Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κριτικά σημειώματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κριτικά σημειώματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2022

Τα διαυγή νερά του διηγήματος

 
Η Χρύσα Φάντη, στην τρίτη πεζογραφική της προσπάθεια ("Σε θολά νερά", εκδ. Σμίλη) τελειοποιεί τα εκφραστικά της μέσα (γλώσσα πυκνή, ρέουσα, ασθματική, με ιδιαίτερη χρήση του χιούμορ) και χειρίζεται με συνέπεια τις αφηγηματικές τεχνικές της, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερο ύφος, χάρη στο οποίο ανανεώνει το είδος του διηγήματος, με τη ροή της συνείδησης να συγκροτεί μια ψυχοαφήγηση η οποία καλεί σε διαρκή εγρήγορση τον αναγνώστη, για να τον βυθίσει στα βάθη της ψυχής και του μυαλού των χαρακτήρων της. Το σοφίλιασμα του ιδιότυπου ρεαλισμού με το ονειρικό στοιχείο επιτρέπει τη διαρκή μετατόπιση από τον συνταγματικό άξονα (παραβιάζει την παραδοσιακή φόρμα με τη γραμμική και αιτιακή αλληλουχία) στον παραδειγματικό άξονα μιας ρευστής και θολής σημασιοδότησης που προσιδιάζει περισσότερο στο ποιητικό γεγονός, από τη στιγμή που για τη Φάντη το μείζον δεν είναι «τι αφηγείται» αλλά το «πώς αφηγείται».  

Πιο συγκεκριμένα, την αφηγηματική  της ποιητική χαρακτηρίζουν: 

 1. Οι πειραματισμοί στη μικρή φόρμα του διηγήματος: Η συγγραφέας παραβιάζει την παραδοσιακή φόρμα με τη γραμμική και αιτιακή αλληλουχία, προκειμένου να καθρεφτίσει τη διαλυμένη και αντιφατική κοινωνία του 21ου αιώνα.

 2. Η ικανότητά της να συναρμόζει τα θραύσματα: Η αλλαγή ύφους και φωνής σε ελάχιστο χώρο είναι τόσο καλά σχεδιασμένη και εκτελεσμένη ώστε να μοιάζει σχεδόν τυχαία και απροσχεδίαστη.

 3. Το ιδιότυπα ρεαλιστικό περιβάλλον στο οποίο διαδραματίζονται οι ιστορίες: Σε πολλά από τα διηγήματα, ο χρόνος και ο τόπος δεν κατονομάζονται, αλλά ακόμη κι όταν αυτό συμβαίνει και πάλι παραμένουν σκοπίμως απροσδιόριστα.

 4. Η ποιητική και φροντισμένη γλώσσα: Ο μακροπερίοδος λόγος με την προφορικότητα που διαθέτει ο εσωτερικός μονόλογος, η  πολυφωνία, η αφαιρετική πυκνότητα, όλα αυτά δημιουργούν την απαραίτητη απόσταση που απαλλάσσει την αφήγηση από την εύκολη συναισθηματική χειραγώγηση.

 5. Το σκηνικό: Το απρόσωπο, θολό σκηνικό είναι το πλέον κατάλληλο για να τοποθετήσει η συγγραφέας κάθε ανταριασμένο της ήρωα.

 6. Οι χαρακτήρες: «Οι περισσότεροι πρωταγωνιστές μου, και στο Δόντι του Λύκου και στα Θολά Νερά, προσπαθούν να απεγκλωβιστούν από τις καθημερινές τους συνήθειες και το ερωτικό και οικογενειακό παρελθόν τους, κατευθυνόμενοι προς τόπους άγνωστους ή επιστρέφοντας στη γη που γεννήθηκαν. Αλλά αυτή η γη, στο παρελθόν οικεία και προσφιλής, είναι συνήθως μια γη που πλέον δεν τους ανήκει. Κάποιοι πάλι, ανασύροντας παλιές ενοχές και φοβίες, προσπαθούν να βρουν ανακούφιση σε φανταστικά πρόσωπα, πιθανή αντανάκλαση των ονείρων τους. Λίγοι βρίσκουν ένα όραμα που να τους καλύψει τα κενά, μια ιδέα που δεν θα γυρίζει σε ιδεοληψία ή δεν θα καταλήγει σε φιάσκο.» (από συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα). Δεν είναι τυχαίο το μότο του Γουίλιαμ Φώκνερ που επιλέγει: «Επειδή καμία μάχη δεν κερδήθηκε ποτέ, είπε. Ούτε και δόθηκε. Το πεδίο της μάχης αποκαλύπτει στον άνθρωπο μόνο τη δική του αφροσύνη και τον απελπισμό του». Οι περισσότεροι από τους κύριους χαρακτήρες και  στα «Θολά νερά» - περιθωριακοί και τελματωμένοι- γνωρίζουν καλά  ότι περιφέρονται μέσα σε  αχαρτογράφητα νερά, χωρίς να τρέφουν αυταπάτες. Είναι χαρακτηριστικός ο ήρωας στο διήγημα «Ανήδονα», ο οποίος, απομονωμένος και κλεισμένος στον εαυτό του, απέκτησε τη συνήθεια να επινοεί φίλους και κόσμους φανταστικούς. «Τα ταξίδια με τους επινοημένους φίλους και οι εικόνες που μου αποκάλυπταν, ανεξήγητες και ανεξερεύνητες ως προς την πηγή τους, μ’ έθρεψαν και μ’ εξύψωσαν, ακατάπαυστα, επικαλύπτοντας ή μία την άλλη, όπως σε μια παθιασμένη συζήτηση η ατάκα μιας νέας πρότασης διακόπτει τη ροή της προηγούμενης, πριν η τελευταία προλάβει ν’ ακουστεί. Όλο αυτό, που θύμιζε περισσότερο ονειρική καταβύθιση με τα μάτια ανοιχτά, δεν θα το βίωνα αν στη ζωή μου δεν είχαν υπάρξει αυτοί.»

7. Η άμεση απεύθυνση στον αναγνώστη:  η συγγραφέας καθιστά τον αναγνώστη ταυτόχρονα και συνδιαμορφωτή στα τεκταινόμενα, σε ένα υλικό ωστόσο το οποίο η ίδια έχει τον απόλυτο έλεγχο. Έτσι, προσποιείται ότι τα στοιχεία που εισάγει στις ιστορίες της είναι όσα κινητοποιούν τον αναγνώστη: «ναι, γράψε για όλα αυτά που πάντα θα διασκεδάζουνε τραγικότητες και θ’ αποθεώνουνε το γκροτέσκο και το μπουρλέσκο (οι αναγνώστες σου πολύ τα γουστάρουνε κάτι τέτοια)». Μ’ ακούς, μαμά; Σε ρωτάω, αλλά εσύ μοιάζεις προσηλωμένη σε κάτι που δεν ξέρω πώς να το ονομάσω, [§] νοσταλγική καταβύθιση; [§] άνοστη κολεγιά με το χθες; [§] προσηλωμένη και παραδομένη ποιος ξέρει σε ποιους σκοτεινούς συνειρμούς και καταστάσεις και γεγονότα, που ποτέ δεν θέλησες να παραδεχτείς, πόσο μάλλον να μου εξομολογηθείς, όπως ας πούμε τα πάθη σου από τον αργό θάνατο ενός τυραννικού συγγενή ή το ότι παρέμεινες χρόνια με κάποιον που δεν συμπόνεσες και στη συνέχεια πόνεσες τόσο βαθιά, που μυστικά ευχήθηκες να τον δεις πεθαμένο, […]».

8. Οι πλούσιες διακειμενικές αναφορές: Οι πραγματεύσεις της Φάντη εμπεριέχουν και μια διάσταση απόδοσης τιμής στους πεζογραφικούς "προγόνους", οι οποίοι εμπνέουν τη συγγραφέα. Η «Α.Σ.Α.», δηλαδή η Ανεξέλεγκτη Σωματική Ανάπτυξη, που μεταδίδεται σαν ίωση στον πληθυσμό και καταλήγει σχεδόν πανδημία, περιέχει στοιχεία παράδοξα, που μοιάζουν να επιδιώκουν την ανασύνθεση του καφκικού κλίματος: ενός ανοίκειου, αλλοπρόσαλλου κι εχθρικού κόσμου.

9. Η αυτοαναφορικότητα («η τέχνη της αφήγησης, η μόνη μου έγνοια»): Στον πυρήνα του έργου της βρίσκεται η ίδια η διαδικασία της γραφής, η οποία, τρόπον τινά, έχει μεγαλύτερη σημασία από την ιστορία που κάθε φορά επιλέγει να αφηγηθεί. Η συγγραφέας δεν θέτει ερωτήματα ούτε γυρεύει απαντήσεις, προφανώς γιατί πιστεύει ακράδαντα πως απάντηση είναι η ίδια η γραφή.

Μια συλλογή που θα γράψει τη δική της ιστορία στα λογοτεχνικά πράγματα όχι τόσο για την πλοκή όσο για την αναβάθμιση του ρόλου του αναγνώστη. Από γραφή σε γραφή η Φάντη βελτιώνει την τεχνική της σκευή, αποδεικνύοντας πως στον χώρο της μικρής φόρμας προσφέρει μια, θα τολμούσα να πω, ανανέωση της μορφής πειραματιζόμενη σε νέους τρόπους με τολμηρές αναμείξεις, αποφεύγοντας τη μανιέρα και την επανάληψη, που συχνά φέρνουν εμπορική επιτυχία στον συγγραφέα και στον εκδοτικό οίκο, αλλά δεν κομίζουν τίποτε σημαντικό στην τέχνη του λόγου.

 

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2022

Κώστας Μπαρμπάτσης, Λυκοχαβιά (αναγνωστικές εντυπώσεις)

Κώστας Μπαρμπάτσης,
Λυκοχαβιά
Διηγήματα
Κέδρος, 2022

 Χρήστος Μπράβος




Πρώτο βιβλίο για τον Κώστα Μπαρμπάτση. Έξι μεγάλα σε έκταση διηγήματα, σχεδόν ισοδύναμα μεταξύ τους (με εξαίρεση το πρωτοπρόσωπο «Ας λάμπει ο ήλιος» που υπολείπεται κάπως των άλλων), στα οποία η ιστορία εισβάλλει στη μυθοπλασία και αντίστροφα. Από αυτή τη διαπίδυση λογοτεχνίας και ιστορίας κερδισμένος βγαίνει ο αναγνώστης που απολαμβάνει πραγματικά αυθεντική λογοτεχνία, παρά τις αδυναμίες του πρωτόλειου.

 Ηρωικό στοιχείο δεν υφίσταται πουθενά, αν και το συγκείμενο ευνοεί κάτι τέτοιο. Ούτε ήρωες συναντάμε· μόνο αντι-ήρωες όλων των ηλικιών προερχόμενους από τις παλαιότερες δοκιμασίες του τόπου (Αλβανία, Κατοχή, Εμφύλιος, μετανάστευση, δικτατορία). Με έμφαση στο δραματικό και το ανθρώπινο στοιχείο. Άνθρωποι ιδεατοί δεν υπάρχουν παρά μόνο πραγματικοί. Από αυτούς που ζουν υποφωτισμένοι, στη σκιά των μεγάλων γεγονότων. Ωστόσο, η καλειδοσκοπική ματιά του συγγραφέα είναι αρκετή για να φωτίσει το δράμα και των μεγάλων γεγονότων. Με άλλα λόγια, οι μικροϊστορίες γίνονται το κάτοπτρο αλλά και ο μεγεθυντικός φακός που επιτρέπει την εξερεύνηση της αθέατης και σκοτεινής πραγματικότητας. Προσοχή, όχι την τυπική, φωτογραφική αναπαράστασή της, όσο κι αν η ρεαλιστική τεχνική συνεπικουρούμενη από την εκτεταμένη χρήση των ιδιωματισμών ευνοεί κάτι τέτοιο.

 Λιτός στην αφήγησή του ο συγγραφέας. Με αίσθηση του μέτρου, αποφεύγει το περιττό, χωρίς λεκτικούς ακκισμούς, γεγονός που κάνει τον τόνο συγκρατημένο παρά το δραματικό στοιχείο του θανάτου που κυκλώνει διαρκώς τα πρόσωπα. Συγκινεί, αλλά δεν εκβιάζει τη συγκίνηση του αναγνώστη με μελοδραματισμούς. ("Κι όπως γύρισε πλάτη να το τυλίξει [το δαχτυλίδι], πλησίασε αργά από πίσω ο Λευτέρης. Πλησίασε και βάζοντάς του την κάννη στον σβέρκο, πάτησε τη σκανδάλη και τον άφησε εκεί. Στον τόπο του", σ. 128).

Το μεγάλο προτέρημα του βιβλίου είναι το πλάσιμο των χαρακτήρων με υλικά παραδοσιακά και σύγχρονα. Ο Λώλος, ο Λευτέρης, ο μετανάστης-βοσκός, η Σεβαστή, ο Τσίλιας είναι μεν μυθοπλαστικές κατασκευές αλλά με τέτοιο εκτόπισμα που "ζουν" και έξω από τις γραμμές του βιβλίου. Αποτελούν, σύμφωνα με την έκφραση του Seymour Chatman, αυτόνομα και ανοιχτά όντα, ικανά να μας "στοιχειώνουν" ακόμη και μετά το πέρας της ανάγνωσης.

 Ο πρωτοεμφανιζόμενος Κώστας Μπαρμπάτσης, εκτός από τις προφορικές αφηγήσεις του τόπου καταγωγής του, κουβαλά μεγάλο φορτίο αναγνώσεων, κυρίως από την ηθογραφική μας παράδοση όσο και από τη μεταπολεμική και σύγχρονη πεζογραφία μας. Θαρρώ πως δικαίως ανέβηκε στο πρώτο σκαλί της πόλεως των ιδεών. Το δεύτερο βήμα σίγουρα θα απαιτήσει μεγαλύτερο έλεγχο των αφηγηματικών τεχνικών (περιορισμό των εκτεταμένων αναδρομικών αφηγήσεων και καλύτερη διαπλοκή των χρόνων) αλλά και οργανικότερη αφομοίωση των επιρροών του -βλέπε «Θεοτόκης»-, ώστε να μην είμαι εμφανείς αλλά υποδόριες.  

 Προσωπικά, αποφεύγω τους βαρύγδουπους χαρακτηρισμούς του τύπου «ο διάδοχος, ο συνεχιστής…». Μήτε αρέσκομαι να βρίσκω συγγένειες εκλεκτικές. Ελπίζω κι ο ίδιος να μην πέσει σε αυτή την παγίδα και να διεκδικήσει τη δική του, αυτόνομη, παρουσία στον χώρο της πεζογραφίας. Ούτε φυλακτά λυκοχαβιάς τού χρειάζονται. Έχει τη στόφα του γοητευτικού «παραμυθά». Πιστέψτε με. 

 Στην ανάγνωση μάς κράτησε συντροφιά ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Πώς αλλιώς;