ΕΥΓΕΝΙΑ ΜΠΟΓΙΑΝΟΥ, Ακόμα
φεύγει, εκδ. Πόλις, 2014, σελ. 259
Απόγνωση. Οι
άνθρωποι γύρω μου είναι οι αυριανοί
νεκροί.
Τίποτε άλλο από μικρά τίποτα. Αυτό είναι το
μέλλον. Αυτό
είναι το αύριο. Τους αγάπησα και
τους υπερασπίστηκα
όσο μπόρεσα, με ό,τι μπόρεσα,
αλλά τώρα να,
το τέλος πλησιάζει και δεν μπορώ
να κάνω
τίποτα γι’ αυτούς. Ούτε αυτοί για μένα.
Ούτε για
σένα. Κανείς για κανέναν (Ε. Μ., σελ. 233)
Μετά τις συλλογές διηγημάτων «Το μυστικό» (εκδ. Ροές, 2004) και
«Κλειστή πόρτα» (εκδ. Πόλις, 2012) η Ευγενία Μπογιάνου επανέρχεται
δυναμικά με το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Ακόμα φεύγει».
Με κατακτημένες τις αφηγηματικές τεχνικές από το προηγούμενο βιβλίο της
(αυστηρή ενορχήστρωση των αφηγηματικών δομών, ανεπιτήδευτος ρεαλισμός,
οικονομία λόγου, πολυφωνικές αφηγήσεις, τεχνική διασπασμένου θέματος) και τις
σαφείς επιρροές του Κάρβερ –επαρκή διαπιστευτήρια μιας εξαιρετικής πένας- η
Μπογιάνου στήνει ένα πολυφωνικό κείμενο, ρέκβιεμ θα το έλεγα, για την «αγία
ελληνική οικογένεια».
Είναι αλήθεια πως τον τελευταίο καιρό πληθαίνουν τα λογοτεχνικά βιβλία
που κατά πρόσωπο ή πλαγιομετωπικά στήνουν στον τοίχο το άλλοτε νεοελληνικό
ταμπού. Καρυστιάνη (Τα
σακιά), Κουφάκης (Οικογενειακή
πορσελάνη), Ραπτόπουλος (Το ασανσέρ),
Τσίτας (Μάρτυς μου
ο Θεός), Οικονόμου (Το καλό θα ’ρθει από
τη θάλασσα) απομυθοποιούν τις οικογενειακές σχέσεις ρίχνοντας τους
προβολείς τους στην νοσηρή παιδοκεντρικότητα της ελληνικής οικογένειας που δεν
επιτρέπει στα παιδιά να ωριμάσουν συναισθηματικά αλλά τα καταδικάζει να παραμένουν αιώνιοι
έφηβοι, άβουλοι και ανερμάτιστοι.
Ο προβληματισμός της Μπογιάνου συμπίπτει με
τον αντίστοιχο του Οικονόμου. Γράφει ο δεύτερος: «Παιδιά.
Τα μεγαλώνουν πια λες κι είναι το κέντρο του κόσμου. Πέφτουν πάνω τους από την
πρώτη στιγμή που θα ’ρθουν στον κόσμο, τα νταντεύουν, τα σαλιώνουν, τα
γλείφουν, τα ρουφάνε μπας και γεμίσουν το κενό που έχουν μέσα τους, μανάδες,
πατεράδες, παππούδες και γιαγιάδες. Γι’ αυτό και τα βλέπεις πια να μεγαλώνουν
έτσι κατσιασμένα, μπασμένα, άσχημα παιδιά. Παιδιά κιτρινιάρικα, αδύναμα,
άβουλα, λιγόψυχα παιδιά που πρόλαβαν οι μανάδες και οι πατεράδες να ρουφήξουν
από μέσα τους τη δύναμη και το αίμα από τη μέρα που γεννήθηκαν… Οικογένεια.
Βρικόλακες που ρουφάνε ψυχές, ψυχοβγάλτες, βρικόλακες…» (Το καλό θα ’ρθει από
τη θάλασσα, σελ. 137/8). Η Μπογιάνου, από την άλλη, περιγράφει ως εξής τον
φίλο του γιου της: «Σίγουρα ήθελε να βάλει στο
στόμα το χέρι του και ν’ αρχίσει να πιπιλάει τα δάχτυλά του μέχρι να ματώσουν»
(σελ. 194). Και λίγο παρακάτω: «Αλλά έτσι είναι
αυτά τα παιδιά· κι ο Γιώργος έτσι ήταν. Αδυνατούν
να πάρουν τη στροφή, πηγαίνουν πάντα ίσια μπροστά, δεν πα ’να πέσουν στον
γκρεμό» (σελ. 195).
Η Μπογιάνου πλέκει τη μυθοπλασία της με φόντο τη σύλληψη, την προσωρινή
κράτηση, τη δίκη και την αθώωση τελικά λόγω αμφιβολιών ενός 20χρονου φοιτητή
στο Πολυτεχνείο, του Γιώργου Κακκαβή, τα δαχτυλικά αποτυπώματα του οποίου
βρέθηκαν σε κάποιο ύποπτο σπίτι-γιάφκα. Σίγουρα δεν πρόκειται για ένα βιβλίο με
άξονα το φαινόμενο της τρομοκρατίας, αλλά την παραβατικότητα των νέων.
Πρόκειται στην ουσία για ένα κείμενο με ήρωες τέσσερις ενηλίκους, οι τρεις εκ
των οποίων εμπλέκονται με την ανατροφή και τη ζωή του Γιώργου.
Είναι χαρακτηριστικό πως το πρόσωπο του Γιώργου, για το οποίο διαρκώς
γίνεται λόγος από τα υπόλοιπα πρόσωπα, απουσιάζει τελείως από την αφήγηση. Η
Μπογιάνου δεν του δίνει φωνή, μόνο οι άλλοι μιλούν γι’ αυτόν, σε σημείο που ο
Γιώργος να παραμένει μέχρι το τέλος μια σκιά, μια θολή σκιά που έχει υπόσταση
μόνο μέσα από τον λόγο των άλλων. Νομίζω ότι αυτό είναι και το εκπλήσσον εύρημα
της Μπογιάνου. Η παιδοκεντρικότητα είναι τόσο ισχυρή που εξαφανίζει από
προσώπου γης το παιδί. Αυτό –ο 20χρονος Γιώργος- προφανώς έχει κάνει τις
επιλογές του και αποφασίζει να απομακρυνθεί απ’ όλους και απ’ όλα. Στην
τελευταία σελίδα η Αγλαΐα –η μητέρα- επιστρέφει με το αυτοκίνητό της από τη
Θεσσαλονίκη με άδεια χέρια. Η πολυπόθητη συνάντηση με τον γιο της ματαιώθηκε,
αν και γνώριζε πού θα τον βρει. Μονολογεί η ηρωίδα: «Θα μπορούσε να του ζητήσει
να της χαρίσει ένα ήσυχο απόγευμα σαν εκείνα τα μακρινά απογεύματα που έγερνε
το κεφάλι του στα πόδια της, της έλεγε σιγανά, “θα με χαϊδέψεις;” και όλα
ήταν στη θέση τους, την καθησυχαστική οικειότητα που τους περιέβαλλε και που
έδινε την ψευδαίσθηση ότι τίποτε δεν μπορούσε να διαταράξει το δεσμό τους,
-τότε που ακόμη δεν είχε κανένα λόγο να του ευχηθεί αυτό που εύχεται τώρα: να
επιβιώσει της νεότητάς του-…» Ο ομφάλιος λώρος κόπηκε(;) και η Αγλαΐα
επιστρέφει στην Αθήνα για να συνεχίσει τη ζωή της.
Η Αγλαΐα που διαρκώς παίζει τον ρόλο της μάνας-τροφού. Νταντεύει τον
αλκοολικό άντρα της τον Ηλία με τον οποίον σχέση δεν υφίσταται, νταντεύει και
τον εραστή και συνεργάτη της τον Παύλο, νταντεύει και τον πεθερό της τον
Γιώργη, που συχνά πυκνά τον επισκέπτεται στο σπίτι του. Άντρες που λειτουργούν
ως υποκατάστατα της απουσίας του γιου. Άντρες που υπολείπονται του Γιώργου
Κακκαβή, του πρίγκιπά της, του μονάκριβου κανακάρη της. Άντρες αδύναμοι που
εκλιπαρούν για ένα βλέμμα ή χάδι της. Άντρες που περιστρέφονται σαν δορυφόροι
γύρω από την ίδια γυναίκα.
Το μυθιστόρημα της Μπογιάνου κινείται γύρω από τρεις άξονες: ΕΝΟΧΕΣ-ΤΙΜΩΡΙΑ-ΧΡΟΝΟΣ.
* Οι καφκικές ενοχές: «Αν είχε
κόσμο θα μπορούσε να δικαιολογήσει την εντύπωση ότι την παρακολουθούν. Τώρα
όμως; Γύρω της δεν είναι κανείς. Ψυχή. Ποια αόρατα μάτια έχουν καρφωθεί πάνω
της και την κατασκοπεύουν; Πόσο παρούσα είναι η απουσία;» (σελ. 192).
* Η τιμωρία: «Η αναμονή είναι ένα
είδος τιμωρίας. Της φαίνεται λογικό να τιμωρείται, ούτε για μια στιγμή δεν
πέρασε απ’ το μυαλό της η ιδέα πως η τιμωρία είναι άδικη ή πολύ σκληρή ή
ανάρμοστη. Η τιμωρία είναι αυτή που θα έπρεπε να είναι» (σελ. 177)
* Ο χρόνος: «Ο χρόνος όμως δεν σταματά, κάθε μέρα που περνά σε
φέρνει πιο κοντά στο θάνατο και συγχρόνως σε απομακρύνει από αυτούς που έχουν
ήδη φύγει. Ο χρόνος και οι δύο όψεις του. Είτε αργοσέρνεται σαν χελώνα που
βγήκε περίπατο είτε τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα σαν αμερικάνικη περιπέτεια
στην οθόνη του σινεμά» (σελ. 249). Και αλλού: «…ο χρόνος σου φαίνεται
καλοαναθρεμμένος, όμως δεν είναι, είναι ύπουλος και κακός και, το κυριότερο,
περνάει με ταχύτητα αστραπής, τόσο γρήγορα, όμως προλαβαίνει να γεννήσει
τέρατα… γι’ αυτό πρέπει να φύγει, να προχωρήσει, να κοιτάξει να τον
προλάβει, αυτόν, το χρόνο, τον χαμένο χρόνο» (σελ. 184).
Το ύφος της Μπογιάνου είναι ο γνώριμος εξομολογητικός μονόλογος των
τραγικών προσώπων: της Αγλαΐας που αναζητά τον γιο της, ζαλωμένη τις ενοχές
της· του Ηλία που παρουσιάζεται να μονολογεί πριν και μετά τον θάνατό του· και
του Παύλου, του καραφλού και κοντού συνεργάτη της Αγλαΐας, που πάσχει από
σκλήρυνση κατά πλάκας και ζει στον εικονικό κόσμο του Κυβερνοχώρου μέσα σ’ ένα μαγαζί
φάντασμα κάπου στο κέντρο της Αθήνας.
Τρεις ενήλικοι που συνυπάρχουν αλλά αδυνατούν να επικοινωνήσουν, λες
και ξαφνικά ξέχασαν τις λέξεις και τις σημασίες τους, τρεις ενήλικοι και μια
νεολαία πυροβολημένη, θύτης και θύμα των οριακών καταστάσεων της απώλειας
ταυτότητας που συνεπάγεται η κρίση. Η Αγλαΐα μονολογεί για τον φίλο του γιου
της, αλλά στην ουσία στήνει κανονικό δικαστήριο για τους σημερινούς 20άρηδες:
«Εσύ θα μου μιλήσεις για δικαιώματα, γαμημένο νιάνιαρο, σιγά μη μου κουνήσεις
και το δάχτυλο, παπαριές, καραμέλες που τις πιπιλάτε μέχρι να λιώσουν, μια
στερεότυπη κουβέντα για κάθε περίπτωση, ανοίγετε τα κουτάκια όπως οι
ψυχαναλυτές, η λύση το ορθό. Αυτό είναι το ορθό –ποιο είναι το ορθό, να κάθομαι
εδώ για μια κουβέντα;-» (σελ. 196)
Σε τελική ανάλυση η Μπογιάνου προσφέρει στον αναγνώστη της με τα απλά
υλικά της ιστορίας της μια γνήσια αναγνωστική απόλαυση αλλά ταυτόχρονα και μια
πρόκληση για αναστοχασμό, χωρίς τους μελοδραματισμούς και τις ρηχές εφήμερες
συγκινήσεις που προσφέρουν τα εύπεπτα βιβλία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου