Μία λαϊκή εκδοχή για τον πολιτικό λόγο, συνέπεια της φθοράς των αξιών που αγγίζει τους πολιτικούς θεσμούς, τον παρουσιάζει σαν κενό περιεχομένου με στόχο την εξαπάτηση των πολιτών. Η λαϊκή αυτή εκδοχή δεν είναι πολύ μακριά από την επιστημονική ανάλυση, όχι όμως του πολιτικού λόγου γενικά, αλλά του πολιτικού λόγου που ασκεί εξουσία στη θέση εκείνου που έχει στόχο να πείσει.
Στην ελληνική κοινωνία, εξαιτίας της κρίσης των αξιών αλλά και του ρόλου των μέσων επικοινωνίας, έχει εντυπωσιακά μειωθεί η παραγωγή εκείνου του πολιτικού λόγου που ερμηνεύει, επιχειρηματολογεί και προτείνει, ενώ έχει εξίσου εντυπωσιακά αυξηθεί η πολιτική ρητορεία που ασκεί εξουσία με το λόγο.
Οι κοινωνικοί κανόνες παραγωγής του πολιτικού λόγου στηρίζονται στην παλιά δημοκρατική αρχή της εκπροσώπησης των πολιτών, πράγμα που σημαίνει διάλογο και συμμετοχή. Σημαίνει πληροφόρηση των εκπροσώπων για τα προβλήματα των κοινωνικών ομάδων, επεξεργασία των προτάσεων αντιμετώπισής τους, επαλήθευση της ορθότητας των επιλογών, συναίνεση στις αποφάσεις. Αυτός ο πολιτικός λόγος απευθύνεται στην κρίση και τη λογική των πολιτών, μεταδίδει πληροφορίες, αποκαλύπτει κοινωνικά προβλήματα, στηρίζεται σε επιχειρήματα και αποδείξεις.
Αντίθετα με αυτά, η συμμετοχή και ο διάλογος είναι σήμερα σχεδόν ανύπαρκτα στο πεδίο της πολιτικής. Μόνος στόχος του πολιτικού λόγου που κυριαρχεί στην κοινωνία φαίνεται να είναι η δικαίωση του ρήτορα. Ο πολιτικός λόγος πριν από όλα νομιμοποιεί το δικαίωμα του ομιλητή να κατέχει το βήμα και το λόχο. Δε μεταδίδει πληροφορίες και δεν επιχειρηματολογεί. Μεταδίδει ένα μήνυμα μονολιθικά «σωστό» που συνοδεύει μία ηθική καταδίκη της όποιας αμφιβολίας γι’ αυτό το «σωστό». Έτσι, η γνώμη του πολιτικού ρήτορα, αντί να εμφανίζεται ως γνώμη, που άρα χωράει επεξεργασία, ερωτηματικά και επαλήθευση, προτείνεται σαν δεσμευτικό απόφθεγμα, καθώς συνοδεύεται επιπλέον από την ηθική καταδίκη όποιου δεν συμφωνεί.
Αυτό σημαίνει ότι οι πολιτικοί ηγέτες έχουν εκ των προτέρων τη βεβαιότητα ότι «ξέρουν» για όλα τα ζητήματα ποιο είναι το «σωστό» με τρόπο τόσο αναμφισβήτητο που αποκλείει την όποια επεξεργασία του από τους άλλους. Η βεβαιότητα αυτή μετατρέπεται καθημερινά σε δικαίωμα ηθικής καταδίκης για κάθε ερωτηματικό ή αμφιβολία απέναντι στα «ρητά»των ηγετών. Αποκλείει, δηλαδή, την επαλήθευση με το διάλογο και τη συμμετοχή, αποκλείοντας σε τελευταία ανάλυση την κρίση και τη σκέψη.
Το ενδιαφέρον είναι ότι καθώς παύουν να λειτουργούν οι δημοκρατικοί κανόνες παραγωγής του πολιτικού λόγου, ο διάλογος καταργείται όχι μόνο μεταξύ πολιτικών και πολιτών αλλά και των πολιτι-κών ανάμεσά τους. Έτσι, σε όλα τα κόμματα, και ακόμα χειρότερα σε εκείνα που αυτοπροσδιορίζονται σαν δημοκρατικά και λαϊκά, αντί να λειτουργεί ο διάλογος και η αντιπαράθεση των ιδεών, εκπέμπονται διάφοροι παράλληλοι μονόλογοι, που όλοι σχεδόν είναι αυταρχικοί. Οι ρήτορες αντλούν τη δικαιοδοσία τους από αφηρημένες έννοιες (το «εθνικό συμφέρον», τη «δημοκρατία», «το συμφέρον του κινήματος», τη «θέληση του ελληνικού λαού») και παρουσιάζουν την άποψη ή πρόταση του καθενός σαν αφορισμό με μόνο στόχο της. Έτσι, ο κάθε πολιτικός ηγέτης παίζει το ρόλο του μάγου της φυλής που ταυτίζει τα λεγόμενα του με το καλό και καταδικάζει την κάθε αμφιβολία για όσα λέει σαν απόδειξη υπεράσπισης του κακού.
Ο ρόλος του μάγου της φυλής δυστυχώς δεν εξαντλείται στους τίτλους που η παρομοίωση ανακαλεί. Οι πολιτικοί εκπρόσωποι γενικά, με ελάχιστες εξαιρέσεις, «ξέρουν» εκ των προτέρων το «σωστό» για όλα τα προβλήματα και δίνουν στον εαυτό τους το δικαίωμα να επιβάλλει αυτό το «σωστό» με τη βία, πραγματική ή συμβολική.
Η απουσία πολιτικού διαλόγου έχει πολύ αρνητικές επιπτώσεις στην κοινωνία. Οι παράλληλοι αυταρχικοί μονόλογοι που εκπέμπονται (τόσο ανάμεσα στα κόμματα όσο και ανάμεσα στους εκπροσώπους του κάθε κόμματος) καταστρέφουν τελείως την ιδέα του αντιλόγου, άρα της αντιπαράθεσης πολιτικών επιλογών και ιδεών. Γιατί αντίλογος είναι η ανάλυση των πολιτικών και κοινωνικών αιτιών που κάνουν μια πολιτική άποψη να μη χωράει ερωτηματικό και όχι η μετάδοση μιας άλλης άποψης που επίσης δεν χωράει ερωτηματικό.
Η απουσία πολιτικού διαλόγου έχει πολύ αρνητικές επιπτώσεις, γιατί οι πολίτες αναγνωρίζουν τους παράλληλους μονολόγους, αντιλαμβάνονται την απουσία διαλόγου, άρα καταλαβαίνουν την απουσία πολιτικής. Αυτό οδηγεί σε συνεχή μείωση της εμπιστοσύνης στους πολιτικούς εκπροσώπους, πράγμα πολύ αρνητικό, γιατί μέσα στη φθορά των θεσμών φθείρεται και ο κοινοβουλευτισμός ο ίδιος, πράγμα πολύ επικίνδυνο.
Όλα τούτα οφείλονται σε μεγάλο βαθμό, όχι στις «λάθος» απόψεις του ενός ή του άλλου, αλλά στην έπαρση των ηγετών. Στο κάτω κάτω της γραφής μηχανισμοί εξουσίας και κοινωνικά προνόμια τούς έδωσαν τον τίτλο που επιτρέπει να μιλούν εξ ονόματος του ελληνικού λαού. Άρα, κανένας απολύτως ανάμεσά του δεν έχει το δικαίωμα να θεωρεί την όποια άποψη του αλήθεια αμετάκλητη, που δεν επιδέχεται κριτική επεξεργασία, κι αυτό να του επιτρέπει να δρα με μόνο στόχο την επιβολή της.
Τελικά ίσως στις σύγχρονες κοινωνίες των μέσων Μαζικής επικοινωνίας και του συνεχούς βομβαρδισμού των πολιτών με παράλληλους αυταρχικούς μονολόγους, στις κοινωνίες του ελέγχου της γνώμης των πολιτών από αυτά τα Μέσα και της ροπής των πολιτικών προς το ρόλο του «αστέρα» με τη σημασία που έδωσε στη λέξη το παλιό Χόλιγουντ, ίσως σε αυτές τις κοινωνίες δεν πρέπει να υπάρχουν ηγέτες χαρισματικοί, που χειρίζονται τον πολιτικό λόγο για να δικαιώσουν τον εαυτό τους και όχι να προτείνουν λύσεις, για να γοητεύσουν και όχι να πείσουν, αλλά αντίθετα ηγέτες δίχως χαρίσματα «αστέρα», κανονικοί άνθρωποι, με συνείδηση των ορίων της ικανότητάς τους, χωρίς τη βεβαιότητα ότι τα εντέλλονται από την ίδια τη Δημοκρατία, που άρα ζητάνε και μετράνε τη γνώμη των άλλων.
Άννα Φραγκουδάκη, εφημ. ΤΑ ΝΕΑ
Θέματα:Α. Να πληροφορήσετε τους συμμαθητές σας για το περιεχόμενο του άρθρου, σε ένα δικό σας κείμενο 100-110 λέξεων.
Β1. Να μελετήσετε το κείμενο και κατόπιν να απαντήσετε στα ακόλουθα ερωτήματα: α. Ποια λογική (νοηματική) σχέση συνδέει την 3η με την 4η παράγραφο; β. Με ποιον τρόπο αναπτύσσεται η 8η παράγραφος του κειμένου; γ. Με ποιον τρόπο επιτυγχάνεται η σύνδεση της 6ης με την 7η παράγραφο;
Β2. Συμπληρώστε τον παρακάτω πίνακα:
ΡΗΜΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ανακαλεί
επιβάλλει
αφορισμός
έπαρση
Β3. Να επισημάνετε τον τρόπο σύνδεσης (παράταξη / υπόταξη / ασύνδετο) των παρακάτω προτάσεων:
α. «Στην ελληνική κοινωνία … και προτείνει, ενώ έχει εξίσου εντυπωσιακά αυξηθεί…
β. Αυτός ο πολιτικός λόγος απευθύνεται στην κρίση και τη λογική των πολιτών, μεταδίδει πληροφορίες, αποκαλύπτει κοινωνικά προβλήματα, στηρίζεται σε επιχειρήματα και αποδείξεις.
Β4. Να μελετήσετε το κείμενο και κατόπιν:α. Να μετασχηματίσετε το υπογραμμισμένο προθετικό σύνολο σε ισοδύναμες δευτερεύουσες προτάσεις (ρηματικές φράσεις): «Στην ελληνική κοινωνία εξαιτίας της κρίσης των αξιών αλλά και του ρόλου των Μέσων Επικοινωνίας…».
β. Να μετασχηματίσετε τη δευτερεύουσα πρόταση σε ισοδύναμη ονοματική φράση: «Το ενδιαφέ-ρον είναι ότι ο διάλογος καταργείται όχι μόνο μεταξύ πολιτικών και πολιτών…»
Β5. Ποιες από τις παρακάτω προτάσεις είναι σωστές μορφοσυντακτικά και ποιες εσφαλμένες. Όσες είναι εσφαλμένες, να τις αποκαταστήσετε και να τις ξαναγράψετε:
α. Ορισμένοι πολιτικοί εξασκούν εξουσία με το λόγο.
β. Εξασκώ το εκλογικό μου δικαίωμα.
γ. Τα παιδιά εξασκούνται στις εξισώσεις.
Γ. Παίρνετε μέρος σε μια δημόσια συζήτηση για την κατάπτωση του πολιτικού (δια)λόγου. Στην ομιλία σας, αφού προσδιορίσετε τις περιπτώσεις (αιτίες) αποτυχίας του, να επισημάνετε τις προϋποθέσεις εποικοδομητικής διεξαγωγής του.
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Α. Αντικείμενο του άρθρου αποτελεί ο λόγος της εξουσίας. Αρχικά, η συγγραφέας αντιπαραθέτει στον αποδεικτικό πολιτικό λόγο το λόγο που ασκεί εξουσία, που νομιμοποιεί τα «θέσφατα» του «παντογνώστη» πομπού, επιβάλλοντας σιωπή στο δέκτη. Υποστηρίζει πως η κατίσχυση αυτής της πολιτικής ρητορείας οφείλεται στην απουσία διαλόγου και δημοκρατικής συμμετοχής των πολιτών, με συνέπεια ο διάλογος να αντικαθίσταται από το μονόλογο και οι πολιτικοί να αυτοδικαιώνονται με τη χρήση εννοιών-αξιών, άτρωτων σε κάθε αμφισβήτηση. Το αποτέλεσμα είναι να καταργείται ο αντίλογος και οι πολίτες σταδιακά να χάνουν την εμπιστοσύνη τους στους πολιτικούς. Καταληκτικά, θεωρεί πως οι πολιτικοί πρέπει να λειτουργούν χωρίς αλαζονεία αλλά με μετριοπάθεια και γνώση των ορίων τους. (108 λέξεις)
Β1.
α. αντίθεση
β. αίτιο - αποτέλεσμα
γ. με την επανάληψη της φράσης «ο ρόλος του μάγου της φυλής»
Β2.
ΡΗΜΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ανακαλεί ανάκληση
επιβάλλει επιβολή
αφορίζω αφορισμός
επαίρομαι έπαρση
Β3.
α. υπόταξη (αντιθετική)
β. ασύνδετο
Β4.
α. Στην ελληνική κοινωνία, επειδή οι αξίες διέρχονται κρίση και τα ΜΜΕ διαδραματίζουν αυτό το ρόλο…
β. Το ενδιαφέρον είναι η κατάργηση του διαλόγου όχι μόνο μεταξύ πολιτικών και πολιτών…
Β5.
α. Λ – ασκούν εξουσία
β. Λ – ασκώ το εκλογικό μου δικαίωμα
γ. Σ
Γ. Ενδεικτικές απαντήσεις:
Α’ ζητούμενο:
Η στρατηγική της πειθούς αντικαθίσταται από το λόγο του συνθήματος, ο οποίος εκμεταλλεύεται τα συναισθήματα του πολίτη: φόβους, αγανάκτηση, φανατισμό, συμπάθεια, ενθουσιασμό.
Η πλήρως καταξιωτική ρητορική στον πολιτικό λόγο του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος και η εντελώς απαξιωτική στο λόγο της αντιπολίτευσης. Τα πάντα έχουν καλώς στον κυβερνητικό πολιτικό λόγο, τα πάντα βαίνουν κατά κρημνών στον πολιτικό λόγο της αντιπολίτευσης. Αυτή η σύγκρουση κλονίζει τελικά την αξιοπιστία του πολιτικού λόγου στη συνείδηση των κριτικά σκεπτόμενων πολιτών, ικανοποιεί δε μόνο την ψυχολογία των πολιτών-οπαδών, οι οποίοι αρέσκονται και στο τέλος εθίζονται να ακούν ό,τι συμφωνεί με τις πολιτικές επιλογές τους.
Τα θέματα του δημόσιου διαλόγου πολλές φορές είναι όχι μόνο χαμηλού επιπέδου και αποπροσανατολιστικά, αλλά κυριαρχούν σ’ αυτόν ο δογματισμός, η εριστικότητα, η τάση για υπερίσχυση ατομικών απόψεων. Δε γίνεται εξέταση ενός προβλήματος για ανακάλυψη όψεων που παρουσιάζει ή για μια πολύπλευρη διαφώτισή του. Είναι φανερό ότι μερικοί παίρνουν μέρος σε συζητήσεις, για να ανακοινώσουν τις πεποιθήσεις τους και όχι για να ανταλλάξουν ιδέες ή για να εξετάσουν από την αρχή ένα θέμα. Η τάση για αυτοδικαίωση είναι αισθητή.
Επίσης, αυτό που μειώνει τη σημασία του πολιτικού (δια)λόγου είναι ένας φαύλος κύκλος: οι πολιτικοί μάς λένε ό,τι θέλουμε να ακούσουμε, γιατί οι ίδιοι οι πολίτες τους αναγκάζουμε να λένε ό,τι θέλουμε να ακούσουμε. Οι πολιτικοί δεν τολμούν να πουν ενοχλητικές αλήθειες, έστω κι αν είναι το σωστό.
Η τηλεόραση έχει αλλάξει ριζικά το δημόσιο διάλογο με την τεράστια έμφαση που δίνει στην εικόνα, στην οικονομία της εικόνας και στο ψυχαγωγικό κομμάτι της επικοινωνίας. Η τηλεόραση μεταδίδει εικόνες και πληροφορίες χωρίς κανένα πλαίσιο αναφοράς και χωρίς καμία απολύτως λογική συνέχεια. Η φράση «και τώρα ας αλλάξουμε θέμα» είναι η πιο πειστική απόδειξη ότι οι πληροφορίες που μεταδίδει η τηλεόραση είναι εντελώς στερημένες ιδιαίτερου νοήματος για τον τηλεθεατή ο οποίος τις αντιμετωπίζει σαν ένα αστείο θέαμα χωρίς σημασία.
Για να λειτουργήσει ο πολιτικός διάλογος, απαιτείται ποιότητα στη γλωσσική επικοινωνία, την οποία δυστυχώς φθείρει η τηλεόραση, καθιστώντας την υποδεέστερη στη συνήθεια της έκφρασης, με καταστρεπτικά αποτελέσματα για τις νεότερες γενιές. Παράλληλα, η λεγόμενη «ξύλινη» γλώσσα, ο άκαμπτος, ξηρός, αποστεωμένος και αντικριτικός λόγος πολλών δημόσιων προσώπων-μελών ενός κόμματος, δεν επιτρέπει τη γόνιμη ανταλλαγή απόψεων, αλλά μετατρέπει τη συζήτηση σε ανταλλαγή διαξιφισμών, που δεν κατα-λήγουν πουθενά παρά μόνο στην πιθανή άνοδο των ποσοστών τηλεθέασης.
Β’ ζητούμενο:
- Ο πολιτικός (διά)λογος της πειθούς έχει ως βάση του την επιχειρηματολογία: λογισμοί και συλλογισμοί, σκέψεις, κρίσεις και επικρίσεις, που τίθενται, συζητούνται, αιτιολογούνται και αποδεικνύονται βάσει των όρων της λογικής και των συνθηκών της πραγματικότητας ως αληθείς ή ψευδείς. Αλλιώς, οι λόγοι εκπίπτουν σε λόγια ή ευτελίζονται σε «έπεα πτερόεντα».
- Σε έναν αληθινό δημόσιο διάλογο πρέπει να είμαστε μετριοπαθείς, ανοιχτοί και έτοιμοι να δεχτούμε τις αντιρρήσεις των άλλων, τις ορθές παρατηρήσεις τους, να μην είμαστε άκαμπτοι και χωρίς χιούμορ. Η υπερένταση και η υπερύψωση της φωνής δεν προσφέρουν απολύτως τίποτε σε θέματα στα οποία τον πρώτο λόγο έχει η λογική διερεύνηση, η ήρεμη και νηφάλια συζήτηση. Να ξέρουμε ότι μόνο με κριτική διάθεση, χωρίς δογματικό πνεύμα, εριστικότητα ή φανατισμό, μπορούμε να πείσουμε τους συζητητές μας.
- Από αισθητική άποψη, οι προτάσεις πρέπει να διατυπώνονται καθαρά, ο λόγος να είναι σωστά αρθρωμένος και σαφής, ώστε να τον παρακολουθούν άνετα και με ενδιαφέρον οι ακροατές. Οι πολλές χειρονομίες, η γρήγορη εκφορά του λόγου, το πάθος και η συναισθηματική ένταση κάνουν το διάλογο αποκρουστικό. Αυτή η συζήτηση αξιώσεων, με τη σειρά της, προϋποθέτει προετοιμασία τού υπό εξέταση θέματος και όχι προχειρολογία, λόγο χωρίς ειρμό και ακατάσχετη φλυαρία γύρω από το ίδιο ζήτημα.
- Χρέος των δημοσιογράφων, που διευθύνουν δημόσιες συζητήσεις, αποτελεί η άσκηση του λειτουργήματός τους με γνώση και θάρρος, ώστε με τις ερωτήσεις που θέτουν να παράγεται ένας πολιτικός (διά)λογος ο οποίος δείχνει προβληματισμό, μπαίνει στην ουσία των πραγμάτων, εκφράζει με παρρησία αλήθειες συχνά ενοχλητικές, χρησιμοποιεί ή αντικρούει επιχειρήματα, χρησιμοποιεί δηλ. αποδεικτικό λόγο, διατυπώνει ή απαιτεί προτάσεις, επιμένει σε θέματα αρχών, με λίγα λόγια, ένας πολιτικός λόγος ποιότητας.
- Από την πλευρά του ο πολίτης-δέκτης του πολιτικού λόγου και συμμετέχων στον πολιτικό διάλογο, όσο πιο συνειδητοποιημένος, ενημερωμένος και πολιτικά ώριμος είναι, τόσο δυσχερέστερο να παρασυρθεί από ρητορικές εξάρσεις και λεκτικούς πομφόλυγες (φούσκες) και τόσο μεγαλύτερες είναι οι απαιτήσεις του στον πολιτικό λόγο. Απαιτεί να πληροφορηθεί και να κρίνει τον πολιτικό σχεδιασμό του ομιλητή και τους τρόπους με τους οποίους θα τον πραγματοποιήσει. Ένας τέτοιος πολίτης δεν αρκείται σε ιδεολογικές αοριστολογίες και πολιτικές κατασκευές, σε στείρες αντιπαραθέσεις και ακαθόριστα θεωρητικά πλαίσια. Δεν τον συγκινεί το «όραμα», αλλά το πρόγραμμα. Δε ξεγελιέται από κραυγαλέες λεκτικές παροχές και υποσχέσεις. Οι λογομαχίες τον αφήνουν αδιάφορο. (Γ. Μπαμπινιώτης, Η Γλώσσα ως αξία, τ. 1, Αθήνα 1994).
- Τελικά, η ανύψωση του πολιτικού (δημόσιου) διαλόγου συμβαδίζει με την ανύψωση της παιδείας και του ήθους. Η παιδεία εξασφαλίζει τον πλούτο της σκέψης και οξύνει την κρίση. Το ήθος εξάλλου αποτελεί εγγύηση για την τήρηση των δημοκρατικών κανόνων σε μια συζήτηση, για το σεβασμό του συνομιλητή και των απόψεών του, για τη διεξαγωγή ενός πολιτισμένου διαλόγου. Το ενθαρρυντικό είναι ότι τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι πολίτες αυξάνουν τις απαιτήσεις τους από τους πολιτικούς, ξεπερνούν τη συνθηματολογία, την υποσχεσιολογία και τον κενού περιεχομένου πολιτικό λόγο και ζητούν να μάθουν χωρίς περιστροφές το πρέπει και τι μπορεί να γίνει για τον τόπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου