Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

TA NEA On-line - Δάσκαλε, τι δίδασκες;

TA NEA On-line - Δάσκαλε, τι δίδασκες;

Κ.Π. Καβάφης, Φωνές [Κ.Ν.Λ. Γ' Γυμνασίου]



Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.

Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε·
κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.

Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας ―
σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβήνει.

INFO:

Στιγμές της καβαφικής ειρωνείας


Ένα από τα πιο πολυσυζητημένα εκφραστικά όπλα του Καβάφη είναι η πανίσχυρη, διαπεραστική ως το κόκαλο ειρωνεία του. Απασχόλησε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, κριτικούς και συγγραφείς του καιρού του, μεταφέρθηκε ως ειδικό αντικείμενο μελέτης στις νεότερες φιλολογικές γενιές και εξακολουθεί να συγκινεί με απαραμείωτη ένταση όσους τον διαβάζουν σήμερα στην Ελλάδα, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Κάτοχος μιας εξαιρετικά λεπτής όσο και έντονα διαβρωτικής γλώσσας, που αποκτά δραστικότερο χαρακτήρα με τη συνεχή αιώρησή της μεταξύ δημοτικής και καθαρεύουσας ή, για να το πω με διαφορετική διατύπωση, μεταξύ λόγιου αναστοχασμού και προφορικής ομιλίας, ο Αλεξανδρινός βρήκε στην ειρωνεία την καλύτερη και την πλέον εμπνευσμένη φλέβα του. Και το περίτεχνο αυτό πνεύμα είχε, τόσο κατά το παρελθόν όσο και στις ημέρες μας, τέτοιο μέγεθος υποδοχής, ώστε συχνά πέρασε στον καθημερινό λόγο με τη μορφή κοινού γνωμικού: υπό τον τύπο μιας αυτονόητης αναφοράς, που όλοι κατανοούν χωρίς δυσκολία μπροστά σε μια κατάσταση η οποία χρήζει άμεσου ειρωνικού σχολιασμού.
Τι ακριβώς, όμως, συμβαίνει με την ειρωνεία του Καβάφη και από πού αντλεί τη δύναμη και την εμβέλειά της; Εντοπισμένη πρωτίστως στα ιστορικά του ποιήματα (ό,τι κι αν σημαίνει ο όρος «Ιστορία» σε μια τόσο υπαινικτική, αμφίσημη και γεμάτη κρυφούς φωτισμούς ποίηση), αποκαλύπτει σε ποικίλες κλίμακες το ηθικό, το πολιτικό, αλλά και το υπαρξιακό του κοσμοείδωλο. Στην επιφάνεια του σπασμένου ή κατά τόπους θολωμένου καθρέφτη, όπου ο Καβάφης προβάλλει τον πολυπρόσωπο θίασό του, καμία ανθρώπινη πράξη και ενέργεια δεν εμφανίζεται ολοκληρωμένη και ακέραια. Σκιές, μισές κινήσεις, πικροί συμβιβασμοί, έλλειψη πίστης, καθώς κι ένας βαθιά ριζωμένος σχετικισμός, που συγχωρεί την τυραννία του φόβου, την ανάγκη της υποχώρησης και τη ματαιότητα της φιλοδοξίας, χωρίς, ωστόσο, την ίδια ώρα, να κλείνει τα μάτια ενώπιόν των συνεπειών τους, προσπερνώντας αβρόχοις ποσίν τους ακρωτηριασμούς με τους οποίους εκ των πραγμάτων σημαδεύουν τη συνείδηση: να, σε πυκνή ανάπτυξη, ένα μεγάλο κομμάτι της καβαφικής ποιητικής σφαίρας μαζί με τα αμετάθετα ζητούμενά της. Ζητούμενα που μόνο με τη συνδρομή του δίβουλου φρονήματος, το οποίο προϋποθέτει η απόσταση της ειρωνείας, μπορεί να πάρουν σάρκα και οστά και να ανθήσουν στην πλήρη τους ένταση. Κι αξίζει, ίσως, τον κόπο να θυμηθούμε εν προκειμένω πως ζωή και τέχνη συμπορεύονται πάντα αξεχώριστα στο πλαίσιο μια τέτοιας έντασης, αποκαλύπτοντας τον άλλοτε αντιθετικό και άλλοτε μοιραία πλησίστιο δεσμό τους.
Κι αν στην κεκλιμένη ειρωνική γραμμή του Καβάφη η τέχνη αναγκάζει τον ποιητή να ψάξει, ελλείψει της δικής της πεισματικής άρνησης, άλλες δόξες και αγάπες ή λατρείες («Η σατραπεία»), και δεν διστάζει να τον απειλήσει με παύση πληρωμών μεταθανατίως («Η τράπεζα του μέλλοντος»), να τον σπρώξει σε πλήθος φανφαρόνικα καμώματα για μια παιδεία της οποίας μόνο κατ' εξαίρεση έχει δεχτεί την επίσκεψη («Φιλέλλην»), όπως και να μειδιάσει με νόημα όταν κάτω από το λοφίο της λογιοσύνης του λάμπει δια της απουσίας της η οποιαδήποτε αλήθεια («Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης»), και η ζωή, από τη μεριά της, δεν δείχνει λιγότερο σκληρή και μάταιη. Οι καβαφικοί ήρωες νιώθουν συχνά έτοιμοι να παραδώσουν ψυχή και σώμα χωρίς αντιστάσεις, βυθισμένοι στην απραξία και στην απάθεια («Περιμένοντας τους βαρβάρους»), στήνουν σωστά πανηγύρια γύρω από τα ψέματα της πολιτικής εξουσίας («Το 31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια», «Αλεξανδρινοί βασιλείς»), τρέχουν να υμνολογήσουν όποιον διεφθαρμένο έχει κερδίσει το παιχνίδι («Εν δήμω της Μικράς Ασίας», «Ας φρόντιζαν»), πεθαίνουν από πλήξη όταν φορούν κατάσαρκα το κοστούμι της δημόσιας ισορροπίας («Μεγάλη εορτή του Σωσιβίου»), αισιοδοξούν ανύποπτοι λίγο πριν από το βέβαιο θάνατό τους («Η διορία του Νέρωνος»), προσπαθούν πάση θυσία να αποφύγουν τη δοκιμασία και τη φιλοπονία («Εν μεγάλη ελληνική αποικία, 200 π.Χ.»), συντρίβονται υπό το βάρος των ηγεμόνων τους («Ο Δαρείος») και μετέρχονται οιοδήποτε μέσον προκειμένου να επιβιώσουν («Η δυσαρέσκεια του Σελευκίδου»).
Ο Νάσος Βαγενάς έχει ασφαλώς δίκιο όταν σημειώνει ότι στον καβαφικό στίχο συναντιούνται δύο είδη ειρωνείας: η λεκτική και η δραματική. Η λεκτική ως αντίθεση του ρηματικού περιεχομένου των λέξεων με τα νοήματα και τα αισθήματα που οι ίδιες σιωπηρώς υποβάλλουν και η δραματική ως αντίθεση (ή και σύγκρουση) της μιας ποιητικής κατάστασης με την άλλη - άλλα πιστεύουν οι ήρωες για τον εαυτό τους και το περιβάλλον τους κι εντελώς διαφορετική αποδεικνύεται η πραγματικότητα. Ο Καβάφης παίζει αδιάκοπα με την αυταπάτη και την ψευδαίσθηση και η ειρωνική του φαντασία, όπως την ορίζει υπό αυτή την έννοια ο Γιάννης Δάλλας, δεν είναι τίποτε άλλο από το μέσον που χρησιμοποιεί για να εξασφαλίσει μια ζωτική απόσταση από τα τεκταινόμενα των ποιημάτων του, κρύβοντας από τον αναγνώστη την προσωπική του συμμετοχή στη δραματική τους συνθήκη.
Ακόμη κι όσοι δεν ερεύνησαν και δεν κατόρθωσαν στην εποχή του να εννοήσουν εξ ολοκλήρου την ειρωνική μέθοδο του Καβάφη, πρόλαβαν σε κάθε περίπτωση να καταλάβουν τη σημασία και τη λειτουργία της ποιητικής απόστασης στη δουλειά του. Ο Ε. Μ. Forster (1919) διέκρινε την απομάκρυνσή του από το αντικείμενο, ο Τέλλος Άγρας (1933) σημείωσε το διχασμό της ποίησής του ανάμεσα σε αντικείμενο και υποκείμενο, ενώ ο Κ. Θ. Δημαράς (1932) μίλησε για τέχνη της μίμησης και για ηθοποιία (και για να υποδυθώ, προφανώς, έναν ρόλο πρέπει να παραμερίσω τον εαυτό μου). Κι αν στο σημείο αυτό συνυπολογίσουμε και τα σύγχρονα φιλολογικά πορίσματα για τους δεσμούς του Καβάφη, μέσω του Νασρεντίν Χότζα, με τη σατιρική λαϊκή γνωμολογία, δύσκολα, φαντάζομαι, μπορούμε να αμφιβάλλουμε τόσο για τις προθέσεις όσο και για το αποτέλεσμά του. Αρκεί να κοιτάξουμε ξανά, έστω και τυχαία ή επί τροχάδην, τα ποιήματά του και δεν θα αργήσουμε να μπούμε στο οπτικό πεδίο της πλάγιας όρασής τους: σ' έναν χώρο όπου κάθε αξία ανεβαίνει σε διπλή ζυγαριά, για να μετρηθεί στο θετικό και στο αρνητικό της πρόσημο, χωρίς, όμως, ποτέ να καταλήγει σ' ένα παρήγορο και βολικό για όλους ισοζύγιο. Το μοναδικό εκείνο «και τα λοιπά, και τα λοιπά. Λαμπρά ταιριάζουν όλα», που καμία αγωνία δεν καθησυχάζει, βεβαίως, και κανένα αίσθημα ασφάλειας, όπως κι αν το σκεφτούμε, δεν εμπνέει, είναι η εμβληματική κωδικοποίηση του κόσμου που μας κληροδότησε ο Καβάφης: ενός κόσμου που αμφιβάλλει συνεχώς για το οτιδήποτε, χωρίς την παραμικρή οργή και ζέση (ποιος να καταγγείλει ποιον, και για ποιον λόγο), μέσα από ένα σαρδόνιο μόνο και στραβό χαμόγελο.
[ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, «Ε», ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 06/06/2003]

Κ.Π. Καβάφης, Νέοι της Σιδώνος 400 μ.Χ.

Ο ηθοποιός που έφεραν για να τους διασκεδάσει
απήγγειλε και μερικά επιγράμματα εκλεκτά.
Η αίθουσα άνοιγε στον κήπο επάνω
κ' είχε μιαν ελαφρά ευωδία ανθέων
που ενώνονταν με τα μυρωδικά
των πέντε αρωματισμένων Σιδωνίων νέων.

Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, και Κριναγόρας, και Ριανός.
μα σαν απήγγειλεν ο ηθοποιός,
«Αισχύλον Ευφορίωνος Αθηναίον τόδε κεύθει»-
(τονίζοντας ίσως υπέρ το δέον
το «αλκήν δ' ευδόκιμον», το «Μαραθώνιον άλσος»),
πετάχθηκεν ευθύς ένα παιδί ζωηρό,
φανατικό για γράμματα, και φώναξε:

«Α δεν μ' αρέσει το τετράστιχον αυτό.
Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως σαν λειποψυχίες.

Δόσε -κηρύττω- στο έργον σου όλην την δύναμί σου,
όλην την μέριμνα, και πάλι το έργον σου θυμήσου
μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει.
Ετσι από σένα περιμένω κι απαιτώ.
Κι όχι απ' τον νου σου ολότελα να βγάλεις
της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό-
τι Αγαμέμνονα, τι Προμηθέα θαυμαστό,
τι Ορέστου, τι Κασσάνδρας παρουσίες,
τι Επτά επί Θήβας - και για μνήμη σου να βάλεις
μόνο που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό
πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Αρταφέρνη».

INFO:

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

Παγκοσμιοποίηση και φτώχεια

Πριν από λίγες ημέρες δόθηκε στη δημοσιότητα η Έκθεση για την Ανθρώπινη Ανάπτυξη του ΟΗΕ και μερικά από τα κυριότερα συμπεράσματα έχουν ήδη αναδημοσιευθεί στον ημερήσιο Τύπο. Το εντυπωσιακότερο ίσως συμπέρασμα είναι οι τεράστιες οικονομικές ανισότητες που έχουν δημιουργηθεί μεταξύ των φτωχότερων και των πλουσιότερων χωρών και οι οποίες (ανισότητες) φαίνεται να αυξάνονται με τον χρόνο. Η έκθεση του ΟΗΕ αναφέρει ότι πριν από περίπου 200 χρόνια, το 1820, η σχέση των φτωχότερων προς τις πλουσιότερες χώρες ήταν 1 προς 3. Εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα, το 1973, η σχέση αυτή ήταν 1 προς 44 και το 1992, δηλαδή σε 20 μόλις χρόνια, διαμορφώθηκε σε 1 προς 72. Υπολογισμοί αυτού του τύπου είναι εξαιρετικά δύσκολοι και οι εκτιμήσεις είναι κατά προσέγγιση. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι το οικονομικό χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών διευρύνεται.
Κατά κανόνα οι διευρυνόμενες οικονομικές ανισότητες αποδίδονται στη λεγομένη παγκοσμιοποίηση. Ο όρος «παγκοσμιοποίηση» αναφέρεται στο σημερινό καθεστώς της διεθνούς οικονομίας που χαρακτηρίζεται από μεγάλη κινητικότητα του κεφαλαίου (χρηματικού και υλικού), αυξημένη ελευθερία του διεθνούς εμπορίου, εφαρμογή προηγμένων τεχνολογιών, μεγάλη ταχύτητα στη διακίνηση ιδεών και πληροφοριών και γενικά από μείωση ή κατάργηση των εμποδίων που τα κράτη έθεταν στην παρα-γωγική δραστηριότητα του διεθνούς κεφαλαίου. Παράλληλα, παρατηρείται διεθνώς μείωση των παρεμβατικών πολιτικών που ασκούν οι κυβερνήσεις εντός των εθνικών ορίων. Ο όρος «παγκοσμιοποίηση» εκφράζει τον παρατηρούμενο σε όλο τον κόσμο αυξανόμενο ρόλο της απρόσκοπτης λειτουργίας των αγορών και τον μειωμένο ρόλο των κρατικών παρεμβάσεων σε εθνικό αλλά και διεθνές επίπεδο.
Οι οικονομικές ανισότητες μεταξύ ανεπτυγμένων και υπανάπτυκτων χωρών δεν είναι η μόνη συνέπεια της παγκοσμιοποίησης. Παράλληλα διευρύνεται το χάσμα μεταξύ φτωχών και πλουσίων, και μέσα στις ανεπτυγμένες χώρες και μέσα στις υπανάπτυκτες. Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΗΕ, το ποσοστό του πληθυσμού που έχει εισόδημα κάτω του επιπέδου φτώχειας είναι 14,1% στις ΗΠΑ, 14,4 % στην Ολλανδία, 13,1% στη Βρετανία και 21,1% στην Ισπανία. Στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες τα αντίστοιχα ποσοστά είναι τρομακτικά, όπως π.χ. 50% στη Ρωσία, 60% στα Σκόπια, 63% στο Ουζμπεκιστάν κ.ά. Φυσικά η φτώχεια που παρατηρείται στις χώρες αυτές πρέπει να αποδοθεί και στην αποδιοργάνωση που υπέστησαν μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Υπάρχουν δύο συνέπειες της παγκοσμιοποίησης στην αγορά εργασίας των ανεπτυγμένων χωρών που αξίζει να τονιστούν: πρώτον, έχει παρατηρηθεί ότι όσοι χάνουν τη δουλειά τους και βρίσκουν μια νέα υφίστανται μια μείωση μισθού περίπου 6% κατά μέσον όρο• δεύτερον, το συνδικαλιστικό κίνημα δέχεται ισχυρότατες πιέσεις και χάνει μέλη διότι κάθε προσπάθεια ενίσχυσης της δύναμης των εργατικών σωματείων αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά με την απειλή της μεταφοράς της παραγωγής σε άλλη χώρα.
Αντίστοιχες συνέπειες υπάρχουν στις υπανάπτυκτες χώρες που προσπαθούν να προσελκύσουν τις βιομηχανίες των ανεπτυγμένων χωρών. Δύο σημαντικές συνέπειες είναι η αύξηση της παιδικής εργασίας με εξευτελιστικούς μισθούς και η απροθυμία τήρησης των εργατικών νόμων. Μια άλλη συνέπεια είναι η περιφρόνηση της νομοθεσίας για την προστασία του περιβάλλοντος. Και οι τρεις αυτές συνέπειες είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των κρατών αυτών να ανταγωνισθούν για την προσέλκυση κεφαλαίων με μείωση του κόστους παραγωγής.
Οι πολιτικοί αρχηγοί των ανεπτυγμένων χωρών και πολλοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι η εποχή της παγκοσμιοποίησης είναι μια εποχή ανάπτυξης της παραγωγικότητας διεθνώς, της παγκόσμιας παραγωγής και του διεθνούς εμπορίου. Είναι μια εποχή ανάπτυξης στην οποία όλοι μπορούν να συμμετάσχουν. Εντούτοις, η πραγματικότητα δείχνει ότι η διανομή των πλεονεκτημάτων της παγκόσμιας ανάπτυξης είναι άνιση. Υπάρχουν μεγάλες ομάδες του παγκόσμιου πληθυσμού στις υπανάπτυκτες αλλά και στις ανεπτυγμένες χώρες οι οποίες όχι μόνο δεν συμμετέχουν στα οφέλη της παγκοσμιοποίησης αλλά και ζημιώνονται απόλυτα και σχετικά. Στο σημείο αυτό βρίσκεται η ανάγκη ανάληψης πολιτικών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Η βασική αντίρρηση στην παγκοσμιοποίηση και στην προσπάθεια περαιτέρω ενίσχυσής της (που εκφράστηκε εντονότατα στο Σιάτλ και στην Washington D.C.) είναι ότι δημιουργεί πλούτο και ταυτόχρονα φτώχεια χωρίς να υπάρχει πολιτική αποζημίωσης ή προστασίας αυτών που υφίστανται τις αρνητικές συνέπειές της.
Θ. Λιανός, εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 9/7/2000
Θέματα:
Α. Να γράψετε την περίληψη του κειμένου (120 λέξεις).
Β1. «Δύο σημαντικές συνέπειες είναι η αύξηση της παιδικής εργασίας με εξευτελιστικούς μισθούς και η απροθυμία τήρησης των εργατικών νόμων»: Να αναπτύξετε το περιεχόμενο του αποσπάσματος σε μία παράγραφο.
Β2. α. Με ποια συλλογιστική πορεία (παραγωγική ή επαγωγική) αναπτύσσεται η πρώτη παράγραφος; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.
β. Ο συντάκτης χρησιμοποιεί τεκμήρια, για να αποδείξει την αλήθεια της θέσης του. Να καταγράψετε δύο τεκμήρια και να επισημάνετε ποια θέση αποδεικνύει ο συντάκτης με το καθένα.
Β3. α. Ποια λογική (νοηματική) σχέση συνδέει τις δύο πρώτες παραγράφους; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.
β. Να επιλέξετε τη σωστή απάντηση: Η 2η παράγραφος αναπτύσσεται με:
i. ορισμό
ii. διαίρεση
iii. αντίθεση
Β4. α. αυξανόμενο, διευρύνεται, ενίσχυσης, προσελκύσουν, περιφρόνηση: να γράψετε από ένα αντώνυμο για καθεμία από τις παραπάνω λέξεις.
β. Επιλέξτε τη σωστή απάντηση: «απρόσκοπτη (λειτουργία)» σημαίνει:
i. αδιαμφισβήτητη
ii. διαρκής
iii. ανεμπόδιστη
Γ. Φαινόμενο που συνδέεται με την παγκοσμιοποίηση είναι οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών (μετανάστες, πρόσφυγες) προς τα αστικά κέντρα κυρίως των αναπτυγμένων χωρών. Σε ένα άρθρο που προορίζεται για την εφημερίδα του σχολείου σας να επισημάνετε τις αιτίες που προκαλούν το φαινόμενο αυτό στην εποχή μας και να αξιολογήσετε τις συνέπειές του. 

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

Δοκιμή προσέγγισης στο έργο του Χ. Οικονόμου

της φιλολόγου Ελένης Πατσιατζή
«…Κάπου κάπου, μέσα σε χίλιους ανθρώπους βρίσκεις μισό άθρωπο που σιχάθηκε τα δασκάλικα, που δι-ψά ν’ ακούσει γλώσσα δική του. Αφτός ο μισός θα γίνει ένας σωστός και δε θα τα θέλει μισά. Αφτός ο ένας ο σωστός θα γίνη πάλε χιλιάδα κι αφτή η χιλιάδα θα γίνη χιλιάδες και χιλιάδες. Έτσι λίγο προχωρούμε και στο τέλος μάς φωτίζει η αλήθεια. Σταθήτε μονάχα να βγη ο ένας που να νοιώθει από τέχνη, που νάχη φαντασία και ποίηση. Να διήτε πως βάζει κάτω τον κακόμοιρο το δάσκαλο που γράφει καλά. Αφτός ο ένας – ακούτε με και μένα- από τον Περαία θα μας βγη καμιά μέρα». Γ. Ψυχάρης, Οικιακά κυνάρια

Δε γνωρίζω αν ο κος Οικονόμου είναι εκείνος που από παλιά περίμενε ο δημοτικιστής Γιάννης Ψυχάρης. Άλλωστε οι εποχές μεσσιανισμού έχουν περάσει ανεπιστρεπτί–ευτυχώς…Αυτό που γνωρίζω είναι πως ο συγκεκριμένος Πειραιώτης συγγραφέας κατάφερε πριν από ένα περίπου χρόνο να ταράξει ευχάριστα τα εκδοτικά ύδατα της πενιχρής μας διηγηματικής παραγωγής. Πλήθος κριτικών προσεγγίσεων διθυραμβικού χαρακτήρα ακολούθησαν κι ο χορός των αναγνώσεων καλά κρατεί. Οι διαδο-χικές επανατυπώσεις –σε μια δύσκολη εκδοτικά συγκυρία…- πιστοποιούν του λόγου το αληθές. Τα διηγήματα αυτά αποτελούν πλέον σημείο αναφοράς για το ενημερωμένο αναγνωστικό κοινό.
Λόγω καταγωγής, κυρίως, πολλοί έσπευσαν να παραλληλίσουν τη γραφή του Νικαιώτη Χ. Οικονόμου με εκείνη του έτερου Πειραιώτη διηγηματογράφου, Δημoσθένη Βουτυρά. Η αλήθεια είναι πως αν μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως υπάρχει «Πειραϊκή Σχολή» ο Δημ. Βουτυράς θα ήταν ο αναμφισβήτητος ηγήτορας. Κι αυτός, έναν αιώνα πριν, με τα διηγήματά του έδωσε το στίγμα της καθημερινής ζωής των ανθρώπων του μόχθου της πόλης μας από το 1897 έως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κυριαρχεί συχνά και σε αυτόν ο εσωτερικός μονόλογος που αποδίδει με ενάργεια τους προβληματισμούς και τους εσωτερικούς παλμούς των βιοπαλαιστών του άστεως.Θα διαφωνήσω όμως με τη σύγκριση.
Βρισκόμαστε πλέον στον 21ο αι. κι ο κος Οικονόμου είναι ένας σύγχρονος διηγηματογράφος που με ανάλογη κοινωνική ευαισθησία, ξετυλίγει τα νήματα ζωής των εργατικών στρωμάτων των λαϊκών συνοικιών του Πειραιά και, μέσω αυτών, των καταχρεωμένων κοινωνικών στρωμάτων των σύγχρονων αστικών κέντρων, ευρύτερα. Η γραφή του είναι ολότελα διαφορετική. Λιτή, προφορική, ακολουθεί μεν με σεβασμό τα βήματα των μεγάλων δασκάλων της διηγηματογραφίας (Τσέχωφ, Παπαδιαμάντη- ιδίως στην απόδοση μιας ιδιαίτερης ατμόσφαιρας), αλλά προχωρά γοργά προς την πλήρη αφαιρετικότητα των μοντέρνων αμερικανών διηγηματογράφων, φθάνοντας ακόμα και στην αστιξία.
Προσεγγίζοντας αδρομερώς τις δύο συλλογές διηγημάτων του, παρατηρούμε τη συνεπή κι έντιμη αφηγηματική γραφή του.
Στην πρώτη συλλογή διηγημάτων, με τίτλο «Η γυναίκα στα κάγκελα» (έτος 2003) η θεματολογία κινείται γύρω από υπαρξιακά αδιέξοδα που έχουν ως κοινό παρονομαστή την Απώλεια (συντρόφου, πατέρα, ευκαιριών ζωής, εργασίας, ακόμα και συνείδησης!…). Λόγος ήδη κατακτημένος, δυνατός, πυκνός, αφαιρετικός, χωρίς μελοδραματισμούς και συγκινησιακές εκπτώσεις, προλειαίνει το έδαφος για τις συγγραφικές κατακτήσεις που θα ακολουθήσουν στο «Κάτι θα γίνει, θα δεις» (έτος 2010), ένα έργο ωριμότητας κι ιδιαίτερης συγγραφικής τεχνικής, που δίκαια εντυπωσίασε με τη δυναμική του.
Και στην πρώτη του συλλογή οι ιστορίες είναι ιδιαίτερα δυνατές από άποψη περιεχομένου. Ο περιβάλλων χώρος δεν περιορίζεται μόνο στις συνοικίες του Πειραιά (που υπάρχουν κι αυτές…) αλλά κινείται και σε διάφορες περιοχές του Ελλαδικού χώρου (Βόλος, Γρεβενά κα). Οι ήρωες ανήκουν σε ποικίλα κοινωνικά στρώματα κι αντιμετωπίζουν την Απώλεια και το Κενό, που εκείνη προκαλεί, με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με την ψυχική τους ποιότητα. Κι εδώ διακρίνονται τα βασικά χαρακτηριστικά της αφηγηματικής του γραφής. Ο-συχνά ποιητικός…-συμβολισμός, η αφαιρετικότητα, η ψυχογραφική δεινότητα, η λιτότητα στα εκφραστικά μέσα, η αφηγηματική αποτύπωση στιγμιοτύπων της σκληρής πραγματικότητας των ηρώων κι οι εντυπωσιακά καίριες παρομοιώσεις. Ιδίως στο διήγημα «Γονδολιέρης για μια νύχτα» η συγγραφική δεινότητα απογειώνει την ιστορία μέσα από πληθώρα τεχνικών κατακτήσεων όπως ο κύκλος ,η πλαστοπροσωπία, οι αντιθέσεις φωτός - σκιάς, ζωής και θανάτου.
Στο σύνολό τους οι ιστορίες που διηγείται είναι τραγικές-αλλά και τόσο οικείες…-, δοσμένες με ένα νεο ρεαλισμό συχνά υπερβατικό. «Δεν υπάρχει τίποτα τραγικό, είναι όλα αναμενόμενα, καμιά έκπληξη», μας αναφέρει ο ήρωας στο διήγημα «Ο πατέρας μου ντυμένος δέντρο». Αυτήν τη στάση απέναντι στην πραγματικότητα βλέπουμε να υπερασπίζεται και στην επόμενη συλλογή του, στην «Κάτι θα γίνει, θα δεις .
Ο αμφίσημος τίτλος της αποτελεί πιθανότατα εξέλιξη της φράσης «Θα περάσει, θα δεις» που ανακαλύπτει ο προσεκτικός αναγνώστης στο πρώτο κιόλας διήγημα «Πόσο μακριά θα σ’ άφηναν να πετάξεις;» της πρώτης του συλλογής. Ωστόσο, η αισιοδοξία που διαφαινόταν στο ρηματικό σύνολο «Θα περάσει…» έχει δώσει πλέον τη σειρά της στην απλή παραδοχή «Κάτι θα γίνει…». Μια παραδοχή που επιδέχεται πολλαπλών προσεγγίσεων, ανάλογα με την οπτική του αναγνώστη (χαρακτηριστικό άλλωστε, της σύγχρονης γραφής). Ο φύσει αισιόδοξος, διαβάζοντας τον τίτλο και μόνο, θα ελπίσει πιθανότατα σε αίσια έκβαση της μυθοπλασίας ενώ ο πεσιμιστής θα κουνήσει αποδοκιμαστικά το κεφάλι. Ο ίδιος ο συγγραφέας παραμένει διακριτικά «σιωπηλός» αφήνοντας μας μόνους με το έργο του, το οποίο έτσι αυτονομείται και ζητά τη δική μας αναγνωστική κι ερμηνευτική πνοή.
Όλα τα διηγήματα αυτής της δεύτερης συλλογής έχουν ως χώρο δράσης συνοικίες της πόλης μας. Λιμάνι, Νίκαια, Δραπετσώνα, Χαραυγή, Κερατσίνι, ακόμα και Σαλαμίνα συμπρωταγωνιστούν με τους ήρωες. Το υποβαθμισμένο χωροταξικά αστικό τοπίο αυτών των περιοχών γίνεται το σκηνικό όπου οι ζωές των ηρώων υποβαθμίζονται κι εκείνες ραγδαία. Ακόμα και η μικροαστική κατάσταση για κάποιους από αυτούς, που οδεύουν ταχύτατα προς την περιθωριοποίηση, μοιάζει με μακρινό όνειρο…
Έτοιμες «συνταγές ζωής»,που τόσο εύκολα διαχέονται σήμερα, ιδίως στο συγγραφικό χώρο, δεν υπάρχουν στο έργο του. Άλλωστε δεν πρόκειται για εγχειρίδια αυτοβοήθειας από εκείνα που έχουν πλέον κατακλύσει τα ράφια των βιβλιοπωλείων και τις λίστες ευπώλητων στις εφημερίδες και τα περιοδικά. Είναι σαφές πως το έργο του Χ. Οικονόμου δεν συμπεριλαμβάνεται στα αναγνώσματα των δύο ημερών που συντροφεύουν τους αναγνώστες της θερινής ραστώνης και μόνο. Τα διηγήματά του, με τη έντασή τους, ενεργοποιούν και καθορίζουν την προσωπική οπτική του αναγνώστη τους. Εγχαράσσονται στη μνήμη του κι επανέρχονται κάθε φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με τα προσωπικά ή κοινωνικά αδιέξοδά μας. Όχι όμως μέσα από ένα πρίσμα υπαρξιακού τέλματος αλλά μιας απόλυτης κατανόησης κι αποδοχής της πραγματικότητας
Έχει εύστοχα λεχθεί πως «Κάθε διήγημα του Χ. Οικονόμου είναι μια γροθιά στο στομάχι». Κι έτσι είναι. Αυτή άλλωστε οφείλει να είναι και η ουσία της σύγχρονης μυθοπλασίας σε εποχές εξαιρετικά οδυνηρές για την πλειονότητα των κατοίκων του πλανήτη μας. Κάθε φράση του σε υποχρεώνει με την εσωτερική δύναμή της να σταθείς, να την ξαναδείς, να την ξαναζήσεις. Οι ήρωές του, άνθρωποι των λαϊκών συνοικιών του Πειραιά, πορεύονται με αξιοπρέπεια τον προσωπικό τους δρόμο που είναι όμως γεμάτος επικίνδυνες στροφές, γκρεμούς κι αδιέξοδα. Ζουν και κινούνται σε γνώριμα μονοπάτια, βιώνουν αντιξοότητες κι ανατροπές, απώλειες και συντριβές, όπως όλοι μας άλλωστε. Χαρακτήρες διαμορφωμένοι μέσα από την καθημερινή βιοπάλη και τη βαρβαρότητά της. Υπάρξεις καθηλωμένες, εγκλωβισμένες στις συμπληγάδες απρόσωπων μηχανισμών, που οδηγούνται διαρκώς προς το περιθώριο, τόσο το οικονομικοκοινωνικό όσο και το πολιτικό. Ένα περιθώριο συνυφασμένο άρρηκτα με τα προσωπικά αδιέξοδά τους. Ήρωες τραγικοί που, όπως ο Μάκβεθ, ονειρεύονται το τέλος του εφιάλτη που ζουν ενώ βουλιάζουν όλο και πιο πολύ σ’ αυτόν. Παρατηρούν τη συνεχή πτώση τους ,την πορεία τους προς την ήττα εν πλήρει συνειδήσει. Δεν υπάρχει τραγωδία χωρίς συνείδηση του εφιάλτη. Υπάρχει όμως τραγωδία χωρίς κάθαρση, παρά τη γνωστή ρήση του Αριστοτέλη… Κι αυτή την έλλειψη της καθαρτήριας διεξόδου συναντάμε διαρκώς στα κείμενα αυτά.
Στον κόσμο του κου Οικονόμου, οι ήρωες βιώνουν, όπως και οι σαιξπηρικοί ήρωες, δράματα καταστάσεων που τους επιβάλλονται. Δεν «παραιτούνται» από τη Ζωή, «απολύονται»… Άνθρωποι-γρανάζια ενός αόρατου άτεγκτου Μηχανισμού, δεν ευελπιστούν σε «βολέματα» μέσω θεσμών πατρωνείας ούτε στην τέλεση θαυμάτων. Αν και συχνοί οι χρονικοί εντοπισμοί (και στις δύο συλλογές) σε εποχές θρησκευτικών εορτών (κυρίως του Πάσχα), οι ήρωες ζουν τα προσωπικά τους δράματα διανύοντας μόνοι το δικό τους Γολγοθά,χωρίς καμιά ελπίδα Ανάστασης. Αντίθετα, οι αναφορές στις μεγάλες θρησκευτικές εορτές και το μαζικό τους χαρακτήρα κορυφώνουν το αίσθημα της μοναξιάς και της απόγνωσης. Χαρακτηριστικά, στο διήγημα «Κι ένα αβγό κίντερ για το παιδί» ο ήρωας ,απολυμένος από εργοστάσιο του Ρέντη που πλέον έχει κλείσει, ανήμερα Μεγάλης Παρασκευής καταλήγει σε κατάσταση επαιτείας στην εκκλησία της Οσίας Ξένης. Εκεί, κοιτάζοντας τον Εσταυρωμένο, μονολογεί: «Βέβαια. Αφού ξέρεις ότι θ’ αναστηθείς. Δεν υπάρχει θάνατος. Δεν υπάρχει τίποτα. Ένα θέατρο είναι όλα ». Εδώ και πάλι ο λόγος του συγγραφέα μας παραπέμπει στο σαιξπηρικό theatrum mundi, την ελισαβετιανή σκηνή, όπου διαδραματίζονται τα dramatis personae των ηρώων του, κι εκείνα, επίσης, χωρίς την ελπίδα της αρχαιοελληνικής κάθαρσης..
Το χιούμορ, ως σανίδα σωτηρίας, ενυπάρχει μόνο με τη μορφή πικρού σαρκασμού. Σε έναν κόσμο συνεχούς Απώλειας ,όπου το ηρωικό είναι να καταφέρεις να διατηρήσεις την ανθρωπιά και την αξιοπρέπειά σου, το μειδίαμα δε μπορεί παρά να σπανίζει, να είναι ακριβό, όπως και η ίδια η Ζωή. Ακόμα κι όταν ο ήρωας στο «Πλακάτ με σκουπόξυλο» προσπαθεί να αντιμετωπίσει με χιούμορ τον αιφνίδιο θάνατο από ηλεκτροπληξία του καλύτερού του φίλου, του Πέτρου, κι ανεκδοτολογεί («Τι’ ναι μαύρο και τινάζεται στο κρεβάτι; Ο Πέτρος!»...) τελικά καταλήγει σε ένα νευρικό, σπασμωδικό γέλιο συνοδευόμενο από σπαρακτικό λυγμό.
Οι οπτικές εικόνες αποδίδονται με γραμμές αδρότατες, ιμπρεσσιονιστικές στη δυναμική τους ,με πινελιές που θυμίζουν τους πίνακες του Βαν Γκογκ. Η χρωματική παλέτα όμως κινείται σε τόνους εξπρεσιονιστικούς και φόρμες που θυμίζουν την τέχνη του Ε. Munch και συγκεκριμένα τον πιο γνωστό πίνακά του, την υπαρξιακή «Κραυγή». Έντονες αποχρώσεις, με κυρίαρχο χρώμα το κόκκινο, αυτό που άφθονο ρέει στις φλέβες των πρωταγωνιστών, κάποτε και στους τόπους ατυχημάτων, εκεί όπου συχνά πέφτει η αυλαία της ζωής τους. ΄Εντονη και η παρουσία του λευκού, ιδίως όπου κυριαρχεί το μοτίβο του επερχόμενου θανάτου. Χρώματα που δεν παραπέμπουν μόνο στην τέχνη της ζωγραφικής αλλά και στην όμορη τέχνη της ποίησης. Συχνά μας θυμίζουν ποιήματα του Σαχτούρη με την ένταση και την ακρίβειά τους. Η τέχνη της ποίησης όμως μας έρχεται στο μυαλό και κάθε φορά που η ασθματική γραφή, με τον έντονο ρυθμό και την αφαιρετικότητά της, απογειώνει τις περιγραφές των εσωτερικών κι εξωτερικών τοπίων. Η γλώσσα συχνά εμφανίζεται σκληρή, σοκαριστική, εξυπηρετώντας απόλυτα τις ανάγκες του περιεχο-μένου με το οποίο βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία και δημιουργεί με την πλαστικότητά της εικόνες εξαιρετικές. Η εικονοπλασία ωστόσο δεν είναι μόνο οπτική, είναι και ακουστική. Η μουσική υπόκρουση που συνοδεύει συχνά την αφήγηση, άλλοτε κινείται σε ήχους ρεμπέτικου άλλοτε αμερικάνικου μπλουζ κι άλλοτε ροκ, ανάλογα με τη ψυχολογική κατάσταση των πρωταγωνιστών. Οι ήρωες ακούν τη μουσική που συνάδει με την κοινωνική και ψυχολογική τους θέση (Χαρακτηριστικό παράδειγμα και το διήγημα με τον τίτλο «Πιπλ αρ στρέιντζ», όπου η ηρωίδα αναπολεί την ανέμελη εφηβεία της και το τραγούδι των Doors που την καθόρισε). Η μοναξιά τους και η κραυγή της εσωτερικής τους αγωνίας δε θα μπορούσε να αποδοθεί με μουσικά είδη που είναι πιο αγαπητά σε άλλα κοινωνικά στρώματα. Το γούστο τους είναι προκαθορισμένο, όπως είναι και οι συνθήκες της ζωής τους, από την κοινωνική τάξη και τον τόπο διαβίωσής τους.
Είναι σαφές πως τα διηγήματα του κου Οικονόμου είναι γραμμένα με τρόπους υψηλής αφηγηματικής τεχνικής. Προσημάνσεις, κυκλικά σχήματα, ασύνδετα, ελλείψεις, επιταχύνσεις καθιστούν διαρκώς το ρυθμό ταχύ, σχεδόν ασθματικό. Ακόμα κι οι επαναλήψεις εξυπηρετούν το ρυθμό της αφήγησης. Πολλά εκφραστικά σχήματα δε θα συναντήσουμε λόγω της αφαιρετικότητας και της προφορικότητας του λόγου. Δε θα ταίριαζαν ως μορφή με το συγκεκριμένο λιτό κι ενίοτε σκληρό περιεχόμενο. Καμία ωραιοποίηση. Συνειδητά. Μόνη εξαίρεση, και σ’ αυτή τη συλλογή, η συχνή χρήση της παρομοίωσης. Εντυπωσιακά εύστοχες αντιστοιχίσεις αντικειμένων και συμβόλων τους, παραπέμπουν στους μεγάλους κλασικούς συγγραφείς. Δημιουργούν όμως και ένα νέο κόσμο εικόνων που συνυπάρχει παράλληλα με την ιστορία. Συχνά, γύρω από μια παρομοίωση πλέκεται σταδιακά όλος ο αφηγηματικός ιστός ενός διηγήματος ή με μια καίρια παρομοίωση κορυφώνεται η εσωτερική δράση του.
Τελικά, ο κόσμος του κου Οικονόμου είναι ο κόσμος μας. Ο κόσμος του αποτυχημένου τέλους της μεταπολίτευσης, της οξυμένης οικονομικοκοινωνικής κρίσης,της απόλυτης αμηχανίας για τις επικείμενες εξελίξεις. Οι ήρωές του είναι οι «άνθρωποι της διπλανής πόρτας» όχι μόνο γιατι στεγάζονται σε κάποια από τις συνοικίες του Πειραιά αλλά και γιατί μπορεί εν δυνάμει να είναι κάποιοι από εμάς .
Αν και είναι παραπάνω από σαφές πως ο συγγραφέας δεν πολιτικολογεί, δεν εδράζει στο επίκαιρο, δεν εκπίπτει σε πρόχειρες καταγγελίες και δεν προτείνει σενάρια «μεσσιανικού» χαρακτήρα, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε στην πολιτική πικρία κι αμηχανία που αναδύεται υπόγεια από το σύνολο των διηγημάτων του. Η αδυναμία της σύγχρονης Πολιτικής να συνδράμει στην άμβλυνση των κοινωνικών αδιεξόδων είναι η πραγματικότητα που όλοι ζούμε σε εποχές κυριαρχίας της απάθειας, της παραίτησης. Αυτή τη ζοφερή κατάσταση, με τρόπο ρεαλιστικό και συνάμα ποιητικό (πόσο δύσκολο, πράγματι…) μας παρουσιάζει με συγγραφική δεινότητα ο κος Οικονόμου.
«Κάτι θα γίνει»; Θα δούμε…
[Η εισήγηση θα διαβαστεί στην εκδήλωση της Ιωνιδείου Σχολής Πειραιά, στις 18/2/2011]

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Μετανάστευση φτώχειας, του Ν. Ξυδάκη


Η προαναγγελθείσα απεργία πείνας των μεταναστών, που αρχίζει σήμερα στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, με αίτημα τη νομιμοποίησή τους, υπενθυμίζει με δραματικό τρόπο τα αδιέξοδα τα οποία αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική κοινωνία. Η οικονομική κρίση και η συνακόλουθη ύφεση, που πλήττουν τη χώρα, επικάθηνται σε ένα πρόβλημα ήδη εκρηκτικό, το μεταναστευτικό, το οποίο επιδεινώνεται σταθερά, ιδίως μετά το 2004.
Οι μετανάστες ζητούν νομιμοποίηση και άδεια εργασίας, είτε επειδή δεν έχουν είτε επειδή η άδειά τους έχει λήξει λόγω μη συμπλήρωσης των αναγκαίων ημερομισθίων. Το αίτημα για ανθρώπινη μεταχείριση των μεταναστών είναι δίκαιο, και η ελληνική κοινωνία έδειξε να το αποδέχεται και να συμμορφώνεται επί μακρόν, σε γενικές γραμμές.
Ωστόσο, η έλλειψη οργανωμένης αντιμετώπισης του μαζικού μεταναστευτικού κύματος εξ Ανατολών, το οποίο δεν έχει πλέον τελικό προορισμό την Ελλάδα, αλλά όλη τη Δυτική Ευρώπη, άφησε τους μετανάστες ανυπεράσπιστους στην κακομεταχείριση, και άφησε επίσης ανυπεράσπιστη την ελληνική κοινωνία. Πολύ περισσότερο, που τα τελευταία χρόνια εξέλιπαν και οι ευκαιρίες απασχόλησης, χάθηκαν ακόμη και τα «μαύρα» μεροκάματα.
Στην ολιγωρία των ελληνικών κυβερνήσεων προστίθεται η απροθυμία ή και η υποκρισία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν δραστικά το μείζον πρόβλημα της μετανάστευσης. Η συνθήκη του Δουβλίνου-2 υποχρεώνει ουσιαστικά την Ελλάδα, ως πρώτη χώρα εισόδου, να παρακρατεί εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες, οι οποίοι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις νόμιμης παραμονής και οι οποίοι συχνά ζουν υπό άθλιες συνθήκες, χωρίς χαρτιά και χωρίς εργασία. Τι μπορεί όμως να προσφέρει η Ελλάδα των 10 εκατομμυρίων, αντικειμενικά, σε 1,5 και πλέον εκατομμύριο μετανάστες, όταν η χώρα πλήττεται από τη σφοδρότερη κρίση των τελευταίων πολλών δεκαετιών και ο ιθαγενής πληθυσμός έχει μπει σε ένα τούνελ λιτότητας από το οποίο δεν γνωρίζει πότε και πώς θα βγει;
Πόσους μετανάστες μπορούν να αντέξουν οι υποδομές της χώρας, υγειονομικές, σχολικές, οικιστικές; Οταν μάλιστα εργασίες δεν υπάρχουν και όταν οι δαπάνες για τις δημόσιες υποδομές περιστέλλονται δραστικά σε κάθε τομέα;
Το μεταναστευτικό δεν έχει εύκολη λύση. Είναι πρόβλημα που παράγεται εκτός συνόρων, και εκδηλώνεται εντός. Είναι μείζων ιστορική μεταβολή, είναι μαζική και διαρκής μετακίνηση φτωχών ανθρώπων από τον Τρίτο Κόσμο προς τον Πρώτο, η οποία δεν πρόκειται να ανασχεθεί εφόσον δεν αρθούν τα αίτια της δυστυχίας και της άνισης ανάπτυξης επιτόπου, στις χώρες προέλευσης.
Εξ ου και είναι εξαιρετικά δύσκολο να λυθεί εδώ· εδώ, απλώς μεταφέρεται η πενία μακριά από την πηγή της, και λιμνάζει, σε μια πύλη εισόδου, σε έναν χώρο τράνζιτ, σε μια χώρα που έχει πια τα δικά της δυσεπίλυτα προβλήματα. Ο έσχατος πένης, ο εξόριστος, ο μέτοικος, ζητάει βοήθεια από τον νεόπτωχο γηγενή, από τον έμφοβο άνθρωπο της κρίσης. Η φτώχεια προσκρούει στην απειλή φτώχειας.

Κριτήριο αξιολόγησης για την "Παθολογία του πολέμου" [με τις απαντήσεις του]

Γιατί ο πόλεμος;

Σε τι έγκειται το πρόβλημα της ειρήνης; Όλοι εύχονται την ειρήνη και το ζητούμενο είναι απλώς να βρούμε το μέσο για να φτάσουμε πιο εύκολα σε αυτήν; Ο πόλεμος του Κόλπου1 έδειξε άλλη μια φορά ότι είναι πολλοί ανάμεσά μας αυτοί που, κάπου βαθιά μέσα τους, απολαμβάνουν τον πόλεμο. Ο πόλεμος είναι η υποτροπή σε αυτό που αποκαλείται φυσική κατάσταση όπου, σύμφωνα με τον Χομπς, «ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο». Αυτή η περιγραφή είναι εύστοχη, αλλά είναι προσβλητική για τους λύκους, γιατί ούτε αυτοί ούτε άλλα ζώα του ίδιου είδους –με εξαίρεση ακριβώς τον άνθρωπο–δεν σκοτώνουν τα μεν τα δε. Πιστεύω ότι είναι δυνατό να κατανοήσουμε γιατί συμβαίνει αυτό.
Τα άλλα ζώα δε γνωρίζουν την κοινωνικοποίηση. Η κοινωνικοποίηση προσφέρει στον άνθρωπο πολλά πλεονεκτήματα και απλοποιεί τη ζωή του, του προσφέρει την ασφάλεια και ίσως την κουλτούρα, αλλά συνεπάγεται επίσης, όπως έδειξε ο Φρόιντ, την αναγκαιότητα για τον άνθρωπο να απαρνηθεί την αγριότητα που μπορούμε να παρατηρήσουμε στα παιδιά, αγριότητα η οποία –για να το εκφράσουμε με έναν τρόπο όσο το δυνατό πιο ουδέτερο–αποτελεί ασφαλώς μέρος της ύπαρξής μας, πλάι στην κατάσταση της κοινωνικοποίησης και απωθείται από αυτήν. Έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε το ότι η κατάσταση που επιτρέπει ή ακόμη και επιτάσσει αυτό που απαγορεύεται πιο αυστηρά στην πολιτισμένη ζωή –το φόνο– διατηρεί στα μάτια μας μια θελκτική όψη. Όλοι μας έχουμε γνωρίσει, σε διαφορετικούς βαθμούς, αδικίες στη ζωή μας και το γεγονός του φόνου αποτελεί την πιο ικανοποιητική εκδίκηση. Γι’ αυτό οι πόλεμοι, ανεξάρτητα από την αξιολόγηση των στόχων τους, φαίνεται να έχουν για μας μια θετική συγκινησιακά πλευρά.
Υπάρχει και ένας δεύτερος παράγοντας, που δεν νομίζω ότι είναι τόσο καθολικός, αλλά που είναι και αυτός αρκετά διαδεδομένος. Θα τον αποκαλέσουμε παράγοντα του ανταγωνισμού ή «ποδοσφαιρικό παράγοντα». Πολλοί είναι αυτοί ανάμεσά μας οι οποίοι αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους λιγότερο ως πρόσωπα και περισσότερο ως μέλη μιας συγκεκριμένης ομάδας, ως πολίτες της Βαλένθια ή του Βερολίνου, ως Ισπανοί ή Γερμανοί. Δεν αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας απλώς ως τα μέλη μιας τέτοιας ομάδας, αλλά διαφοροποιούμαστε από άλλες ομάδες και οριζόμαστε σε σχέση με αυτές. Από τη στιγμή τώρα που αυτές οι ταυτίσεις δεν συνυπάρχουν ειρηνικά (πράγμα που θα ήταν εξίσου δυνατό), αλλά γίνονται αντιληπτές υπό το πρίσμα της υπεροχής ή της κατωτερότητας, η συναίσθηση της αξίας που έχει ένα πρόσωπο όταν η ομάδα του–για παράδειγμα το έθνος του– κερδίζει ενάντια σε μιαν άλλη, είτε σε ένα παιχνίδι όπως το ποδόσφαιρο είτε στις απεριόριστες συνθήκες του πολέμου, μεγαλώνει.
Αυτός ο δεύτερος συγκινησιακός παράγοντας, που αυξάνει τη διάθεσή μας να μπούμε σε πόλεμο, θα μπορούσε να περιοριστεί, αν οι άνθρωποι κατόρθωναν να επανερμηνεύσουν την ταυτότητά τους. Το κάνουν αυτό από τη στιγμή που αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους σε πρώτο επίπεδο ως ανθρώπινες υπάρξεις και μόνο σε δεύτερο επίπεδο ως τα μέλη της μιας ή της άλλης ομάδας. Θα κατανοούσαν τότε την ιδιαίτερη ταυτότητά τους σα μέλη μιας ομάδας ως μια ταυτότητα που συνυπάρχει με εκείνη άλλων ομάδων αντί να αντιπαρατίθεται σε αυτές. Πώς κατορθώνει κανείς να φωτίσει έτσι την ταυτότητά του με την ανεκτικότητα; Πιθανόν εξομαλύνοντας τη συναίσθηση της δικής του αξίας, με άλλα λόγια όταν δεν κυριαρχείται πλέον από μνησικακία και επομένως όταν παύει να υποφέρει από ένα αίσθημα κατωτερότητας.
Πέραν τούτου, το συναίσθημα ότι δεν εκτιμούν την αξία σου ή ότι σε περιφρονούν δεν μπορεί να πάψει παρά στο βαθμό που παύει η αδικία στη δομή της κοινωνίας. Ο πρώτος λόγος που έχουμε να απολαμβάνουμε τον πόλεμο, αυτός που συνδέεται με την επιθυμία να επιστρέψουμε στη φυσική κατάσταση, θα μπορούσε και αυτός να ακυρωθεί αν καταργούνταν οι δομικές αδικίες της κοινωνίας μας. Πράγματι, αν η απόλαυση της αγριότητας οφείλεται κατά πρώτο λόγο στην ανάγκη μας για εκδίκηση και αν αυτή η ανάγκη προέρχεται από τις αδικίες που πιστεύουμε ότι έχουμε υποστεί, τότε μια κατάργηση των κοινωνικών αδικιών θα συνέβαλε στον περιορισμό της απόλαυσης που μας παρέχει η φυσική κατάσταση, θα μπορούσαμε συνεπώς να πούμε ότι, στο βαθμό που το πρόβλημα της ειρήνης έγκειται στην κλίση των ανθρώπων να απολαμβάνουν τον πόλεμο, η απάντηση στο ζήτημα της ειρήνης θα βασιζόταν στην κοινωνική δικαιοσύνη.
Φυσικά το πρόβλημα της ειρήνης δεν συνδέεται μόνο με αυτήν την κλίση. Υπάρχουν ιδιαίτερα και δύο άλλες προϋποθέσεις. Η μια είναι η ιδεολογία στο όνομα της οποίας διεξάγεται ο πόλεμος. Εννοώ εδώ το λόγο που επικαλείται ένα κράτος για να μπει σε πόλεμο, λόγο ο οποίος σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις διαθέτει μια ηθική σημασία γι’ αυτούς που πιστεύουν σε αυτόν. Στους προηγούμενους αιώνες ο λόγος που επικαλούνταν δεν ήταν υποχρεωτικά ηθικός, μπορούσε απλώς να συμπίπτει με το συλλογικό συμφέρον του έθνους. Αλλά, αν λογαριάσουμε την αυξανόμενη ωμότητα και τον ολοκληρωτισμό των πολέμων του αιώνα μας δεν είναι πλέον αποδεκτός ένας λόγος που δεν θα είναι ηθικός. Το γεγονός ότι οφείλουμε πάντα να έχουμε ένα ιδεολογικό λόγο για τον πόλεμο και ότι αυτός ο λόγος πρέπει στην εποχή μας να είναι ένας ηθικός λόγος είναι αξιοσημείωτο. Δείχνει πράγματι ότι τα δύο κίνητρα εξαιτίας των οποίων απολαμβάνουμε τον πόλεμο δεν είναι ποτέ αρκετά ισχυρά από μόνα τους, ώστε να επιτρέψουν το ξέσπασμα ενός πολέμου. Παρόλο που ένα μέρος της προσωπικότητάς τους σπρώχνει τους ανθρώπους να απολαμβάνουν την επιστροφή στη φυσική κατάσταση, η αποστροφή τους γι’ αυτή την κατάσταση είναι τόσο ισχυρή στα μάτια ενός άλλου μέρους της προσωπικότητάς τους, ώστε δεν θα ξεκινούσαν τον πόλεμο, αν δεν πίστευαν ότι έχουν έναν ηθικό λόγο για να τον κάνουν.
Όσο για το δεύτερο λόγο που δικαιολογεί το ξέσπασμα ενός πολέμου, αυτός προμηθεύεται προφανώς από τα συμφέροντα των ομάδων που βρίσκονται στην εξουσία, των στρατιωτικών ηγετών ενός κράτους, των βιομηχάνων, των κατασκευαστών όπλων ιδιαίτερα και φυσικά της πολιτικής τάξης που κυβερνάει. Σε όλα αυτά προστίθεται και αυτό που η κυβερνώσα πολιτική τάξη και ο ίδιος ο λαός θεωρούν ως εθνικά τους συμφέροντα. Πιστεύω συνεπώς ότι αυτοί οι τρεις παράγοντες πρέπει να συνενώνονται για να ξεσπάσει ένας πόλεμος, πρώτα μια ανθρώπινη διάθεση που υπάρχει πάντοτε, έπειτα η αληθινά αποτελεσματική αιτία, δηλαδή τα συμφέροντα αυτών που κατέχουν την κρατική εξουσία και τέλος το ιδεολογικό κίνητρο.
(Άρθρο του Έρνστ Τούγκενχατ από την εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ»)
Σημειώσεις:
1 Πόλεμος του Κόλπου (1990-1991): πόλεμος συνασπισμού χωρών υπό την έγκριση του ΟΗΕ εναντίον του Ιράκ, ο στρατός του οποίου, κάτω από τις εντολές του Σαντάμ Χουσεΐν, είχε εισβάλει στο Κουβέιτ.

Θέματα:
Α. Να συντάξετε την περίληψη του κειμένου σε 120 λέξεις.

Β1. «Το γεγονός ότι οφείλουμε πάντα να έχουμε ένα ιδεολογικό λόγο για τον πόλεμο και ότι αυτός ο λόγος πρέπει στην εποχή μας να είναι ένας ηθικός λόγος είναι αξιοσημείωτο»: Να σχολιάσετε σε μία παράγραφο 100-120 λέξεων το περιεχόμενο του αποσπάσματος.
Β2. Ποια είναι η πρόθεση του καθηγητή Τούγκενχατ, ποιους τρόπους πειθούς και ποια γλωσσική ποικιλία χρησιμοποιεί;
Β3. Να μελετήσετε το κείμενο και κατόπιν να απαντήσετε στα ακόλουθα ερωτήματα: α. Σε ποιο είδος δοκιμίου ανήκει το κείμενο που διαβάσατε;
β. Σε τι συνίσταται ο διδακτικός του χαρακτήρας;
Β4. Ποιες θεωρεί ο καθηγητής αναγκαίες και ποιες επαρκείς αιτίες του πολέμου;
Β5. Να μελετήσετε το κείμενο και κατόπιν:
α. Να παραθέσετε έναν μονολεκτικό συνώνυμο όρο για καθεμιά από τις υπογραμμισμένες λέξεις, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία που έχουν στο κείμενο.
β. Να γράψετε δύο σύνθετες λέξεις, μία από το πρώτο συνθετικό και μία από το δεύτερο συνθετικό της λέξης «μνησικακία».


Γ. «Κάτι αγνοούμε, κάπου παρανομούμε. Η ευθύνη της συμφοράς που βαραίνει τον κόσμο είναι δική μας. Δεν έχει περάσει και πολύς καιρός από τότε που έγραφα για την «ιερή στατιστική» ενός παράξενου φίλου μου. Όλοι μας έπρεπε να την κάνουμε αυτή τη στατιστική: «Προσπαθώ να βρω, μου είπε την πρώτη φορά, πόσοι πάνω κάτω άνθρωποι σκοτωθήκανε σε τούτο τον πόλεμο». Φαίνεται πως θα βρήκε περίπου τον αριθμό, γιατί τη δεύτερη φορά που συναντηθήκαμε δεν τον απασχολούσαν οι σκοτωμένοι. «Οι ανάπηροι, μου λέει, είναι τόσοι σ’ όλο τον κόσμο. Μάζεψα λοιπόν τα κομμένα χέρια και τα κομμένα πόδια ολονών, τα ’βαλα κατά μήκος, το ένα κοντά στο άλλο κι έφτιαξα έναν πολύ μακρύ δρόμο. Ένα δρόμο που η χιλιομετρική του απόσταση θα ήταν δύσκολο να υπολογιστεί». Και την τρίτη φορά που τον ρώτησα, δεν είχε ξεφύγει ακόμα απ’ αυτό το πένθιμο θέμα του. «Με τα κόκαλα των νεκρών, μου λέει, φτιάχνει κανείς ένα γήλοφο. Με τόσα κόκαλα φτιάχνει ένα λόφο και με τόσα ένα βουνό… » Κι δεν είναι λίγες οι φορές που φτιάχνω με τη σκέψη μου από τότε αυτό το βουνό. Το βλέπω συχνά να λευκιάζει μπροστά στα μάτια μου με την κορφή του χαμένη στα σύννεφα. Βλέπω τον ήλιο να κατεβαίνει πίσω του. Πόσος χρόνος θα χρειαζόταν άραγε, για να εκφωνήσει κανείς τα ονόματα σαράντα εκατομμυρίων νεκρών; Λογαριάζω αυτό το απέραντο προσκλητήριο κι αμέσως σκέφτομαι να ρωτήσω: ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι κανείς δε φταίει γι΄ αυτό;» (Νικηφόρος Βρεττάκος, «Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου»).
Πιστεύετε ότι η ευθύνη για τους πολέμους βαραίνει μόνο αυτούς που τους σχεδιάζουν και τους πραγματοποιούν ή μήπως υπάρχει ένα πλέγμα συλλογικής ευθύνης και ενοχής-ανοχής; Κατά πόσο ο καθένας μας μπορεί να προστατέψει την ειρήνη; Αναπτύξτε τις απόψεις σας σε ένα αποδεικτικό δοκίμιο 500-600 λέξεων, λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω ερωτήματα και το απόσπασμα του Νικηφόρου Βρεττάκου.


ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

Διδασκαλία διηγήματος στο Πειραματικό Γυμνάσιο της Ιωνιδείου Σχολής Πειραιά

Με την παρουσία του συγγραφέα
ΜΕΡΟΣ 1ο: http://www.youtube.com/watch?v=_XlHpJEjEXg&feature=mfu_in_order&list=UL
ΜΕΡΟΣ 2ο: http://www.youtube.com/watch?v=81bwyuiUUtw&feature=mfu_in_order&list=UL

Οι πρώτοι του 2010 αντεπιτίθενται στο 2011
εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ
Εννέα Ελληνες που συζητήθηκαν πολύ κατά τη διάρκεια της χρονιάς που έφυγε μιλούν για τις μεγάλες αποφάσεις που έχουν πάρει- και τις οποίες θα προσπαθήσουν να υλοποιήσουν - για τους επόμενους δώδεκα μήνες
της ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Καθένας τους έχει το δικό του πεδίο δράσης: μουσική, θέατρο, εικαστικές τέχνες, κινηματογράφος, πεζογραφία, αρχιτεκτονική, μαγειρική... Το 2010 ήταν η χρονιά τους. Διακρίθηκαν και τα ονόματά τους έγιναν θέμα συζήτησης. Τι να περιμένουμε από αυτούς το 2011 και, ακόμη σημαντικότερο, τι θα ήθελαν οι ίδιοι να κάνουν το 2011; Το «Βήμα» τους ζήτησε να αποκαλύψουν τη μεγάλη τους απόφαση για τη νέα χρονιά.
XΡΗΣΤΟΣ OΙΚΟΝΟΜΟΥ, συγγραφέας
«Παρ΄ ότι δεν είμαι από τους ανθρώπους που διακρίνονται για την αποφασιστικότητά τουςσκέφτηκα να κάνω εφέτος μια εξαίρεση. Υπάρχει μια φράση στο μυθιστόρημα του Τζον Στάινμπεκ “Τα Σταφύλια της Οργής”: «Αnybody can break down. Ιt takes a man not to»- δεν τη μεταφράζω, για να μη χαθεί η ποίηση, όπως θα έλεγε και ο Φροστ. Κουβαλάω μέσα μου, εδώ και πολλά χρόνια,αυτά τα λόγια.Και μου φαίνεται ότι το 2011 θα χρειαστεί να τα εφαρμόσω στην πράξη. Θα προσπαθήσω, λοιπόν,να μη λυγίσω κάτω από το βάρος όλων αυτών που συμβαίνουν γύρω μας, όλων αυτών που θα συμβούν τους επόμενους μήνες. Θα προσπαθήσω να συνεχίσω να γράφω (όχι να δημοσιεύω) ιστορίες,να αφηγούμαι το πάθος, τον φόβο, την ελπίδα των αδύναμων ανθρώπων. Θα δυσκολευτώ πολύ, το ξέρω· το πιθανότερο είναι να μην τα καταφέρω.Αποφάσισα όμως να προσπαθήσω.Να προσπαθήσω να μη λυγίσω».
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970.Το 2003 δημοσίευσε τη συλλογή διηγημάτων «Η γυναίκα στα κάγκελα» (Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα).Το «Κάτι θα γίνει,θα δεις» (Εκδόσεις Πόλις) εκδόθηκε το 2010. Περιείχε δεκαέξι ιστορίες για το σκοτάδι που ζει στη διπλανή πόρτα, με «σκηνικό» τα Καμίνια, τη Νίκαια, τη Δραπετσώνα, το Κερατσίνι. Το βιβλίο έγινε μπεστ σέλερ και υπήρξε ένα από τα πιο συζητημένα της χρονιάς.

Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011

Το χρέος των λογοτεχνών απέναντι στους νέους


Ο συγγραφέας Χρήστος Οικονόμου μιλά στους μαθητές για το ρόλο της Λογοτεχνίας
[απόσπασμα από τη δειγματική διδασκαλία]

"Οι τεχνίτες του λόγου έχουν την ικανότητα και την υποχρέωση να μεταφέρουν στους νέους συμπυκνωμένες και ανάγλυφες τις εμπειρίες μας όλες, και των απλών ανθρώπων και των σοφών και των ισχυρών και των αδύναμων και των βασανισμένων και των ευτυχισμένων. Πέρα από φιλολογικές και καλλιτεχνικές αναζητήσεις, τις νόμιμες και τις πλαστές, ο λογοτέχνης οφείλει να ανασυνθέσει με αυταπάρνηση και ειλικρίνεια τη μορφή του κόσμου που γνώρισε. Αν με την έμφυτη ικανότητα και την άσκηση κατορθώσει να δώσει στους νέους τα αληθινά προβλήματα που αντιμετώπισε η δική του γενιά, απογυμνωμένα από τις συμβατικές επικαλύψεις και τα εφήμερα πυροτεχνήματα, τις προσδοκίες της δικής του νιότης, τους αγώνες της, τα χτυπήματα, τα κέρδη και τις ζημίες, αν αποκαλύψει τα αληθινά τραύματα και τα γνήσια εύσημα της δικής του γενιάς, αν προχωρώντας εκμυστηρευθεί χωρίς συνειδητή ή ασυνείδητη υποκρισία τα σημερινά του όνειρα ή τη σημερινή του απελπισία, αν κατορθώσει να δείξει στους νέους πως δεν είναι μόνον αυτοί που χάνουν ό,τι αγαπούν, που αναγκάζονται να συμβιώσουν με όσα μισούν, που στέκονται αδέκαστοι και καθαροί, που ξαγρυπνούν για τους καημούς των διπλανών τους, που πονούν για τα αδικοσκοτωμένα παλικάρια των ανόσιων πολέμων. Αν δίπλα σ' όλα τούτα τους πει απερίφραστα και θαρραλέα πως η πείρα τού αποκάλυψε την απλή και γι' αυτό πολύτιμη αλήθεια του σολωμικού στίχου "δεν τόλπιζα νάν' η ζωή μέγα καλό και πρώτο". Αν τους μεταδώσει κάτι τέτοιο, και ο ίδιος θα πρέπει να αισθάνεται ικανοποιημένος για την προσφορά του, αλλά προπάντων οι νέοι κάτι θα έχουν κερδίσει από μας τους "ώριμους". (Μ. Ανδρόνικος)

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

Καλό κατευόδιο

http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=4&artId=379183&dt=19/01/2011
Δάσκαλε, δε θα ξεχάσω ποτέ τις εμπνευσμένες παραδόσεις σου στα αρχαία ελληνικά, όταν εκεί στις αρχές του '80, καθόμουνα - μαθητούδι "ψαρωμένο" - στα θρανία του Θεωρητικού Φροντιστηρίου στην Κωλέττη. Η διεισδυτική θεώρηση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στάθηκε οδηγός πολύτιμος σε όλους μας, που καθοδηγηθήκαμε στα πρώτα μας βήματα από τον μέντορα Μπελεζίνη. Οι γνώσεις σου και η αγάπη σου για τα παιδιά στάθηκαν παρακαταθήκη ανεκτίμητη που μας συνοδεύει στη ζωή μας.
Αργότερα, ως φιλόλογος πλέον, έκανα τις πρώτες μου διδασκαλίες πλάι σου και θυμάμαι τις συμβουλές τις δικές σου, του Κώστα Ανδρακάκου (που θα τα λέτε μαζί...) του Σταύρου Πάντου και του Ορφέα Μυτιληναίου. Ήσουν δάσκαλος με όλη τη σημασία της λέξης!
Ευχαριστώ που είχα την τύχη να σε γνωρίσω...
[Υ.Γ. Δε θα ξεχάσω τις μοναδικές ερμηνείες που μου έδινες όταν σε ρώταγα για τις λέξεις του Ελύτη και του Εμπειρίκου στον "Μεγάλο Ανατολικό", στον καφενέ του Αντώνη, όταν έπινες τον φραπέ σου].

http://avgi-anagnoseis.blogspot.com/2011/01/blog-post_22.html

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

Κ.Π.Καβάφη, Στα 200 π.Χ. [Κ.Ν.Λ. Γ' Γυμνασίου]

«Aλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων»

Μπορούμε κάλλιστα να φαντασθούμε
πως θ’ αδιαφόρησαν παντάπασι στην Σπάρτη
για την επιγραφήν αυτή. «Πλην Λακεδαιμονίων»,
μα φυσικά. Δεν ήσαν οι Σπαρτιάται
για να τους οδηγούν και για να τους προστάζουν
σαν πολυτίμους υπηρέτας. Άλλωστε
μια πανελλήνια εκστρατεία χωρίς
Σπαρτιάτη βασιλέα γι’ αρχηγό
δεν θα τους φαίνονταν πολλής περιωπής.
A βεβαιότατα «πλην Λακεδαιμονίων».

Είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται.

Έτσι, πλην Λακεδαιμονίων στον Γρανικό·
και στην Ισσό μετά· και στην τελειωτική
την μάχη, όπου εσαρώθη ο φοβερός στρατός
που στ’ Άρβηλα συγκέντρωσαν οι Πέρσαι:
που απ’ τ’ Άρβηλα ξεκίνησε για νίκην, κ’ εσαρώθη.
Κι απ’ την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία,
την νικηφόρα, την περίλαμπρη,
την περιλάλητη, την δοξασμένη
ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά,
την απαράμιλλη: βγήκαμ’ εμείς·
ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας.

Εμείς· οι Aλεξανδρείς, οι Aντιοχείς,
οι Σελευκείς, κ’ οι πολυάριθμοι
επίλοιποι Έλληνες Aιγύπτου και Συρίας,
κ’ οι εν Μηδία, κ’ οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι.
Με τες εκτεταμένες επικράτειες,
με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών.
Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά
ώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς.


Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!

INFO
1. http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=58870.0
2. http://www.netschoolbook.gr/kav2.pdf
3. http://latistor.blogspot.com/2010/11/200.html
4. http://examsos.yooblog.gr/2009/10/09/3758

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

«Δημόσιο, δημοκρατικό και ανθρώπινο σχολείο»

Στην Κύπρο, το νέο δημόσιο, δημοκρατικό σχολείο είναι γεγονός. Εκεί η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση δεν αποτελεί προϊόν πρόχειρων εξαγγελιών. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, στηρίχτηκε στη γενναία χρηματοδότηση, αλλά κυρίως στην ουσιαστική συμμετοχή των μάχιμων εκπαιδευτικών, οι οποίοι υπήρξαν κοινωνοί της.
Αρχιτέκτονας του εκσυγχρονισμού της δομής και του περιεχομένου της εκπαίδευσης στην Κύπρο, από το νηπιαγωγείο ώς το εννιαίο λύκειο, είναι ο καθηγητής του ΑΠΘ Γιώργος Τσιάκαλος.
Ο ίδιος εξηγεί στην «Κ.Ε.» ότι «η Κύπρος δεν είναι πρόθυμη να επιτρέψει την ακύρωση αυτού του στόχου, για καμία ιδεοληψία και καμία ιδιοτέλεια». Ενας στόχος, βέβαια, που συνοδεύτηκε από την ανάλογη οικονομική υποστήριξη: «Η Κύπρος έρχεται πρώτη σε δαπάνες για την παιδεία στην Ευρώπη και δεύτερη στις χώρες του ΟΟΣΑ (8,5% του ΑΕΠ)». Δικαίως θεωρεί ότι «μπορεί να γίνει στην εκπαίδευση η Φιλανδία της Ευρώπης», τονίζοντας, μάλιστα, ότι «έχει όλα τα εφόδια για να καταφέρει το ίδιο ακόμη και σε ανώτερο βαθμό». Τι εννοεί, όμως, ο καθηγητής όταν μιλάει για το νέο δημοκρατικό σχολείο;
«Αυτό που βλέπει κανείς απ' έξω είναι ότι μειώθηκαν οι ώρες διδασκαλίας, μεγάλωσαν τα διαλείμματα και η τελευταία ώρα κάθε ημέρα αφιερώνεται στην "εμπέδωση", έτσι ώστε να μην χρειάζεται η "συνδιδασκαλία" των γονέων στο σπίτι. Στην πραγματικότητα αυτά αποτελούν απλώς μερικά από τα εμφανή γνωρίσματα ενός δημοκρατικού και ανθρώπινου σχολείου. Δημοκρατικό χαρακτηρίζεται ένα σχολείο στο οποίο φοιτούν μαζί όλα τα παιδιά, ανεξάρτητα από όποιες ιδιαιτερότητες (αναπηρία, καταγωγή, πολιτισμικό περιβάλλον), και στο οποίο όλα τα παιδιά, χωρίς καμιά εξαίρεση, έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν όλα όσα χαρακτηρίζουν σήμερα έναν μορφωμένο πολίτη».
«Αυτό επιτυγχάνεται», προσθέτει, «μόνον όταν τα αναλυτικά προγράμματα είναι έτσι δομημένα ώστε όλα τα παιδιά να μπορούν να πετύχουν τους μαθησιακούς στόχους, ανεξάρτητα από τον προσωπικό ρυθμό μάθησης και την υποστήριξη που έχουν στο σπίτι. Αντίστοιχα, ανθρώπινο χαρακτηρίζεται ένα σχολείο που δεν κλέβει από τα παιδιά την παιδική ηλικία και τη νεότητα, αλλά αντίθετα δίνει σ' αυτά τη δυνατότητα να βιώσουν αυτές τις περιόδους ως τις πιο ωραίες στη ζωή του ανθρώπου».
Όσο κι αν φαίνεται πρωτάκουστο για τα δικά μας δεδομένα, η συγκεκριμένη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση αποτελεί καρπό των διαβουλεύσεων μεταξύ των πολιτικών και κοινωνικών φορέων, αλλά και της εκπαιδευτικής κοινότητας:
«Οι διαβουλεύσεις δεν προηγήθηκαν, αλλά ήταν μέρος της διαδικασίας. Δηλαδή δεν υπήρχαν από την πλευρά μας έτοιμες προτάσεις τις οποίες καλούνταν οι άλλοι να αποδεχτούν ή, έστω, να αποδεχτούν ως βάση συζήτησης. Αφετηρία του εγχειρήματος αποτελούσε μόνο η βούληση να χτιστεί ένα δημοκρατικό και ανθρώπινο σχολείο. Με αυτήν ως μοναδική αδιαπραγμάτευτη αφετηρία υπήρξαν πολλές συζητήσεις με τα πολιτικά κόμματα, τις οργανώσεις και τις παρατάξεις των εκπαιδευτικών, τους συλλόγους των γονέων και χιλιάδες πολίτες σε εκατοντάδες συγκεντρώσεις».
Για τις αλλαγές στο λύκειο και ειδικά για την ενοποίηση του Ενιαίου Λυκείου με την Τεχνική Εκπαίδευση, ο κ. Τσιάκαλος τονίζει ότι: «Η ενοποίηση είναι το πιο δύσκολο μέρος του εγχειρήματος. Θα χρειαστεί χρόνο για να επιτευχθεί. Η πρόταση για το λύκειο περιλαμβάνει ένα υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές πρόγραμμα ανθρωπιστικής και κοινωνικής παιδείας για τη β' και τη γ' Λυκείου, στο οποίο όλα τα μαθήματα γίνονται με συνεργατικές και βιωματικές μορφές μάθησης. Και την επιλογή ενός προγράμματος εμβάθυνσης (από 15 συνολικά), με τρία μαθήματα και πολλές ώρες διδασκαλίας».
Απώτερος στόχος είναι η δευτεροβάθμια εκπαίδευση να συνδέεται με την ελεύθερη πρόσβαση στα πανεπιστήμια: «Τα προγράμματα εμβάθυνσης (π.χ. κλασικές σπουδές, φυσικές επιστήμες, βιοεπιστήμες κ.λπ.) από τη φύση τους εγγυώνται την καλή προετοιμασία των μαθητών για συγκεκριμένα τμήματα. Και εφόσον ο αριθμός των θέσεων στα τμήματα αυτά είναι μεγαλύτερος του αριθμού των υποψηφίων, αφαιρούν κάθε νόημα από τις εισαγωγικές εξετάσεις».
Εξυπακούεται, βέβαια, ότι τίποτα από τα παραπάνω δεν έγινε βεβιασμένα. Το εγχείρημα ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2008 και τα αναλυτικά προγράμματα παραδόθηκαν στον υπουργό Παιδείας τον Αύγουστο του 2010. Φέτος τα σχολεία «μπολιάστηκαν» με κάποια στοιχεία από τα νέα προγράμματα. Από το επόμενο σχολικό έτος θα ξεκινήσει η γενική, αλλά σταδιακή, εισαγωγή τους σε όλα τα σχολεία. Υπολογίζεται ότι η εισαγωγή τους θα ολοκληρωθεί το σχολικό έτος 2013-2014.
Ρωτάμε τον κ. Τσιάκαλο, αν θεωρεί αδύνατο να πραγματοποιηθεί ένα παρόμοιο εγχείρημα στην Ελλάδα: «Απίθανο ναι, όχι όμως αδύνατο! Η βεβαιότητα των εκάστοτε κυβερνώντων ότι τα ξέρουν όλα καλύτερα απ' όλους τους άλλους, η πεποίθησή τους ότι ελλείψεις και στρεβλώσεις δεκαετιών μπορούν να διορθωθούν ακαριαία με μόνη την άσκηση εξουσίας, και, κυρίως, η αδυναμία τους να δουν τους μάχιμους εκπαιδευτικούς ως φίλιες δυνάμεις με δική τους πολύτιμη άποψη και όχι ως αντιπάλους, είναι αυτά που κάνουν να φαντάζει απίθανη η αλλαγή που χρειαζόμαστε. Γιατί όμως να μην ελπίζουμε ότι κάποια στιγμή μπορεί να αλλάξουν τα πράγματα;».
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 16/1/2011
Οι μαθητές του Γυμνασίου φωτογραφίζουν, ερμηνεύουν, σχολιάζουν, απαγγέλλουν, τραγουδούν εμπνεόμενοι από τη σύγχρονη Λογοτεχνία.

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

Η αποστολή των νέων επιστημόνων

http://www.scribd.com/full/46749736?access_key=key-1spw7cpvmyh9hvsktn90

Διαφημιστικά πρότυπα [κριτήριο αξιολόγησης με απαντήσεις]

http://www.scribd.com/full/46748923?access_key=key-1l1h67xflkjvodvieufi

Θέματα Πανελλαδικών Εξετάσεων για το ποίημα του Καβάφη "Μελαγχολία..."

1) http://www.ypepth.gr/themata/them_neoel_no_no_omog_no_0903.pdf
2) http://www.ypepth.gr/themata/them_neoel_omog_c_omog_no_0809.pdf
3) http://www.ypepth.gr/themata/them_neoel_kat_d_esp_epan_0604.pdf

Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2011

Θέματα Πανελλαδικών Εξετάσεων για το "Όνειρο στο κύμα" του Αλ. Παπαδιαμάντη

1) http://www.ypepth.gr/themata/them_neoel_omog_c_omog_no_070912.pdf
2) http://www.ypepth.gr/themata/them_neoel_kat_c_hmer_epan_0604.pdf
3) http://www.ypepth.gr/themata/them_neoel_kat_d_esp_no_0906.pdf
4) http://www.ypepth.gr/themata/them_neoel_c_kat_hmer_no_060527.pdf
5) Επαναληπτικές Εξετάσεις Γ' τάξης Ημερησίου Λυκείου 2003
Α΄. ΚΕΙΜΕΝΟ: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Όνειρο στο κύμα (απόσπασμα: Την ανεγνώρισα πάραυτα... και να φύγω, να φύγω τον πειρασμόν!... σ.171-174)

Β΄. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Ποια είναι η σχέση της πεζογραφίας του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη με τον ευρωπαϊκό ρομαντισμό Να αναφέρετε τέσσερα (4) σημεία του κειμένου που σας δόθηκε, τα οποία επιβεβαιώνουν τη θέση σας.
2. Ποια από τα χαρακτηριστικά της γλώσσας και του ύφους του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη εντοπίζετε στο απόσπασμα που σας δόθηκε;
3. Να εντοπίσετε τέσσερα (4) διαφορετικά εκφραστικά μέσα με τα οποία ο συγγραφέας ζωντανεύει το "όνειρο στο κύμα".
4. "Δεν δύναμαι ... το πλέον εις το κύμα". Να σχολιάσετε σε μία παράγραφο (100-120 λέξεις) το απόσπασμα.
5. Να αναγνώσετε συγκριτικά το απόσπασμα από το διήγημα "Όνειρο στο κύμα" και το επόμενο απόσπασμα από το μυθιστόρημα "Η Δασκάλα με τα χρυσά μάτια" του Στράτη Μυριβήλη και να επισημάνετε τις ομοιότητες και τις διαφορές τους ως προς το περιεχόμενο.
Στράτης Μυριβήλης, "Η Δασκάλα με τα χρυσά μάτια", (απόσπασμα)
Η Σαπφώ τραβάει ίσια, ανοιχτά, με μεγάλες χαριτωμένες πλεψιές. Το κεφάλι της πέφτει κι ανασηκώνεται ρυθμικά, και η θάλασσα, κάθε φορά που ανεγέρνει απάνω της, τη φιλά στο μάγουλο. Φορεί κι αυτή μαύρο μαγιό. Φαίνεται πίσω ο λαιμός κ' η πλάτη, σα λαξεμένη σε χλομό μάρμαρο πολύ δουλεμένο. Φαίνεται ακόμα το ένα μπράτσο της, έτσι που αναδύεται μαλακά μες από το νερό. (...)
Μια στιγμή η Σαπφώ γυρίζει τ' ανάσκελα. Κολυμπά μόνο με τα χέρια της, που δουλεύουν σα δυο γρήγορα κουπιά. Μικρά - μικρά κυματάκια σηκώνουνται από τις άκρες τω χεριώ της, απλώνουν ως τις σκοτεινές μασκάλες και παίζουν γύρω στις κορφές των κόρφων, που ξεμυτίζουν από το νερό, στέρεοι σαν καρποί. Το μπανιερό κολνάει βρεγμένο πάνω στη γερή σάρκα.
Ο Λεωνής σηκώνει ταραγμένος τη ματιά, ψαχουλεύει με αγωνία ψηλά ένα γύρω, πάνω στο πράσινο μπουκέτο της Βίγλας. Σα να μην ήθελε να δει άλλος κανένας πως την είδε, ή σα νάνιωσε το μαγνήτη μιας άλλης ματιάς να τραβάει τη δική του σαν πετονιά από κει ψηλά. Και ίσα - ίσα του φάνηκε πως πήρε το μάτι του κάποια κίνηση. Σα να παραμέρισαν βιαστικά μια τούφα σκίνα, σα ν' ασπρολόγησε κάτι. (...)
Νιώθει ακόμα τη γλυκιά ταραχή να κυκλοφέρνει μέσα στο αίμα του. Είναι το όραμα της Σαπφώς, που κολυμπά ανάσκελη. Κατόπι την είδε σαν πλεύρισε, και ξέρει πως την παραφύλαγε να βγει, την είδε όρθια, να πηδά με μικρά πηδήματα από βραχάκι σε βραχάκι. Ένα φτερωμένο κορμί περεχυμένο θάλασσα και ήλιο. Καθάριο, κρουστό σαν τα βρεγμένα βότσαλα. Ακούει τους αχινούς, κουβάρα, να σιγοτρίζουν τα μπλεγμένα τους αγκάθια. Αφήνει το ένα πόδι του να κρεμαστεί πάνω στο νερό. Μια τρίχα κοντά στο νερό. Η θάλασσα με τον ανασασμό της τον αγγίζει, τόνε γαργαλά στη φτέρνα και πάλι αποτραβιέται. Μέσα στα ρηχά καθρεφτιούνται τα χρωματιστά ζωνάρια της βάρκας. Σαλεύουνται σα νεροφείδες που παλεύουν ή αγκαλιάζουνται, σγουραίνουν παράλληλα, κυματίζουν τις κουλούρες τους. Νιώθει κάτι που τόνε στενοχωρεί. Είναι που άφησε τον εαυτό του να δει ολόγυμνη σχεδόν τη Σαπφώ. Η κυριολεξία δηλαδή δεν είταν "άφησε τον εαυτό του". Γιατί είταν βέβαιο πως παραμόνεψε τη στιγμή που έκανε να ξενερίσει. (...)
Είταν η γυναίκα του Βρανά, του πεθαμένου φίλου. Όμως είταν αλήθεια μια παίδα εικοσιδυό χρονώ όμορφη σαν καμιάν άλλη. Αυτό πια τόξερε, το αιστανότανε μ' ολάκερο το κορμί του. Την είδε μέσα στην αποθέωση της ομορφιάς της να αναδύεται. Από πάνω της να κρουνελίζει η θάλασσα κι ο ήλιος. (...)
Ένιωσε μια καταφρόνεση για την κατάντια του, σαν πόνο μέσα στη σάρκα. Και παράσταινε τάχα το "όνειρο στο κύμα". Αηδία και ντροπή ... Και "όνειρο στο κύμα"! Η θύμησή του πήδηξε πάλι σ' ένα σάλτο καιρούς κι αποστάσεις, ζευγαρώνοντας απίθανα τις λεπτομέρειες. Θυμήθηκε πως είτανε του Παπαδιαμάντη κείνο το στερνό κομμάτι πούχε διαβάσει στο Βρανά πριν θολώσουν τα συλλοϊκά του.

Κριτήριο αξιολόγησης για τον ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΛΟΓΟ

Πολιτικός Λόγος

Τηλεργασία - [Κριτήριο αξιολόγησης και Διάγραμμα]

http://gym-rizom.ima.sch.gr/pdf/themata/2001/Iounios/Eniaio-Lykeio/B-Lykeiou/Geniki/b-en-glo-gp-01.pdf

Αρνητικές συνέπειες τηλεργασίας

- Κοινωνική απομόνωση. Ο τηλεργαζόμενος απομονώνεται από τον εργασιακό του χώρο και τις συλλογικές διεργασίες που συντελούνται στους συμβατικούς εργασιακούς χώρους με συνέπεια να διέρχεται από διαδικασίες κοινωνικής απομόνωσης και αποξένωσης και να αποδεσμεύονται οι πρακτικές κοινωνικής συμβίωσης από τις εργασιακές πρακτικές.
- Υψηλό κόστος κτήσης εξοπλισμού.
- Μεταφορά εργασιακού άγχους στο καθημερινό οικογενειακό περιβάλλον.
- Πρακτικά προβλήματα (αδυναμία διεκδίκησης συλλογικών αιτημάτων).
- Δυσκολίες προσαρµογής, ειδικά στον οικογενειακό χώρο, όταν υπάρχουν παιδιά,
- Υψηλό αρχικό κόστος εξοπλισµού και κόστος πρόσβασης για τους αυτοαπασχολουµέ-νους στην τηλεργασία: μετα-φέρεται μέρος του λειτουργικού κόστους της επιχείρησης στον εργαζόμενο, καθώς δεσμεύεται ένα τμήμα της κατοικίας του (χωρίς απαραίτητα να πληροί τις ελάχιστες προϋποθέσεις (πυρασφάλεια, εργονομική διευθέτηση εξοπλισμών, καταλληλότητα φωτισμού) για εργασιακούς σκοπούς και επιβαρύνεται με το επιπλέον κόστος ηλεκτροδότησης, τηλεφώνων, υδροδότησης κ.α.
- Λιγότερες ευκαιρίες για προαγωγή.
- Απώλεια προνοµίων και δικαιωµάτων: ο τηλεργαζόμενος δεν απολαμβάνει άλλων κοινωνικών - εργασιακών δικαιω-μάτων όπως είναι η γονική άδεια, άδεια διακοπών, άδεια λόγω ασθένειας, υπερωρίες κλπ.
- Συνδέεται με την εξατομίκευση των συμβάσεων εργασίας και την ένταση της εκμετάλλευσης του εργαζόμενου καθώς σε αρκετές περιπτώσεις συνδυάζονται με τη μερική απασχόληση, την αμοιβή με το κομμάτι και τη μη λήψη μέτρων υγιεινής και ασφάλειας για την προστασία του εργαζόμενου. Σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις, η τηλεργασία αποτελεί μέθοδο για την μετατροπή της μισθωτής απασχόλησης σε αυτοαπασχόληση με συνέπεια την ένταση της ανασφάλειας του τηλεργαζόμενου.
- Αναιρείται έτσι η κοινή διαπίστωση ότι οι ικανότητες του ανθρώπου και οι επαγγελματικές δεξιότητες αναπτύσσονται μέσω κοινωνικών σχέσεων και συνεπώς το απομονωμένο εργασιακό περιβάλλον δεν μπορεί να υποκατασταθεί από τις εντατικότερες οικογενειακές επαφές. Είναι χαρακτηριστικό απ’ αυτή την άποψη το γεγονός ότι στον Οδηγό του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας για την τηλεργασία, συστήνεται στους τηλεργαζόμενους να τηλεφωνούν για να διατηρούν επαφές με τους συνανθρώπους τους, να βγαίνουν έξω απ’ το σπίτι για μία βόλτα και να κάνουν πραγματικά διαλείμματα φαγητού. Στον ίδιο Οδηγό προτείνεται η εθελοντική και αρχικά η οπωσδήποτε πιλοτική εφαρμογή της τηλεργασίας γιατί οι επιπτώσεις είναι σύνθετες και πολύπλοκες.
- Επιπλέον, οι τηλεργαζόμενοι αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες σχετικά με την ενημέρωση και τις δυνατότητες ε-παγγελματικής τους εξέλιξης, την πρόσβαση στην κατάρτιση όπως και δυσκολίες εκπροσώπησης των συμφερόντων τους καθώς είναι δύσκολη η επαφή τους με τα συνδικάτα.
- Ακόμα και στις περιπτώσεις που η επιχείρηση παραχωρεί τον απαραίτητο εξοπλισμό στον τηλεργαζόμενο και του κα-λύπτει με προκαθορισμένες περιοδικές αμοιβές μέρος των λειτουργικών δαπανών, ανακύπτουν ζητήματα ως προς το οικογενειακό άσυλο και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις περιπτώσεις που απαιτούνται έλεγχοι και επιθεωρήσεις των συνθηκών εργασίας και του τρόπου χρήσης του εξοπλισμού.
- Τέλος, η τηλεργασία έχει θεωρηθεί και ως μορφή κοινωνικού dumping, είτε αυτό αφορά στις μειωμένες αποδοχές των τηλεργαζομένων στο εσωτερικό μιας χώρας είτε τη μεταφορά δραστηριοτήτων σε τρίτες χώρες όπου η παραγωγή συντελείται κάτω από ακατάλληλες συνθήκες εργασίας
- Από τις ως τώρα μορφές και τρόπους εφαρμογής της τηλεργασίας προκύπτει ότι κυρίως ενισχύονται, χάρη στις νέες τεχνολογίες, οι εργασίες που πριν πραγματοποιούνταν με κάποια απόσταση και σχετική αυτονομία από τον χώρο εργα-σίας και ταυτόχρονα επιδιώκεται η εφαρμογή της σε ορισμένες πλευρές της επιχειρηματικής δραστηριότητας με στόχο τη μείωση του κόστους και την ένταση της εκμετάλλευσης του εργαζόμενου, χωρίς να επηρεάζεται ο σκληρός - πυρήνας των παραγωγικών - εργασιακών διαδικασιών που εξακολουθούν να πραγματοποιούνται στους συλλογικούς χώρους εργασίας. Έτσι, η τηλεργασία αφενός δεν αποτελεί πανάκεια για τη διατήρηση της απασχόλησης και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, αφετέρου μπορεί να αποτελέσει απειλή στο βαθμό που εφαρμόζεται με τρόπους και μορφές στις οποίες καταπατούνται τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα και διαρρηγνύονται συστηματικοί δεσμοί της κοινωνικής προστασίας και ασφάλειας. Ενισχύεται μ’ αυτό τον τρόπο ο δυϊσμός της αγοράς εργασίας και η δημιουργία εργαζομένων δύο η και περισσότερων ταχυτήτων.