Σδρου
(από τις "Δημόσιες Ιστορίες")
Μια ανθρωπινη φιγουρα με το κεφάλι κρυμμένο στα πόδια σωριάζεται κάθε
Παρασκευή στα πλαϊνά σκαλιά της Ευαγγελίστριας. Τις υπόλοιπες μέρες χάνεται και
τη θέση της παίρνουν εκ περιτροπής άλλες αξιοθρήνητες υπάρξεις που τα τελευταία
χρόνια πληθαίνουν με γεωμετρική πρόοδο. Από πού έρχονται και πού πηγαίνουν,
ένας Θεός ξέρει.
Το δημοσιογραφικό μου δαιμόνιο
με οδήγησε ένα χειμωνιάτικο πρωινό κοντά του. Τον παρατηρούσα καιρό τώρα με
βλέμμα ερευνητικό.
- Καλημέρα παππούλη! Πώς μπορώ
να βοηθήσω;
Ήταν ασάλευτος, άπνοος,
απόκοσμος. Το πρόσωπό του, βαθιά χαρακωμένο σαν τη ρίζα αιώνιας ελιάς, μόλις
αχνοφαινόταν μέσα στην παράξενη φορεσιά του. Ξεφτισμένη λιβρέα ή παλιά
στρατιωτική στολή. Ύστερα από λίγα λεπτά αμηχανίας, κατάλαβα πως τουλάχιστον
είναι ζωντανός. Μάλλον είχε καιρό να μιλήσει, γιατί από το στόμα του χύνονταν
λόγια ακατάληπτα.
Το δεξί χέρι πετρωμένο με την
παλάμη ανοιχτή, παγωμένη, να μην κλείνει, ούτε όταν πάνω της κατρακυλούσε
κάποιο νόμισμα.
- Δεν θα σε πειράξω, να
μιλήσουμε θέλω.
Διαισθανόμουν πως αυτός ο
άνθρωπος ερχόταν από άλλα μέρη, άλλες εποχές. Με το ζόρι μου ’πε πως τον λέγανε
Νικήτα. Μπαρμπα-Νικήτας, λοιπόν! Έμαθα πως γεννήθηκε στα μέρη του Αγιολιά. Πότε γεννήθηκε; Δεν απάντησε.
Μου
ψηλάφισε το πρόσωπο, τα χέρια, για να καταλάβω αν είσαι φίλος ή εχθρός,
μουρμούρισε. Βλέπω λίγο, όσο χρειάζεται. Το περσότερο μού είναι περιττό.
Ένας υγρός αέρας φύσηξε απ’ τα νότια κουβαλώντας θύμησες παλαιικές μα ζωντανές.
Ο ουρανός μαύρη πλερέζα σκίαζε το πρόσωπο του γέροντα κάνοντάς το ακόμα πιο
ωχρό.
Τον
μπαρμπα-Νικήτα τον συνάντησα άλλες δυο φορές. Τη βοήθειά μου δεν την
καταδέχτηκε, όπως και την ελεημοσύνη κάποιων αρχόντων. Στην παντελόνα του είχε
δυο άδειες από νομίσματα τσέπες και γεμάτες αλήθεια. Τις άδειασε και μου
πρόσφερε απλόχερα γυμνές αλήθειες πικρές. Την τελευταία Παρασκευή δεν φάνηκε. Ίσως
αρρώστησε, ίσως δεν άντεξε το κρύο, την πείνα, την αδιαφορία. Είχα συγκεντρώσει
ήδη αρκετό υλικό για το επετειακό ρεπορτάζ μου.
*
Τα μάτια μου άρχισα να τα χάνω
στην Αίγινα τo 18...
Πολύ παλιά. Φάρμακα δεν είχα. Ποτέ δεν ζήτησα βοήθεια από κανέναν. Θέλημα Θεού!
Καλύτερα έτσι. Τις ασχήμιες και τα δυστυχήματα οπού γίνονται σ’ αυτόν τον τόπο αιώνες
τώρα δεν αντέχω άλλο να τα θωρώ.
Μικρός ήμουνα ξεφτέρι στον
πήδο, στο τρέξιμο. Έπιανα τις πέτρες με τα χέρια μου – να, αυτά εδώ! - κι
έβγαζαν ζουμί. Μεγάλωσα με τον καημό του σκλαβωμένου τόπου. Λεύτερη πατρίδα
ήθελα να δω και ας πέθαινα. Έντεκα χρονώ έπιασα το ντουφέκι και μπήκα στο
«μπουλούκι» του μπάρμπα μου
του Θοδωρή. Παντρεύτηκα την Αγγελίνα, έκανα δυο κόρες
κι ένα γιο. Τα παιδιά μου δεν τα χάρηκα. Η μάνα τους τ’ ανάθρεψε. «Εσύ είσαι η αγάπη μου μετά την
πατρίδα», της είπα κι έφυγα. Οι συντρόφοι με φωνάζαν «Σδρου». Πάντα μπαίνοντας
στη μάχη ένιωθα τον αέρα δυνατό στο πρόσωπο και στο κορμί μου. Σδρουουουου… και
τους φάγαμε! Αέρα… Σδρουουουου!
Μετά
τη μάχη πέτρωνε το δεξί μου χέρι κι η παλάμη έμενε ώρες κλειστή και πονούσε.
Αρνιόταν επίμονα ν’ ανοίξει και ν’ αφήσει χάμου το σπαθί.
Στην Αίγινα, το 195... στο κολαστήριο
ψυχών και σωμάτων, οπού ο μεγάλος κυβερνήτης έφτιασε ορφανοτροφείο, έφαγα
χτυπήματα στα πέλματα, φοβερά, μου τσάκισαν τα πλευρά, μο ’βγαλαν τα νύχια…
Μελλοθάνατος. Μας έσκισαν τα ρούχα και μας μαστίγωναν μέχρι που το δέρμα πέτσωνε
και δεν το ’νιωθες. Οι δικοί μας. Κρεβάτια δεν μας έδιναν και κοιμόμασταν στις
πλάκες. Νερό δεν υπήρχε. Το λίγο νερό ήταν υφάλμυρο, γεμάτο άμμο. Το συσσίτιο
πείνας χαλνούσε την υγεία. «Νικήτα, κουράγιο!», μου ’λεγαν οι συγκρατούμενοι.
«Μη λυγίσεις, να μην λυγίσουμε κι εμείς. Από οχτρούς ξέρεις». Ναι, τους οχτρούς
τους ήξερα καλά. Τούτοι δω όμως ήταν άλλο πράμα. Το μπουντρούμι δεν το άντεχα. Όπως
και τους προδότες. Είναι
φορές που ακούω ακόμα τον ρόγχο του θανάτου.
Η μικρή μου κόρη λωλάθηκε. Δεν
άντεξε. Ερχόταν
επισκεπτήριο στις φυλακές να με δει και πάντα μ’ έβλεπε απ’ τη μέση και πάνω,
πίσω από ψηλή διπλή σήτα και κάγκελα ενδιάμεσα. Ποτέ της δεν μπόρεσε να δει πόσο
ψηλός ήμουν και τι χρώμα έχουν τα μάτια μου. Επέλεξε να με θυμάται νέο, δυνατό,
όρθιο.
Θυμάμαι, είχα ξαναβρεθεί στο
ίδιο κελί και το 193… Με άλλους επτά συντρόφους σκάβαμε υπόνομο τρεις ολάκερους
μήνες με τα χέρια μας. Αχρηστέψαμε τα κάγκελα, τις σκοπιές, τα κάστρα, τα μπουντρούμια,
και πετάξαμε μακριά. Όλη μου
η ζωή ένας αγώνας. Μάχη στη μάχη, όταν με χρειαζόταν η πατρίδα εκεί πρώτος βρισκόταν ο μπαρμπα-Νικήτας. Και το 195… πάλι
εκεί. Νύχτες ολάκερες περίμενα την εκτέλεση, το χάραμα. Κι η αυγή δεν ερχόταν.
Δεν ήρθε.
Μπορεί να υπόφερα πολλά ποτέ δεν βαρυγκώμησα και ποτέ δεν είπα πικρή κουβέντα για
την πατρίδα.
Δεν ξέρω αν θα ζω ή ποιοι θα
επιβιώσουν. Κάποια μέρα, νιώθω θα γίνει ένας μεγάλος σεισμός κι η γης θα
σχιστεί στα δυο. Άγγελοι σκαστοί απ’ τον ουρανό θα κατέβουν με τις ρομφαίες, πύρινες
γλώσσες θα γλείφουν τους δρόμους της ντροπής, τα κτήρια συναλλαγών θα καταρρεύσουν,
οι βολεμένοι δε θα βρίσκουν τόπο να σταθούν. Τότε όλοι θα καταλάβουν... έφτασε η
ώρα οι φυλακισμένοι να σπάσουν τα δεσμά που οι αφεντάδες τούτου του κόσμου χάλκεψαν.
Το κουφάρι μου θα χαθεί. Όμως το αίμα
μου και τόσων άλλων συντρόφων θα στοιχειώσει τα όνειρά τους. Κάποια μέρα η
πραγματικότητα θα εκδικηθεί. Το νιώθω. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς.
*
Σκέφτηκα πως αυτή θα ήταν μια
καλή ιστορία για την εφημερίδα μου. Επινοημένη ή πραγματική, δεν έχει σημασία.
Τα γεγονότα δεν μετράν, όσο η αλήθεια.
Ο μπαρμπα-Νικήτας ίσως και να
μην λεγόταν έτσι. Μπορεί να ήταν ο Μαρίνος, ο Χαρίλαος, ο Μανόλης, ο Αλέκος, ο
Νίκος, ο Στέφανος, ο Αντώνης, ο Λεωνίδας, ο Λευτέρης, ο Κώστας... (αιωνία τους
η μνήμη). Δημοσιογραφική αδεία όλα
επιτρέπονται.
*
Την Κυριακή του Τυφλού
αποφάσισα ν’ ανάψω ένα κερί. Την ώρα που μπήκα στον ναό διάβαζαν τον Απόστολο:
Ο
απόστολος Παύλος μαζί με τον Σίλα βρίσκονταν στους Φιλίππους. Για πολλές μέρες
όμως, καθώς οι δύο Απόστολοι πήγαιναν στον τόπο της προσευχής, συνέβαινε κάτι
το παράδοξο. Τους ακολουθούσε μια νεαρή δούλη που είχε μαντικό δαιμονικό πνεύμα
και με τις μαντείες της αυτές έβγαζε πολλά κέρδη για τα αφεντικά της. Και κάθε
τόσο φώναζε δυνατά: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του Υψίστου και
μας φανερώνουν το δρόμο της σωτηρίας». Και το έκανε όχι για καλό σκοπό· αλλά
για να ελκύσει την εμπιστοσύνη του λαού και να την εκμεταλλευθεί με δολιότητα.
Αγανακτώντας λοιπόν ο απόστολος Παύλος, στράφηκε πίσω προς τη δούλη αυτή που
τον ακολουθούσε, και είπε στο δαιμονικό πνεύμα: «Σε διατάζω, στο όνομα του Ιησού
Χριστού, να βγεις από αυτήν». Και πραγματικά την ίδια στιγμή το πονηρό πνεύμα
έφυγε. Αλλά όταν τα αφεντικά της κατάλαβαν ότι θα έχαναν πλέον τα κέρδη τους,
συνέλαβαν τον Παύλο και τον Σίλα και τους έσυραν στην αγορά. Εκεί τους οδήγησαν
στους στρατηγούς και είπαν: «Αυτοί οι Ιουδαίοι προκαλούν ταραχή στην πόλη μας
και κηρύττουν θρησκευτικά έθιμα ανεπίτρεπτα για μας τους Ρωμαίους». Κι ενώ
μαζεύτηκε πολύς όχλος εναντίον τους, οι στρατηγοί ξέσχισαν τα ενδύματα των δύο
Αποστόλων. Και διέταξαν να τους ραβδίσουν, μπροστά σ’ όλο εκείνο το πλήθος. Και
αφού τους έδωσαν πολλά χτυπήματα, τους έριξαν στη φυλακή, δίνοντας εντολή στο
δεσμοφύλακα να τους φρουρεί καλά για να μη δραπετεύσουν. Κι αυτός τους έβαλε
στο βαθύτερο διαμέρισμα της φυλακής κι έδεσε σφιχτά τα πόδια τους, για να μην
μπορούν να μετακινηθούν. Τα μεσάνυχτα όμως οι άγιοι Απόστολοι, σαν να μην τους
είχε συμβεί τίποτε, έψαλλαν ύμνους στον Θεό. Τους άκουγαν μάλιστα και οι άλλοι
φυλακισμένοι. Ξαφνικά έγινε μεγάλος σεισμός, σαλεύτηκαν τα θεμέλια της φυλακής.
Κι άνοιξαν τη στιγμή αυτή όλες οι θύρες και λύθηκαν όλων των φυλακισμένων οι
αλυσίδες...
*
Πριν
από μέρες μελετούσα κάποιες ανέκδοτες επιστολές αγωνιστών του ’21 για το
αφιέρωμα που θα ’κανε η Εφημερίδα μου. Μεταξύ άλλων ανακάλυψα
κι αυτή:
«Γενναιότατε
και Φιλογενέστατε καπετάν Νικήτα»
Από
γράμμα το οποίο έστειλον οι έφοροι των Αθηνών προς τον αγαπητόν μου καπετάν
Αναγνώστην Παπαγεωργίου, είδον με μεγάλην χαράν ότι σε έκλεξαν στρατηγόν των
εις την ετοιμασμένην εκστρατείαν. Η φρόνησις, η ανδρεία και η ειλικρινής
φιλογένειά σου μου είναι γνωστή. Όθεν και δεν αμφιβάλλω ότι η έκβασις της
εκστρατείας ταύτης θέλει είναι λαμπρά. Ύπαγε γενναίε, να εμψυχώσης υποκάτω εις
τα βήματά σου τα λείψανα εκείνων των ενδόξων ανδρών, της οποίους εγέννησεν η
Αττική, θαύμα των αιώνων και αθάνατον παράδειγμα πατριωτικών αρετών. Κατατρόπωσε
τους τυράννους, καθάρισε την ιεράν εκείνην γην, την οποίαν εμόλυνον οι βάρβαροι
και άπιστοι Αγαρηνοί. Υπό την στρατηγικήν σου οδηγίαν, ας ελευθερωθή η πόλις
των Αθηνών δια να καταγραφή το όνομά σου πλησίον εις τα ονόματα του Μιλτιάδου
και Θεμιστοκλέους.
Εκ
του στρατοπέδου της Τριπολιτσάς,
1
Σεπτεμβρίου 1821
*
Το άρθρο
μου για το αφιέρωμα της Εφημερίδας είναι ήδη έτοιμο. Δεν ξέρω, βέβαια, αν ο
αρχισυντάκτης θα το δημοσιεύσει ποτέ. Τέτοια κείμενα δεν είναι και πολύ
δημοφιλή στις μέρες μας.
Για
καλό και για κακό, για σένα λαθραναγνώστη μου, το κείμενό μου ολοκληρώνεται με
τα τελευταία λόγια του Νικήτα:
“Ο μπαρμπα-Γιάννης μάς έλεγε
κάποτε τούτα τα λόγια: Αλλοίμονο
σ’ εκείνους
οπού
χύσανε το
αίμα τους και
θυσιάσανε το
δικόν τους να
ιδούνε
την πατρίδα τους να είναι
το γέλασμα όλου
του κόσμου”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου