1. Ο αφηγητής είναι πρόσωπο εσωτερικά διχασμένο. Αυτός, ακριβώς, ο εσωτερικός διχασμός ακυρώνει τις αξίες του παρόντος (παιδεία, πανεπιστημιακό πτυχίο, δικηγορία, επαγγελματική αποκατάσταση) και εξιδανικεύει μέσα του τη ζωή του παρελθόντος. Ο διχασμός του προκαλείται από την αίσθηση και το σύνδρομο του αποτυχημένου βίου, επειδή η ζωή του πήρε άλλη κατεύθυνση από αυτή που ο ίδιος επιθυμούσε. Πρακτικά ο διχασμός του εκδηλώνεται πρώτα ως ολική απαξίωση της πραγματικότητας που τον περιβάλλει και ακολούθως ως παραμυθητική λειτουργία της μνήμης. Έτσι, το «τώρα» γίνεται γκρίζο και συνιστά την αιτία της δυστυχίας του, ενώ το νοσταλγούμενο «τότε» προβάλλεται ως ο απολεσθείς παράδεισος. Αυτή η αντίθεση ανάμεσα στο μίζερο «τώρα» και το παραδεισένιο «τότε», εξηγεί και αιτιολογεί την έλλειψη προσαρμοστικής ικανότητας και, παράλληλα, την προσφυγή στη λυτρωτική λειτουργία της μνήμης. Σε τελική ανάλυση, ο αφηγητής είναι ο αρνητής της ζώσας πραγματικότητας και ο αθεράπευτος νοσταλγός του παρελθόντος.
2. Η συνολική ιδεολογία της αφηγηματικής γραφής βρίσκεται σε μια φυγόκοσμη τάση, με στόχο την επιστροφή στη φύση ή σε ένα είδος εφησυχασμένου αναχωρητισμού. Πρώτο, προβάλλεται έντονα ως νοσταλγούμενος τρόπος ζωής το αρκαδικό (ποιμενικό) ιδεώδες: η αμέριμνη και ευτυχισμένη ζωή κοντά στη φύση. Δεύτερον, η αίσθηση της αποτυχίας στη ζωή κάνει τον αφηγητή να προβάλλει ως αναζήτηση λύτρωσης το μοναστικό βίο.
3. Όλος ο αφηγημένος μύθος, σταδιακά εξελισσόμενος, κατατείνει στην προβολή μιας έντονα ερωτικής σκηνής, στην οποία και τελικά κορυφώνεται. Ευσταθεί, λοιπόν, η άποψη που έχει υποστηριχθεί, ότι δηλ. αυτή η πρώτη ερωτική εμπειρία υπήρξε τραυματική για το 18χρονο βοσκόπουλο; Το πιθανότερο είναι ότι η όποια τραυματική αίσθηση λειτούργησε και εκδηλώθηκε μετα-ονειρικά και όχι τόσο ως ψυχικό τραύμα όσο ως πικρή και απογοητευτική εκ των υστέρων διαπίστωση: το ερωτικό ίνδαλμα του βοσκόπουλου, ακολουθώντας τον κοινότοπο και τον ωμό ρεαλισμό της ζωής γίνεται μια «απλή θυγάτηρ της Εύας, όπως όλαι».
4. Ο αφηγητής λειτουργώντας ως μνήμη σταθμίζει τα «τότε» με βάση τις πολλαπλές απογοητεύσεις του «τώρα». Αυτή η εκ των υστέρων και μετά από πολλά χρόνια αναδρομή στα περιστατικά και τα πρώτα σκιρτήματα της εφηβικής ηλικίας επενεργεί προς δύο κατευθύνσεις: πρώτα εξιδανικευτικά για το «τότε» και ταυτόχρονα απομυθοποιητικά για το «τώρα». Το ενδιάμεσο είναι το κενό ζωής μέσα στο οποίο υπάρχει πλέον ο ώριμος αφηγητής. Αν αυτό το κενό χαρακτηρισθεί ως υπαρξιακό πρόβλημα, τυραννικό και βασανιστικό για το πρόσωπο του αφηγητή, οι προτεινόμενες λύσεις, όχι μόνο γι΄ αυτόν αλλά και ευρύτερα για τον άνθρωπο, στέκουν μετέωρες και ανέφικτες: «Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη».
5. Τον καιρό που γράφτηκε και δημοσιεύτηκε το Όνειρο στο κύμα (1900) ο Παπαδιαμάντης πλησιάζει να κλείσει τα πενήντα περίπου χρόνια ζωής. Ώριμος πλέον ηλικιακά και στην ακμή της συγγραφικής του τέχνης είναι φυσικό να ανιχνεύει και να ψηλαφίζει το νήμα της ζωής γενικά και του προσωπικού του βίου ειδικότερα. Είναι η ηλικία των σταθμίσεων, των αξιολογήσεων και της αναζήτησης της βαθύτερης ουσίας της ανθρώπινης ύπαρξης. Ζυγιάζει κανείς πρώτα τα δικά του, τα συν και τα πλην της ζωής του, και διευρύνοντας το οπτικό πεδίο, ζυγιάζει γενικότερα τα ανθρώπινα. Σε τέτοιες στιγμές τελικών αποτιμήσεων γράφεται το Όνειρο στο κύμα. Κι αυτό είναι άμεσα ορατό στο κείμενο, ιδιαίτερα στο επιλογικό μέρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου