Το βιβλίο του Χρήστου Οικονόμου έλαβε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος-Νουβέλας 2011. Το blog από την πρώτη στιγμή πρόβαλε το εξαιρετικό αυτό βιβλίο, που το αναγνωστικό κοινό αγκάλιασε.
Χαρακτηρίστηκε "σκληρό", "απαισιόδοξο", "μονομερές", "αντικομουνιστικό", "ηθογραφικό". Όσες ταμπέλες κι αν βάλουν σε ένα έργο, το ίδιο ως μικροσύμπαν, κρύβει τους κώδικες της ερμηνείας του. Ο Οικονόμου χρειάστηκε αρκετά χρόνια, για να φτιάξει με "ψιλοβελονιά" ένα μωσαϊκό χαρακτήρων που κινούνται στην περιφέρεια της κοινωνίας.
Χαρακτηρίστηκε "σκληρό", "απαισιόδοξο", "μονομερές", "αντικομουνιστικό", "ηθογραφικό". Όσες ταμπέλες κι αν βάλουν σε ένα έργο, το ίδιο ως μικροσύμπαν, κρύβει τους κώδικες της ερμηνείας του. Ο Οικονόμου χρειάστηκε αρκετά χρόνια, για να φτιάξει με "ψιλοβελονιά" ένα μωσαϊκό χαρακτήρων που κινούνται στην περιφέρεια της κοινωνίας.
Είχαμε τη χαρά να συν-διδάξουμε ένα διήγημά του στο Γυμνάσιο της Ιωνιδείου Σχολής πέρυσι. Η ανταπόκριση των μαθητών μας είναι το μεγαλύτερο βραβείο!
"Να σε διώχνουν από τη δουλειά είναι σαν κάταγμα".
"Κομμάτι κομμάτι μού παίρνουν τον κόσμο μου".
"Κι ο πόνος κι ο θάνατος όλα στη ζωή σαν το νύχι
στο κρέας είναι. Να το κόψεις μονάχα μπορείς
να το ξεριζώσεις όχι. Αν θες να ζήσεις δηλαδή".
Το σκεπτικό της βράβευσης
Στην καταληκτική ψηφοφορία υπερίσχυσε το βιβλίο του Χρήστου
Οικονόμου αφού λήφθηκε υπ’ όψιν τόσο η λογοτεχνική του αρτιότητα όσο και ο τρόπος
με τον οποίο ο συγγραφέας πραγματεύεται τα θέματά του. Σε μια ιδιαίτερα δυσμενή
οικονομικά και κοινωνικά συγκυρία η συγγραφική αποτύπωση της καθημερινότητας είναι
αξιοσημείωτο γεγονός, που κρύβει, ωστόσο, αρκετές παγίδες στον λογοτεχνικό χειρισμό
της. Ο Χρήστος Οικονόμου καταθέτει εν προκειμένω μια συλλογή δεκαέξι διηγημάτων
που εκτυλίσσονται στην αρχή της κρίσης. Αφουγκράζεται τις ανάσες, τους ψίθυρους
και τις έγνοιες μιας ολόκληρης κοινωνικής τάξης απομακρυνόμενος προγραμματικά από
τις ενδοσκοπήσεις που χαρακτήρισαν το διήγημα τα προηγούμενα χρόνια. Καθώς οι γνώμες
διίστανται για το αν και κατά πόσο η λογοτεχνία θα πρέπει να μεταγράφει εν θερμώ
τα τεκταινόμενα ή να παίρνει σαφείς αποστάσεις από τις όποιες, θετικές ή αρνητικές,
εξελίξεις αφήνοντας το χρόνο να λειτουργήσει υπέρ της, η στροφή προς έναν τέτοιου
είδους ρεαλισμό δεν θα μπορούσε να αποτελέσει από μόνη της στοιχείο που θα καταξίωνε
τον συγγραφέα. Ο Χρήστος Οικονόμου όχι μόνο αποφεύγει κάθε είδους συγγραφική ευκολία
(στείρο καταγγελτικό λόγο, πρωτογενή συγκίνηση, φθηνό παρηγορητικό λόγο, ακατέργαστη
παράθεση γεγονότων) αλλά καταφέρνει να συγκροτήσει μια ενιαία, θά ’λεγε κανείς,
αφήγηση με τους ίδιους θεματικούς και γλωσσικούς παρονομαστές από την αρχή έως το τέλος του βιβλίου, με ύφος προσεκτικά δουλεμένο και άμεσα
αναγνωρίσιμο. Στο γράψιμό του ανιχνεύει κανείς έναν προσωπικό εσωτερικό ρυθμό γεμάτο
επαναλήψεις, παύσεις και ηθελημένες αποσιωπήσεις. Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί
πως η συλλογή τού Οικονόμου, αν και χωρίζεται σε δεκαέξι αυτόνομες ιστορίες, θα
μπορούσε να διαβαστεί σαν ένα ενιαίο όλο, χαρακτηριστικό που βάρυνε στην απόφαση
της Επιτροπής. Το «Κάτι θα γίνει, θα δεις» είναι μια συλλογή που έχει να επιδείξει
ισορροπία ύφους, έντασης και έκτασης, από το πρώτο διήγημα «Έλα Έλλη τάισε το γουρουνάκι»
ως το ακροτελεύτιο «Κομμάτι κομμάτι μου παίρνουν τον κόσμο μου», προσδίδοντας στο
βιβλίο μια αξιοθαύμαστη πληρότητα. Η γραφή του Οικονόμου είναι έμμεσα πολιτική χωρίς
να είναι στρατευμένη. Στο βιβλίο του διαβάζουμε ιστορίες από την ζωή μιας σειράς
απτών, καθημερινών ανθρώπων που ουδέποτε ηρωποιούνται προς χάριν μιας εύκολης συγκίνησης.
Τα πρόσωπα της συλλογής, χαρακτηριστικοί τύποι της Ελλάδας του μόχθου και της αυξανόμενης
ανεργίας, διατηρούν στον πυρήνα τους μια αξιοπρέπεια και μια ελπίδα για το μέλλον,
όπως αυτή χαρακτηριστικά εκφράζεται στον γενικό τίτλο της.
Στο συγγραφέα πιστώνεται περαιτέρω η αποφυγή επιμυθίων και
διδακτισμών. Ο Οικονόμου δεν υψώνει το δάχτυλο, δεν υποδεικνύει λύσεις, δεν παίρνει
θέση υπέρ ή κατά αφήνοντας τις περισσότερες φορές ανοιχτό το τέλος των διηγημάτων
του. Παρά το αίσθημα αδικίας που δημιουργείται στον αναγνώστη και δεδομένης της
πανταχού παρούσας ανέχειας (της πείνας, της ανεργίας, της σωματικής και λεκτικής
βίας), μια χαραμάδα διαφυγής παραμένει τεχνηέντως ανοιχτή. Δημοσιευμένη το 2010,
η συλλογή αποδεικνύεται προφητική σηματοδοτώντας παράλληλα μια στροφή προς τον ρεαλισμό
και τα σύγχρονα κοινωνικά θέματα που ενδεχομένως να συντελεστεί εντονότερα στο μέλλον.
Σε κάθε περίπτωση, ο σαραντάχρονος Χρήστος Οικονόμου, εκπρόσωπος μιας νεότερης γενιάς
Ελλήνων συγγραφέων, καταθέτει μια από κάθε άποψη σημαντική συλλογή διηγημάτων και
κρίνεται από την πλειοψηφία των μελών της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας
άξιος βράβευσης.
Εισηγητής του σκεπτικού: Χρήστος Αστερίου
Και εγένετο
κρατικό βραβείο!
Είναι ο
βραβευμένος πλέον συνάδελφος του διπλανού γραφείου. Ο Χρήστος Οικονόμου,
δημοσιογράφος του «Εθνους», απέσπασε πρόσφατα το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος με
το έργο του «Κάτι θα γίνει, θα δεις». Και ήταν μόλις η δεύτερη εκδοτική
προσπάθειά του.
Πρωτόγραψε το 2003 μια συλλογή με
διηγήματα, με τίτλο «Η γυναίκα στα κάγκελα». Εκδόθηκε από τα «Ελληνικά
Γράμματα», ο Χρήστος Οικονόμου αμέσως δημιούργησε αίσθηση. Γλώσσα ευαίσθητη και
σκληρή και ένας νατουραλισμός που τότε ήταν και δεν ήταν ακριβώς η ζωή μας.
Επτά χρόνια μετά και ενώ η δημοσιογραφία πάντοτε υπήρχε και όλα έδειχναν ότι
τον κέρδιζε, η δεύτερη συλλογή του με διηγήματα το 2010 «Κάτι θα γίνει, θα
δεις» από τις εκδόσεις «Πόλις» αυτήν τη φορά, ήρθε και εξαρχής τα σάρωσε όλα.
Υποψηφιότητα στα βραβεία του περιοδικού «Διαβάζω», τους κριτικούς να μιλούν για
ένα ταλέντο αναμφισβήτητο και για γραφή στιβαρή, τον Κώστα Μουρσελά φανατικό
αναγνώστη να τον συστήνει σε όλους και το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος ως
επιστέγασμα τελικά όλων αυτών.
Ο ίδιος ο συγγραφέας, στη συχνή πια
ερώτηση «Χρήστο, κάτι θα γίνει, έγραψες, τελικά τι ήταν εκείνο που έγινε»
απαντά. «Έγινε ότι έγραψα μια χούφτα διηγήματα που νόμιζα ότι θα τα διαβάσω
εγώ, η γυναίκα μου και δυο-τρεις άλλοι, αλλά τελικά το βιβλίο διαβάστηκε από
περισσότερους και κέρδισε και το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος. Απίστευτο μου
φαίνεται».
Το σύμπαν του συγγραφέα
Στο μεταξύ, από την πρώτη του συγγραφική
εμπειρία μοιάζει να μην έχουν αλλάξει και τόσο πολλά. «Σε μένα άλλαξε κυρίως το
πώς βλέπω αυτά που γράφω. Γύρω μου άλλαξαν πολύ περισσότερα. Το 2003
αγωνιούσαμε αν θα κάνουμε καλούς Ολυμπιακούς Αγώνες. Τώρα αγωνιούμε αν αύριο θα
υπάρχουμε ως χώρα και ως κοινωνία», όμως, ο Χρήστος επιμένει. Κι επιβραβεύεται με ένα βραβείο στα
δύσκολα και για τα δύσκολα. Στα διηγήματά του, εξάλλου, αυτό ακριβώς κάνει,
βρίσκει στο έρεβος φως: «Και αν δεν υπάρχει, πρέπει να ψάχνουμε να το βρούμε.
Καμιά φορά, ψάχνοντας, ανακαλύπτεις ότι το φως είσαι εσύ ο ίδιος», υπογραμμίζει.
Οι συγγραφικές εμμονές του... «πολλές.
Αλλωστε, και το γράψιμο από μόνο του μια εμμονή δεν είναι; Πέραν αυτού, η
μεγαλύτερη εμμονή μου είναι να γράφω με καθαρό μυαλό και καθαρή καρδιά. Και,
φυσικά, πάντα με μολύβι και χαρτί. Θέλω να χαράζω τις λέξεις πάνω στην άσπρη
σελίδα, να τις διαβάζω σαν να 'ναι ματωμένα ίχνη στο χιόνι». Στο μεταξύ, η
δημοσιογραφία γι' αυτόν δημοσιογραφία, αλλά όλα μπορούν να συνδυαστούν σ' αυτήν
τη ζωή. Πόσω μάλλον για τον γεννημένο συγγραφέα που βρίσκει ότι, τελικά,
«Αναγκαία είναι και τα δυο, και από ανάγκη συνδυάζονται. Η λογοτεχνία είναι
φυσική ανάγκη, η δημοσιογραφία εξασφαλίζει τα αναγκαία προς το ζην. Τον χρόνο
προσπαθώ να τον φτιάχνω μόνος μου. Δεν τα καταφέρνω πάντοτε, αλλά το παλεύω».
Και με ένα λογοτεχνικό είδος όπως το
διήγημα, «δύσκολο» όπως επιμένουν οι συγγραφείς ενώ οι εκδότες το
αντιμετωπίζουν ως «αντιεμπορικό», αλλά δεν μπορεί, την έχει σίγουρα την γοητεία
της η μικρή φόρμα: «Δύσκολη (πάντα) και αντιεμπορική (όχι πάντα, ευτυχώς) είναι
η καλή λογοτεχνία. Το διήγημα σου δίνει απόλαυση όμοια μ' εκείνη που νιώθεις,
όταν είσαι διψασμένος, πίνοντας μονορούφι ένα ποτήρι δροσερό νερό. Οι
απαιτήσεις του πολλές. Είναι σαν να προσπαθείς να ισορροπήσεις τρέχοντας πάνω
σε τεντωμένο σχοινί», αποκαλύπτει ο συγγραφέας, ενίοτε και μεταφραστής:
«Μεταφράζω για βιοποριστικούς λόγους», διευκρινίζει. Και «δεν πιστεύω ότι η
μετάφραση είναι συνδημιουργία. "Ποίηση είναι ό,τι χάνεται στη
μετάφραση", είπε ο Φροστ. Ονειρεύομαι έναν κόσμο όπου ο κάθε αναγνώστης θα
μπορεί να διαβάζει στο πρωτότυπο τα βιβλία που αγαπάει».
Όσον αφορά δε την διαδικασία γραφής
«Γράφω τις νύχτες συνήθως. Γράφω καθημερινά, στο χαρτί ή στο μυαλό μου. Στο
χαρτί γράφω μόνο όταν κάθομαι στο γραφείο μου. Στο μυαλό μου γράφω όπου και
όποτε να 'ναι. Χρειάζομαι τα απολύτως απαραίτητα: χαρτί, μολύβι, καφέ, καπνό,
σιωπή -για ν' ακούω αυτά που γράφω».
Ο Χρήστος Οικονόμου, που γεννήθηκε στην
Αθήνα, μεγάλωσε στην Κρήτη και ζει στον Πειραιά, έχει στο συγγραφικό σύμπαν του
να επιζούν ή απλώς να περνούν τρεις σημαντικότατες πόλεις: «Περνούν, αλλά δεν
μένουν, ίσως επειδή δεν είμαι δεμένος με κανέναν τόπο ή, μάλλον, επειδή είμαι
δεμένος με πολλούς τόπους, είτε έχω ζήσει εκεί είτε όχι. Από μικρός φανταζόμουν
πως κάθε νύχτα ταξίδευα σε άλλο μέρος και έμπαινα σαν τον αέρα μες απ' τις
γρίλιες στα σπίτια και τις δουλειές των ανθρώπων και παρακολουθούσα τι έλεγαν
και τι έκαναν».
Το γιατί γράφει, έχει πάψει πια να τον
απασχολεί: «Παλιότερα αναρωτιόμουν συχνά. Τώρα πια όχι, όπως δεν αναρωτιέμαι
γιατί τρώω, γιατί κοιμάμαι, γιατί ζω». Αγαπημένοι του συγγραφείς ήταν και
παραμένουν «Ο Αντερσεν, ο Παπαδιαμάντης, ο Κάρβερ, ο Τσέχοφ, ο Στάινμπεκ, ο
Κόρμακ Μακάρθι - ο μεγαλύτερος εν ζωή Αμερικανός μυθιστοριογράφος, κατά την
ταπεινή μου γνώμη. Ο Αλεξάνδρου, ο Παπαδημητρακόπουλος, ο Σκαμπαρδώνης. Ο
Καβάφης, η Ντίκινσον, ο Φροστ».
Αγαπημένα του βιβλία «Η Αγία Γραφή. Τα
παραμύθια του Αντερσεν. Ό,τι έχουν γράψει ο Παπαδιαμάντης, ο Κάρβερ, ο Κόρμακ
Μακάρθι. Το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου. Η Μεταμόρφωση του Κάφκα. Ο Καπετάν
Μιχάλης και Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται του Καζαντζάκη. Ο Φύλακας στη Σίκαλη του
Σάλιντζερ. Τα Σταφύλια της Οργής του Στάινμπεκ. The Things They Carried του Τιμ
Ο Μπράιεν».
Το πρώτο βιβλίο που θυμάται «Η
Μυστηριώδης Νήσος του Ιουλίου Βερν. Ακόμα και τώρα τ' ανοίγω πού και πού. Έχω
μια παμπάλαια έκδοση, εικονογραφημένη με τις υπέροχες γκραβούρες του Φερά». Και
η πρώτη φορά που έγραψε; «Πρέπει να ήμουν 16, 17. Ήταν μια ιστορία για έναν
τύπο, στην Κρήτη, που ένα βράδυ, σουρωμένος, σκαρφαλώνει στη σκεπή του σπιτιού
της πρώην γυναίκας του κι αρχίζει να ξηλώνει τα κεραμίδια. Νομίζω ότι κάπου
πρέπει να το 'χω κρατήσει».
ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ, εφημ. ΕΘΝOΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου