Φίλιπ Μάγιερ, Αμερικάνικη σκουριά (μυθιστόρημα, εκδ. Καστανιώτης, 2014)
“A
novel which you finish feeling hopeful for the future. Because as long as
American literature brings forth debut novels of this standing, we do not have
to worry about the demise of the generation of post-war literary giants” [NRC
The Netherlands]
Ο Φίλιπ Μάγιερ γεννήθηκε στη Ν.
Υόρκη το 1974 και είναι συγγραφέας πολλών μικρών ιστοριών αλλά και δύο
εξαιρετικών μυθιστορημάτων: American
rust (2008) και The Son (2013), βιβλία που ήδη έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Κείμενά
του έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά McSweeney’s και The Iowa Review,
στο Salon.com και στη συλλογή New Stories fromthe South.
Από το 2005 μέχρι το 2008 φοίτησε στο Κέντρο Συγγραφέων του Μίσενερ, στο Όστιν
τουΤέξας.
Η «Αμερικάνικη σκουριά», που
γράφτηκε την τριετία 2005-2008, μεταφρασμένη με επιτυχία από τον Κων. Ματσούκα,
κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2014 από τον «Καστανιώτη». Πρόκειται για ένα
λογοτεχνικό διαμάντι (μεταφρασμένο σε 11 γλώσσες), για ένα χείμαρρο εικόνων και
λέξεων, παρά τις αδυναμίες που έχουν όλα τα πρωτόλεια, λαμβάνοντας υπόψη πως
πρόκειται για ένα μυθιστόρημα 453 σελίδων. Ο Μάγιερ με το έργο αυτό
απέσπασε το βραβείο των Los Angeles Times. Είναι χαρακτηριστικός ο υπότιτλος που βάζει ο Dan Simpson της Pittsburgh Post-Gazette σε άρθρο του για το βιβλίο: "Υπάρχουν βιβλία που προσδιορίζουν μια περιοχή", κάθε αποβιομηχανοποιημένη περιοχή του κόσμου με ανθρώπους ερείπια, που προσπαθούν να ορίσουν τη μοίρα τους. Άλλωστε όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς, από τον Σάλιντζερ και τον Χάρπερ Λι μέχρι τον Απντάικ, με τα βιβλία τους, αυτό ακριβώς επιχειρούν να κάνουν, "να προσδιορίσουν έναν τόπο".
Η κριτική υποδέχθηκε διθυραμβικά την Αμερικάνικη σκουριά και τον συγγραφέα της, παρομοιάζοντάς τον με τον Στάινμπεκ: "John Steinbeck is alive and well today . . . and his name is
Philipp Meyer"
“everything about this story seems essentially American…in the tradition that stretches from Ernest Hemingway to Cormac McCarthy. Meyer knows how to create heartbreakingly real female characters, too. [His] tone is less polemic than John Steinbeck's, but he's working on the same broad scale."
—The Washington Post, Ron Charles
"Meyer is already being compared with John Steinbeck, and with very good reason."
—Esquire UK
“remarkable…introduces a novelist worth celebrating and watching.”
—USA Today, Bob Minzesheimer
"Like Upton Sinclair’s "The Jungle" and George Orwell’s "Down and Out in Paris and London," American Rust documents the psychological and moral tangle that comes with poverty… In stylistic terms, Meyer’s clipped, stream-of-consciousness narration brings to mind not only the modernists (Hemingway, Woolf, Joyce) but also Cormac McCarthy."
—The Millions
Ο Μάγιερ
στήνει την ιστορία του στη Μπιουλ, μια μικρή πόλη υπό κατάρρευση, καθώς εκεί
όπου άλλοτε υπήρχε το εργοστάσιο χαλυβουργίας, τώρα «υψωνόταν σαν αρχαίο
ερείπιο, με τα κτίσματά του κρυμμένα κάτω από αναρριχητικά κλήματα, κισσό και
αΐλανθο». Αυτό που κατέρρευσε με θόρυβο δεν είναι μονάχα το συγκεκριμένο
εργοστάσιο αλλά το περίφημο «Αμερικανικό όνειρο», που οξειδώθηκε και έδειξε την
κουφότητά του μετά την κρίση του 2007-2010.
Και η περίπτωση της Αμερικής δεν είναι η
μοναδική, από τη στιγμή που σε ολόκληρο στον κόσμο και στην Ελλάδα τα νεοφιλελεύθερα
προτάγματα της ευζωίας και της μικροαστικής ραστώνης κατέρρευσαν ή καταρρέουν
εκκωφαντικά.
Ο Μάγιερ δεν πολιτικολογεί, αλλά γράφει μια πολυφωνική βαθιά ανθρώπινη άρα
πολιτική ιστορία, με πρωταγωνιστές ανθρώπους
σακατεμένους από τη ζωή και τις επιλογές τους, ανθρώπους που οι περισσότεροι δεν καταλαβαίνουν ή δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξή τους. Ο σωματώδης και ωραίος Μπίλι Πόε
που είναι άσος στο αμερικάνικο φούτμπολ και ο φίλος του ο Άιζακ Ίνγκλις,
μικροσκοπικός και ιδιοφυής, έρχονται αντιμέτωποι με τη βία (μέσα και έξω από τη φυλακή), θύτες και θύματα
μαζί σε ένα αξεδιάλυτο κουβάρι, που ωστόσο ξετυλίγεται καθώς προχωρά η αφήγηση.
Ο Άιζακ σώζει τη ζωή του φίλου του
σκοτώνοντας έναν θηριώδη τύπο και τρέπεται σε φυγή. Ο Πόε συλλαμβάνεται για τον
φόνο –που δεν διέπραξε- και μέχρι το τέλος κρατά το στόμα του κλειστό. Τα
όνειρά τους δεν πρόκειται να πραγματοποιηθούν ποτέ, από τη στιγμή που είναι
εγκλωβισμένοι σε μια πόλη που τους έχει ακρωτηριάσει τις επιθυμίες και τις φιλοδοξίες. Τουλάχιστον προσπαθούν να διατηρήσουν έναν κώδικα τιμής και αξιοπρέπειας, όπως τον ορίζει ο καθένας τους.
Και οι δύο νέοι προέρχονται από
προβληματικά περιβάλλοντα. Η μάνα του Άιζακ αυτοκτόνησε και ο πατέρας ανάπηρος
έπειτα από εργατικό ατύχημα (έξοχη η περιγραφή του ατυχήματος στη χαλυβουργία
που δούλευε). Ο Χένρι Ίνγκλις (ο πατέρας) προτιμά να αφήσει τη Λι, την κόρη του,
να σπουδάσει στο Γέιλ και να καλοπαντρευτεί τον Σάιλοκ, για να κρατήσει κοντά
του τον Άιζακ, μέχρι που ο μικρός τού κλέβει τέσσερις χιλιάδες δολάρια για να
την κοπανήσει με τον Πόε.
Ο Πόε ζει σ’ ένα τροχόσπιτο με τη μητέρα του
Γκρέις, μια σαραντάρα γυναίκα που δουλεύει σε μια βιοτεχνία ρούχων (ο πατέρας,
μια σκιώδης παρουσία), μια γυναίκα που αγαπά υπερβολικά τον γιο της και
προσπαθεί μονίμως να τον γλυτώνει από τα μπλεξίματά του, εκμεταλλευόμενη τα
αισθήματα που τρέφει γι’ αυτήν ο αστυνόμος Μπαντ Χάρις –ο καλύτερα επεξεργασμένος
(κατ’ εμέ) χαρακτήρας του βιβλίου.
Πρόκειται για μια τριτοπρόσωπη αφήγηση που ακολουθεί τη μοντερνιστική τεχνική
της συνεχούς ροής της συνείδησης (που χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο Γουίλιαμ Τζέιμς), καθώς το εκάστοτε πρόσωπο διαλέγεται διαρκώς
με τον εαυτό του, αποκαλύπτοντας στον αναγνώστη ακατάστατες σκέψεις, αισθήματα, διαθέσεις και διλήμματα. Μια τεχνική
που με επιτυχία έχουν ακολουθήσει συγγραφείς όπως ο James Joyce,
ο William Faulkner, η Virginia
Woolf και ο James Kelman.
Όταν
αναδύθηκε για τρίτη φορά ήταν σκοτάδι. Θυμήθηκε να μην ανακαθίσει. Κοίταξε το
σώμα του και προσπάθησε να μην κουνιέται πολύ. Σ’ ένα κρεβάτι. Πάνω μου κουβέρτες.
Υπήρχε μια σακούλα με ορό που κρεμόταν από τη μία πλευρά και ένα παράθυρο από
την άλλη απ’ όπου έμπαινε κίτρινο φως, θα έχει σπίτια απ’ έξω, σκέφτηκε. Υπήρχε
άλλο ένα κρεβάτι στο δωμάτιο και κάποιος ροχάλιζε. Ησυχία, είπε, και ύστερα
ένιωσε ένοχος. Υπήρχαν μηχανήματα που αναβόσβηναν και γουργούριζαν. Ησυχία, ψιθύρισε.
Δεν μπορούσε να δει τα μηχανήματα. Θα καθίσω στο κρεβάτι. Δεν μπορούν να με
σταματήσουν. Κουνήθηκε και ο πόνος επέστρεψε παντού και μετά αυτός ξεγλίστρησε
από κάτω του.
Ο Μάγιερ απομυθοποιεί το Αμερικανικό Όνειρο εκ των έσω, δείχνοντας με
τρόπο λογοτεχνικό πως οι φτωχοί άνθρωποι δεν μπορούν να ξεφύγουν από την
κοινωνική τους μοίρα, από τη «λοταρία της γέννησης». Ο συγγραφέας δεν είναι ούτε με τους Δημοκρατικούς ούτε
με τους Ρεπουμπλικάνους. Δεν δίνει απαντήσεις, ερωτήματα αμείλικτα θέτει. Οι κοινωνικές ανισότητες παραμένουν δομικό στοιχείο
του καπιταλισμού. Η μητέρα τής Λι, η Μαίρη Ίνγκλις, το γένος Μαρία Σαλίνας, υπήρξε
ομοϊδεάτης με τους μαρξιστές φίλους τής Λι στο Γέιλ –η αλληλεγγύη, η ευγενής
εργατική τάξη, η επικείμενη επανάσταση. Ο Μάγιερ, ωστόσο δεν εξιδανικεύει την
αριστερά. Τον βασανίζει ένα επίμονο ερώτημα: Γιατί άραγε να απολύονται τόσοι
άνθρωποι και τελικά να μην γίνεται τίποτα σπουδαίο, λες και αποδέχονται μοιρολατρικά
τις αποφάσεις;
Να όμως που δεν είχε υπάρξει ποτέ καμία
επανάσταση, ούτε κατά διάνοια, εκατόν πενήντα χιλιάδες άνθρωποι είχαν χάσει τις
δουλειές τους αλλά όλοι είχαν φύγει ήσυχα ήσυχα. Ήταν προφανές πως υπήρχαν
κάποιοι υπεύθυνοι, άνθρωποι με σάρκα και οστά, που είχαν πάρει τις αποφάσεις να
κηρύξουν ολόκληρη την Κοιλάδα εκτός εργασίας, είχαν εξοχικές κατοικίες στο Άσπεν,
έστελναν τα παιδιά τους στο Γέιλ, οι επενδύσεις τους ανέβηκαν όταν έκλεισαν τα
εργοστάσια. Όμως, με εξαίρεση κάποιους ιερείς που είχαν μπει κρυφά σε μια
εκκλησία πλουσίων και έραναν με ρετσινόλαδο τον πάμπλουτο ιεροκήρυκα, κανείς άλλος
δεν είχε κουνήσει το δαχτυλάκι του. Όλο αυτό είχε κάτι το ιδιαζόντως αμερικάνικο
–να μέμφεσαι τον εαυτό σου για την κακή σου τύχη –να αρνείσαι να δεις ότι τη
ζωή σου την επηρεάζουν κοινωνικές δυνάμεις, η τάση να αποδίδεις τα ευρύτερα
προβλήματα σε ατομικές συμπεριφορές. Η άσχημη αντίστροφη όψη του Αμερικανικού
Ονείρου.
Σε τελική
ανάλυση, ο Μάγιερ κατόρθωσε να γράψει μια επική ψυχογραφική ιστορία ενοχής
και λύτρωσης, που δίκαια έχει ήδη κατακτήσει μια περίοπτη θέση στο πάνθεον της
παγκόσμιας λογοτεχνίας. Σπεύδω να παραγγείλω τον «Γιο».
Διάβασα την "Αμερικάνικη σκουριά" ακούγοντας τον καινούργιο δίσκο της Annie Lenox "Nostalgia"
Διάβασα την "Αμερικάνικη σκουριά" ακούγοντας τον καινούργιο δίσκο της Annie Lenox "Nostalgia"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου