Χρήστος Μπράβος
Πρώτο βιβλίο για τον Κώστα Μπαρμπάτση. Έξι μεγάλα σε έκταση διηγήματα, σχεδόν ισοδύναμα μεταξύ τους (με εξαίρεση το πρωτοπρόσωπο «Ας λάμπει ο ήλιος» που υπολείπεται κάπως των άλλων), στα οποία η ιστορία εισβάλλει στη μυθοπλασία και αντίστροφα. Από αυτή τη διαπίδυση λογοτεχνίας και ιστορίας κερδισμένος βγαίνει ο αναγνώστης που απολαμβάνει πραγματικά αυθεντική λογοτεχνία, παρά τις αδυναμίες του πρωτόλειου.
Ηρωικό στοιχείο δεν υφίσταται πουθενά, αν και το συγκείμενο ευνοεί κάτι τέτοιο. Ούτε ήρωες συναντάμε· μόνο αντι-ήρωες όλων των ηλικιών προερχόμενους από τις παλαιότερες δοκιμασίες του τόπου (Αλβανία, Κατοχή, Εμφύλιος, μετανάστευση, δικτατορία). Με έμφαση στο δραματικό και το ανθρώπινο στοιχείο. Άνθρωποι ιδεατοί δεν υπάρχουν παρά μόνο πραγματικοί. Από αυτούς που ζουν υποφωτισμένοι, στη σκιά των μεγάλων γεγονότων. Ωστόσο, η καλειδοσκοπική ματιά του συγγραφέα είναι αρκετή για να φωτίσει το δράμα και των μεγάλων γεγονότων. Με άλλα λόγια, οι μικροϊστορίες γίνονται το κάτοπτρο αλλά και ο μεγεθυντικός φακός που επιτρέπει την εξερεύνηση της αθέατης και σκοτεινής πραγματικότητας. Προσοχή, όχι την τυπική, φωτογραφική αναπαράστασή της, όσο κι αν η ρεαλιστική τεχνική συνεπικουρούμενη από την εκτεταμένη χρήση των ιδιωματισμών ευνοεί κάτι τέτοιο.
Λιτός στην αφήγησή του ο συγγραφέας. Με αίσθηση του μέτρου, αποφεύγει το περιττό, χωρίς λεκτικούς ακκισμούς, γεγονός που κάνει τον τόνο συγκρατημένο παρά το δραματικό στοιχείο του θανάτου που κυκλώνει διαρκώς τα πρόσωπα. Συγκινεί, αλλά δεν εκβιάζει τη συγκίνηση του αναγνώστη με μελοδραματισμούς. ("Κι όπως γύρισε πλάτη να το τυλίξει [το δαχτυλίδι], πλησίασε αργά από πίσω ο Λευτέρης. Πλησίασε και βάζοντάς του την κάννη στον σβέρκο, πάτησε τη σκανδάλη και τον άφησε εκεί. Στον τόπο του", σ. 128).
Το μεγάλο προτέρημα του βιβλίου είναι το πλάσιμο των χαρακτήρων με υλικά παραδοσιακά και σύγχρονα. Ο Λώλος, ο Λευτέρης, ο μετανάστης-βοσκός, η Σεβαστή, ο Τσίλιας είναι μεν μυθοπλαστικές κατασκευές αλλά με τέτοιο εκτόπισμα που "ζουν" και έξω από τις γραμμές του βιβλίου. Αποτελούν, σύμφωνα με την έκφραση του Seymour Chatman, αυτόνομα και ανοιχτά όντα, ικανά να μας "στοιχειώνουν" ακόμη και μετά το πέρας της ανάγνωσης.
Ο πρωτοεμφανιζόμενος Κώστας Μπαρμπάτσης, εκτός από τις προφορικές αφηγήσεις του τόπου καταγωγής του, κουβαλά μεγάλο φορτίο αναγνώσεων, κυρίως από την ηθογραφική μας παράδοση όσο και από τη μεταπολεμική και σύγχρονη πεζογραφία μας. Θαρρώ πως δικαίως ανέβηκε στο πρώτο σκαλί της πόλεως των ιδεών. Το δεύτερο βήμα σίγουρα θα απαιτήσει μεγαλύτερο έλεγχο των αφηγηματικών τεχνικών (περιορισμό των εκτεταμένων αναδρομικών αφηγήσεων και καλύτερη διαπλοκή των χρόνων) αλλά και οργανικότερη αφομοίωση των επιρροών του -βλέπε «Θεοτόκης»-, ώστε να μην είμαι εμφανείς αλλά υποδόριες.
Προσωπικά, αποφεύγω τους βαρύγδουπους χαρακτηρισμούς του τύπου «ο διάδοχος, ο συνεχιστής…». Μήτε αρέσκομαι να βρίσκω συγγένειες εκλεκτικές. Ελπίζω κι ο ίδιος να μην πέσει σε αυτή την παγίδα και να διεκδικήσει τη δική του, αυτόνομη, παρουσία στον χώρο της πεζογραφίας. Ούτε φυλακτά λυκοχαβιάς τού χρειάζονται. Έχει τη στόφα του γοητευτικού «παραμυθά». Πιστέψτε με.
Στην ανάγνωση μάς κράτησε συντροφιά ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Πώς αλλιώς;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου