ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΕΤΣΑ, Θυμάμαι, εκδ. Πόλις
Ένας ογδοντάχρονος κομμουνιστής, πρώην αντάρτης, χήρος και ερωτευμένος τρελά με τη γυναίκα του από τα νιάτα τους ώς και το θάνατό της, βρίσκεται μαχαιρωμένος σε μια μικρή πόλη της επαρχίας. Μια πόλη που σαν όλες τις άλλες ξέρει από μυστικά όσο και από ψέματα. Ο φίλος του τον βρίσκει με κατεβασμένα τα παντελόνια και τα φουστάνια της νεκρής απλωμένα στο κρεβάτι. Αλλοι γνωστοί του, οι Ουκρανές που πλήρωνε, θα πουν αργότερα πως μιλούσε για το φάντασμα της γυναίκας του, που γύρισε, με το «ίδιο ξανθό του ήλιου» στα μαλλιά. Σαν τη μικρότερη από τα δυο κορίτσια που τον σκότωσαν. Του Λυκείου. Οταν τις φυλακίσανε, στο τέλος της χρονιάς, κι ο διευθυντής αρνήθηκε να επιτρέψει στα παιδιά να πάνε να τις δουν στο επισκεπτήριο, το κάνανε κυριολεκτικά καλοκαιρινό.
Κάποιος είδε τα δυο κορίτσια να τρέχουν. Η μικρή μίλησε, δεν τον μαχαίρωσε αυτή, βγήκε. Ακόμα ονειρεύεται να γίνει ηθοποιός - θα έπαιζε, πριν γίνουν όλα αυτά, την Μπλανς Ντυμπουά στη σχολική παράσταση. Η μεγάλη καταδικάστηκε. Φυλακή και φυλακίτισσες. Αμίλητη. Να σκέφτεται μια το νόημα της ελευθερίας και μια της συχώρεσης.
Όλοι οι εμπλεκόμενοι, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, συγγενείς, φίλοι, δικηγόροι, ψυχολόγοι, ρεπόρτερ, δάσκαλοι και παπάδες δίνουν τη δική τους εκδοχή για τα γεγονότα και τα πρόσωπα, βγάζοντας ο καθένας και τον δικό του πόνο. Για τη δουλειά του, για την κοινωνία, για την πολιτική, για τη χαμένη του ζωή, για το παρελθόν, για τη βία, για το όνομα του πατέρα, για την αγάπη που λείπει και σκοτεινιάζει ο κόσμος, και πνίγονται οι άνθρωποι. Για τα όνειρά της η μικρή, ακόμα.
Αυτά τα λόγια, αυτές τις διαφορετικές εξιστορήσεις του ίδιου συμβάντος στις πολλαπλές του διαστάσεις, περισσότερο και λιγότερο φανταστικές, προσαρμοσμένες στην αντίληψη του καθενός, στο βλέμμα του που βλέπει πρώτα και κύρια αυτό που ξέρει - και θέλει ή αντέχει να ξέρει· αυτές τις εξιστορήσεις συναρθρώνει η Βασιλική Πέτσα σε μια ολιγοσέλιδη νουβέλα, την πρώτη της πεζογραφική δουλειά. Ο καθένας μιλά διαφορετικά και άλλα κρύβει. Γιατί όλοι κάτι κρύβουν, συνειδητά ή ασύνειδα. Ο λόγος τους είναι γεμάτος κενά, ραγισματιές που βαθαίνουν και απειλούν την επιφανειακή συνοχή και συνεκτικότητα - του λόγου, της ύπαρξης, της συμβίωσης, της συνοίκησης.
Η δεξιοσύνη της Πέτσα έγκειται στον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται την ελλειπτικότητα και τον υπαινιγμό ώστε να μετατοπίσει την οπτική του αναγνώστη από το έγκλημα καθαυτό, για το οποίο ελάχιστα τελικά μαθαίνουμε, στην ασφυξία μιας επαρχιακής κοινωνίας που κοιτάζει τη ζωή των άλλων, σαν σινεμά, για να ξεχάσει το αβίωτο της καθημερινότητάς της. Μιας κοινωνίας που βιώνει τη δική της αποξένωση στον αστερισμό της Ιστορίας, εκείνης που γράφτηκε και εκείνης που γράφεται κάθε μέρα. Η επιλογή της των εφήβων, κομβική: η εξεγερμένη αθωότητα έναντι του συμβιβασμού και της αφομοίωσης. Μένει η ελπίδα της Αθήνας, μιας Αθήνας-Παράδεισου που δεν υπάρχει, που οι κάτοικοί της την περιγράφουν ως κόλαση, αλλά ο μύθος της αναδημιουργείται διαρκώς στην «περιφέρεια», αφού, αν μη τι άλλο, η Αθήνα σ’ αφήνει ν’ ανασάνεις. Σε γλιτώνει από το πνίξιμο. Σου επιτρέπει να δοκιμάσεις να γίνεις ο εαυτός σου.
Η Πέτσα προσέρχεται με τους καλύτερους οιωνούς στο λογοτεχνικό στερέωμα, με έναν κριτικό ρεαλισμό, που έχοντας αφομοιώσει τις μοντερνιστικές τεχνικές, του εσωτερικού μονολόγου και της διαλογικότητας, δεν καταγράφει μόνο, αλλά ερμηνεύει. Τα αισθήματα: τον μεγάλο έρωτα, που με δυο πινελιές σκιαγραφεί, του νεκρού κυρ Χρήστου με τη γυναίκα του, την Κατερίνα· φως και μαζί σκοτάδι· την απουσία του έρωτα ή την αναζήτησή του· την αγάπη μέσα από τις μικρότερες χειρονομίες και τα σπασμένα λόγια. Τα ερωτηματικά: για την ιδέα, ως πραγματικότητα και ως μύθο, που καταπίνει ανθρώπους με σάρκα και οστά· για τις μεγάλες ιδέες και το αγκίστρωμά τους στις ψυχές και τους κόσμους· για τα μεγάλα όνειρα και τις μεγάλες διαψεύσεις. Τα κρυμμένα, έως και ανεπίγνωστα, δάκρυα, τις βουβές κραυγές, την άρνηση από φόβο και την περιχαράκωση, ως μόνη πραγματική δυνατότητα ζωής. Χωρίς κανένα διδακτισμό. Με τρυφερότητα προς τον άνθρωπο, με συνείδηση του κλικ που αναποδογυρίζει ζωές, με την υποβολή και την αποσιώπηση που αποκορυφώνουν την ένταση, με το ποίημα του τέλους που θυμίζει Κατερίνα Γώγου, αγαπημένη των εφήβων, πραγματικών και αιώνιων, με γνώση της γλώσσας και της δύναμής της, με κοφτερή ματιά, που όμως δεν πληγώνει. Ένα πραγματικά εξαιρετικό ξεκίνημα.
Τ. Δημητρούλια, εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 29/10/11
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου