(από τις "δημόσιες ιστορίες")
ο κύριος
θεοχάρης βγάζει από την τσέπη του τον zippo και ανάβει με ανακούφιση ένα τσιγάρο, έξω απ’ το
κοιμητήριο, το μόνο μέρος στο οποίο σώθηκαν λίγα δέντρα μετά το ολοκαύτωμα του
καλοκαιριού. Τέλη Σεπτέμβρη κι η μέρα έχει μικρύνει αισθητά. Σε λίγο νυχτώνει. Ένα
αεράκι δροσίζει ανεπαίσθητα το ιδρωμένο του μέτωπο. Για μια στιγμή
κοντοστέκεται και εποπτεύει τον χώρο με τα σκελετωμένα δέντρα. Μαυρίλα. Αποκαΐδια
μυρίζουν. Μπαίνει στο μαύρο του αυτοκίνητο. Ο υπόκωφος ήχος απ’ την εξάτμιση
της παλιάς Μερσεντές θρυμματίζει αδιάκριτα τη νεκρική σιγή. Όσο πλησιάζει στην
πόλη πυκνώνουν οι αφίσες για τους Πανελλήνιους αγώνες στίβου που θα διεξαχθούν στην
πόλη σε λίγες μέρες. Η ματιά του στέκεται τυχαία σε κάτι πανό με κόκκινα της
φωτιάς γράμματα: CITIUS, ALTIUS, FORTIUS. Η κόρη μου τελικά απέτυχε. Έζησε γρήγορα κι
έπεσε αδύναμη. Κρίμα! μονολογεί σκουπίζοντας τα μάτια του.
*
Γι’ άλλη μια φορά μ’ έκανες υπερήφανο Δάφνη. Και η μητέρα σου το ίδιο θα
ένιωθε. Τώρα όμως πρέπει να ετοιμαστείς για τη συνέντευξη που μας ζήτησαν από
την εφημερίδα. Αύριο θα είσαι πρωτοσέλιδο. Εμένα, το παιδί μου πέρασε πρώτο στο
Πολυτεχνείο… 19.990 μόρια! Θα σε βάλουν και στο βιβλίο Γκίνες, θα δεις.
Πριν από εικοσιπέντε χρόνια ο κύριος
Θεοχάρης ήταν ο πιο ευτυχισμένος πατέρας του κόσμου. Η μονάκριβη κόρη έκανε τ’
όνειρό του πραγματικότητα. Πρώτη των Πρώτων! Η επιτυχία της δεν είχε προηγούμενο.
Η Δάφνη ήταν κατενθουσιασμένη αλλά κάπως σφιγμένη. Εκείνη την ημέρα του θριάμβου
της δεν θα την ξεχνούσε ποτέ. Καμιά συμμαθήτρια ή συμμαθητής δεν της
τηλεφώνησε. Μπράβο ρε Δάφνη, είσαι κι η
πρώτη ή κάτι τέτοιο, τέλος
πάντων, κανείς συνομήλικός της δεν βρέθηκε να της το πει. Έστειλε τότε κι αυτή
στον εαυτό της μια ευχετήρια κάρτα με τρεις λέξεις: citius, altius, fortius.
- Μπαμπά, έχω
γράμμα από το χωριό!
- Μπράβο κορίτσι μου. Είδες, που στα
’λεγα!
- Η Νατάσα, μπαμπά, μου στέλνει
συγχαρητήρια. Η καλύτερή μου φίλη από το νηπιαγωγείο. Δεν με ξέχασε, δεν με
ξέχασε!
Χοροπηδούσε όλο χαρά η Δάφνη. Κι ο
πατέρας της ήταν περήφανος γι’ αυτήν. Και η μανούλα από ψηλά θα την καμάρωνε. «Όταν
θέλεις κάτι πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το πετύχεις». Αυτή ήταν η
αγαπημένη φράση της μητέρας της κι έγινε και η δική της. Τον «Αλχημιστή» ο κύριος
Θεοχάρης τον πρόσφερε στη μικρή λίγες μέρες μετά τον θάνατο της γυναίκας του
και ζήτησε από την κόρη του ν’ αναζητήσει και κείνη το δικό της πεπρωμένο,
βέβαιος πως αυτό θα ήταν λαμπρό. Εισαγγελέας ο ίδιος και σημαίνων παράγων της
τοπικής κοινωνίας, έχαιρε ιδιαιτέρας εκτιμήσεως από τους επιφανείς δημότες των Πατρέων.
Από πολύ νωρίς έβαλε σκοπό της ζωής του να γίνει η Δάφνη του η πρώτη των
πρώτων. Να αποδείξει ότι οι Παπαδοπουλαίοι ανέκαθεν διακρίνονταν για τις
επιδόσεις τους. Ο δικός του πατέρας ήταν εφέτης
κι ο παππούς εισαγγελέας, όπως κι εκείνος. Η Δάφνη όφειλε να τους υπερκεράσει.
Ακόμα και το όνομα της μικρής σκόπιμα
το είχε επιλέξει ο κύριος Θεοχάρης, ώστε να παραπέμπει σε κοινωνική καταξίωση
και δόξα, παρακάμπτοντας την οικογενειακή παράδοση επιλογής των ονομάτων.
Προτού καλά καλά κλείσει τα τρία, της εξασφάλισε θέση στο σχολείο της πόλης με
τις μεγαλύτερες επιτυχίες, εκεί που φοιτούσαν οι γόνοι της τοπικής ελίτ. Το όνομα της κόρης μου θα γραφτεί με χρυσά γράμματα στην επετηρίδα του
σχολείου. Δάφνη Παπαδοπούλου του Θεοχάρους!
*
Η Δάφνη από πολύ μικρή ήταν η προσωποποίηση της τελειότητας.
Λεπτή, κατάλευκη σαν πορσελάνινη κούκλα, ευγενική, υπάκουη και άριστη μαθήτρια.
Στην τρίτη Γυμνασίου συνέβη κάτι αναπάντεχο. Στο διαγώνισμα τριμήνου στο μάθημα
των Μαθηματικών η Δάφνη πήρε 19. Μια λάθος πράξη, η κακιά στιγμή… Αιφνιδιάστηκε.
Ζήτησε επίμονα απ’ τον καθηγητή να της επιτρέψει να επαναλάβει τη δοκιμασία, σε
δυσκολότερα αυτή τη φορά θέματα. Τα επόμενα χρόνια η Δάφνη εξελίχθηκε σε
ρεκορντγούμαν των αριστείων και των επαίνων. Σημαιοφόρος στο Γυμνάσιο,
σημαιοφόρος και στο Λύκειο. Φύτουλας,
σπασικλάκι για τα υπόλοιπα παιδιά. Θηλυκός
Αϊνστάιν για τον πατέρα της. Πρώτη στα μαθήματα, τελευταία στις παρέες. Σάρωνε
κάθε χρόνο τα βραβεία στον διαγωνισμό της Μαθηματικής Εταιρείας και σε διεθνείς
διαγωνισμούς. Η Δάφνη είναι γεννημένη νικήτρια,
διατεινόταν παντού ο πατέρας της. Διαβάζει
δεκαοκτώ ώρες την ημέρα και λύνει τις πιο απίθανες ασκήσεις.
Οι ακριβοπληρωμένοι καθηγητές που την εκγύμναζαν στο σπίτι έμεναν
κατάπληκτοι απ’ τις επιδόσεις της μικρής αλλά και από τις απαιτήσεις του κύριου
Θεοχάρη. Ποτέ δεν ήταν ικανοποιημένος από τις προσπάθειές της και συνεχώς πίεζε
τους καθηγητές της να είναι πιο αυστηροί κι απαιτητικοί με την κόρη του. Για μένα, έλεγε στον Μαθηματικό, εχθρός του καλού είναι το καλύτερο. Γι’ αυτό
σας λέω, αγαπητέ μου, η Δάφνη αντέχει. Μην διστάζετε. Ζορίστε την κι άλλο. Θα
τα καταφέρει. Διαθέτει τη στόφα της πρωταθλήτριας. Κάποιοι καθηγητές
δυσανασχέτησαν κι έφυγαν, οι υπόλοιποι όμως την έκαναν πειραματόζωο, να δούνε
μέχρι πού μπορεί να φτάσει. Η Δάφνη όμως ήταν φτιαγμένη από ανθεκτικά, άφλεκτα
υλικά. Ο χειρότερος εφιάλτης της ήταν να έρθει δεύτερη. Ο πρώτος είναι πρώτος και ο δεύτερος τίποτα! αγαπημένη φράση του
πατρός Θεοχάρη. Και καμιά φορά που πήγαινε να λυγίσει υπό το βάρος της νίκης,
πάντα ο λόγος του την ντόπαρε. Βάλε ψηλά
τον πήχυ κι επιτάχυνε. Δυνατά!
Ένα απόγευμα ο αυστηρός εισαγγελέας διάβαζε με προσοχή την εφημερίδα
του. Δεν θα ξαναπάρω αυτή τη φυλλάδα. Τι
αηδίες είναι αυτές που γράφουν; Έσβησε το τσιγάρο του κι άναψε ένα άλλο με
τον ίδιο zippo που χρησιμοποιούσε τα τελευταία τριάντα χρόνια. Άκου εκεί, τα πιέζουν… Τσαλάκωσε την εφημερίδα, την πέταξε στο
καλάθι και βρόντηξε με δύναμη την πόρτα πίσω του. Η Δάφνη, που δεν τον είχε συνηθίσει
τόσο νευρικό, μπήκε στον πειρασμό να μαζέψει την εφημερίδα. Την ξεδίπλωσε και
διάβασε τι τάραξε τόσο πολύ τον πατέρα της. Ήταν ένα κείμενο κάποιου Μανόλη
Πρατικάκη, ψυχιάτρου και ποιητή, όπως έλεγε η εφημερίδα. «Δεκάδες
μαθητές, στην Ιαπωνία, αυτοκτονούν κάθε χρόνο όταν αποτυγχάνουν στις εξετάσεις.
Γιατί αυτό θεωρείται ύψιστη καταισχύνη και ντροπή για την οικογένεια και την
κοινωνία. Αυτά τα παιδιά είναι οι τραγικοί καμικάζι του Τίποτα - καθώς πέφτουν
απ’ τα μπαλκόνια -, οι ανήλικοι σαμουράι, για ένα κωμικό και θανάσιμο χαρακίρι
μπροστά στην αποτυχία». Δίπλωσε την εφημερίδα και την έριξε στο καλάθι των αχρήστων
μαζί με τ’ άλλα απορρίμματα. Καλά κάνουν
κι αυτοκτονούν και δεν ντροπιάζουν την οικογένειά τους με την αποτυχία τους,
σκέφθηκε.
Τίποτα είσαι όταν
αποτυγχάνεις, και αυτή ποτέ δεν θα γινόταν Τίποτα.
Η Δάφνη σε μια
πενταετία πήρε με άριστα το πτυχίο της Αρχιτεκτονικής από το Μετσόβιο,
παρακολούθησε με απόλυτη επιτυχία το Διατμηματικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών και έφυγε στο Λίβερπουλ
για MSc και μετά Αμερική για διδακτορικό. Υποστήριξε – πάντα με επιτυχία – τη
Διδακτορική της Διατριβή και σε ηλικία τριάντα ετών ήταν έτοιμη να ξεκινήσει τη
λαμπρή της σταδιοδρομία. Το βιογραφικό της αριθμούσε ήδη πολλές σελίδες γεμάτες
πτυχία και δημοσιεύσεις. Μπορούσε κάλλιστα ν’ ακολουθήσει ακαδημαϊκή καριέρα
αλλά προτίμησε τον ανταγωνισμό και τα παχυλά εισοδήματα της ελεύθερης αγοράς.
Τα πρώτα πέντε χρόνια μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα
έδρεψε και με το παραπάνω τους καρπούς επίμοχθων προσπαθειών πολλών ετών και
ανυπολόγιστων θυσιών. Σημαίνον στέλεχος σε μεγάλη κατασκευαστική εταιρεία. Δικό
της γραφείο, μισθός μυθικός, προοπτικές λαμπρές, ταξίδια, συνέδρια, διεθνή
βραβεία. Έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα προσπερνώντας άλλους, παλαιότερούς της
στην ιεραρχία, συναδέλφους σαν σταματημένους. Τοποθετούσε διαρκώς ψηλότερα τον
πήχη και τον ξεπερνούσε με χαρακτηριστική άνεση. Όλα έδειχναν ότι και στον όποιον
τερματισμό εκείνη ήταν που θα ’κοβε πρώτη το νήμα με διαφορά από τους
υπόλοιπους.
Έμενε σ’ ένα υπερπολυτελές σπίτι των βορείων προαστίων που
είχε σχεδιάσει η ίδια. Ζούσε παρέα με τα πτυχία και τις δάφνες της. Στους
τοίχους του σαλονιού, εκτός από τις διακρίσεις της, μπορούσες να δεις κάθε
λογής σπάνια σπαθιά να κρέμονται απειλητικά. Τα συνέλεγε με μανία, σύμβολα
αγώνων, θυσιών και αμέτρητων θανάτων. Ήταν περήφανη για τα αποκτήματά της,
κυρίως για τα σπαθιά των σαμουράι, τα κατάνα, που δεν έσπαγαν ποτέ. Τα δυτικά
σπαθιά δεν τα εκτιμούσε ιδιαίτερα γιατί δεν ήταν τόσο ανθεκτικά. Τα κατάνα
φτιάχνονταν από ένα έλασμα μετάλλου που διπλώνεται και ξαναδιπλώνεται πάνω από
τη φωτιά, ώσπου να γίνει μια άτρωτη, αιχμηρή λάμα που δεν είναι δύνατο να
καταστραφεί παρά μονάχα από τη φωτιά που τη γέννησε. Ένα βράδυ που ακούμπησε το
πιο λεπτό μεταξωτό φουλάρι της στην κόψη της κατάνα το είδε να γλιστρά αέρινα
και να κόβεται υπέροχα στα δυο.
Ήταν ιδιαίτερα υπερήφανη και για άλλο ένα απόκτημα από τα διαρκή
ταξίδια της. Δίπλα στην είσοδο του άνετου καθιστικού κρεμόταν επιβλητικός ένας
οκταγωνικός βενετσιάνικος καθρέφτης Murano, ανυπολόγιστης αξίας, που κάποτε
κοσμούσε μια έπαυλη του ιταλικού βορρά. Της άρεσε να κάθεται τα ήσυχα βράδια
της παγερής μοναξιάς μπροστά του, έχοντας τα κεριά αναμμένα. Ξαφνικά ο καθρέφτης
γινόταν μια γιγάντια γυάλινη οθόνη στην οποία προβάλλονταν αλλόκοτες σκηνές.
Πορσελάνινες κούκλες που έσπαγαν σε χιλιάδες κομματάκια και παραδίδονταν
ανυπεράσπιστες σε ασίγαστες φλόγες, πανύψηλα δέντρα που λύγιζαν από δαιμονισμένους
ανέμους, πανέμορφα γυναικεία φορέματα που γίνονταν προσάναμμα λαίμαργης πυρκαγιάς.
Παρακολουθούσε αμίλητη το απόκοσμο θέαμα, σαν να βρίσκεται μπροστά σε οθόνη
κινηματογράφου, κουκουλωμένη με τη μάλλινη εσάρπα που της εξασφάλιζε μιαν
επίφαση ζεστασιάς ξεγελώντας έτσι το δριμύ εσωτερικό ψύχος. Όσο περνούσαν τα
χρόνια έβλεπε ολοένα και πιο συχνά αυτόν
τον εφιάλτη, όταν έστεκε και κοιτούσε
επί ώρα την ψυχρή και διάφανη οθόνη οποιουδήποτε καθρέφτη.
Αραιά και πού την επισκεπτόταν ο πατέρας της. Καμάρωνε τη
διάσημη αρχιτεκτόνισσα. Έμενε μερικές μέρες, τρώγανε μαζί κάποιες φορές,
αντάλλασσαν τα νέα τους – τυπικά και κοφτά – και στη συνέχεια ο κύριος Θεοχάρης
επέστρεφε στην πόλη του. Όσες φορές τόλμησε να της θίξει το θέμα του γάμου - είναι καιρός να σκεφτείς να δημιουργήσεις τη
δική σου οικογένεια - πήρε πληρωμένη απάντηση. Οι επιστήμονες πρέπει να αφοσιώνονται απερίσπαστα στη δουλειά τους. Δεν
σπούδασα για να μεγαλώνω κουτσούβελα. Η επιτυχημένη σταδιοδρομία και η
διατήρησή της απαιτούν θυσίες. Αυτό εσείς μου το διδάξατε, πατέρα. Λόγια
που ξεπηδούσαν από το στόμα της με έναν απίστευτο κυνισμό, αλλά δεν τον
πτοούσαν.
Ο κύριος εισαγγελέας επανήλθε δριμύτερος και της προξένεψε
έναν φέρελπι βουλευτή του νομού. Ανερχόμενος
αστέρας της πολιτικής, φιλόδοξος. Σε λίγο καιρό τον βλέπω Υπουργό ακόμα και Πρωθυπουργό.
Με λαμπράς σπουδάς εις την Νομικήν Επιστήμην. Η Δάφνη τον άκουγε σκεπτική. Σεβαστέ μου πατέρα, ο γάμος, όπως ξέρετε,
δεν βρίσκεται στις προτεραιότητές μου. Ίσως αργότερα. Να δούμε και την πολιτική
εξέλιξή του.
*
Το περσινό καλοκαίρι, – το πρώτο ύστερα από χρόνια –, ώριμη γυναίκα
πια, πήρε άδεια και το πέρασε στο πατρικό της, παρέα με τον κύριο Θεοχάρη που
τα χρόνια βάρυναν πάνω του ξαφνικά. Τα μαλλιά του ελάχιστες τούφες κατάλευκο
μπαμπάκι. Εκείνο το καλοκαίρι, τον απασχολούσε αποκλειστικά το θέμα της
προάσπισης της οικογενειακής τους τιμής. Ο κύριος εισαγγελέας φοβόταν την κατακραυγή
του κόσμου. Το οικόπεδό τους στο χωριό ήταν καταπατημένο, το πολυτελές διώροφο αυθαίρετο
και τα συμβόλαια πλαστά. Κάποιος κακόβουλος το είχε ανακαλύψει κι άρχισε να
διασπείρει στην ευήκοο πόλη το κουτσομπολιό. Καθόταν ολημερίς στην φερ φορζέ
πολυθρόνα του έξω στη βεράντα και μελετούσε έγγραφα, συχνά μονολογούσε και κάπνιζε
ατενίζοντας από μακριά τη γέφυρα του Ρίου που έμοιαζε να αιωρείται σαν
ξυλοπόδαρος έτοιμος να βουλιάξει στη θάλασσα.
Η κόρη του, στην άλλη πλευρά της βεράντας, περνούσε την ώρα
της μπροστά στις αγαπημένες οθόνες της, στο κινητό και στο λάπτοπ, σε διαρκή
υπερένταση. Νευρίαζε με το παραμικρό, όλα της έφταιγαν. Πριν από λίγο καιρό
έκλεισε τα σαράντα δύο και φαίνεται πως πλέον η παραμικρή ατέλεια της
προκαλούσε ιδιαίτερη δυσαρέσκεια. Στις εκρήξεις της συνήθως την κοιτούσε
αποδοκιμαστικά, ενώ κάποιες άλλες φορές, όπως τώρα, κουνούσε απλά το κεφάλι του.
Η Δάφνη δεν του ’δινε σημασία. Γι’ αυτήν ο πατέρας της ήταν πια ένας ξοφλημένος
συνταξιούχος που μακροημέρευσε στην υπηρεσία και στη ζωή.
Η ίδια απέδιδε τα κλονισμένα νεύρα της σ’ ένα κακό προαίσθημα
που είχε από την αρχή του καλοκαιριού. Σίγουρα έπαιξαν ρόλο και οι φωτιές σε
ολόκληρη την Πελοπόννησο που άναβαν σχεδόν κάθε μέρα και συχνά η οσμή και οι
καπνοί τους έφταναν μέχρι το ησυχαστήριό τους. Ένα βράδυ, σε απόσταση αναπνοής
απ’ το σπίτι τους, ένα δέντρο λαμπάδιασε σα να το χτύπησε κεραυνός. Απ’ τη
βεράντα το κοίταζε απαθής να φλέγεται, μ’ ένα ποτήρι σόδα στο χέρι. Η μοναξιά είναι
στ’ αλήθεια δύσπεπτη τροφή. Με την άκρη του ματιού είχε ψάξει τον πατέρα της
για να του ζητήσει να καλέσει την πυροσβεστική, μα δεν τον βρήκε πουθενά. Άφαντος.
Κάποια στιγμή αναγκάστηκε να την καλέσει η ίδια.
Όση ώρα περίμενε τις επίγειες δυνάμεις καθόταν κατάχαμα στα
σκαλιά του σπιτιού με το λάπτοπ κλειστό στα γόνατα και την εσάρπα στους ώμους.
Παρακολουθούσε γοητευμένη την
καταστροφή. Σα να απολάμβανε τη φωτιά, όπως ένα παγόβουνο που εκλιπαρεί να
γίνει και πάλι νερό. Η συναισθηματική
ξηρασία τόσων χρόνων είχε μαράνει τα αισθήματα, τις επιθυμίες, τη θηλυκότητά
της. Συνθήκες ιδανικές για ανάφλεξη.
Όταν είδε να πλησιάζουν τα κόκκινα φώτα του πυροσβεστικού
οχήματος άνοιξε πάλι τον μικροσκοπικό υπολογιστή της και ξαναδιάβασε το τελευταίο
μήνυμα: «Η Εταιρεία υπάγεται στο άρθρο 99. Λυπούμαστε. Πρέπει να διακόψουμε
οριστικά τη συνεργασία μας». Ελάχιστες λέξεις.
Μήνυμα σαφές και λιτό. Τέτοια μηνύματα έστελνε κι η ίδια. Το άφησε αναπάντητο,
σηκώθηκε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.