της Ελένης Πατσιατζή
Στα δύο πρώτα βιβλία
της τριλογίας (στο «Αθώοι και φταίχτες»
και στο «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ»)
η θεματική των τίτλων της κας Δούκα παραπέμπει σαφώς σε ζητήματα ηθικής δικαίωσης. Η διερώτηση για το
ποιοι είναι οι «αθώοι» στους οποίους αναφέρεται και ποιοι οι «φταίχτες», ποίας
αδικοπραγίας, είναι πρόδηλη. «Ζόρικη» η
απάντηση, ιδίως αν οι άνομες πράξεις συγκαλύπτονται, αποσιωπώνται, οδηγούνται επιμελώς,
επομένως και εσκεμμένα, στη λήθη. Υποψιαζόμαστε, όμως, πως η εσκεμμένη λήθη, και συγκεκριμένα η
επιλεκτική αναίρεση της μνήμης των διαφορετικών, των αδικημένων, των ηττημένων
της Ιστορίας αποτελεί, σε συμβολικό τουλάχιστον επίπεδο, την εξακολούθηση της
αδικίας που διεπράχθη εναντίον τους. Ποιος, τότε, μπορεί να αναδείξει την αλήθεια και να αποδώσει την οφειλόμενη «ιστορική δικαιοσύνη»; Μόνον ο ιστορικός; Μπορεί το
λογοτεχνικό πεδίο να λειτουργήσει ως άτυπος θεσμός ανάδειξης και έκφρασης των
μη δικαιωμένων, των ανίσχυρων και ηττημένων; Η απάντηση δεν είναι εύκολη, είναι
κι αυτή «ζόρικη», ιδίως αν αναλογιστούμε πως η λογοτεχνία στηρίζεται στη μυθο-πλασία.
Η συνοπτική -και γι’ αυτό αναπόφευκτα ελλιπής- περιδιάβαση στα συγκεκριμένα κείμενα οδηγεί
σε παράλληλη περιδιάβαση στην ιστορία
της πόλης των Χανίων, στο κοινωνικό σώμα της οποίας εγγράφονται οι προσωπικές
ιστορίες των ηρώων. Τα Χανιά δεν είναι απλώς ο τόπος της μυθοπλασίας αλλά πρωταγωνιστούν και
στα τρία βιβλία κουβαλώντας, ως πόλη, ιδιαίτερα σημασιολογικά φορτία. Η πόλη των Χανίων
αποτυπώνεται και διαθλάται διαρκώς μέσα από τοπωνυμικές σημάνσεις διαμορφώνοντας
το δικό της πολιτισμικό τοπίο κι αποκτώντας
οντότητα πέρα από τα χωρικά της όρια. Ανάγεται
τελικά σε δρώσα persona,
όπως ακριβώς συμβαίνει με όλες τις λεγόμενες «λογοτεχνικές πόλεις» που
πρωταγωνιστούν στα μεγάλα νεωτερικά αλλά και σύγχρονα μυθιστορήματα.
Το πρώτο βιβλίο της τριλογίας, το «Αθώοι και φταίχτες», εκδίδεται το έτος 2004. Η Ελλάδα ακόμη ζει στο απόγειο της εποχής της «ευμάρειας», στο παραλήρημα των Ολυμπιακών Αγώνων και των ποδοσφαιρικών θριάμβων, οι Έλληνες πανηγυρίζουν στην Ομόνοια αλλά το μυθιστόρημα της κας Δούκα μάς πηγαίνει στα Χανιά και μας γνωρίζει τον Αρίφ, απόγονο Τουρκοκρητικών, που επιστρέφει, ως απεσταλμένος του BBC, στη γη των προγόνων του για να κάνει επιτόπια έρευνα σχετική με τα οθωμανικά μνημεία. Ο Αρίφ περιφέρεται στον τόπο της οικογενειακής τραυματικής μνήμης και μαζί του περιφερόμαστε κι εμείς όχι μόνο στα σοκάκια της πόλης αλλά και στους δαιδαλώδεις λαβύρινθους της Ιστορίας. Στο πρώτο αυτό βιβλίο η κα Δούκα μας παρουσιάζει την άγνωστη, σε πολλούς, συνύπαρξη των μουσουλμάνων Κρητικών με τους χριστιανούς, πριν οι μουσουλμάνοι, οι «Τουρκοκρητικοί», αναγκαστούν να πορευθούν τον δρόμο της προσφυγιάς, όπως τους υποχρέωσε η σύμβαση της Λοζάνης περί ανταλλαγής πληθυσμών που συνομολογήθηκε μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας το 1923. Η ματιά του Αρίφ, του απόγονου των μουσουλμάνων προσφύγων, διαρκώς εστιασμένη στις μνήμες τους, όπως αυτές είναι εξομολογητικά καταγεγραμμένες στα ημερολόγια του πατέρα και του παππού του, μας γνωρίζει τη ζωή εκείνης της αλλόθρησκης κοινότητας. Ωστόσο, η ματιά του Αρίφ θα συναντηθεί και θα συμπορευθεί με εκείνη του Πανάρη, του χριστιανού συγγενή του (μια συγγένεια που προέκυψε από μικτό γάμο όμορφης τουρκοκρητικιάς που κλέφτηκε από χριστιανό πρόγονο του Πανάρη). Οι δυο τους, υπερβαίνοντας διαχωριστικές πολιτισμικές γραμμές, θα αναζητήσουν όχι μόνο την κοινή ρίζα αλλά και την ταυτότητά τους, μέσα από την ιστορία και τις περιπέτειες των οικογενειών τους, της πόλης αλλά και των δύο χωρών, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Στο κείμενο κυριαρχεί ο ελεύθερος πλάγιος λόγος που εναλλάσσεται με τον ευθύ λόγο των ομιλητών αλλά και τον λόγο του αφηγητή, η εξομολογητική διάθεση του λόγου των ημερολογίων συχνά είναι ιδιαίτερα φορτισμένη συγκινησιακά, οι παράγραφοι συνήθως είναι μακροπερίοδες και πολλαπλοί οι εγκιβωτισμοί ιστορικών περιστατικών. Πολλά από αυτά τα χαρακτηριστικά θα συναντήσουμε και στα επόμενα βιβλία της τριλογίας. Αυτό, όμως, που εντυπωσιάζει περισσότερο στο συγκεκριμένο είναι η καλειδοσκοπική απεικόνιση της κοινωνικής τοιχογραφίας της κρητικής ζωής του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα.
Η συνέχεια έρχεται με
το βραβευμένο με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ», το 2010, τη μεταιχμιακή χρονιά κορύφωσης της κρίσης των χρόνιων κοινωνικοπολιτικών και οικονομικών στρεβλώσεων
και παθογενειών της μεταπολεμικής μας κρατικής οντότητας. Την ίδια χρονιά η εκτίμηση του κου Β. Χατζηβασιλείου στην
εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» (18 Σεπτεμβρίου 2010) ήταν πως η νέα συνθήκη θα ενισχύσει ιδιαίτερα μια
περισσότερο πολιτικοποιημένη γραφή. Συγκεκριμένα, ανέφερε πως «... η οικονομική κρίση σπρώχνει εκ των
πραγμάτων τη λογοτεχνία προς μιαν ανανέωση ή ενίσχυση της συναναστροφής της με
το συλλογικό. Η αμιγώς πολιτική, ωστόσο, χροιά, την οποία αποκτούν όλο και
περισσότερα έργα της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, είναι ένα φαινόμενο το
οποίο συνδέεται όχι μόνο με την κρίση, αλλά και με τους ευρύτερους μετασχηματισμούς
που φέρνει ο 21ος αιώνας (ένας αιώνας συνεχούς διακινδύνευσης) τόσο στην Ελλάδα
όσο και στο εξωτερικό, αναθέτοντας και πάλι στην τέχνη του μυθιστορήματος ή του
διηγήματος έναν ξεχασμένο ρόλο: τον ρόλο της δημόσιας συμμετοχής και της
συντεταγμένης παρέμβασης». Η κα Δούκα, όμως, παρενέβαινε δυναμικά στο
συλλογικό και δεν έγραφε κείμενα κυνισμού της ιδιωτικής περιπέτειας πολύ νωρίτερα από τη συγκεκριμένη επισήμανση. Στο έργο αυτό, η νεαρή ανιψιά του Αρίφ και του
Πανάρη, η Βιργινία, θα είναι εκείνη που θα πιάσει το νήμα της αφήγησης και θα
μας οδηγήσει, ως άλλη Αριάδνη, σε νέους λαβύρινθους της μνήμης. Ο Μινώταυρος αυτή
τη φορά είναι ο εμφύλιος. Η συγγραφέας εστιάζει, για μια ακόμη φορά, σε ιστορικά γεγονότα ελάχιστα γνωστά, στα γεγονότα
του 1945 στα Χανιά. Ενώ η Αθήνα έχει ήδη γιορτάσει την απελευθέρωσή της τον Οκτώβρη του
1944 (τα Δεκεμβριανά έπονται), στην Κρήτη οι Γερμανοί, ενώ εκκενώνουν τους
υπόλοιπους νομούς, παραμένουν στο νομό Χανίων άλλον έναν χρόνο. Είναι χαρακτηριστικό
πως ενώ συνθηκολογούν και παραδίδουν το νησί στους Βρετανούς, εκείνοι, παρακάμπτοντας
τους Έλληνες αντιστασιακούς, επιφορτίζουν τα γερμανικά στρατεύματα να παραμείνουν
και να διατηρήσουν την έννομη τάξη στην
περιοχή. Αμφιλεγόμενα ιστορικά πρόσωπα, διαπλοκές τοπικών παραγόντων, ιστορικοί
συμβιβασμοί, προδοσίες, κοινωνικά εγκλήματα σε βάρος αθώων και ένα αίσθημα
αδικαίωτου βαραίνει την πόλη. Πρωτογενείς ιστορικές
πηγές και μαρτυρίες συνδέονται άρρηκτα με δευτερογενείς πηγές και όλο αυτό το πλούσιο ιστορικό υλικό συνυφαίνεται,
ως ενιαία σύνθεση, αρμονικά με τη μυθοπλασία μέσω ενός ημερολογίου, πάλι, αυτή
τη φορά του ημερολογίου του παππού της Βιργινίας. Η Βιργινία, ως εκπρόσωπος της
νέας γενιάς, αναζητά κι αυτή την
ταυτότητά της μέσα από τον γνώριμο πλέον δρόμο των οικογενειακών μνημών και της
συσχέτισής τους με τις ιστορικές περιπέτειες της πόλης. Εδώ ίσως είναι η κατάλληλη
στιγμή για να εντοπίσουμε και τη βασική διαφορά της γραφής της κας Δούκα σε
σύγκριση με την ιστορική γραφή: ενώ ένας
ιστορικός θα χρησιμοποιούσε αυτό το πλούσιο υλικό σε μια χρονολογικά διατεταγμένη
σειρά συμβάντων, στην αφηγηματική μυθοπλασία τα αντίστοιχα ιστορικά γεγονότα παρουσιάζονται μέσα από τη λογοτεχνική τροπικότητα, δηλαδή
μέσω πιο σύνθετων συμβολικών δομών ανάδειξης λανθανόντων, δευτερευόντων ή
συνδηλωτικών νοημάτων. Άλλωστε, η σύνθεση
ενός μυθιστορήματος δεν μπορεί παρά να είναι καλειδοσκοπική ενώ η αφηγηματική δεινότητα της
κας Δούκα της επιτρέπει να διαρρήξει τα ρευστά, ούτως ή άλλως, όρια μεταξύ
ιστορίας και μυθοπλασίας, μαρτυρίας και αλληγορίας.
Συνεχίζοντας τη σύντομη
επισκόπησή μας, στεκόμαστε στο έτος 2014,
οπότε η τριλογία ολοκληρώνεται με το «Έλα να πούμε ψέματα». Κείμενο μνημονικής
καταβύθισης κι αυτό. Πολυεπίπεδο, πολυπρόσωπο, όπως και τα προηγούμενα, συνδέεται
τόσο με τα γεγονότα που εμφυλίου όσο και με το παροντικό συγκείμενο της κρίσης.
Παράλληλα, εγκιβωτίζει και μια πολύ
ενδιαφέρουσα μυθιστορηματική βιογραφία του μεγάλου θεωρητικού της αναρχίας,
Μιχαήλ Μπακούνιν. Τα Χανιά, βιώνουν έντονα την οικονομικοκοινωνική συνθήκη της κρίσης
και μαζί με τον τόπο και οι ήρωες που τον ενοικούν. Το συλλογικό βίωμα της
πόλης χωροθετεί και συγκροτεί και πάλι τους αφηγηματικούς αρμούς, αλληλεπιδρώντας
με τα κοινωνικά υποκείμενα. Ο Πανάρης, ένα από τα πρόσωπα που συνδέουν τα
νήματα των ιστοριών, εκπρόσωπος της γενιάς του Πολυτεχνείου, είναι πια
εξηνταπεντάρης, κουρασμένος, όπως και τόσοι άλλοι ήρωες που εμφανίζονται στην τριλογία και
συνιστούν ένα πολυπρόσωπο σύνολο μυθιστορηματικών ηρώων, με την έννοια που τους
αποδίδει ο Λούκατς, των ηρώων δηλ. που έρχονται διαρκώς σε ανυπέρβλητη ρήξη με έναν υποβαθμισμένο
ηθικά κόσμο. Έναν κόσμο περίκλειστο, αξιακά περιχαρακωμένο, που αποτρέπει τη
σύγκλιση των αντιθέτων. Η Βιργινία, αναζητώντας αυτή τη φορά τρόπους και τόπους
ύπαρξης και συν-ύπαρξης, γίνεται ακτιβίστρια ενώ οι χρυσαυγίτες της πόλης συνεχίζουν
στον δρόμο που χάραξαν οι πολιτικοί πρόγονοί τους στον εμφύλιο.
Σε κάθε ένα από τα
βιβλία η όσμωση μυθοπλασίας και ιστορικής αφήγησης είναι διαρκώς παρούσα.
Η δραματοποίηση των ιστορικών εξελίξεων μέσω της δημιουργίας φανταστικής πλοκής
συνιστά , άλλωστε, βασικό δομικό στοιχείο της αφηγηματικής τέχνης της κας Δούκα.
Η γλώσσα της λογοτεχνίας δύναται να συμπεριλαμβάνει και τα ύφη της μη
λογοτεχνικής γλώσσας, ακόμη και τη γλώσσα της ιστορίας ή της φιλοσοφίας, αρθρώνοντας
ένα σύστημα εξαιρετικά σύνθετο, πολυγλωσσικό. Κι όπως έχει αναφέρει σε
συνέντευξή του ο Χάιντεν Γουάιτ, «Ενα
πράγμα που η “λογοτεχνία” κάνει πάντα, σε αντίθεση με τον μη καλλιτεχνικό λόγο,
είναι ότι συστηματικά πειραματίζεται με τη διάκριση μεταξύ κυριολεκτικής και
μεταφορικής ομιλίας, προκειμένου να αποδώσει τη γλώσσα που χρησιμοποιείται για
να παρουσιαστεί με μεγαλύτερη ακρίβεια μια δεδομένη πραγματικότητα, περισσότερο
“συγκεκριμένα” ή πιο “δραματικά”».
Βέβαια, η διασύνδεση Ιστορίας, μυθοπλασίας και αφήγησης δεν είναι κάτι καινοτόμο αλλά μια πολύ παλιά υπόθεση στον χώρο της μεγάλης αφηγηματικής φόρμας, ήδη από τα χρόνια του Σκοτ, του Ουγκώ και του Μπαλζάκ. Αναφερόμενοι, όμως, στον διάλογο της Ιστορίας και της Λογοτεχνίας στο έργο της κας Δούκα θυμίζουμε εδώ πως η λογοτεχνία συχνά θεωρείται και ως μια ειδική κατηγορία της Δημόσιας Ιστορίας καθώς η απήχησή της στο ευρύ κοινό, πέρα από την επίδραση που ασκεί στους γνωστούς μας συμβολικούς «πολέμους της Ιστορίας», συμβάλλει στην καλλιέργεια της ιστορικής ενσυναίσθησης αλλά και στην ανάπτυξη της ιστορικής φαντασίας. Η κα Βενετία Αποστολίδου τονίζει πως η Λογοτεχνία προσφέρει αφηγηματικά μοντέλα για την αφήγηση του τραύματος ενώ παράλληλα προσφέρει μια κοινωνική αρένα πιο ασφαλή -γιατί προστατεύεται από τη μυθοπλασία- από τον ευρύτερο χώρο της πολιτικής και της δημόσιας Ιστορίας, ως ένας ενδιάμεσος «δημόσιος χώρος» εκφοράς λόγου.
Πραγματικά, το ιστορικό
τραύμα, ως βίωμα προσώπων αλλά και κοινωνικών ομάδων (προσφυγιά, εγκλήματα, προδοσίες
κα), είναι διαρκώς παρόν στην Τριλογία και η οπτική της κας Δούκα είναι διττή: λογοτεχνική
και συνάμα ιστορική. Για να καταστεί
αυτό πιο σαφές μπορούμε να αναφέρουμε
σχηματικά, όσα στοιχεία έχει εντοπίσει η κα Αφροδίτη Αθανασοπούλου,
η οποία αναφέρει πως η ιστορική θεώρηση μας επιτρέπει να βλέπουμε
τα πρόσωπα και τα πράγματα πανοραμικά, ως μέλη ενός συνόλου ενώ η λογοτεχνική
θεώρηση είναι εκείνη που μας επιτρέπει να βλέπουμε τα πράγματα καλειδοσκοπικά, να θεωρούμε δηλ. την
πραγματικότητα ως ένα πεδίο ποικίλων, ετερόκλητων, συχνά αντικρουόμενων λόγων
και πράξεων των δρώντων υποκειμένων, από
την έκβαση των οποίων καθορίζεται η κίνηση, ο «ρους» της Ιστορίας. Με δυο
λόγια: η ιστορική οπτική μας δίνει τον μηχανισμό κίνησης του κοινωνικού γίγνεσθαι
στη διαχρονία του ενώ η λογοτεχνική
οπτική αναλύει αυτό το πλάνο στα συστατικά του μέρη, που είναι τα άτομα και τα
προσωπικά τους βιώματα (Αθανασοπούλου, 2004).
Στο πλαίσιο των προσεγγίσεων των ιστορικών
γεγονότων, όπως αυτά παρουσιάζονται στα
βιβλία της κας Δούκα, πολλά έχουν γραφεί για τον ρεαλισμό της λογοτεχνικής της γραφής.
Στο θέμα αυτό αναγκαία είναι η διευκρίνιση πως η λογοτεχνία δεν είναι απλή μίμηση ούτε
αντανάκλαση της πραγματικότητας, όπως συχνά αναφέρεται, αλλά τη σημασιοδοτεί. Η
λογοτεχνία, ως συνιστώσα του πολιτισμικού γίγνεσθαι, ορίζεται από τα κοινωνικοπολιτισμικά
συμφραζόμενα αλλά και τα ορίζει. Ωστόσο, πολύ συχνά, οι φιλολογικές προσεγγίσεις
εστιάζουν σε στοιχεία τεχνικής (εγκιβωτισμούς, αναδρομές, προσημάνσεις κλπ) ή
στο ιστορικό πλαίσιο, ως χωροχρονική αναφορά και ξεχνούν την κοινωνική διάσταση
του λογοτεχνικού έργου και , κυρίως, τις αλληλεπιδράσεις του κοινωνικού με τη
λογοτεχνική δημιουργία. Κάθε βιβλίο, όμως, δεν μπορεί παρά να είναι λογοτεχνικά
σημαίνον σε έναν αμοιβαίο, ενεργητικό και έντονο προσδιορισμό με την
πραγματικότητα (Μπαχτίν, 1980). Παράγει, γενικότερα, αυτό που η Κοινωνιολογία
ορίζει ως Κοινωνικό Λόγο (Social Discourse) που απηχεί τα αφηγήματα, που έχουν ήδη
διατυπωθεί και έχουν προβληματίσει ή και εμπνεύσει τον/την συγγραφέα.
Όπως επισημαίνει ο
ιστορικός της κουλτούρας και κριτικός
λογοτεχνίας Μ. Angenot, η έννοια του «Κοινωνικού Λόγου» αναφέρεται σε «ό,τι τυπώνεται, συζητείται ή αναπαρίσταται».
Ειδικότερα, για τον λόγο που παράγει το λογοτεχνικό πεδίο, αναφέρει πως η
λογοτεχνία αναδιατάσσει, αναπαράγει,
αναπροσδιορίζει κι ανασυνθέτει τα πολλαπλά κοινωνικά αφηγήματα συμβάλλοντας
παράλληλα στην κοινωνική παραγωγή του υψηλού (sublime) αλλά και στην ανάδειξη
της πολυφωνίας. Τα νεωτερικά
μυθιστορήματα, τονίζει, χαρακτηρίζονται από πολυσημίες, αμφισημίες, είναι πολυφωνικά
και απηχούν με πολλαπλούς τρόπους τους Λόγους (discourses) που παράγονται στο
κοινωνικό πεδίο μετα-γράφοντας τις
αντινομίες, τα αδιέξοδα, τις βεβαιότητες αλλά και τις ασυνάφειες κατά τρόπο
συνεκδοχικό (Angenot, 2004). Αυτό ακριβώς
παρατηρούμε και στο έργο της κας Δούκα. Την ανασύνθεση και τον αναπροσδιορισμό κοινωνικών αφηγημάτων
γύρω από μείζονα και τραυματικά γεγονότα της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας
μας, εμπλουτίζοντας τον Κοινωνικό Λόγο με την ανάδειξη κι έκφραση ακόμη και μη
ορατών όψεων του παρελθόντος. Οι εγκιβωτισμένες ιστορίες, τα ιστορικά
ντοκουμέντα, οι προσωπικές ιστορίες δεν είναι παρά απηχήσεις των αδιεξόδων, των
αντινομιών αλλά και των διαψευσμένων βεβαιοτήτων της κάθε εποχής με την οποία
καταπιάνεται η συγγραφέας αλλά και της σημερινής, που αναζητά την ταυτότητά της
μέσα από τις ιστορικές της μνήμες. Όλο αυτό το πολυσύνθετο σύνολο, που το χωρά μόνο η μεγάλη αφηγηματική φόρμα του μυθιστορήματος,
αποτελεί μέγιστη συμβολή στη διαρκή
προσπάθεια της εθνικής μας αυτογνωσίας.
Άλλωστε, η λογοτεχνία, όπως και κάθε
άλλη μορφή τέχνης, δεν γεννάται εν κενώ
αλλά σε τεταμένη αξιολογούσα ατμόσφαιρα
αυτού που έχει συνειδητά προσδιορισθεί, όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο Μ. Μπαχτίν.
Κάθε λογοτεχνικό
κείμενο παράγει Λόγο, εμποτισμένο από
τις ιδεολογίες του κοινωνικού περιβάλλοντος στο οποίο γεννάται, όσο κι αν
ενυπάρχει το στοιχείο υπέρβασης του ατομικού και του εμπειρικού. Επιστρέφοντας
στον Angenot, παραθέτουμε συμπληρωματικά τη
θέση του πως η λογοτεχνία είναι εκείνος,
ειδικότερα, ο Λόγος (discourse), ο οποίος εκφέρεται, παράγεται Μετά,
αφού έχουν ήδη διατυπωθεί άλλα κοινωνικά αφηγήματα, ιδίως τα σχετιζόμενα
με βεβαιότητες και ταυτότητες. Το λογοτεχνικό κείμενο, επομένως, εγγράφει και
επαναδιατυπώνει τον Κοινωνικό Λόγο, παραμένοντας , ωστόσο, ενδελέχεια, με την αριστοτελική σημασία του όρου. Η συμβολή της κας Δούκα στον παραγόμενο αυτή την περίοδο
Κοινωνικό Λόγο και μάλιστα στην παροντική κρίσιμη περίοδο είναι καίρια και η
προσωπική της σφραγίδα διακριτή, όπως κάθε συνεπούς και αξιόλογου εργάτη του
Λόγου.
Η τιτάνια προσπάθειά
της να επιστρατεύσει κάθε διαθέσιμο στοιχείο του διανοητικού και θυμικού κόσμου
– συνειδητού και ασυνείδητου- με σκοπό τη βαθιά διείσδυση στην αλήθεια του
κόσμου αλλά και του ανθρώπου, μια αλήθεια που δεν συλλαμβάνεται μόνο
πραγματολογικά αλλά κυρίως αξιολογικά, διαφαίνεται από τον διαρκή και βαθύ
διάλογό της με το σύνολο των στοιχείων του ανθρώπινου πολύπτυχου. Κύρια μέριμνα
της κας Δούκα είναι
η ανάδειξη της α-λήθειας, η ίδια η Μνήμη δηλαδή [αν εξετάσουμε ετυμολογικά τον
όρο (α- λήθη)] για τις «σκοτεινές σελίδες» της Ιστορίας ή τις σημαίνουσες
σιωπές της. Το πολυσύνθετο γνωστικό υλικό τίθεται στην υπηρεσία της ηθικής διάστασης του περιεχομένου μη επικαλύπτοντας
όμως την αισθητική διάσταση του έργου,
ενός έργου που αναδεικνύεται, έτσι, ως
πολυεπίπεδη μορφή πραγματωμένη μέσα από μια εξαιρετικά επιμελημένη, εκ των
ένδον, αρχιτεκτονική σύνθεση. Το περιεχόμενο των βιβλίων της κας Δούκα γνωστικά και ηθικά κινείται –και πριν τη συγκεκριμένη τριλογία- γύρω
από την ανθρώπινη δράση, γύρω από τη δρώσα συνείδηση.
Ολοκληρώνοντας, ας
επανέλθουμε στα ερωτήματα που θέσαμε στον πρόλογο: Αποδίδεται, τελικά, μέσω του
Λόγου, αυτού που παράγει το λογοτεχνικό πεδίο και εμπλουτίζει τον ευρύτερο
Κοινωνικό Λόγο, η «ιστορική δικαιοσύνη»;
Με το να καθιστά δημόσια ορατά τα δεινά των
θυμάτων, η συγγραφέας συμβάλλει σε μια μετα-τραυματική προοπτική ιστορικής
αυτογνωσίας, κάθαρσης και επούλωσης. Αυτό
που απομένει είναι εμείς, οι αναγνώστες, ως πραγματικό κοινό κι όχι ως
αφηρημένες οντότητες, να επανανοηματοδοτήσουμε
το κείμενο -εν προκειμένω την Τριλογία- να αλληλεπιδράσουμε και να επιτρέψουμε
τη διάχυσή του στο κοινωνικό είναι και γίγνεσθαι. Να αποκαλύψουμε τις
προοπτικές του.
Κλείνοντας, καταθέτουμε
μία φράση του Μ. Φουκώ. Εξιστορώντας, σε συνέντευξή του, τους λόγους για τους
οποίους εκείνος ασχολήθηκε με την γραφή (σε ένα άλλο είδος Λόγου, βέβαια)
κάποια στιγμή εξομολογήθηκε: Σκέφτομαι ότι η εναλλακτική, σε σχέση με τον
θάνατο δεν είναι η ζωή, είναι πολλώ μάλλον η Αλήθεια. Αυτό που πρέπει μέσω της
λευκότητας και της αδράνειας του θανάτου να ξαναβρεθεί δεν είναι ο χαμένος
τριγμός της ζωής, είναι η περίφροντις εκδίπλωση της αλήθειας.
Ψέματα;
Ψέματα;
Βιβλιογραφικές
αναφορές
Αθανασοπούλου, Α. (2004).
Ιστορία και Λογοτεχνία στο σχολείο. Μία διεπιστημονική πρόταση διδασκαλίας για
την κριτική αγωγή των μαθητών στον σύγχρονο πολιτισμό, στο Η διαθεματικότητα στο σύγχρονο σχολείο και η διδασκαλία της Ιστορίας με τη χρήση πηγών.
Αθήνα: Μεταίχμιο
Μπαχτίν, Μ. (1980). Προβλήματα Λογοτεχνίας και Αισθητικής.
Αθήνα: πλέθρον
Φουκώ, Μ. (2013). Ο ωραίος κίνδυνος. Αθήνα: Άγρα
Αngenot,M. (2004). “What Can
Literature Do? From Literary Sociocriticism to a Critique of Social Discourse”
, The Yale Journal of Criticism,Volume
17, Number 2, pp. 217-231
Angenot,M. (2004). “Social Discourse Analysis: Outlines of a Research Project”, The
Yale Journal of Criticism,Volume 17. No.2, pp. 199-215
Σημ.: Το κείμενο διαβάστηκε σε εκδήλωση του Ζαννείου Πειραματικού Λυκείου Πειραιά, προς τιμήν της Μ. Δούκα, την 1η Απριλίου 2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου