Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010

"Περί Ιακώβου και αγάπης",διήγημα του Χ. Οικονόμου δημοσιευμένο στο Κοντέινερ της Ελευθεροτυπίας

Τον πατέρα του Ιάκωβου τον φωνάζαμε Τσιφ γιατί ήταν


φτυστός εκείνος ο Ινδιάνος που έπαιζε στη Φωλιά του

Κούκου – δυο μέτρα άντρακλας, βαρύς κι ασήκωτος, με

μαύρα γυαλιστερά μαλλιά που κατέβαιναν μέχρι την πλά-

τη. Τον είχαμε για θεό. Ψοφάγαμε να βρεθούμε κοντά του,

να τον μυρίσουμε, να ξεπατικώσουμε το περπάτημά του,

τη ματιά του, πώς μίλαγε, πώς έπινε, πώς άναβε και κάπνι-

ζε το τσιγάρο. Θεό τον είχαμε. Και ζηλεύαμε τον Ιάκωβο

επειδή οι δικοί μας πατεράδες δεν πιάνανε μπάζα μπροστάΠ

στον Τσιφ – ανθρωπάκια μια σταλιά, κίτρινα και σκεβρω-

μένα, με γυαλιστερές καράφλες. Κι αργότερα όμως, όταν η

μάνα του Ιάκωβου την κοπάνησε μ’ ένα φορτηγατζή απ’ τη

Δραπετσώνα κι ο Τσιφ πήρε την κάτω βόλτα κι άρχισε να

πίνει μέρα-νύχτα και γέμισε άσπρες τρίχες, εμείς πάλι για

θεό τον είχαμε.

Καλύτερα έτσι, είπαμε. Οι θεοί μονάχα με θεές πρέπει να

πηγαίνουν. Με θεές ή με παρθένες.

***

Είναι καλοκαίρι του ’87, Ιούλιος νομίζω. Αλλά μπορεί και

να ’ναι φέτος το καλοκαίρι ή του χρόνου.

Ο Τσιφ πίνει μπίρες στην ταράτσα με τους φίλους του. Μια

φάρα όλοι – χτίστες, σιδεράδες, σοβατζήδες. Ο Ιάκωβος

έχει αράξει σε μια γωνιά και τους ακούει που μιλάνε για

κυβικά και μεροκάματα και κλέφτες εργολάβους. Βαριέται

αλλά φοβάται να φύγει γιατί τώρα τελευταία ο Τσιφ χάνει

τη ρέγουλα κι είναι ικανός να κατεβάσει ένα καφάσι Άμ-

στελ στην καθισιά του.

Μπίρα στην μπίρα, κουβέντα στην κουβέντα, ο Τσιφ θυμά-

ται τα παλιά, τότε που τραβιότανε με μια ζωντοχήρα γει-

τόνισσά του πέρα στ’ Άσπρα Χώματα. Τις νύχτες πήγαι-

νε σπίτι της πηδώντας από ταράτσα σε ταράτσα για να μην

τον πάρουνε είδηση στη γειτονιά. Θα ’τανε λέει ίσαμε πέ-

ντε μέτρα μακριά η μια ταράτσα απ’ την άλλη, όμως αυτός

δεν καταλάβαινε Χριστό, έπαιρνε φόρα και πήδαγε – μια

δυο τρεις ταράτσες στη σειρά. Οι φίλοι του γελάνε. Ποιος

είσαι ρε Πετράν; Ο Σπάιντερμα; Μας φλόμωσες στο παρα-

μύθι μωραδερφέ μου. Με τα πολλά, βάζουνε στοίχημα ένα

πεντακοσάρικο, ξερωγώ, ότι ο Τσιφ όχι πέντε αλλά ούτε

ένα μέτρο δεν μπορεί να πηδήξει. Ο Ιάκωβος κάτι πάει να

πει αλλά ο Τσιφ του κάνει νόημα να κάτσει στ’ αβγά του.

Σηκώνεται και πάει στη μέση της ταράτσας και φτύνει τα

χέρια του και τινάζει τα μακριά σταχτιά μαλλιά του και φω-

νάζει έι-ο έι-ο και παίρνει φόρα και πηδάει στον αέρα πάνω

απ’ το σοκάκι και φτάνει με λυγισμένα γόνατα στη διπλα-

νή ταράτσα. Ύστερα ξαναπαίρνει φόρα, πηδάει, και προ-

σγειώνεται ξανά με τα γόνατα λυγισμένα. Οι άλλοι μένουν

με το στόμα ανοιχτό. Ο Τσιφ χαλαρός ανοίγει μια μπίρα με

τον αναπτήρα, πίνει, κι ύστερα παίρνει τα λεφτά και γυρ-

νάει στον Ιάκωβο.

Έλα δω παιδί μου. Πες φχαριστώ στους κυρίους και τράβα

βάλτα στο χρηματοκιβώτιο.

***

Δυο μέρες μετά ο Ιάκωβος μας φωνάζει σπίτι του. Θέλει

να μας δείξει κάτι λέει. Μαζευόμαστε ο Λατέρνας, ο Μπά-

μπης ο Φτου, ο Χούλι που δυο χρόνια μετά θα μαχαιρώσει

μια γκόμενα πάνω στη Μέμου, ο Τάκης ο Σκούπας, εγώ.

Στο δρόμο σηκώνεται αέρας και μυρίζουμε τα γιασεμιά

στις αυλές και φουσκώνει η καρδιά μας.

Όταν φτάνουμε στα Μανιάτικα, ο Ιάκωβος μας λέει τι έκα-

νε προχτές ο Τσιφ κι ύστερα ανεβαίνουμε στην ταράτσα. Ο

Τσιφ κρατάει μια Άμστελ και κοιτάει τον ουρανό. Μπρο-

στά του καμιά δεκαριά μπουκάλια άδεια. Πάει κοντά ο Ιά-

κωβος και του λέει να ξανακάνει το κόλπο με το πήδημα. Ο

Τσιφ τον κοιτάει με βλέμμα θολωμένο. Α παράτα με ρε, λέ-

ει. Ύστερα γυρνάει σ’ εμάς. Τι το περάσατε δω ρε τσογλά-

νια; Τσίρκο Μεντράνο;

Ο Ιάκωβος όμως επιμένει. Αφού το ’κανεςγια τα λεφτάθα

το κάνεις και για μένα, λέει στον Τσιφ.

Αφού το ’κανες για τα λεφτά θα το κάνεις και για την

αγάπη.

***

Ο Τσιφ σηκώνεται παραπατώντας και στέκεται στη μέ-

ση της ταράτσας. Κοιτάει τον ουρανό, τον Ιάκωβο, εμάς.

Ύστερα παίρνει φόρα, τρέχει, αλλά με το που φτάνει στην

άκρη της ταράτσας κωλώνει, σταματάει απότομα, κουνάει

τα χέρια σα ναυαγός που πνίγεται και φεύγει με το κεφάλι

στο κενό. Ώσπου να φτάσουμε εμείς στις σκάλες, ο Ιάκω-

βος έχει κατεβεί κιόλας στο δρόμο.

Ο Τσιφ είναι σωριασμένος πάνω σε κάτι σακιά τσιμέντο κι

από πάνω του ο Ιάκωβος τον κρατάει αγκαλιά και κάτι του

λέει. Ο Τσιφ τρέμει ολόκληρος. Τα μαλλιά του απλώνονται

σα σταχτί χταπόδι πάνω στα χέρια του Ιάκωβου.

Τι έγινε ρε, φωνάζει ο Λατέρνας. Να φωνάξουμε ασθενο-

φόρο.

Ο Ιάκωβος μας κάνει νόημα. Εντάξει ’ναι, λέει. Άντε κοπα-

νάτε την. Εντάξει ’ναι.

Αλλά εμείς δεν πάμε πουθενά. Στεκόμαστε στο έμπα του

σοκακιού και κοιτάμε πατέρα και γιο που ’χουνε γίνει

κουβάρι.

Ο Ιάκωβος χαϊδεύει το μάγουλο του Τσιφ κι όλο κάτι του

λέει.

Α ρε Τσιφ. Έπεσες υπέρ Ιάκωβου κι αγάπης, λέει ο Χούλι –

και o αέρας δε μυρίζει τίποτα τώρα.

Το σοκάκι σκοτεινιάζει. Νυχτώνει.

.

Δεν υπάρχουν σχόλια: