Πιο συγκεκριμένα, την αφηγηματική της ποιητική χαρακτηρίζουν:
1. Οι πειραματισμοί στη μικρή φόρμα του διηγήματος: Η συγγραφέας παραβιάζει την παραδοσιακή φόρμα με τη γραμμική και αιτιακή αλληλουχία, προκειμένου να καθρεφτίσει τη διαλυμένη και αντιφατική κοινωνία του 21ου αιώνα.
2. Η ικανότητά της να συναρμόζει τα θραύσματα: Η αλλαγή ύφους και φωνής σε ελάχιστο χώρο είναι τόσο καλά σχεδιασμένη και εκτελεσμένη ώστε να μοιάζει σχεδόν τυχαία και απροσχεδίαστη.
3. Το ιδιότυπα ρεαλιστικό περιβάλλον στο οποίο διαδραματίζονται οι ιστορίες: Σε πολλά από τα διηγήματα, ο χρόνος και ο τόπος δεν κατονομάζονται, αλλά ακόμη κι όταν αυτό συμβαίνει και πάλι παραμένουν σκοπίμως απροσδιόριστα.
4. Η ποιητική και φροντισμένη γλώσσα: Ο μακροπερίοδος λόγος με την προφορικότητα που διαθέτει ο εσωτερικός μονόλογος, η πολυφωνία, η αφαιρετική πυκνότητα, όλα αυτά δημιουργούν την απαραίτητη απόσταση που απαλλάσσει την αφήγηση από την εύκολη συναισθηματική χειραγώγηση.
5. Το σκηνικό: Το απρόσωπο, θολό σκηνικό είναι το πλέον κατάλληλο για να τοποθετήσει η συγγραφέας κάθε ανταριασμένο της ήρωα.
6. Οι χαρακτήρες: «Οι περισσότεροι πρωταγωνιστές μου, και στο Δόντι του Λύκου και στα Θολά Νερά, προσπαθούν να απεγκλωβιστούν από τις καθημερινές τους συνήθειες και το ερωτικό και οικογενειακό παρελθόν τους, κατευθυνόμενοι προς τόπους άγνωστους ή επιστρέφοντας στη γη που γεννήθηκαν. Αλλά αυτή η γη, στο παρελθόν οικεία και προσφιλής, είναι συνήθως μια γη που πλέον δεν τους ανήκει. Κάποιοι πάλι, ανασύροντας παλιές ενοχές και φοβίες, προσπαθούν να βρουν ανακούφιση σε φανταστικά πρόσωπα, πιθανή αντανάκλαση των ονείρων τους. Λίγοι βρίσκουν ένα όραμα που να τους καλύψει τα κενά, μια ιδέα που δεν θα γυρίζει σε ιδεοληψία ή δεν θα καταλήγει σε φιάσκο.» (από συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα). Δεν είναι τυχαίο το μότο του Γουίλιαμ Φώκνερ που επιλέγει: «Επειδή καμία μάχη δεν κερδήθηκε ποτέ, είπε. Ούτε και δόθηκε. Το πεδίο της μάχης αποκαλύπτει στον άνθρωπο μόνο τη δική του αφροσύνη και τον απελπισμό του». Οι περισσότεροι από τους κύριους χαρακτήρες και στα «Θολά νερά» - περιθωριακοί και τελματωμένοι- γνωρίζουν καλά ότι περιφέρονται μέσα σε αχαρτογράφητα νερά, χωρίς να τρέφουν αυταπάτες. Είναι χαρακτηριστικός ο ήρωας στο διήγημα «Ανήδονα», ο οποίος, απομονωμένος και κλεισμένος στον εαυτό του, απέκτησε τη συνήθεια να επινοεί φίλους και κόσμους φανταστικούς. «Τα ταξίδια με τους επινοημένους φίλους και οι εικόνες που μου αποκάλυπταν, ανεξήγητες και ανεξερεύνητες ως προς την πηγή τους, μ’ έθρεψαν και μ’ εξύψωσαν, ακατάπαυστα, επικαλύπτοντας ή μία την άλλη, όπως σε μια παθιασμένη συζήτηση η ατάκα μιας νέας πρότασης διακόπτει τη ροή της προηγούμενης, πριν η τελευταία προλάβει ν’ ακουστεί. Όλο αυτό, που θύμιζε περισσότερο ονειρική καταβύθιση με τα μάτια ανοιχτά, δεν θα το βίωνα αν στη ζωή μου δεν είχαν υπάρξει αυτοί.»
7. Η άμεση απεύθυνση στον αναγνώστη: η συγγραφέας καθιστά τον αναγνώστη ταυτόχρονα και συνδιαμορφωτή στα τεκταινόμενα, σε ένα υλικό ωστόσο το οποίο η ίδια έχει τον απόλυτο έλεγχο. Έτσι, προσποιείται ότι τα στοιχεία που εισάγει στις ιστορίες της είναι όσα κινητοποιούν τον αναγνώστη: «ναι, γράψε για όλα αυτά που πάντα θα διασκεδάζουνε τραγικότητες και θ’ αποθεώνουνε το γκροτέσκο και το μπουρλέσκο (οι αναγνώστες σου πολύ τα γουστάρουνε κάτι τέτοια)». Μ’ ακούς, μαμά; Σε ρωτάω, αλλά εσύ μοιάζεις προσηλωμένη σε κάτι που δεν ξέρω πώς να το ονομάσω, [§] νοσταλγική καταβύθιση; [§] άνοστη κολεγιά με το χθες; [§] προσηλωμένη και παραδομένη ποιος ξέρει σε ποιους σκοτεινούς συνειρμούς και καταστάσεις και γεγονότα, που ποτέ δεν θέλησες να παραδεχτείς, πόσο μάλλον να μου εξομολογηθείς, όπως ας πούμε τα πάθη σου από τον αργό θάνατο ενός τυραννικού συγγενή ή το ότι παρέμεινες χρόνια με κάποιον που δεν συμπόνεσες και στη συνέχεια πόνεσες τόσο βαθιά, που μυστικά ευχήθηκες να τον δεις πεθαμένο, […]».
8. Οι πλούσιες διακειμενικές αναφορές: Οι πραγματεύσεις της Φάντη εμπεριέχουν και μια διάσταση απόδοσης τιμής στους πεζογραφικούς "προγόνους", οι οποίοι εμπνέουν τη συγγραφέα. Η «Α.Σ.Α.», δηλαδή η Ανεξέλεγκτη Σωματική Ανάπτυξη, που μεταδίδεται σαν ίωση στον πληθυσμό και καταλήγει σχεδόν πανδημία, περιέχει στοιχεία παράδοξα, που μοιάζουν να επιδιώκουν την ανασύνθεση του καφκικού κλίματος: ενός ανοίκειου, αλλοπρόσαλλου κι εχθρικού κόσμου.
Μια συλλογή που θα γράψει τη δική της ιστορία στα λογοτεχνικά πράγματα όχι τόσο για την πλοκή όσο για την αναβάθμιση του ρόλου του αναγνώστη. Από γραφή σε γραφή η Φάντη βελτιώνει την τεχνική της σκευή, αποδεικνύοντας πως στον χώρο της μικρής φόρμας προσφέρει μια, θα τολμούσα να πω, ανανέωση της μορφής πειραματιζόμενη σε νέους τρόπους με τολμηρές αναμείξεις, αποφεύγοντας τη μανιέρα και την επανάληψη, που συχνά φέρνουν εμπορική επιτυχία στον συγγραφέα και στον εκδοτικό οίκο, αλλά δεν κομίζουν τίποτε σημαντικό στην τέχνη του λόγου.