Σάββατο 23 Απριλίου 2022

Marie Ndiaye, Η εκδίκηση είναι δική μου, μτφρ. Αλεξ. Κωσταράκου, Πόλις 2022

της Ελένης Πατσιατζή


 

 Ο Ζιλ Πρενσιπό ζητά από τη δικηγόρο κυρία Σιζάν να αναλάβει την υπεράσπιση της συζύγου του Μαρλίν, η οποία σκότωσε τα τρία παιδιά τους. Αυτή είναι η αφορμή για την καταβύθιση της ηρωίδας, της κυρίας Σιζάν, σε ένα ατέρμονο ταξίδι στο παρελθόν, στη μνήμη, στο τραύμα, στο μεταίχμιο μεταξύ πραγματικού και ονειρικού,  σε όλα όσα διαμόρφωσαν την πολλαπλή ταυτότητά της. Ο ρυθμός αυτού του ταξιδιού είναι καταιγιστικός και πολλαπλές οι διηθήσεις ανάμεσα στο συνειδητό και στο ασυνείδητο, στο ορατό και μη ορατό. Τα πρόσωπα είναι παρόντα και ταυτόχρονα απόντα, θολά μέσα στην αμηχανία τους  και στη ρευστότητα του αφηγηματικού χρόνου. Η αμφιβολία για όλα είναι διαρκώς παρούσα και οι αναγνώστες/-τριες καλούνται να αποφασίσουν τι είναι αυτό που έχει πραγματικά συμβεί σε ένα κείμενο μυστηρίου, πολλαπλών επεισοδίων και επιπέδων ανάγνωσης όπου το  μείζον ζήτημα της αναζήτησης της αλήθειας για την απονομή δικαιοσύνης είναι το νήμα που συνδέει όλα τα επιμέρους στοιχεία του παλίμψηστου της αφήγησης. 

 

  (Η Μαρί Ντιάι δημοσίευσε το πρώτο της μυθιστόρημα σε ηλικία δεκαεπτά ετών)
 

 Η Ndiaye δομεί αριστοτεχνικά την πλοκή και τους χαρακτήρες, ενώ παράλληλα εκκινεί και καταλήγει στην έμφυλη οπτική. Οι γυναικείοι χαρακτήρες, επάλληλα προσωπεία και εκδοχές θηλυκοτήτων, συνθέτουν ένα αδιάλυτο σύνολο διαρκούς ενδεχομενικότητας ως προς την επιτέλεση του κοινωνικού τους φύλου. Πολλαπλοί κοινωνικοί ρόλοι αλλά και διαρκές «στίγμα» (ορατό και χαίνον), αν δεν επιτελεστούν με ακρίβεια, συντελούν στην αφανισμό του Προσώπου μέσα από έναν επαναλαμβανόμενο, μη ορατό,  «φόνο» που τελείται εντός των κλειστών δωματίων της οικογενειακής εστίας και εν μέσω της εκκωφαντικής κοινωνικής σιωπής.

 Το ευάλωτο πρόσωπο, ιδίως το παιδί, όπως και ο πρόσφυγας, χρειάζεται την «απροϋπόθετη φιλοξενία», κατά Ντεριντά, για να αναπτυχθεί. Τι συμβαίνει όμως, όταν αυτή η φιλοξενία δεν πραγματώνεται ή όταν το ίδιο το οικογενειακό περιβάλλον γίνεται εχθρικό, αφιλόξενο; Πώς μπορεί να δομήσει την ταυτότητά του ένα παιδί που καλείται να ενηλικιωθεί κυρίως μέσα από τους μηχανισμούς της απώθησης, προκειμένου να ξεχάσει τις διαρκείς παρεμβάσεις στο σώμα και στον ψυχισμό του;  Η Ndiaye θέτει διαρκώς ερωτήματα, δεν αφήνει λεπτό τους/τις αναγνώστες/-τριες να εφησυχάσουν. Η συνειδησιακή ροή της ηρωίδας κινείται προς την κατεύθυνση μιας epiphany, μιας συνειδητοποίησης, που όμως διαφεύγει. Η στέρεη δομή των οικογενειακών σχέσεων καταρρέει όσο η εικόνα που διαμορφώνεται μοιάζει με εκείνη ενός παραμορφωτικού καθρέφτη που όσο αναζητά κάποια/-α το πρόσωπό του/της εντός του, τόσο περισσότερο η εικόνα θολώνει και διαφεύγει.

Ωστόσο, η  ηρωίδα, η κυρία Σιζάν, προσπαθεί  να ξεδιαλύνει τι ακριβώς έχει συμβεί τόσο σε εκείνη την ίδια όσο και στην υπόθεση που έχει αναλάβει. Ποιος ο ρόλος του Ζιλ Πρινσιπό στην δική της ιστορία όπως και στην υπόθεση που της αναθέτει; Το ερώτημα διαρκώς επανέρχεται. Παράλληλα προσπαθεί να είναι δίκαιη, εντός και εκτός των επαγγελματικών υποχρεώσεων που έχει αναλάβει. Γνωρίζει καλά, όμως, ότι όλα αποδομούνται σε μια μεταιχμιακή εποχή, όπως αποδομείται σταδιακά κι εκείνη στο μεταίχμιο ονείρου και πραγματικότητας, αθωότητας και ενοχής, φωτός και σκιάς. Άλλωστε, η απονομή της δικαιοσύνης εμπεριέχει αντιφάσεις και ασυμμετρίες που μας αποκαλύπτει αριστοτεχνικά η Ndiaye.  

 


  

  Η συγγραφέας χαρτογραφεί τον ψυχισμό γυναικών από διαφορετικά κοινωνικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα, οι οποίες  καλούνται να αναλάβουν ευθύνες, που αντιστοιχούν στον κοινωνικά επιβεβλημένο ρόλο τους. Στο μυθιστόρημά της, όσοι προσπαθούν να ξεφύγουν από την όποια ευθύνη απλώς την μετατοπίζουν σε άλλα πρόσωπα, γυναικεία.  «Εγώ είμαι σημαίνει εφεξής δεν μπορώ να ξεφύγω από την ευθύνη», μας λέει ο Λεβινάς στο «Το υπερβατικό και το υψηλό». Για τον Λεβινάς, όταν το πρόσωπο εμφανίζεται στον κόσμο μας, η πρώτη έκφρασή του είναι μια εντολή: «δεν θα σκοτώσεις». Αυτή την εντολή  λαμβάνει ως τον πρώτο και πιο θεμελιώδη των νόμων. Αυτό τον πρωταρχικό νόμο όμως παραβαίνει η Μαρλίν Πρενσιπό σκοτώνοντας τα τρία παιδιά της. 

  Πώς οδηγήθηκε σε αυτή την αποτρόπαια πράξη; Η επίκληση στην ατομική ψυχοπαθολογία είναι όρος επαρκής για τη διαλεύκανση της υπόθεσης; Ποιες οι ευθύνες του άμεσου και έμμεσου κοινωνικού περιβάλλοντος;  Θυμίζουμε ότι στην αρχαία ελληνική τραγωδία η Μήδεια δεν δικάστηκε αλλά αναλήφθηκε στους ουρανούς πάνω σε φτερωτό άρμα που της έδωσε ο πατέρας της ο Ήλιος. Στο γνωστό διήγημα του Παπαδιαμάντη, "Η Φόνισσα", η  Φραγκογιαννού, πνίγεται στο μέσο του δρόμου μεταξύ θείας και ανθρώπινης δικαιοσύνης. Στο έργο της  Ndiaye η καταληκτική σκηνή, εντός της δικαστικής αίθουσας, είναι διαφωτιστική της δικής της οπτικής. Για όσους/-ες παρακολούθησαν με προσοχή το κείμενο… Άλλωστε, η καταληκτική σκηνή συνομιλεί όχι μόνο με το σύνολο του κειμένου αλλά και με το αίνιγμα του τίτλου  που προέρχεται από το Δευτερονόμιο «Η εκδίκηση είναι δική μου, όπως και η ανταπόδοση» (Δτ32,35).

  Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στην άψογη μετάφραση που  διατηρεί τη γοργότητα του ρυθμού, τις εικόνες καταβύθισης σε εσωτερικά τοπία και την κομψότητα του ύφους. Είναι πραγματικά ευτυχής η συγκυρία να έχουμε τόσο σύντομα μεταφρασμένο στα ελληνικά ένα κείμενο τόσο πολυσύνθετο και αξιόλογο. 

 

Απόσπασμα, σελ.28-29

"Μέσα στη μικρή κουζίνα που έβλεπε στο αδιέξοδο, κάτω από το θαμπό φως του κρεμαστού φωτιστικού από πράσινη οπαλίνα και σφυρήλατο σίδερο, αισθανόταν ήρεμη και χωρίς την πίεση του χρόνου, όπως κάθε φορά που περνούσε το κατώφλι του σπιτιού, παρόλο που είχε δει τη συνηθισμένη λάμψη ανησυχίας να περνά από τα μάτια των γονιών της μόλις μπήκε.

Ήταν σαν να της έλεγαν, αμήχανοι και νευρικοί: Είμαστε καλά, είμαστε ήρεμοι, δεν θέλουμε να μας ανακοινώσεις τίποτα δυσάρεστο κι ας είναι δική μας δουλειά να σε φροντίσουμε, ν΄ακούμε τα άσχημα νέα, ωστόσο δεν το θέλουμε, το αρνιόμαστε με όλη μας τη δύναμη, γι΄αυτό κάναμε μόνο ένα παιδί, εσένα που σ' αγαπάμε αλλά μερικές φορές ευχόμαστε να μη μαθαίνουμε νέα σου, από φόβο μήπως είναι άσχημα. Κι έτσι ζηλεύουμε καμιά φορά την ψυχική γαλήνη των δεμένων ζευγαριών που είχαν τη φρονιμάδα (ή αποδέχτηκαν συνετά το γεγονός) να μην αποκτήσουν παιδί από το οποίο θα μπορούσαν να προέλθουν δυσάρεστα νέα ή απογοητεύσεις, ασυναρτησίες ή αφηγήσεις τρόμου, κι αυτό το παιδί, ξαφνικά ξένο, αυτός ο καρπός της επιθυμίας και του εγωισμού, να κάνει τους γονείς να σκεφτούν με πίκρα: Τίποτα δεν μας ανάγκασε να το αποκτήσουμε, υπήρξαμε αδύναμοι και ματαιόδοξοι, και να αυτή η γυναίκα, η  κόρη μας, που κουβαλήθηκε στο σπίτι μας από τα ξημερώματα μιας χειμωνιάτικης ημέρας για να μας ανακοινώσει κάτι που ίσως θα καταστρέψει για πάντα την ηρεμία μας."