θαυμασμός μου! Ξεκινήσαμε βραδάκι. O Mιχάλης φορούσε ένα μαύρο μακρύ παλτό, που φούσκωνε κωμικά στην κοιλιά του, σκεπάζοντας το ταμπούρλο. Σ’ εμένα ξέπεσε το χάρτινο φαναράκι κι η φροντίδα να τα αναβοσβήνω κάθε τόσο. O Δημήτρης, σαν πρίγκιπας, με τα όμορφα μάτια του και τη γλυκιά φωνή του, είχε τα χέρια του στις τσέπες και πήγαινε στο δρόμο πότε πιο μπροστά, πότε πιο πίσω μας, σάμπως να μην μας ήξερε. O Mιχάλης τον πείραζε λέγοντάς του πως έκανε τον κόντε για χατίρι της Pηνούλας. Mα πέρασαν πολλά χρόνια από τότε για να καταλάβω τη σημασία αυτού του πειράγματος. H «πελατεία» του Mιχάλη και του Δημήτρη ήταν η περισσότερη από τις φτωχογειτονιές. Oι εισπράξεις μέτριες. Λέγαμε κι «ευχαριστώ» αν τύχαινε να μας δώσουν κανένα γροσάκι εκτός από τα φουντούκια και τα αμύγδαλα. Tότες εγώ τους τράβηξα στις αριστοκρατικές γειτονιές. Aυτό ήταν ένα μυστικό δικό μου. Mέρες τώρα το φύλαγα. Στο κουρείο του πατέρα μου έρχονταν όλο γιατροί και δικηγόροι. Aπό μέρες τώρα με ρωτούσαν:
- E, πιτσιρίκο, δε θα ‘ρθεις να μας τα πεις;
Eγώ απαντούσα αόριστα. Σημείωνα, όμως, το όνομα και φρόντιζα να μάθω τη διεύθυνση. Eτσι, στην πιο απελπιστική στιγμή της «επιχείρησης» ξεφούρνισα στους φίλους μου μια λίστα με έξι – εφτά ονόματα γενναία.
- Πάμε, τους είπα, παίρνοντας ύφος προστατευτικό.
- Tι λες, μωρέ! Φώναξαν κι οι δυο τους. Θα μας διώξουν με τις κλοτσιές.
- Έγνοια σας, είπα εγώ. Ξέρω τη δουλειά μου.
H δουλειά μου ήταν, μόλις άνοιγε η πόρτα, να ειδοποιώ πως ο Tάκης ο γιος του Kυρ Στέφανου, του μπαρμπέρη, ήρθε να πει τα κάλαντα. Έτσι τα πήγαμε θαυμάσια. Tα σελινάκια ήρθαν να σκεπάσουν τα γροσάκια των φτωχογειτονιών.
Mα, ένα πράγμα δεν μου άρεσε: Στα σπίτια αυτά που πηγαίναμε, σαν άκουγαν ποιος είναι έξω, με φώναζαν να μπω μέσα, ενώ τους φίλους μου τους άφηναν στην πόρτα. Mε φίλευαν ιδιαίτερα και μου έδιναν στο χέρι, κρυφά, κανένα σελίνι, λέγοντας μου πως αυτό είναι «δικό μου, μόνο δικό μου».
Θυμήθηκα το κόλπο του Mιχάλη που μου επέβαλε το Δημήτρη. Όμως, η καρδιά μου δεν βάσταξε και τους τα ομολόγησα όλα αμέσως. Kι έτσι τα ιδιαίτερά μου μπήκαν στον κοινό κουμπαρά. Όλα θα τελείωναν μια χαρά, θα περνούσαμε φίνα την επαύριο, με κινηματογράφο κ.λπ. κ.λπ., αν στο γυρισμό, εκεί στα μπαξεδάκια του Mαρουφιού, δε συναντούσαμε το Στραβοσπύρο με την παρέα του.
O Στραβοσπύρος ήταν ένας ίσαμε κει πάνω, μόρτης και βλάσφημος. Tις Kυριακές στον Άγιο Kωνσταντίνο πουλούσε κουλούρια της κανέλας. Mαζί του και δυο άλλο -Παναγιά μου φύλαγε!- που κουβαλούσαν μια λατέρνα κι ένα φανάρι τζάμινο, στολισμένο με λογής – λογής κορδέλες και χαρτιά. Tι ήθελε ο Δημήτρης σ’ εκείνη τη σκοτεινή γωνιά να πάει να τους παινευτεί για τις εισπράξεις μας; Ωσπου να το πάρουμε χαμπάρι, μας είχαν βάλει κάτω, μας πήραν τα λεφτά και μας σπάσαν και το ταμπούρλο. Tι μπορούσε να του κάνει κι ο Mιχάλης το παιδί μ’ αυτούς τους νταγλαράδες.
Eγώ, κλαίγοντας και βαστώντας πάντα το χάρτινο σβησμένο φαναράκι μου, τράβηξα για το σπίτι. O Mιχάλης κι ο Δημήτρης, όμως, πήραν στο κατόπι τους μόρτες, καλώντας, άδικα, τους τσαούσηδες να τους πιάσουν.
Δεν ξέρω πως τέλειωσαν οι φίλοι μου. Δε ρώτησα ή δε θυμάμαι πια. Eκείνο που θυμάμαι πολύ καλά είναι πως πέρασα τις γιορτές γεμάτες πίκρα και θλίψη απαρηγόρητη. Tο παιδικό μυαλό μου δεν μπορούσε να παραδεχτεί τότε πως υπήρχαν κι άλλοι πιο δυστυχισμένοι από μένα και πως το περιστατικό με το Στραβοσπύρο ήταν ένα απειροελάχιστο παράδειγμα της αδικίας και της βίας που βασίλευε και βασιλεύει ακόμα στον κόσμο.

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

Παράλληλη ανάγνωση του ποιήματος "Όνειρο" του Μίλτου Σαχτούρη με το "Το αμάρτημα της μητρός μου"

Μίλτος Σαχτούρης, Όνειρο

Ένα μικρό σε μια κούνια είναι πεθαμένο.  
Μια μαυροφόρα (πιθανώς η μάνα του) κάθεται αποπάνω του και κλαίει με λυγμούς. Έπειτα σιγά σιγά το σηκώνει, το βάζει κάτω… το μικρό σαν παραζαλισμένο αρχίζει να περπατάει.  
—Δες, λέω, είναι πεθαμένο κι όμως περπατάει…


Κοινό μοτίβο και στα δύο κείμενα αποτελεί ο θάνατος δύο βρεφών στο κρεβάτι και στην κούνια τους αντίστοιχα. Κοιμούνται αλλά δεν θα ξυπνήσουν ποτέ. Ο θάνατος τα βρίσκει την πιο γλυκιά ώρα του γαλήνιου ύπνου τους κι έτσι ανεπαισθήτως διαβαίνουν την πύλη του αιώνιου ύπνου.

Στο πεζόμορφο ποίημα του Σαχτούρη δεν προσδιορίζεται η αιτία του θανάτου, μένει κρυφή, ένα μυστήριο. Ίσως και να μην έχει καμιά σημασία. Στον Βιζυηνό είναι η εγκληματική αμέλεια της ίδιας του της μάνας που  στέρησε τη ζωή από την Αννιώ.

Γι' αυτό και στο ποίημα η μάνα δεν κατηγορεί τον εαυτό της, σπαράζει από το κλάμα και τον πόνο, σε αντίθεση με τη μάνα του Βιζυηνού που ξεσπά μεν σε λυγμούς, αλλά εκεί η παρουσία του πατέρα τής επισημαίνει το σφάλμα της και την προφυλάσσει από την κοινωνική κατακραυγή.

Κοινό μοτίβο πάντως αποτελεί η αντίδραση των μητέρων. Στην προσπάθειά τους να ξορκίσουν το κακό που τις βρήκε, υποκαθιστούν την απώλεια, με τις υιοθεσίες η μάνα του Βιζυηνού και με την καταφυγή στον κόσμο του ονείρου και της φαντασίας η μάνα στο ποίημα.

Η άρνηση της πραγματικότητας οδηγεί τη μία μητέρα στη σιωπή και στην απόκρυψη του ένοχου μυστικού εκείνης της μοιραίας νύχτας, ενώ τη μητέρα στο "Όνειρο" την οδηγεί στη δημιουργία ενός άλλου κόσμου, φαντασιακού και παραμυθητικού.

Η μάνα του Βιζυηνού βιώνει μια δική της πραγματικότητα, γεμάτη αποσιωπήσεις και ενοχές, ενώ η άλλη μάνα αρνείται να αποδεχτεί το μοιραίο γεγονός, τη στιγμή που το υποκείμενο της ποιητικής αφήγησης μάλιστα τής συμπαραστέκεται, ενώ ο σύζυγος της Δεσποινιώς αποστασιοποιείται ψυχικά και της καταλογίζει την απόλυτη ευθύνη.

Τέλος, ειδικά για το ποίημα του Σαχτούρη, μπορεί να ειπωθεί πως από τον τίτλο (που λειτουργεί προ-αναγνωστικά) καταλαβαίνουμε τη φύση του ποιητικού λόγου, ο οποίος έχει τη δύναμη να ανατρέπει τη φυσική τάξη του κόσμου και να νικά ακόμα και τον θάνατο. Άλλωστε η ποίηση, η τέχνη ευρύτερα, δημιουργώντας μια νέα πνευματική τάξη, αντιστέκεται στη φθορά και την προσωρινότητα του υλικού κόσμου. Σ' αυτό το σημείο, λοιπόν, το "Όνειρο" συναντιέται με "Το αμάρτημα της μητρός μου". Ο Βιζυηνός αντλώντας υλικό από την οικογενειακή του τραγωδία μνημειώνει λογοτεχνικά την ακούσια παιδοκτονία της μητέρας του, "ζωντανεύοντας" τους ήρωες και τις περιπέτειές τους.

 

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Περιμένοντας άλλες μέρες

Η ομιλία του Γιώργου Μακρίδη (Δρ. Κοινωνιολογίας, ερευνητή, Διευθυντή στο 3ο ΓΕΛ Κερατσινίου) στη βιβλιοπαρουσίαση της συλλογής διηγημάτων 'δημόσιες ιστορίες', στον Πειραιά (23/11/13)


Συνολική αποτίμηση

Πρόκειται για 16 δημόσιες ιστορίες, όπου το σκηνικό που διαδραματίζονται είναι τόσο δυνατό που η αντίδραση των ηρώων δεν είναι απλά αναμενόμενη για τον αναγνώστη αλλά επιβαλλόμενη. Αυτό που δεν γνωρίζει είναι η κατεύθυνση και η ένταση που θα δοθεί από τον συγγραφέα, που δεν περιγράφει απλώς τις ιστορίες, αλλά τις συνθέτει κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να προκαλεί το ενδιαφέρον αλλά και την ανησυχία του αναγνώστη…
Ο Χριστόπουλος με το να προβάλλει τόσο έντονα το κοινωνικό και κυρίως τις νοητικές δομές και την κυρίαρχη κουλτούρα, αγγίζει πτυχές της καθημερινότητάς μας, αλλά και των ενοχών που έχουμε γι’  αυτή την κατάσταση. Όλοι γνωρίζουμε την πραγματικότητα, ακόμα κι αν αυτή είναι μια κατασκευή, όπως είναι και η «κοινή γνώμη».
Αν προσπαθήσουμε να δούμε τις Δημόσιες Ιστορίες στα πλαίσια της δικής μας εμπλοκής, τότε μπορεί και να βρούμε πολλά άλλοθι. Αν όμως αναζητήσουμε την αλήθεια και τα πραγματικά αίτια αυτής της κατάστασης, τότε θα δούμε ότι τα πρόσωπα υποδύονται ρόλους, που εμείς τους δώσαμε κάνοντας μια κρυφή συμφωνία χωρίς να συναντηθούμε. Συνήθως το θύμα είναι ο αδύνατος, ο ευαίσθητος, ο διαφορετικός, ο ξένος, ο «άλλος»… αυτός που δεν άρπαξε τις ευκαιρίες του συστήματος… αυτός που υπάρχει για να εκτονώσουμε την αγανάκτησή μας και τα νεύρα μας… αυτός που μας οδηγεί στη φυγή μας απ’ την αλήθεια και την πραγματικότητα. Αυτός ο «άλλος» είναι και η λύτρωσή μας, αλλά και η παράταση της αγωνίας μας μήπως αποκαλυφθούμε…
Όχι ο Χριστόπουλος δεν καλύπτει, αποκαλύπτει… παρουσιάζει το σκηνικό με τέτοιο τρόπο που δεν επικεντρώνεσαι στο όνομα του ήρωα, αλλά στο κατά πόσο η δράση του διαμορφώνεται απ’  αυτό.
Η ερμηνεία ακουμπάει στον αναγνώστη, γιατί αυτός εμπλέκεται συνειδητά ή ασυνείδητα στις ιστορίες αυτές, γιατί αυτές είναι δημόσιες. Η προσέγγιση γίνεται στο μεσοδιάστημα μεταξύ κοινωνίας και ανθρώπου… Η αναζήτηση του «κοινωνικού Είναι» εστιάζεται στο κατά πόσο αυτό διαμορφώνει τη Συνείδηση… Προσεγγίζει δηλαδή τη διαδικασία με τρόπο κοινωνιολογικό χωρίς να κοινωνιολογίζει, δίνει έμφαση στην αλληλεπίδραση κοινωνίας – ατόμου, αλλά και στη διάκριση ατόμου – προσωπικότητας. Κι ενώ προετοιμάζει το έδαφος για την επικείμενη αντίδραση των κομπάρσων – πρωταγωνιστών, αφήνει στον αναγνώστη την ερμηνεία της αντίδρασής τους ευαισθητοποιώντας τον, γιατί δεν μπορεί να παραμένει αμέτοχος και αποστασιοποιημένος σε μια σκληρή και α – νόητη πραγματικότητα, που βέβαια μπορεί να αλλάξει εάν ο ίδιος αφυπνιστεί.
Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι ότι «οι ζωές των άλλων» μας ενδιαφέρουν με τη μορφή ενός κοινωνικού ή πολιτικού κουτσομπολιού, αλλά το πώς αυτές διαπλέκονται ή καλύτερα αλληλεπιδρούν με τις δικές μας, ακόμα κι αν δεν υπάρχει κοινωνική επαφή. Αποτελούν αφορμή για αναθεώρηση ή επαναπροσδιορισμό της στάσης μας αλλά και της κουλτούρας μας. Ίσως γιατί παλεύουν διαλεκτικά ο τυπικός με τον ουσιαστικό ρόλο, το σώμα με την ψυχή, η ύλη με το πνεύμα…

Το ροτβάιλερ (διήγημα 1)
Στο ροτβάιλερ παρουσιάζει όλα τα υλικά που συνθέτουν τη διαδικασία του περάσματος απ’ τα αρνητικά στερεότυπα στην προκατάληψη και από εκεί στον ρατσισμό και το φασισμό.
Στο πρόσωπο του Χριστόφορου αποτυπώνεται η ιστορία χιλιάδων ανθρώπων και κυρίως ο τρόπος που διαμορφώνεται η κοινωνική τους στάση και συμπεριφορά. Προσεγγίζονται με αξιόλογο τρόπο οι αιτίες του περάσματος στην εγκληματική πράξη, πώς δηλαδή το θύμα γίνεται θύτης… Πώς φτάσαμε στο φαινόμενο της «χρυσής αυγής», πώς δηλαδή οι πρωταγωνιστές των εγκληματικών πράξεων υπήρξαν κομπάρσοι ενός σάπιου συστήματος… Μιας κοινωνίας που κατασκευάζει τον εγκληματία μέσα από ψυχοκοινωνικούς μηχανισμούς, που όλοι συνειδητά ή ασυνείδητα τους στηρίζουμε και μάλιστα τους ενισχύουμε με την αδιαφορία μας. Το έγκλημα της κοινωνικής αντίδρασης και η θεωρία του ετικεταρίσματος, βρίσκονται στο προσκήνιο για να εξηγήσουν το πώς φτάσαμε έως εδώ…
Όλοι παρατηρούσαμε και όλοι γνωρίζαμε, όμως το ροτβάιλερ από τη μία το θαυμάζεις και απ’ την άλλη το φοβάσαι… Όλα τα υλικά σε παράθεση ξετυλίγουν το κουβάρι της γνωστής υπόθεσης και ερμηνεύουν τα γεγονότα… Η προβληματική κοινωνικοποίηση αρχίζει με τις εκ γενετής ιδιότητες και τις αμαρτίες γονέων δίνοντας το πρώτο στίγμα… (Όταν ήταν πιτσιρίκος τ’ άλλα παιδιά τον χλεύαζαν. «Μπάσταρδε μπινέ πουτάνας γιε», έφτυναν μια μια τις λέξεις στα μούτρα του). Ακολουθεί η απόρριψη από το σχολείο με όλες τις συνέπειες που έχει αυτή από έναν καθιερωμένο κοινωνικό θεσμό αλλά και ΙΜΚ… («Χριστόφορος ο κυνοκέφαλος» τον φώναζε μια θεολόγος στο γυμνάσιο κι από τότε οι συμμαθητές του τον γάβγιζαν)… «Πάλευε όλη μέρα με τους δαίμονές του»… «Το κεφάλι κρεμασμένο, τα χέρια σε υποστολή»… «Το μυαλό θολωμένο… το μέσα του άδειο, το ξέρει ότι κάτι δεν πάει καλά κάτι τον πνίγει και στο τέλος θα ξεφύγει»… Η μουντζούρα του συνεργείου μαύριζε τα χέρια του, όμως το πρόβλημα στην επικοινωνία του και η ερωτική του αποστέρηση μαύριζε και την ψυχή του. (Τα κορίτσια λες και τα ντρεπόταν, τα απόφευγε…) Κολλημένος στο PC του και σε μόνιμη έπαρση μόνο η γαλανόλευκη – η αγαπημένη όλων. Η αναζήτηση του εσωτερικού εχθρού στο όνομα της υπεράσπισης της πατρίδας έδωσε νόημα στη ζωή του.
Μέσω του εκπαιδευτή του, αλλά και νονού του – αφού αυτός τον βάπτισε Ροτβάιλερ, έγινε ένας άλλος διαφορετικός άνθρωπος, που κτυπούσε ακαριαία τους εχθρούς της πόλης και την έκανε γρήγορα… Αφομοίωσε γρήγορα και ως υπάκουος και καλός μαθητής έμαθε παραμυθάκι για την προδοσία του Εφιάλτη, Τη νύχτα των κρυστάλλων έως και την Πηγάδα του Μελιγαλά. Έτοιμο το ιδεολογικό πλαίσιο, αναγνωρίσιμος και ο εχθρός – κάθε τι ξένο που επιβουλεύεται την ασφάλεια της πατρίδας και την τιμή της οικογένειάς του – «προστάτης από ανάγκη». (Πιστό σκυλί πεισματάρικο με έντονο το ένστικτο της προστασίας, έλεγαν τα’ αφεντικά του, που ένιωθαν τυχερά με τον ολοκληρωτικό έλεγχο που είχαν πάνω του. Η πατρίδα έχει άλλωστε ανάγκη από πειθήνια, εργατικά σκυλιά. Ήρεμος, σοβαρός, με τόλμη και αυτοπεποίθηση, θα ’κανε τα πάντα για να την προστατέψει).
Έτοιμο και το σκηνικό – στις λαϊκές περιοχές του Περάματος, εκεί που τα νέα λαϊκά στρώματα διαμορφώνουν διαφορετική πολιτική κουλτούρα από τα παραδοσιακά. Εκεί που κτυπά την πόρτα η εργασιακή επισφάλεια, η ανέχεια, η φτώχεια. Εκεί που γεννιέται ο γιος της πλύστρας – ο μεγαλύτερος εχθρός της δημοκρατίας (Ντοστογιέφσκι). Εκεί που έπεσαν οι προβολείς των μέσων μαζικής ενημέρωσης το τελευταίο διάστημα – Πέραμα, Κερατσίνι, Νίκαια... εκεί που ένας άλλος σουγιάς αφαίρεσε τη ζωή ενός νέου ανθρώπου. Τι σημασία έχει αν ήταν σουγιάς κρητικός ή χαρισμένος από κάποιον, σημασία έχει η απώλεια ενός ανθρώπου σηματοδότησε τον εκφασισμό της καθημερινής μας ζωής...

(Συνέχεια από το «ροτβάιλερ» στο διήγημα 5 «ξέρει αυτός από δέντρα και λιπάσματα»)

Κι όμως η απάντηση στη βία δεν μπορεί να είναι η βία... Ως συνέχεια από το «ροτβάιλερ», διαβάζουμε από κάποιον που ξέρει από δέντρα και λιπάσματα, άλλωστε αυτή η ιστορία είναι παλιά «Το μάρμαρο έχει ποτίσει αίμα... (Ο θάνατος νέων ανθρώπων μοιάζει ανεξήγητα τραγικός και άδικος. Το αίμα, λένε, είναι το λίπασμα της γης, για να καρπίσει το δέντρο. Ανοησίες! Τόσο αίμα έχει χυθεί και τούτη η καταραμένη γη ακόμα διψασμένη και στέρφα είναι... Το αίμα φέρνει αίμα… Τα δέντρα μπορούν να καρπίσουν μόνο στο κατάλληλο έδαφος και όταν οι ρίζες βρίσκουν χώρο ν’ απλωθούν. Ελευθερία, καθαρό αέρα και άπλα χρειάζονται. Και μπόλικο νερό).
Οι απώλειες και οι απουσίες πονάνε το ίδιο… Οι ασπίδες δεν είναι αρκετές για να μας προστατέψουν και ιδιαίτερα όταν ακρωτηριάζουμε τους ποιητές μας και τις ιδέες τους.

Χεριών αφηγήσεις (διήγημα 6)
Μέσω αυτού του ευφυέστατου διηγήματος ο Χριστόπουλος προσεγγίζει τη σύγχρονη ιστορία μας με έμφαση στο συμβολικό στοιχείο και τις νοηματοδοτήσεις των χεριών, της κίνησης ή της ακινησίας τους. Οι των «χεριών αφηγήσεις» δείχνουν με εύστοχο τρόπο τη σχέση νοητικών και κοινωνικών δομών, τη διαπάλη του «κοινωνικού Είναι» με την ανθρώπινη συνείδηση, τη μετεξέλιξη της ιδεολογικής σύγκρουσης σε ιδεολογική σύγχυση, την ενσωμάτωση σ’ ένα σύστημα που οδηγεί στην ακινησία, στην απραξία, στην αλαλία κι εντέλει στο θάνατο.
Οι ρόλοι δοσμένοι για τα δύο χέρια και σαφής ο διαχωρισμός τους, όπως και ο αξιακός τους προσανατολισμός. (Το αριστερό, πιο γυμνασμένο, να κρατά ψηλά τις σημαίες, το δεξί, πιο επιδέξιο, να βάζει βαθιά τα χρήματα στην τσέπη. Το αριστερό, πιο μυώδες, να σφίγγει τη γροθιά, το δεξί, πιο ακριβές, να βάζει σφραγίδες και υπογραφές. Το αριστερό να ανάβει το φως, το δεξί να το σβήνει…). Κι όμως παλαιότερα αναπτύχθηκε το όραμα για μια καλύτερη έως ιδανική κοινωνία, όπου ο ένας ζει για τον άλλον, όπου το δικαίωμα στη διαφορά γίνεται ενότητα στη διαφορά, όπου ο ένας συμπληρώνει τον άλλον, όπου ο ένας θυσιάζεται για τον άλλον, γιατί η έσχατη αλλοτρίωση (όπως έλεγε ο αείμνηστος Κωστής Μοσκώφ) είναι να μην αγαπήσεις μανικά, ίσως γιατί πίσω απ’ το Εσύ κρύβεται το συλλογικό Εμείς και ο δρόμος για τη χειρ-αφέτηση και την ελευθερία, έξω από νόρμες και φόρμες.
Κάπου εδώ τελειώνει το όνειρο κι έρχεται η προσωπική Ιστορία να μας προσγειώσει και να μας οδηγήσει στην αλλαγή χρήσης των χεριών μας, μέχρι που φτάσαμε στην ακινησία και στο ζωντανό θάνατό μας. Τα «ικανά χέρια» που ήταν «έτοιμα να σηκώσουν το φως όλου του κόσμου», εξαργύρωσαν τους αγώνες τους και κυρίως την απώλεια του (δρομο)δείκτη του αριστερού χεριού. Χάθηκε ο προσανατολισμός και η λαβωμένη αριστερά έπαψε ν’ αποτελεί το αντίπαλο δέος αλλά και την ελπίδα δίνοντας χώρο στη Μελαγχολική Δημοκρατία (σύμφωνα με τον Πασκάλ Μπρυκνέρ). Το ατομικό επικράτησε του συλλογικού κι ήρθε ο συμβιβασμός. Η επιτυχία πλέον μετριέται με το πόσα χρήματα βγάζεις, η αριστερά μπήκε κι αυτή στο παιχνίδι… (Μια μέρα που το δεξί, με τη βοήθεια του λειψού πια αριστερού, μετρούσε χαρτονομίσματα, μια ανεξήγητη έλξη του ασκήθηκε. Η υφή του χαρτιού θώπευσε την αριστερή παλάμη κι εκείνη άρχισε να ερωτοτροπεί μαζί του…).
Όμως η δεξιά βρήκε ευκαιρία ν’ αποκτήσει δύναμη (εξουσία) και πλέον απαιτεί όλο και περισσότερα, ενώ η αριστερά επαιτεί για τα χαμένα κοινωνικά δικαιώματα…
Στη συνέχεια τα γεγονότα φωτογραφίζουν πρόσωπα γνωστά και οικεία λόγω της τηλεόρασης, η υπόθεση «καθαρά χέρια» στο Υπουργείο ανακάλυψε λαθροχειρία πολλών δισεκατομμυρίων. Στο στόχαστρο του οικονομικού εισαγγελέα μπαίνουν υπουργοί, βουλευτές, γραμματείς… Η προβολή του σκανδάλου στα ΜΜΕ αρρωσταίνει τον μέχρι πρότινος πρωταγωνιστή… Οι άνθρωποι που δεν είναι τώρα του χεριού του τον συλλαμβάνουν… Όταν κατέρρευσε πλάκωσε τα χέρια του κι έτσι τα διαφύλαξε στην απραξία και την ακινησία… Το ζητούμενο είναι σε τι κατάσταση βρίσκονται τα δικά μας χέρια…

G.O.A.T. (διήγημα 15)
Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Φουκώ είχε πει ότι «η ταυτότητα είναι μία διαδρομή», ενώ ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Παρκ ότι ο μετανάστης είναι ένας «οριακός άνθρωπος». Στο διήγημα G.O.A.T., από το Greatest Of All Times (προσωνύμιο του πρωταθλητή στους αγώνες μοτοσυκλέτας Βαλεντίνο Ρόσι), ο Χριστόπουλος περιγράφει την προσπάθεια του Λευτέρη να αποκτήσει την κοινωνική του ταυτότητα καλύπτοντας την απόσταση και μένοντας εντός ορίων… Όμως η απόσταση δεν καλύφτηκε, αν και προσπάθησε πολύ, οπότε με τέρμα τα γκάζια προτίμησε ο Λευτέρη την ελευθερία του. Μέσα από το διήγημα αυτό ο συγγραφέας προσεγγίζει τον «άλλον», τον «ξένο», τον «διαφορετικό»… που όταν καταξιώνεται νιώθουμε ότι απειλείται η κυριαρχία μας, ενώ όταν κινδυνεύουμε από τις ατασθαλίες μας, τα αμαρτήματά μας ή την ανεπάρκειά μας, τότε γίνεται ο εύκολος στόχος, ο εχθρός μας.
Όμως, έτσι δεν γίνεται τις περισσότερες φορές;
Για να κρύψουμε την ανεπάρκειά μας ανακαλύπτουμε εχθρούς κι όταν αυτοί λειτουργούν έξω από την κυρίαρχη κουλτούρα, τότε τους εξοντώνουμε για να παρατείνουμε τη ματαιοδοξία μας.
Κάπως έτσι έγινε και στην περίπτωση του Λευτέρη, που τον βάπτισε ένοχο το αφεντικό του για να καλύψει τις παρανομίες του και να επιβεβαιωθεί η θεωρία του ετικεταρίσματος.
(Ήταν Αλβανάκι. Κάτι είχε υποψιαστεί αυτός. Ο νους του δεν το χώραγε. Από μικρό τον είχε στο μαγαζί και πρέφα δεν πήρε. Το κωλόπαιδο! Μα έτσι είναι οι Αλβανοί. Δαγκώνουν το χέρι αυτού που τους ταΐζει Αλλά τώρα ο πούστης θα σαπίσει στη φυλακή…).  
Κι όμως ο Λευτέρη αγωνίσθηκε, πάλεψε με νύχια και με δόντια για να κερδίσει τον σεβασμό των πελατών, στο συνεργείο που δούλευε… Για να κρατήσει με αξιοπρέπεια την κοπελιά του, ακόμα κι όταν τα όργανα της τάξης τον εξευτελίζανε στο αλκοτέστ που του κάνανε… Με τη μηχανή του είχε ένα ξεχωριστό δέσιμο, δεν ήταν απλώς το μέσο για την απογείωση της αδρεναλίνης. Ήταν αυτό που λέμε μαζί στη ζωή, μαζί και στο θάνατο…
  (Καβαλικεύοντας την πιστή μηχανή του ένιωθε σαν τον Αλέξανδρο πάνω στον Βουκεφάλα που όλους τους νικά. Το μόνο που θυμάται απ’ το δημοτικό είναι η ιστορία του μεγάλου στρατηλάτη και η απέραντη αγάπη για τ’ άλογό του. Να πεθαίνει αυτό για σένα, να πεθαίνεις εσύ γι’ αυτό…). Ο ένας έδινε φτερά στον άλλον. Με τα γκάζια προσέγγιζαν τη ζωή χωρίς όρια και με τις σούζες την αγιότητα της στιγμής, κάτι σαν λιτανείες στους αγγέλους. Με την ταχύτητα άδειαζε το μυαλό του από τις τραυματικές του εμπειρίες… Με αυτήν και μόνο με αυτήν άγγιξε την αιωνιότητα, κάπου εκεί, κοντά στις ιερές ελιές, ως δαφνο-στεφανωμένος «άλλος» Αλέξανδρος…
Ματωμένο μέταλλο (διήγημα 4)
Στο διήγημα «ματωμένο μέταλλο» η Αργυρώ και ο Ευτύχης, αφού έζησαν μια «νόθα ευημερία» τώρα εκποιούν όσο όσο τα πιο τρελά τους όνειρα. Τόπος συνάντησης ένα απ’ τα πολλά ενεχυροδανειστήρια, που ξεφυτρώνουν σε αρκετά σημεία της πόλης.
Οι συνέπειες της «νόθας αστικοποίησης» στον άνθρωπο και τη νοοτροπία του. Ο Χριστόπουλος προσεγγίζει τον κόσμο των ψευδαισθήσεων και της «φούσκας», τον τρόπο της δημιουργίας του, αλλά και την έκπτωσή του. Η προσπάθειά των ανθρώπων να διατηρήσουν ένα πλούσιο και έντονο στη φόρμα οικοδόμημα, χωρίς βάσεις θα αποβεί μοιραία για το image και το prestige τους.
Ο Ευτύχης έζησε το μύθο της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας μέσα από το παραμύθιασμα των μηχανισμών της αγοράς… (Μετοχές, ομόλογα, τοξικά παράγωγα, off shore, γκάτζετ, σπορ αυτοκίνητα, ρόλεξ, πανάκριβα ρούχα, ταξίδια σε όλο τον κόσμο, διώροφη μεζονέτα, επώνυμα έπιπλα-έργα τέχνης…). Και ο Χριστόπουλος εμβαθύνει στο πώς περάσαμε απ’ το «Σκέφτομαι, άρα υπάρχω» στο «Καταναλώνω, άρα υπάρχω» και φυσικά στο «shopping therapy». Οι έννοιες της τιμής και της αξίας, της αξίας και της υπεραξίας, του ακραίου ατομικισμού και της συλλογικότητας λειτουργούν ως δίπολα, που για τον Ευτύχη εξαφανίζονται στην κατεύθυνση του «Ζήσε και άσε τους άλλους να πεθάνουν». Άλλωστε έχει και ιδεολογική κάλυψη… (Οι νόμοι της ελεύθερης αγοράς, έλεγε, προνοούν ώστε κανείς άξιος κι εργατικός να μην πεινάσει. Αν είσαι ικανός, μπορείς να καταφέρεις τα πάντα…). Ο Ευτύχης αναζητά την ευτυχία και η Αργυρώ τα αργύρια… Σε συνθήκες «ρευστής νεωτερικότητας» οδηγούνται στον εφήμερο καταναλωτισμό, που τους ελέγχει και τους δεσμεύει υποσυνείδητα, ενώ δεν τους αφήνει να απελευθερώσουν τη δημιουργική τους ενέργεια, αφού έχουν χάσει την ψυχική και συναισθηματική τους βάση. Τον Ευτύχη τον ενδιαφέρει αποκλειστικά το image του… Το «φαίνεσθαι» κυριαρχεί του «Είναι»… Το αντικείμενο φετιχοποιείται – με το ρόλεξ του ένιωθε δυνατός και εκλεκτός… (Κάσα από ατσάλι, χρυσή στεφάνη 18 καρατίων, κρύσταλλο από ζαφείρι, μπρασελέ ανοξείδωτο ατσάλι 18 καρατίων…).  Ένα ματωμένο μέταλλο, που από πίσω του κρύβονται εκτός από την τυπική εργασία, η μέγιστη εκμετάλλευση και οι ανθρωποθυσίες…
Κι όμως αυτό που συμβαίνει στη συνέχεια, δηλαδή η πτώση, καλύτερα η «έκπτωση», η αποκαθήλωση, το βίωμα τού «ο βασιλιάς είναι γυμνός» πλήττει προσωπικά το άτομο Ευτύχη και όχι το σύστημα και τις αντιφάσεις του… Αντίθετα το σύστημα του αποδίδει προσωπικές ευθύνες και τον παροτρύνει ακόμα και τώρα, στην έσχατη αλλοτρίωσή του, να γίνει περισσότερο ευέλικτος, να αλλάξει look, να γίνει πιο sport, να διατηρήσει αλώβητο το image του…
Ο Χριστόπουλος πιάνει τον παλμό της εποχής, αλλά - το σημαντικότερο - τινάζει τη χρυσόσκονη, αποκαλύπτοντας το ότι οι ανθρώπινες τραγωδίες στήνονται με σκηνοθέτη το σύστημα, μόνο που οι ρόλοι δεν είναι θεατρικοί για να υποδύονται, αλλά κοινωνικοί και βιώνονται…
«501» (διήγημα 3)
Στο «501» είναι γνώριμο το σκηνικό, ουρές σε κάποια τράπεζα ή ταχυδρομείο… με χαρτάκι και χρόνο αναμονής, με ανθρώπινες ζωές να μπαίνουν στη λογική των αριθμών.
Όσο δεν ξέρεις είσαι ήρεμος, όμως θα μπεις στη λογική των αριθμών και στο μέτρημα του χρόνου. Το να ξεγελάς τον χρόνο με την αξιοπρέπειά σου, αποκτά νόημα το πέρασμά σου, όμως έτσι κι αλλιώς… (Όλοι πληρώνουν τον λογαριασμό. Και με πρόστιμο μάλιστα αν χρειαστεί. Η εξόφληση είναι αποκλειστικά δικός μας λογαριασμός. Δεν αφορά άλλους…).  Οι συναισθηματικές στερήσεις υπερβαίνουν σαφώς τις υλικές, οι συγκρούσεις του κόσμου της επιθυμίας αυτόν της καταστολής και αυτές των Πρέπει δεν είναι τόσο σημαντικές όσο οι απώλειες των αγαπημένων προσώπων. Όλα μέσα στο χρόνο καταγράφονται και χρεώνονται ανεξάρτητα αν υπάρχει η δυνατότητα να εξοφληθούν. Λέξεις που δεν ειπώθηκαν, σκέψεις που δεν μοιράσθηκαν, συναισθήματα που δεν εκφράσθηκαν μοιάζουν με γράμματα ανεπίδοτα, που έχουν τη δική μας σφραγίδα, έτσι για το τυπικό της υπόθεσης.
Η πληρωμή παλιών λογαριασμών, ο αγώνας και η αγωνία μιας ζωής, το μέτρημα του χρόνου και το πέρασμά του, σ’ ένα διαφορετικό απολογισμό, που στο τέλος σ’ αφήνει μία πίκρα. Έτσι κι αλλιώς «Κανείς δε γλυτώνει. Εδώ γίνεται το ξεκαθάρισμα όλων των λογαριασμών. Όλοι έχουν το χαρτάκι τους με το χρόνο αναμονής και όλοι θα περάσουν απ’ τον γκισέ»… Ακόμα κι αν αποδράσεις για λίγο, στο τέλος θα συμμορφωθείς, βέβαια γνωρίζεις ότι όσο λιγοστεύουν οι απολαύσεις τόσο λιγοστεύει και η ζωή σου. Το «όπως θέλω εγώ θα μισέψω» θυμίζει τις μικρές επαναστάσεις που κάνουμε και οι οποίες δεν καταγράφονται επίσημα. Όλα μετριούνται και αποτιμώνται, μόνο η Αγάπη δε μπαίνει στο μέτρημα.
Ο Χριστόπουλος μας οδηγεί από τη λογική και την ψυχρότητα των αριθμών, στον επόμενο τόνο, που όλοι γνωρίζουμε τι ώρα θα είναι, αλλά ελάχιστοι τη ζούμε πραγματικά. Ο χρόνος ως συμπαντικός μετριέται και υπολογίζεται, όμως οι ανθρώπινες στιγμές δεν αποτιμώνται πάντοτε χωροχρονικά.
Συμφωνία τρόμου (διήγημα 2)
Συμφωνία τρόμου: πρόκειται για την απόφαση που πρέπει να πάρει κάθε τμήμα της επιχείρησης για το ποιοι περισσεύουν, ποιοι θα θυσιαστούν για να σωθεί η επιχείρηση… Η νέα τάξη πραγμάτων δεν υπολογίζει τις ανθρώπινες ζωές κι ας είχαν αυτές επενδύσει στην επιχείρηση… (Το ένιωθαν δικό τους αυτό το μέρος, μέλος της οικογένειάς τους. Το εργοστάσιό ΜΑΣ, έλεγαν. Κάποιοι μάλιστα είχαν φτιάξει μόνοι τους μπλουζάκια με το λογότυπο της εταιρείας και κοκορεύονταν σαν τα παγόνια…). Κι όμως στο όνομα της παγκοσμιοποίησης και των νόμων της αγοράς οι μισοί θα μείνουν στο δρόμο… (ανταγωνισμός, αποτελεσματικότητα, περικοπές, εξορθολογισμός, αξιολόγηση, δείκτες ποιότητας του προσωπικού…). Στο όνομα αυτών κατάλαβαν ότι το δικό τους εργοστάσιο τους πρόδωσε και το χειρότερο είναι ότι τους οδήγησε στον αλληλοσπαραγμό… Στο όνομα της ποιότητας κάποιοι θα πεταχτούν στο δρόμο, γιατί αποτελούν φύρα, κάποιοι άλλοι ως σύγχρονοι σκλάβοι θα δουλεύουν περισσότερο χωρίς ανταμοιβή. Άλλωστε ο εφεδρικός στρατός καραδοκεί…
Βρήκαν λοιπόν τρόπο να μετρήσουν το βάρος (όχι το ηθικό) των ανθρώπων. Πέρασε η εποχή που μαζί με τα σακιά μετέφεραν και τα όνειρά τους. Τώρα ο άνθρωπος γίνεται εμπόρευμα – ταυτίζεται με το βάρος ενός σακιού… η ζωή του κρίνεται από υλικούς παράγοντες, καμία κουβέντα για συναισθηματικό ή ηθικό βάρος…
Αλήθεια, Πώς μετριέται σήμερα η ανθρώπινη ζωή και πολύ περισσότερο πώς μετριέται η ανθρώπινη ψυχή, κυρίως όταν χάνεται στα πλαίσια των ποιοτικών μετρήσεων μιας εταιρείας ή και μιας κοινωνίας;
Το χειρότερο στις μέρες μας είναι ότι μπαίνουν στη ζυγαριά τα όνειρα, τα συναισθήματα και οι ζωές των νέων ανθρώπων, αυτών δηλαδή που ευθύνονται λιγότερο… και τότε νιώθεις έντονα την αδικία, και μάλιστα αν αισθάνεσαι νέος τη νιώθεις με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Όμως κι αυτό δεν μετριέται πάντα...! Ακόμα και τα φαβορί χάνουν και τα φαινόμενα απατούν… Δεν μπορεί οι άνθρωποι να κρίνονται από την εκάστοτε λογική μιας ανόητης πραγματικότητας, γιατί τότε αυτοί που έχουν μνήμη και ευαισθησίες θα είναι μόνιμα χαμένοι… Εκτός κι αν εκτός από χαμένοι αποτελούν και την ελπίδα για μια καλύτερη κοινωνία...!

κόντρα στον άνεμο επιβιώσαμε (διήγημα 8)
Στο διήγημα 8, «κόντρα στον άνεμο επιβιώσαμε», γίνεται σκιαγράφηση των νέων εργασιακών σχέσεων και των συνεπειών τους στην καθημερινότητά μας. Ο Χάρης και η Βάσω αποτελούν ένα τυπικό ζευγάρι, που η ζωή του διαμορφώνεται ανάλογα με τις ευκαιρίες ή καλύτερα τις επιταγές του συστήματος. Η εργασιακή επισφάλεια, το εργασιακό άγχος και το υπερβολικό στρες τούς εξοντώνει καθημερινά δημιουργώντας προβλήματα στην επικοινωνία τους και συνολικά στη σχέση τους.
Ακόμα κι όταν οι αριθμοί ευημερούν, όχι μόνο οι άνθρωποι δυστυχούν αλλά και αντιμετωπίζονται ως αναλώσιμα, μιλάμε για τις ανθρώπινες χωματερές που γέμισαν την πόλη, μιλάμε για ανθρώπους ερείπια που κατέρρευσαν ζώντας την ύστερη νεοτερικότητα. (Κάθε μέρα και μια διαφορετική δοκιμασία. Κάθε μέρα και για κάποιον άλλον χτυπά η καμπάνα...). Επίσχεση εργασίας, μαύρη εργασία, διαθεσιμότητα, ενοικιαζόμενοι εργάτες, απολύσεις, ανεργία, φτώχεια... Κι όλα αυτά γνωρίζοντας ότι ζούμε σε χαλεπούς καιρούς... Από τους αρμόδιους συστήνεται υπομονή... «Όμως για μένα είναι αργά να τρελαθώ και είναι ακόμα πιο αργά να κάνω υπομονή...» λένε οι αφοί Κατσιμίχα στη Μοναξιά του σχοινοβάτη. Ο Χριστόπουλος αναφέρει αρκετές περιπτώσεις που συστήνεται υπομονή, από τις διενέξεις του Χάρη με τη γυναίκα του, την αδυναμία των γονέων του να πάρουν φάρμακα, την αδυναμία κάλυψης βασικών αναγκών όπως super market, βενζινάδικο, φροντιστήριο παιδιών... Υπομονή συστήνεται και από τους εκπροσώπους του Σωματείου εργαζομένων, που στις κινητοποιήσεις για πληρωμή των δεδουλευμένων προβάλλει τις καλές προθέσεις της διεύθυνσης...
Ένα flashback, στην εποχή που ο κ. Downjones μπήκε στη ζωή μας, δείχνει το πώς άλλαξε η νοοτροπία του κόσμου και κυρίως το πώς άλλαξε η ιεράρχηση των κοινωνικών αξιών. Ήταν τότε που το χρήμα απέκτησε εκτός από ανταλλακτική και κοινωνική αξία. Έτσι ξύπνησε για πολλούς το ζώο- χρηματιστής μέσα τους. Σιγά σιγά αποχαιρέτησαν τα Μανιάτικα και πήγαν στα Β.Π., μαζί με αυτούς και αρκετές χιλιάδες Πειραιώτες (την περασμένη 10ετία χάσαμε έναν βουλευτή)...  Για τον Χάρη τη θέση της εντούρο πήρε ένα θηριώδης τζιπ, το δερμάτινο με τους τριμμένους αγκώνες έγινε σακάκι Boss, η αλογοουρά και οι φαβορίτες κόπηκαν και το metal μπήκε στο χρονοντούλαπο... Για τη Βάσω το σεσουάρ στο χέρι της (λόγω επαγγέλματος) έγινε κινητό για online ενημέρωση με το χρηματιστήριο... Και για τους δύο ακόμα και το Καλημέρα – Καλησπέρα έγιναν τυπική διαδικασία...
Η αποκατάσταση της τάξης έγινε, τα επόμενα χρόνια, όταν οι τρίχες αποδείχθηκαν πιο σταθερές, ως αξία, από τις μετοχές. Η επιστροφή στην ομαλότητα συνέτριψε τα όνειρα... Περάσαμε στις νέες εργασιακές σχέσεις. Νέοι καιροί, νέα ήθη. Με τις νέες τεχνολογίες μίκρυναν οι αποστάσεις, αλλά χάθηκε η ανθρώπινη επικοινωνία. Μαζί μ’ αυτήν χάθηκε η εμπιστοσύνη στους αντιπροσώπους μας – συνδικαλιστές, βουλευτές, και το χειρότερο απ’ όλα ταυτίστηκε η πολιτική με τη διαχείριση.
Κι όμως η ελπίδα πεθαίνει τελευταία... «Κάτι θα γίνει θα δεις» (από τον τίτλο του βιβλίου του Χρήστου Οικονόμου), άλλωστε «κόντρα στον άνεμο επιβιώσαμε»... (Εδώ επιβίωσαν οι Ινδιάνοι ύστερα από τόσες πολιτικές καταστολής, εμείς θα κωλώσουμε;). Και για να το επεκτείνουμε περισσότερο «θα μείνω εδώ και θα υπάρχω όπως μπορώ και για το πείσμα σας γουρούνια θα αντέχω και βέβαια θα περιμένω άλλες μέρες..»...

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Γιώργης Παυλόπουλος - η ποίησή του και "Τα Αντικλείδια"

 της Μαρίας Θ. Νικολαΐδου


Συνέχεια: εδώ

δημόσιες ιστορίες

της Πηνελόπης Κουφοπούλου (φιλολόγου)



O Χριστόπουλος πλάθει παράξενες ιστορίες, άγρια παραμύθια για ζοφερούς καιρούς, παραμύθια με χαμένα αγόρια, φαντάσματα ηρώων και άρρωστα τέρατα, παραμύθια χωρίς ευτυχισμένο τέλος. Στο τέλος, όμως, η ανάγνωσή τους χαρίζει παραμυθία – γιατί τελικά όλες οι θλίψεις υποφέρονται, αρκεί να τις βάλεις σε μια ιστορία. 




Και ο Χριστόπουλος γράφει ιστορίες  δημόσιες – Θα ήταν νομίζω εδώ σκόπιμο να αναρωτηθούμε για την επιλογή του τίτλου και να αναλογισθούμε τις υποδηλώσεις του επιθέτου δημόσιος: δημόσιος χώρος, δημόσιος λόγος, δημόσια θέα, δημοσία αιδώς;

Η λέξη κρύβει άραγε μια νοσταλγία; Είναι ανακάλεσμα δηλαδή όλων εκείνων των  βιωματικών και αισθητικών  κωδίκων που θα επέτρεπαν την προφορική αφήγηση μιας ιστορίας  σε λαϊκό κοινό, στους κατοίκους, ας πούμε μιας γειτονιάς, όπως στο παρελθόν;

Η μήπως ο όρος δημόσιος ανασύρει μοιραία και το αντίθετό του και έτσι αναδεικνύει τη διαλεκτική σχέση, την οργανική ενότητα ανάμεσα στη συλλογική μοίρα και τα  ατομικά  πεπρωμένα; Τα λόγια του Ονόρε ντε Μπαλζάκ που προτάσσει ο συγγραφέας στη συλλογή του: «οι εποχές ξεβάφουν πάνω στους ανθρώπους που τις διανύουν» συνηγορεί υπέρ της δεύτερης εκδοχής.

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

Λογοτεχνία Θεωρητικής Κατεύθυνσης: Συν-ανάγνωση δύο κειμένων



Γιώργος Ιωάννου "Στου Κεμάλ το σπίτι" και Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος "Ο οβολός"

Να βρείτε τρεις (3) ομοιότητες και δύο (2) διαφορές περιεχομένου ανάμεσα στα δύο κείμενα και να τις σχολιάσετε.

Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, «Ο οβολός», Από το "Ο Οβολός" (1999), εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2012.


Η μάνα μου σήκωσε τα άδεια πιάτα από το τραπέζι.

- Σου άρεσε το φαγητό; με ρώτησε.

- Παίρνεις πάντα το ωραιότερο μέρος, της είπα.

- Τηλεφωνώ στον Κώστα, απέναντι, κι όταν έχει κατσικάκι μου στέλνει το λαιμό και τη σπάλα.

Την ώρα που την αποχαιρετούσα στην εξώπορτα, έβαλε το χέρι στην τσέπη της ρόμπας της - ακριβώς όπως παληά, όταν εξοικονομούσε λίγα χρήματα και μας έδινε για χαρτζιλίκι.

- Παρ' τα αυτά, μου λέει με χαμηλωμένο κεφάλι, εσύ χρησιμοποιείς λεωφορεία.

Ήταν τρία εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών. Κατάλαβα τη σημασία της προσφοράς: η μάνα μου μου δήλωνε πως δεν μπορούσε, πλέον, να ανέβει σε λεωφορείο.

Πράγματι, την ίδια εκείνη άνοιξη αρρώστησε και, ξαφνικά, πέθανε τα ξημερώματα.

- Εγώ φεύγω, μου είχε πει την παραμονή το βράδυ στο νοσοκομείο.

Κατεβήκαμε όλοι στον Πύργο, όπου και ο οικογενειακός μας τάφος. Προηγείτο το φέρετρο, και ακολουθούσαμε εμείς.

Μέχρις ότου έρθει η ώρα της κηδείας, άρχισα να τριγυρνώ στα πέριξ του νεκροταφείου. Στις άκρες των ελαιώνων, δίπλα από τη σιδηροδρομική γραμμή, έβλεπα με έκπληξη κόκκινες ανεμώνες, που δεν θυμόμουν να υπήρχαν, όταν παιδιά ζούσαμε στο κοντινό χτήμα.

Έφθασα και σε αυτό. Δεν είχε απομείνει, φυσικά, τίποτα. Το πουλήσαμε στην Κατοχή και τώρα είχε καταντήσει ένας γύφτικος οικισμός, εντός σχεδίου πια. Μια μπουλντόζα άνοιγε έναν ακόμη δρόμο.

Προχώρησα προς το μέρος όπου βρισκόταν το πατρικό μου. Ήταν μεσημεράκι, και επικρατούσε μια περίεργη ερημιά, ίσως γιατί όλοι κοιμόντουσαν, ή απουσίαζαν. Βρήκα το παληό μου σπίτι αγνώριστο, με προσθήκες από τσιμεντόλιθους και αλουμινένιες πόρτες. Από τα δέντρα και τον κήπο δεν είχε μείνει ούτε δείγμα.

Ξαφνικά είδα τη μανταρινιά! Μέσα σε όλον αυτό το χαλασμό, είχε καταφέρει να επιβιώσει. Γέρικη, σχεδόν αιωνόβια, με καταφαγωμένον τον κορμό και τα κλαδιά της χωρίς φύλλα, διατηρούσε ακόμη αρκετούς καρπούς, κάτι πολύ μικρά μανταρίνια, ίδια με εκείνα που έκανε και τότε, όταν σκαρφάλωνα επάνω της την άνοιξη κι έκοβα τα φρούτα της.

Τα καλοκαίρια με τις ζέστες υπέφερε πολύ. Αγωνιζόμουν να την διατηρήσω στη ζωή: δεν είχαμε αρκετό νερό, αλλά όταν μπορούσα της κουβαλούσα έναν δύο τενεκέδες να ξεδιψάσει.

Πλησίασα με συγκίνηση, ένιωθα σχεδόν τύψεις για τα χρόνια της δίψας της. Πώς επέζησε, έτσι εγκαταλελειμμένη, τόσα καλοκαίρια; Είχα να την δω μισόν αιώνα ακριβώς και ουδέποτε την είχα θυμηθεί.

Έφαγα δυο τρία μανταρίνια, έβαλα μερικά στη τσέπη μου, την χάιδεψα και έφυγα. Έσπευσα στο νεκροταφείο, όπου ήδη χτυπούσε πένθιμα η καμπάνα.

Κατά τη διάρκεια της ακολουθίας, παρατηρώντας το πρόσωπο της μητέρας μου, σκεφτόμουν όλα εκείνα τα παρελθόντα. Αφαιρέθηκα, κι ήταν η γυναίκα μου που με προέτρεψε:

- Πήγαινε να φιλήσεις πρώτος τη μητέρα σου.

Πλησίασα. Της άφησα το ματσάκι με τις κόκκινες ανεμώνες, της γλίστρησα στα χέρια τα τρία εισιτήρια του λεωφορείου και, χαϊδεύοντάς της το κρύο μάγουλο, της ψιθύρισα στο αυτί:

- Μάνα, η μανταρινιά μας ζει!


 
Σχόλια
Το έργο του Παπαδημητρακόπουλου, που κατατάσσεται στη μεταπολεμική ελληνική λογοτεχνία, διακρίνεται από λιτότητα λόγου, λεπτή ειρωνεία και τρυφερή νοσταλγία για τα δύσκολα χρόνια της νεότητας. Ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος, στρατιωτικός γιατρός, είναι κυρίως διηγηματογράφος και δοκιμιογράφος. Το 1995 τιμήθηκε με το βραβείο διηγήματος του Διαβάζω για τη συλλογή διηγημάτων του «Ροζαμούνδη».

1) Και στα δύο κείμενα υπάρχει έντονο το βιωματικό στοιχείο. Ιωάννου και Παπαδημητρακόπουλος δεν αυτοβιογραφούνται πάντα, αλλά και δεν μπορούν να γράψουν κάτι που δεν τους αφορά. Ο πρώτος έχει ως κέντρο τη Θεσσαλονίκη, ο δεύτερος τον Πύργο, δηλ. τις ιδιαίτερες πατρίδες τους.
2) Οι αφηγητές νοσταλγούν την ιδιαίτερη πατρίδα τους και με οδηγό τη μνήμη ‘επιστρέφουν’ σ’ αυτήν, για να θυμηθούν έναν κόσμο οριστικά χαμένο. Κι όμως η ανάμνηση λειτουργεί παραμυθητικά («σκεφτόμουν όλα εκείνα τα παρελθόντα»). Μικρές ειδυλλιακές-νοσταλγικές περιδιαβάσεις στο παρελθόν πριν από κάποιο ζοφερό συνήθως και σύντομο «φινάλε».
3) Η μουριά και η μανταρινιά, τα δύο δέντρα, λειτουργούν συμβολικά. Συμπυκνώνουν τον ανθρώπινο κόσμο του παρελθόντος που η πρόοδος ξεθεμελίωσε. Η Τουρκάλα ζητάει μούρα στην κάθε της επίσκεψη και ο αφηγητής τρώει μανταρίνια, σαν ένα είδος μετάληψης, για να επανασυνδεθούν με τις ρίζες του παρελθόντος. Ένας ύμνος στη ζωή!
4) Και οι δύο αφηγητές παρατηρούν την εισβολή του νέου κόσμου στον παλιό, που δεν σέβεται καμιά αξία.
«Το πουλήσαμε στην Κατοχή και τώρα είχε καταντήσει ένας γύφτικος οικισμός, εντός σχεδίου πια. Μια μπουλντόζα άνοιγε έναν ακόμη δρόμο. Προχώρησα προς το μέρος όπου βρισκόταν το πατρικό μου. … Βρήκα το παληό μου σπίτι αγνώριστο, με προσθήκες από τσιμεντόλιθους και αλουμινένιες πόρτες. Από τα δέντρα και τον κήπο δεν είχε μείνει ούτε δείγμα». Ο Ιωάννου, πάλι, μιλάει για «εξαμβλώματα» και «φρικαλέεες πολυκατοικίες». Η αστικοποίηση αντιπαραβάλλεται στον προπολεμικό κόσμο.
5) Ωστόσο, ο Παπαδημητρακόπουλος είναι λίγο πιο ‘αισιόδοξος’. Όσο κι αν η πρόοδος αλλά και η απρονοησία των ανθρώπων ρήμαξαν τους αγαπημένους τόπους της παιδικής Εδέμ, υπάρχουν ακόμα πράγματα που αντέχουν στον χρόνο. Η μανταρινιά, γερασμένη πια και απότιστη, «Μέσα σε όλον αυτό το χαλασμό, είχε καταφέρει να επιβιώσει» και να προσφέρει τους χυμούς της στον αφηγητή. Είναι χαρακτηριστικό πως και στα δύο κείμενα οι πρωταγωνιστές φυλάγουν στην τσέπη τους τα φρούτα ως πηγή ζωής, ως φάρμακο προσωρινής ανακούφισης.
6) Η σχέση των προσώπων με τα δέντρα είναι σχέση ‘ερωτική’. Ο Ιωάννου περηφανεύεται για τη μουριά («Το δέντρο μας δεν ήταν από τις συνηθισμένες μουριές… και ακόμα πιο πέρα») και ο Παπαδημητρακόπουλος χαϊδεύει τη μανταρινιά σαν να αποχαιρετά την ίδια του τη μάνα.
7) Επίσης, μπορούμε να παρατηρήσουμε και στα δύο κείμενα την απουσία μελοδραματισμού καθώς και την ελλειπτικότητα στην έκφραση. Η Τουρκάλα είναι ιδιαίτερα συγκρατημένη και εκφράζεται με αξιοπρέπεια, ενώ ο αφηγητής του Π. αποχαιρετά τη μάνα του δίχως ξεσπάσματα «Πλησίασα. Της άφησα το ματσάκι με τις κόκκινες ανεμώνες, της γλίστρησα στα χέρια τα τρία εισιτήρια του λεωφορείου και, χαϊδεύοντάς της το κρύο μάγουλο, της ψιθύρισα στο αυτί: - Μάνα, η μανταρινιά μας ζει!».
8) Ο Ιωάννου βέβαια εκφράζεται με ειρωνεία για όσους καταστρέφουν τον παλιό κόσμο, κάτι που επιμελώς αποφεύγει ο Π.
9) Η εστίαση και στα δύο κείμενα είναι εσωτερική, αφού οι ιστορίες δίνονται από την οπτική γωνία ενός προσώπου, του αφηγητή, ο οποίος είναι δραματοποιημένος. Η διαφορά βρίσκεται στο ότι ο αφηγητής στον Ιωάννου συμμετέχει στα δρώμενα ως δευτεραγωνιστής, ενώ ο αφηγητής στον Π. ως πρωταγωνιστής.
10) Και οι δύο συγγραφείς με λόγο κοφτερό και ακαριαίο, φωταγωγούν το σκηνικό δύο πόλεων, σαν το φλας μιας φωτογραφικής μηχανής.