Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

Παπαδιαμάντης - Βιζυηνός - Ιωάννου (συνοπτικός πίνακας των γνωρισμάτων της διηγηματογραφίας τους)






 Aλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Όνειρο στο κύμα»

Ηθογραφία + Ρεαλισμός

  1. Ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής των απλών και ταπεινών ανθρώπων της Σκιάθου.
  2. Λαογραφικές και ηθογραφικές καταγραφές – (εδώ):
-  Λαϊκοί θρύλοι και παραδόσεις (π.χ. για το «άντρον» [=σπηλιά] των νυμφών ή το δείπνο του ήλιου, σε άμεση συσχέτιση με την αρχαία ελληνική μυθολογία).
-  Τρόπος ζωής και συνήθειες των απλών ανθρώπων της νησιώτικης υπαίθρου.
-  Άμεση γνώση της ποιμενικής ζωής αλλά και επιρροές από το αρκαδικό [βουκολικό] ειδύλλιο [π.χ. η στερεότυπη εικόνα που έχει η Μοσχούλα για τους βοσκούς, ο βοσκός ως «σατυρίσκος του βουνού», η θαλάσσια σπηλιά, η εξιδανίκευση του πραγματικού χώρου].
-  Γεωργικές εργασίες (όργωμα, σπορά, θερισμός κ.λπ.) – έναρξη εργασιών με προσευχή (στοιχείο λαϊκής θρησκευτικότητας).
-  Νομή αγαθών που προέρχονταν από τα χωράφια και τα αμπέλια.
-  Κλοπές ζώων από τα κοπάδια.
- Πρότυπο γυναικείας ομορφιάς (γραμμές σώματος, χρώμα μαλλιών, λευκότητα σώματος).
-  Συμπεριφορές κοριτσιού (αγοροκόριτσο).
-  Αντιλήψεις καλογέρων για την αποφυγή του γυναικείου πειρασμού και τη σωτηρία της ψυχής.
-  Φόβοι ήρωα να μην παρεξηγηθεί και εκτεθεί ότι κινούμενος από δόλο παραμόνευε να δει γυμνή τη Μοσχούλα.
- Χαρακτηριστικά αστικής κοινωνίας.
  1. Ευδαιμονική και εξιδανικευμένη αναπαράσταση του παρελθόντος (εδώ της ερωτικής ζωής).
  2. Αποστροφή για τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής αστικής ζωής (εδώ του κόσμου των μορφωμένων και της μισθωτής εργασίας στην Αθήνα).
  3. Νέοι τρόποι γραφής (πρωτοπρόσωπη αφήγηση, φωνογραφικά πιστοί διάλογοι κ.λπ.)
  
Ρομαντισμός – λυρισμός
        i.    Ο έντονος συμβολισμός σε συνδυασμό με τη μεταφυσική διάσταση.
      ii.    Η μεγάλη λεπτολογία στις περιγραφές της φύσης (ποιητική πνοή) δημιουργεί διάχυτη ατμόσφαιρα μαγείας, ρομαντισμού, συγκίνησης και νοσταλγίας.
    iii.    Τα σκηνογραφικά στοιχεία με τις αναφορές στη νύχτα, τη σελήνη, τον φλοίσβο του κύματος, τον βράχο, την «ουρά της λαμπράς αλουργίδος»  κ.λπ. μαρτυρούν ρομαντική επίδραση (εδώ).
    iv.    Η ειδυλλιακή αναπαράσταση και η εξιδανικευμένη εικόνα του χωριού και του παρελθόντος.
      v.    H κατάργηση της χρονικότητας.
    vi.    Η ύπαρξη έντονων αντιθέσεων.
  vii.    Ο προέχων ρόλος της φύσης.
viii.    Ο ανέφικτος έρωτας.

Ψυχογραφικός χαρακτήρας

  1. Επίμονη ψυχογράφηση του πρωταγωνιστή (εδώ), συναισθηματικές διακυμάνσεις, αντιδράσεις του σε διλημματικές καταστάσεις, στοχαστική διάθεση.
  2. Βλ. και «εσωτερίκευση» της δράσης.
  
Θρησκευτικότητα
  1. Η χριστιανική πίστη και ο χριστιανικός ανθρωπισμός.
  2. Η στοχαστική διάθεση πάνω στα γεγονότα, τα πρόσωπα και τα πράγματα (αποκάλυψη νοήματος).
  3. Οι θρησκευτικές κατευθύνσεις του ιδεολογικού προβληματισμού του.
  4. Η φυσιολατρική διάθεση (φύση και άνθρωπος αποτελούν ανεξάρτητα «κτίσματα» του Θεού – η φύση συνδέεται με την παλαιά φυσικότητα και αθωότητα του ανθρώπου και διευκολύνει την επικοινωνία του με τον Θεό).
  5. Επιρροές από εκκλησιαστικά κείμενα:
    • Δευτερονόμιο (νομή καρπών μόνο για χορτασμό)
    • Άσμα Ασμάτων (περιγραφή κόρης)
    • Παροιμίες και σημεία της Π. Διαθήκης («το σχοινίον της παραβολής», «σχοίνισμα κληρονομίας).
    • Τρόπος ζωής, συνήθειες και αντιλήψεις καλογέρων.
    • Έναρξη εργασιών με προσευχή.
    • Εκκλησιαστικοί όροι (π.χ. «εγκαταβίωσεν», «κωλυόμενος να ιερατεύση», «φραγγέλιον»).
    • Εκκλησιαστικά ιδρύματα («Κοινόβιον του Ευαγγελισμού», «ιερατική σχολή», «η εν Αθήναις Ριζάρειος» κ.λπ).

Αφηγηματικό υλικό
  1. Έμμεσες γνώσεις (αρχαιοελληνικά, εκκλησιαστικά και βυζαντινά κείμενα, ξένα κείμενα, μυθολογία).
  2. Άμεσες, «ζωντανές» γνώσεις (π.χ. ήθη και έθιμα, ιστορίες από απλούς ανθρώπους της Σκιάθου και της Αθήνας, ανέκδοτα, παραμύθια, παραδόσεις, μάγια, ξόρκια, προλήψεις, δεισιδαιμονίες, τραγούδια κ.λπ.)
  3. Αυτοβιογραφικά στοιχεία – βιώματα (εδώ: η φυσική ζωή στη Σκιάθο, οι εικόνες του βοσκόπουλου, η σχέση με τη θάλασσα, το μοναστήρι του Ευαγγελισμού και οι καλόγεροι, οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες του νησιού, οι νοοτροπίες και οι συμπεριφορές των ανθρώπων, η σχέση με τη θρησκεία και τους εκπροσώπους της).

Σύνθεση

  1. Δεν υπάρχει έντονη και φανερή δράση – η σύνθεση είναι απλή.
  2. Εσωτερίκευση της δράσης (εκτεταμένες ψυχολογικές αναλύσεις – ψυχογράφηση – διαγραφή χαρακτήρων, τα εναλλασσόμενα και αντιφατικά συναισθήματα του ήρωα και τα διλήμματα του ήρωα = εσωτερικές αντιφάσεις και συγκρούσεις).
  3. Παρουσία ελάχιστων προσώπων και στοχαστική στάση τους (αποτύπωση βιωμάτων).
  4. Λεπτομερείς και εκτεταμένες περιγραφές (σκηνικό), που αναστέλλουν τη δράση.

Γλώσσα
  1. Εντελώς προσωπική – κράμα καθαρεύουσας, εκκλησιαστικής, δημοτικής και σκιαθίτικων ιδιωματισμών.
  2. Οι διάφορες γλωσσικές μορφές δεν χρησιμοποιούνται αδιακρίτως, αλλά παρουσιάζουν αναβαθμούς:
ü  Στις περιγραφές και στις λυρικές παρεκβάσεις συναντάται η αμιγής καθαρεύουσα (παλαιότερη λογοτεχνική παράδοση και εκκλησιαστική).
ü  Στην αφήγηση χρησιμοποιείται η καθαρεύουσα με πρόσμειξη στοιχείων της δημοτικής (προσωπικό ύφος).
ü  Στους διαλόγους αποτυπώνεται σχεδόν φωνογραφικά η ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα μαζί με ιδιωματισμούς (φυσικότητα διαλόγων): υποδηλώνουν την ακριβή παρουσία του ανθρώπου και συμβάλλουν στην ηθοποιία.
  1. Η αφθονία στη χρήση των επιθέτων και σχημάτων λόγου και η εξαιρετική εικονοποιία αναδεικνύουν τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση και προβάλλουν τα στοιχεία της ευτυχισμένης ζωής του παρελθόντος (εδώ).
  2. Συμβολική χρήση λέξεων (εδώ).
  3. Η επίμονη χρήση κτητικών (εδώ) υπογραμμίζει τη σχέση του ήρωα με τα πράγματα, που λειτουργούν σαν ανθρωπόμορφα υποκατάστατα του γυναικείου κορμιού.
  4. Προσεκτική χρήση των χρόνων και των σημασιών των ρημάτων (εδώ).
  5. Απόδοση των λεπτομερειών (εδώ).





Γεώργιος Βιζυηνός, «Το αμάρτημα της μητρός μου»

1. Η πραγματολογική διάσταση (η πρώτη ύλη των διηγημάτων): η θεμελίωση του έργου πάνω στην ασφαλή βάση της αντικειμενικής πραγματικότητας, που ισχύει και πέρα από το μυθιστορηματικό κόσμο τον οποίο συγκροτεί το λογοτεχνικό έργο του.
(α) Η πραγματικότητα της προσωπικής ανάμνησης (αυτοβιογραφικό υλικό): τα διηγήματά του έχουν αυτοβιογραφικό χαρακτήρα ή συνδέονται με τις περιπέτειες της οικογένειάς του. Σε όλα συμμετέχει ο συγγραφέας ως αφηγητής και σε ορισμένα μάλιστα διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην εξέλιξη του μύθου. Έτσι, αν για άλλους συγγραφείς η εξέταση της ζωής τους αποτελεί βοηθητικό στοιχείο για τη μελέτη του έργου τους, η εξέταση της ζωής του Βιζυηνού αποτελεί μια πρώτη γεύση της αφηγηματικής του πεζογραφίας και μια εισαγωγή στο χώρο και στο κλίμα όπου κινείται. Η ανάγνωση του Βιζυηνού προχωρεί συνήθως από τη βιογραφία προς το έργο.
(β) Η πραγματικότητα της επιστήμης (της ψυχολογίας).
(γ) Η πραγματικότητα των λαϊκών εθίμων, ηθών και παραδόσεων.
2. Ο ανθρωπισμός: στις σελίδες των διηγημάτων του πάνε πλάι πλάι ο ηθογράφος και ο ψυχογράφος, σε μια συνεργασία που έχει σφιχτό δέσιμο με το άφθονο αυτοβιογραφικό υλικό και παρουσιάζει υποδειγματική ενότητα. Από τα κυριαρχικά γνωρίσματα της πεζογραφίας του είναι ο τόνος της ανθρωπιάς και της επώδυνης τρυφερότητας, ανθρωπισμός που παραμερίζει τη φυλετική αντιπάθεια, με αποτέλεσμα να βλέπει με κατανόηση και συμπάθεια κι αυτόν ακόμη τον Κιαμήλ, το φονιά του αδελφού του. Έχει την ικανότητα να διαγράφει αυθυπόστατους ανθρώπινους τύπους, επιμένοντας πολύ στη λεπτομερειακή απόδοση των ψυχικών τους καταστάσεων. Οι ήρωές του, ιδωμένοι με αγάπη, έχουν μια ειδική ευαισθησία, είναι ήρωες παθητικοί. Μοιραία θύματα της ιδιοτυπίας του ψυχικού τους κόσμου, αντιδρούν νοσηρά στις καταστάσεις που αντιμετωπίζουν και οδηγούνται στην καταστροφή. Ο κόσμος του Γ.Β. λειτουργεί ανθρωποκεντρικά και ανθρωπομορφικά.
3. Ο ιδιότυπος ρεαλισμός:
- Χρήση της παραδοσιακής μορφής πλοκής:
(α) ο νόμος της έκπληξης (επιδίωξη του απρόοπτου),
(β) ο νόμος της αγωνίας,
(γ) ο νόμος της αληθοφάνειας
- Η λειτουργία των προσωπικών μύθων μέσα από τη μορφή λαογραφικών μοτίβων που ως προς τον τυπικό χαρακτήρα τους ανήκουν στον ρομαντισμό ή στον ρεαλισμό. Για παράδειγμα, πίσω από το ηθογραφικό (ρεαλιστικό) μοτίβο του «πλακώματος» του βρέφους από το σώμα της κατάκοπης μάνας ή πίσω από το επίσης ηθογραφικό μοτίβο της προτίμησης των θηλυκών παιδιών σε ορισμένες αγροτικές κοινωνίες, λειτουργεί το θέμα της ενοχής, του αδύνατου του εξαγνισμού και της αυτοτιμωρίας.
4. Ο μύθος της διπλής πραγματικότητας και της διπλής αλήθειας: Οι χαρακτήρες του έχουν συνείδηση μιας διαφορετικής ο καθένας πραγματικότητας, με αποτέλεσμα την αδυναμία αποκατάστασης πραγματικής επικοινωνίας ανάμεσά τους. Ο λόγος του καθενός από αυτούς απορρέει από την πραγματικότητα και αποσκοπεί σ’ αυτήν, με τη διαφορά πως η πραγματικότητα αυτή είναι άλλη στον έναν και άλλη στον άλλον, και με τον τρόπο αυτό, ενώ δίνεται η εντύπωση πως αυτοί διαλέγονται, ουσιαστικά δεν αποκαθιστούν μεταξύ τους πραγματικό διάλογο. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ο διάλογος μητέρας-γιου στο «Αμάρτημα της μητρός μου», που δε βρίσκει ποτέ το στόχο του: δεν αποτελεί συνέπεια μιας υστεροβουλίας των χαρακτήρων, εφόσον ποτέ οι χαρακτήρες του Βιζυηνού δεν προσπαθούν να εξαπατήσουν ο ένας τον άλλον, αλλά είναι ειλικρινείς. Αυτή ακριβώς η ειλικρίνεια δίνει στην αδυναμία τους για πραγματική επικοινωνία μια προοπτική τραγική, ενώ παράλληλα την καταυγάζει με το φως του παράλογου. Η πραγματικότητα γίνεται, λοιπόν, για τους χαρακτήρες η επικοινωνία του διφορούμενου, το βασίλειο της διπλής αλήθειας. Το μοτίβο της διπλής πραγματικότητας, μέσα από όλες τις εκφάνσεις του, αναιρεί μέσα στο έργο του Βιζυηνού τη λειτουργία των βασικών μύθων της ζωής του: της ευδοκίμησης, της κοινωνικής αποδοχής και της αναζήτησης-απόκτησης της αγάπης. Οι μύθοι αυτοί της ζωής του, μέσω της καταλυτικής λειτουργίας του θέματος της διπλής πραγματικότητας, καταλήγουν να πάρουν στο έργο του τη μορφή των μοτίβων της διάψευσης, της ματαίωσης και της στέρησης της αγάπης, και να ταυτιστούν με αυτά.
5. Οι αφηγηματικές τεχνικές:
                 (α) Η συχνή εναλλαγή των δύο τρόπων αφήγησης: της περίληψης και της σκηνικής μεθόδου.
          (β) Η εσωτερική εστίαση της αφήγησης = ο αφηγητής περιορίζεται να πει εκείνο που γνωρίζουν, σκέφτονται και αντιλαμβάνονται οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες.
          (γ) η ακρίβεια των περιγραφών που αποτελούν οργανικό μέρος της αφήγησης.
6. Το αφηγηματικό πλάτος: ο πυρήνας μερικών αφηγηματικών του έργων έχει μέσα του «δυνάμει» τα συστατικά του μυθιστορήματος (συμπτύσσει μύθους με συστατικά μυθιστορήματος στην έκταση του διηγήματος και της νουβέλας). Οι περιπέτειες, η περίτεχνη πλοκή, οι εντάσεις και οι απροσδόκητες εξελίξεις, σε συνδυασμό με το δραματικό περιεχόμενο, είναι αρετές που ταιριάζουν σε έναν καλό μυθιστοριογράφο. Στα διηγήματά του δεν συναντάται «ο μονοκεντρισμός του ενός επεισοδίου», που αποτελεί δομικό στοιχείο του διηγήματος, αλλά η αφήγηση εκτείνεται σε περισσότερα επεισόδια, χαρακτηριστικό στοιχείο των μυθιστορημάτων.
7. Η γλώσσα: δείχνει μια ιδιαίτερη επιμέλεια στη χρησιμοποίηση του εκφραστικού οργάνου. Η καθαρεύουσά του φτάνει σε ωραία εκφραστικά επιτεύγματα. Αλλά και όταν χρησιμοποιεί τη δημοτική, για να δώσει ρεαλιστικά τους ανθρώπινους τύπους, η γλώσσα έχει υποστεί μια ιδιαίτερη καλλιτεχνική επεξεργασία. Αυτή η «ιδιότυπη διγλωσσία» δεν χαρίζει μόνο την αίσθηση της ποικιλίας, αλλά συνδυάζεται θαυμάσια με τη συνύπαρξη και την αντιπαλότητα διαφορετικών «φωνών», λόγων, χωρών, τρόπων ζωής και αναμνήσεων.
8. Οι χαρακτήρες:
(α) Η θετικότητα των χαρακτήρων και η αρνητικότητα της δράσης τους: από τη στιγμή που γίνονται φορείς της σύγκρουσης δύο πραγματικοτήτων είναι φυσικό να είναι εξαιρετικά εύθραυστοι. Παρότι είναι θετικοί χαρακτήρες, δηλ. βάζουν σκοπούς και εργάζονται για την υλοποίησή τους, η όλη δράση τους τελικά καθορίζεται από μιαν αρνητική διαλεκτική κάποιων σκοπών που, ενώ δίνεται η εντύπωση πως προσεγγίζονται, στην πραγματικότητα αναιρούνται μέσα από την αιφνίδια αποκάλυψη-παρεμβολή μιας άλλης – της αληθινής ή πιο «αληθινής – πραγματικότητας.
(β) Η αδυναμία αποκατάστασης πραγματικής επικοινωνίας, αδυναμία που οφείλεται στη διπλή αλήθεια.
(γ) Η οριακή συρρίκνωση της σωματικής του υπόστασης: δεν λειτουργούν ως χαρακτήρες με τη σωματικότητά τους, αλλά με την ψυχική ή συνειδησιακή τους υπόσταση μόνο. Με τον τρόπο αυτό, ο κόσμος που συνθέτουν με τα λόγια, τις πράξεις και τις σκέψεις τους είναι ένας κόσμος αρκετά αποστειρωμένος, χωρίς το παραμικρό ίχνος της ζωικής-σωματικής διάστασης του ανθρώπου. Στις περιπτώσεις όπου αυτή η σωματικότητα εντελώς έμμεσα και παροδικά κάνει την εμφάνισή της, ακολουθούν αμέσως συναισθήματα ενοχής που, σε συνδυασμό με τη ροπή προς την αυτοτιμωρία, έρχονται να απαλείψουν και αυτό το ελάχιστο ίχνος της σωματικότητας.
9. Επιδράσεις:
(α) από τη θρακιώτικη ύπαιθρο (=λαογραφικός πλούτος, γλωσσικό ιδίωμα),
(β) τη φαναριώτικη παιδεία του (= λόγια γλώσσα, αίσθηση μέτρου, θρησκευτικότητα)
(γ) τις σπουδές του και τις μελέτες του στην Ευρώπη (= φιλοσοφία, ψυχολογία).




Γιώργος Ιωάννου
Ο Ιωάννου ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά λογοτεχνών και μοιράζεται με τους συγχρόνους του πεζογράφους και ποιητές αρκετά κοινά χαρακτηριστικά:
   Τη νεωτερική τεχνοτροπία: οι πεζογράφοι αυτοί εγκαταλείπουν τις τεχνικές της παραδοσιακής αφήγησης (πλοκή, δομή, λογική αλληλουχία κ.λ.π.) για χάρη ενός τρόπου που υιοθετεί τεχνικές που μέχρι πρότινος τελούσαν υπό την αποκλειστική κυριότητα της ποίησης: μεταφορά, αλληγορία, συμβολισμός, συνειρμική γραφή.
   Τη στροφή προς τα μύχια της ψυχής: σύγχρονοι του Ιωάννου, όπως ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης και άλλοι, εισάγουν στην Ελλάδα τις τεχνικές της «αυτόματης γραφής» και της ροής της συνείδησης. H αυτόματη γραφή καταργεί ολοκληρωτικά την οποιαδήποτε διασύνδεση – νοηματική, ακόμη και συντακτική – ανάμεσα στις περιόδους του λόγου. Ο Ιωάννου δεν ακολουθεί τις μάλλον ακραίες αυτές πρακτικές, αλλά πολύ συχνά τα αφηγήματά του λειτουργούν σε ένα υποδόριο επίπεδο. Ο Ιωάννου θεματοποιεί εσωτερικές εμπειρίες, καταστάσεις και τοπία της ψυχής, ειδικά τη διαδικασία ατομικής ωρίμανσης (ψυχολογικής, κοινωνικής, σεξουαλικής) και τις ανατροπές της.
·   Την αίσθηση παρακμής, φθοράς και πτώσης: μια κοινή συναισθηματική ατμόσφαιρα διαρρέει τα κείμενα των πρώτων μεταπολεμικών πεζογράφων, ειδικά όσων από αυτούς – και είναι οι περισσότεροι – ήταν αριστεροί. Η λεγόμενη ήττα της Αριστεράς όμως είναι ίσως η κορυφή του παγόβουνου στην αιτιολογία αυτής της παρακμιακής αίσθησης. Πάνω από όλα διαχέεται ένα αίσθημα διάψευσης των ελπίδων οι οποίες επενδύθηκαν στον πόλεμο: ελπίδες για ειρήνη, ευημερία και πρόοδο, οι οποίες συνεθλίβησαν κάτω από τους ανοικονόμητους όγκους των μεταπολεμικών μεγαλουπόλεων και της ξέφρενης αστικής ζωής. Ο Ιωάννου αντιδρά σε αυτή την αίσθηση με μια ροπή προς τη νοσταλγική ανάμνηση μιας παλαιότερης, προπολεμικής κυρίως Θεσσαλονίκης, η οποία βρισκόταν όμως ήδη τότε σε ρυθμούς αλλαγής. Και αυτή η αλλαγή εκλαμβάνεται ως πτώση.

Γνωρίσματα της τέχνης του
1. Η κοινωνική καταγγελία
Η αμέριστη συμπάθεια για τους καταδικασμένους, τους καταπιεσμένους, τους κοινωνικά υποδεέστερους ή και περιθωριοποιημένους, που αναβλύζει σε κάθε σημείο του έργου του Ιωάννου, φαίνεται καθαρά πως εκκινεί από τη δική του καταπίεση από τον οικογενειακό και εργασιακό κλοιό, από την αναστολή δικών του πράξεων και επιθυμιών.
2. Αφηγηματικό υλικό: Ο βιωματικός – εξομολογητικός χαρακτήρας
Τα αφηγήματα του Ιωάννου έχουν ως πρώτη ύλη μαρτυρίες και βιώματα, αλλά και πρόσωπα, πράγματα και γεγονότα από το παρελθόν, την καθημερινότητα και τη νεοελληνική πραγματικότητα (τον κόσμο της προσφυγιάς, τον πόλεμο, την κατοχή, τη μεταπολεμική περίοδο), τα οποία ο συγγραφέας εξομολογείται, διασώζοντάς τα με δύο κυρίως μέσα: την πολύ ισχυρή μνήμη του και τη μεγάλη παρατηρητικότητά του.
3. Ο βιωμένος χώρος της Θεσσαλονίκης
Σημαντικό ρόλο στο έργο του Ιωάννου παίζει η πόλη της Θεσσαλονίκης, ένας χώρος βιωµένος. Η παρουσία της είναι διάχυτη σ’ όλα του σχεδόν τα πεζογραφήματα και αποτελεί για το συγγραφέα πηγή έμπνευσης και αντικείμενο εξύμνησης. Η γενέτειρά του, όπως συχνά την αποκαλεί, μας δίνεται σε όλες τις εκφάνσεις της και σ’ όλο το μάκρος της μεγάλης της ιστορίας. Και η παθολογική αγάπη που τρέφει για την πόλη ο συγγραφέας τον κάνει να πιστεύει ότι το κάλλος της δεν μπορεί να βρεθεί αλλού.  Ο Ιωάννου με ποικίλους τρόπους εκφράζει την αγάπη και αφοσίωσή του προς τη γενέτειρά του. Επισημαίνει το κοσμοπολίτικο και πολυπολιτισμικό χρώμα της πόλης που οφείλεται στην ιδιαιτερότητα των κατοίκων της, κυρίως των προσφύγων. Με σχολαστικότητα δίνει τα γεωγραφο-τοπογραφικά της πόλης κατονομάζοντας συνοικίες, δρόμους, κτήρια. Το ανατολίτικο χρώµα της Θεσσαλονίκης µε το «χαµάµι», το «καφε­σαντάν» κτλ., οι περιθωριακοί και ο υπόκοσµος του Παλιού Σταθµού και άλλων χώρων, τα διάφορα παρα-επαγγέλµατα της «φτωχο-µάνας», το κοινό των λαϊκών σινεµά και οι λόγοι συνωστισµού σ’ αυτά, οι ξεπε­σµένοι Μικρασιάτες άρχοντες και η κοινωνική αλλαγή την οποία υπέ­στησαν και επέφεραν, οι νέες βιοτεχνίες µε τους πρόσφυγες, η αρχιτεκτο­νική των σπιτιών κτλ. αποτελούν ζητήµατα που παρουσιάζουν σοβαρό ενδιαφέρον για τον ερευνητή. Όπως επίσης σοβαρό ενδιαφέρον παρου­σιάζει και η αντιπαράθεση των δύο κόσµων - του παλιού και του νέου ­που σαν θέµα προβάλλεται και από πολλούς άλλους σύγχρονους συγ­γραφείς.
4. Η αμφιθυμία
Από τα χαρακτηριστικά του έργου και της ζωής του Ιωάννου είναι η αμφιθυμία, δηλ. η ψυχική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από τη συνύπαρξη δύο αντίθετων συναισθημάτων. Στο διδασκόμενο πεζογράφημα χαρακτηριστική περίπτωση αμφιθυμίας (αλλά όχι και η μοναδική) αποτελεί η συναισθηματική κατάσταση που βιώνει ανάμεσα σε δύο κόσμους: του κόσμου της πόλης και του κόσμου των προσφύγων.
5. Αφηγηματικές τεχνικές
(i) Εστίαση
Μονοεστιακή ή μονομερής αφήγηση: Ο αφηγητής αφηγείται σχεδόν πάντα μέσα από τη δική του οπτική Ποικίλλει όμως ο βαθμός συμμετοχής του στην αφήγηση, αφού άλλοτε εξομολογείται προσωπικά του βιώματα σε πρώτο πρόσωπο και άλλοτε θεάται και σχολιάζει ευθέως ή με υπαινιγμούς. Τα υπόλοιπα αφηγηματικά πρόσωπα παρουσιάζονται συνήθως από τη δική του οπτική. Η αφήγηση μπορεί να είναι σε πρώτο ή δεύτερο πρόσωπο (πολύ σπανίως και σε τρίτο).
(ii) Η τεχνική των συνειρμών
Η τεχνική των συνειρμών και της σύζευξης διαφόρων στοιχείων (ο Ιωάννου παρατηρεί, θυμάται, συγκεντρώνει αποκόμματα). Οι συνειρμοί ωθούνται από την επικαιρότητα, από το χώρο, από τις σκέψεις, τις αναμνήσεις, τις κουβέντες, τα αντικείμενα, τις λέξεις, τους ήχους κλπ. Η αφετηρία των συνειρμών άλλοτε δηλώνεται με έμφαση και άλλοτε όχι, οπότε η αφήγηση αρχίζει «ανεπαίσθητα». Χαρακτηριστικό είναι ότι έτσι καταργούνται συχνά οι αφηγηματικές συμβάσεις (Μαρωνίτης).
(iii) Η τεχνική του διασπασμένου θέματος
Το τεράστιο και ετερόκλητο υλικό της αφήγησης οργανώνεται με την τεχνική του διασπασμένου θέματος, από το οποίο γεννώνται πεζογραφήματα - σπαράγματα, μικρογραφίες της καθημερινότητας, που κάποτε κινούνται στο πλαίσιο της νεοελληνικής πραγματικότητας και κάποτε μυθοποιούν την παιδική ηλικία του αφηγητή, ο οποίος αντιμετωπίζει τα πράγματα και τα γεγονότα μέσα από το δικό του το προσωπικό αλλά όχι το αυστηρά εξατομικευμένο πρίσμα. Η μνήμη και τα πρόσωπα του παρελθόντος είναι κυρίαρχα στο παρόν και ανακαλούνται μέσω συνειρμών (συνειρμική οργάνωση του αφηγηματικού υλικού).
(iv) Η τεχνική του αδιάσπαστου θέματος
Στο επίπεδο της θεµατογραφίας του διδαγμένου κειµένου, ο Ιωάννου κάνει χρήση της τεχνικής του αδιάσπαστου θέµατος, αφού το κείµενό του έχει αρχή (αφόρµηση από τη ζωή των προσφύγων), µέση (αναφορά στις έννοιες ράτσα, πατρίδα, πρόγονοι και µοναξιά) και τέλος (µε την έκφραση της ιδιαίτερης επιθυµίας του συγγραφέα).

«Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς»

Αφηγηματικοί τρόποι:

Ο τρόπος αφήγησης είναι η μίμηση δηλαδή πρωτοπρόσωπη ομοδιηγητική αφήγηση, με αφηγητή ομοδιηγητικό και δραματοποιημένο που συμμετέχει στα δρώμενα (ο λόγος του αφηγητή έχει τη βαρύτητα της προσωπικής μαρτυρίας) με εσωτερική εστίαση. Έτσι το έργο κερδίζει σε αμεσότητα και δραματικότητα.
Όπου εκφράζονται σκέψεις και συναισθήματα του συγγραφέα σε πρώτο πρόσωπο και σε χρόνο παροντικό (στέκομαι και κοιτάζω) υπάρχει εσωτερικός μονόλογος.
Όταν διακόπτεται η αφήγηση και παρεμβάλλονται κρίσεις του αφηγητή («διατηρούν … από τους διεσπαρμένους») υπάρχει σχόλιο («πολύ αργά νομίζω»).
Λεπτομερειακές περιγραφές: ολόκληρη η δεύτερη παράγραφος.

Αφηγηματικές τεχνικές:
Τεχνική του φενακισμού: η επισήμανση της ικανότητάς του να διακρίνει τους πρόσφυγες έρχεται σε αντίφαση με το «μπερδεύω», πλησιάζει δηλαδή την αλήθεια, την υπαινίσσεται χωρίς να την αποκαλύπτει. Το ίδιο και στο σημείο της αποφατικής ευχής «κι αν ακόμα δεν είναι, πολύ θα ήθελα να ήταν έτσι η αλήθεια», καθώς δεν μπορεί να συγκαλύψει την ιστορική αλήθεια, κάνει έναν εύστοχο υπαινιγμό γι’ αυτήν (ακόμα κι αν δεν είναι).
Παρέκβαση: «Κι όμως τα τελευταία χρόνια … νομίζω» (σελ. 248) ολόκληρη η παράγραφος που περιγράφει τις ταλαιπωρίες των προσφύγων.
Τεχνική του «απροσδόκητου» στην αναφορά στους «εγκληματίες των γραφείων» (σύμφωνα με αυτήν, ενώ ο αφηγητής συνεχίζει την αφήγηση, εντελώς απροσδόκητα και χωρίς καμιά επεξήγηση αναφέρεται σε κάποιο νέο στοιχείο για το οποίο ο αναγνώστης δεν είχε ως εκείνη τη στιγμή ακούσει τίποτα).
Σχήμα κύκλου: κυκλική οργάνωση της αφήγησης, καθώς με την τελευταία πρόταση της αφήγησης επανέρχεται στην υπόθεση κυκλικά, εκεί περίπου από όπου ξεκίνησε, στους προσφυγικούς συνοικισμούς.
Τεχνική του αδιάσπαστου και διασπασμένου θέματος (ως προς το αφηγηματικό θέμα):
- τεχνική του αδιάσπαστου: το θέμα παρουσιάζει ενότητα, έχει αρχή, μέση και τέλος με κύριο χαρακτηριστικό τη χρονική και χωρική αλληλουχία των γεγονότων.
- τεχνική του διασπασμένου θέματος: το κείμενο σχηματίζεται από θεματικές ψηφίδες, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους με διάφορες εσωτερικές και εξωτερικές συνάφειες. π.χ. από τη ζωή στις μεγάλες αρτηρίες της πόλης φθάνει σ’ ένα λαϊκό δρώμενο της Θράκης.
Συνειρμική οργάνωση: με αυτήν ο συγγραφέας χειρίζεται την τεχνική του διασπασμένου θέματος. π.χ. από το κόκκινο φανάρι συνειρμικά μεταφέρεται στα ερυθρά και στα λευκά αιμοσφαίρια. Ο συνειρμός, αρχικά, βοηθά τον συγγραφέα να ανακαλεί στη μνήμη του ό,τι τον συγκινεί ή να μεταβαίνει από την παρατήρηση του έξω χώρου στην εξομολόγηση/ενατένιση του έσω χώρου δηλαδή της ψυχής του.
(α) Έτσι μέσω της συνάφειας του χώρου (τόπος του παιχνιδιού-διπλανό καφενείο) και της αντίθεσης (μικροί - μεγάλοι) μεταβαίνει συνειρμικά από την απλή καθημερινή σκηνή που παρακολουθεί στην αρχή της αφήγησης, στους πρόσφυγες που αποτελούν και το θέμα του πεζογραφήματος.
(β) Παρόμοια μέσω των αντιθέσεων: πανάρχαιο παρελθόν – παρόν και συνοχή – διάσπαση ο συγγραφέας οδηγείται συνειρμικά στην αναφορά της διχόνοιας των προσφύγων που μεθοδεύτηκε από την κρατική γραφειοκρατία και στη διασπορά τους στους «τέσσερεις ανέμους».
(γ) Ο συνειρμός τον οδηγεί στη συνέχεια από το «αίμα» που υποδηλώνει την εσωτερική συγγένεια και τους πολιτιστικούς δεσμούς των προσφύγων, στις μεγάλες οδικές «αρτηρίες» της μεγαλούπολης (εξαίρετη είναι η συνειρμική παρομοίωση: ερυθρά και λευκά αιμοσφαίρια σα να κυκλοφορούν) και στην προσωπική του μοναξιά,
(δ) ενώ η παρατήρηση του πολύβοου πλήθους της πόλης που περνά σαν «ποτάμι» τον μεταφέρει συνειρμικά στο «βουβό ποτάμι των προγόνων» που επιβιώνει μέσα του για να καταλήξει τελικά να εξομολογηθεί το παράπονο της ψυχής του («να μη βγάλουν οι ψυχές εξαιτίας μου τον παραμικρότερο παραπονιάρικο βόμβο – Εγώ όμως από τώρα είμαι βαριά παραπονεμένος») για το γεγονός ότι νιώθει ξένος στην ίδια του την πόλη.
Αντιθέσεις (παιδιά-μεγάλοι, παιχνίδι-κούραση, συνοικισμοί-πόλη, αρχαίοι λαοί-σύγχρονος πολιτισμός, παρόν-παρελθόν, παρέες-μοναξιά, «τίμιες φυσιογνωμίες»-«εκμεταλλευτές των γραφείων»).

Αυτοβιογραφικά στοιχεία:

Η αναφορά του στην προσφυγική του καταγωγή που τον κάνει να ταυτίζεται με τους πρόσφυγες και τα παιδιά τους.
Η συνήθειά του να συχνάζει στο ίδιο καφενείο με τους πρόσφυγες (κάθομαι στο ορισμένο καφενείο).
Η γέννησή του στην ίδια πόλη με πολλούς πρώτης γενιάς πρόσφυγες ή απογόνους προσφύγων (οι περισσότεροι γεννήθηκαν εδώ σ’ αυτή την πόλη, όπως κι εγώ).
Η αίσθηση ότι ανήκει στους διεσπαρμένους (… από μας τους διεσπαρμένους).
Η προσπάθειά του να επανασυνδεθεί με τη δική του ράτσα και πατρίδα (Οι Θρακιώτες… ή ίσως εγώ να την έχω συνηθίσει, έμμεση αναφορά στην καταγωγή του).
Η συγκίνησή του από την περιπλάνησή του στους προσφυγικούς συνοικισμούς (κάτι σα ζεστό κύμα με σκεπάζει ξαφνικά, θαρρείς και γύρισα επιτέλους στην πατρίδα / γυρνώ μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς με δυνατή ευχαρίστηση).
Η προσπάθεια «επικοινωνίας» με το παρελθόν και τους προγόνους (Της Γονατιστής όταν περνάει από πάνω μου το βουβό ποτάμι των προγόνων … παραπονιάρικο βόμβο) που μαρτυρεί τις ιδιαίτερες γνώσεις και το λαογραφικό του ενδιαφέρον λόγω σπουδών.
Η αίσθηση της μοναξιάς του στην πόλη και ο επηρεασμός του από το σύγχρονο τρόπο ζωής. (Ολομόναχος, ξένος, παντάξενος χάνομαι στις μεγάλες αρτηρίες / συγκατοικώ με ανθρώπους που αδιαφορούν τελείως για μένα, κι εγώ γι’ αυτούς).

Γνωρίσματα της γλώσσας του Ιωάννου:
(α) Γλωσσική ακρίβεια: «Οι Θρακιώτες όμως έρχονται πιο καστανοί· ξανθοί πολλές φορές, κι ευκολότερα μπερδεύονται με πρόσφυγες από μέρη άλλα». Με απόλυτη ο αφηγητής περιγράφει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε φυλής στηριζόμενος στην παρατηρητικότητα και στην προσοχή που επιδεικνύει στη λεπτομέρεια.
(β) Γλωσσική λιτότητα: «Στέκομαι και κοιτάζω τα παιδιά· παίζουνε μπάλα». Γενικά, όλη η πρώτη παράγραφος του πεζογραφήματος είναι ενδεικτική του μικροπερίοδου και καθημερινού λόγου (9 περίοδοι σε 7 αράδες κειμένου)
(γ) Αμεσότητα: «Πάντως ποτέ τους δεν επιμένουν να με κρατήσουν στις παρέες τους».
(δ) Χιούμορ-ειρωνεία: «τους Κωνσταντινουπολίτες, από μέσα ή απ’ τα περίχωρα, κι ας επιμένουν όλοι τους πως είναι απ’ την καρδιά της Πόλης, κι απ’ το Γαλατά». Ο αφηγητής με καλοπροαίρετο χιούμορ σχολιάζει τη λαϊκή διάθεση όσων προσπαθούν να πείσουν ότι κατάγονται από το κέντρο της Κων/λης.
Ειρωνικός - δηκτικός γίνεται ο λόγος με τη χρήση σκληρών και έντονα φορτισμένων λέξεων όταν αναφέρεται στους «εγκληματίες των γραφείων», που «τώρα φυσικά τους τρέμουν και προσπαθούν να τους ξεφορτωθούν με τη μετανάστευση», στηλιτεύοντας τη συμπεριφορά των κρατικών υπαλλήλων απέναντι στους πρόσφυγες.
Τέλος, ειρωνικά αντιμετωπίζει τη συμβατικότητα στις σχέσεις, την αδιαφορία, τις κλειστές πόρτες, την ανωνυμία, τη μαζικότητα, τον φόβο για τον διπλανό και την απομόνωση: «Το ιδανικό, η τελευταία λέξη του πολιτισμού… πονηρά πράγματα, προφάσεις πολιτισμού».
(ε) Απουσία μελοδραματισμού: «Εγώ όμως από τώρα είμαι βαριά παραπονεμένος. Μέσα στους ξένους και στα ξένα πράγματα ζω διαρκώς στα έτοιμα και στα ενοικιασμένα». Στη φράση αυτή ο αφηγητής επιδεικνύει ευαισθησία και συναισθηματική φόρτιση, χωρίς να αγγίζει τα όρια του μελοδραματισμού.





1 σχόλιο:

Πολίνα Μοίρα είπε...

εξαιρετική δουλειά! πολύ χρήσιμη! Ευχαριστούμε όλοι, και διδάσκοντες και μαθητές