Η Εύα Στάμου (από το 2007 ζει και εργάζεται στην Αθήνα ως ψυχοθεραπεύτρια ατόμων και ζευγαριών)
ύστερα από τρία μυθιστορήματα, μια συλλογή διηγημάτων και μια αγγλόφωνη μελέτη,
επανέρχεται αυτή τη φορά με το έργο «Η επέλαση της ροζ λογοτεχνίας» και
υπότιτλο «Δοκίμιο για την Ευδοκίμηση μιας Μορφής Αφηγηματικού Λόγου».
Το μικρό αλλά
πολύ ενδιαφέρον αυτό δοκίμιο που μόλις εκδόθηκε από τον Gutenberg μάς εισάγει στο σύμπαν της
σύγχρονης «ροζ λογοτεχνίας» (είδος της παραλογοτεχνίας), όπως συχνά αποκαλούμε τα εύπεπτα
αναγνώσματα σεξ και ρομαντικού έρωτα που κατακλύζουν τα ράφια βιβλιοπωλείων, Mall, σούπερ μάρκετ ή κοσμούν
τα τραπεζάκια κομμωτηρίων και άλλων καταστημάτων προσφέροντας πρόσκαιρη
ευχαρίστηση στους πελάτες τους.
Το βιβλίο
εκτός από τον κατατοπιστικό δεκασέλιδο πρόλογο του Γιώργου Δαρδανού με τον εύστοχο δίσημο τίτλο
«Για τη λογοτεχνία του …Παρᾶ» περιλαμβάνει επτά (7) κεφάλαια, ένα παράρτημα με
περικοπές από το αφιέρωμα του περιοδικού «Δέντρο» στην παραλογοτεχνία και τέλος
επιλογή πλούσιας βιβλιογραφίας και χρηστικό ευρετήριο Όρων και Ονομάτων.
Στο βιβλίο
προτάσσεται ως motto
ένα απόσπασμα του Schopenhauer
από το Περί Ανάγνωσης και Βιβλίων:
«Έχοντας στο μυαλό μας ότι όποιος γράφει για τους ανόητους
βρίσκει πάντοτε ευρύ κοινό, καλό είναι να περιορίζουμε αυστηρά τον χρόνο που
διαθέτουμε για διάβασμα και να τον αφιερώνουμε αποκλειστικά και μόνο στην ανάγνωση
των έργων που έχουν αφήσει πίσω τους τα μεγάλα μυαλά όλων των εποχών και όλων
των λαών, δηλαδή εκείνα που, όπως υποδεικνύει και η φωνή της δόξας, δεσπόζουν
ανάμεσα σε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Μόνο αυτά προάγουν πραγματικά τη σκέψη
και καλλιεργούν το πνεύμα».
Στο 1ο
κεφάλαιο με τίτλο «Η παραλογοτεχνία της ροζ κουλτούρας» εξετάζεται αρχικά το
περιεχόμενο του όρου «ροζ λογοτεχνία» (pink-lit)
κυρίως στις αγγλόφωνες χώρες: πρόκειται στην ουσία για σύγχρονα μυθιστορήματα
που επικεντρώνονται σε θέματα ερωτικών σχέσεων αναπαράγοντας γνωστά ρομαντικά
στερεότυπα. Η συγγραφέας εντάσσει αυτά τα κείμενα στο πλαίσιο της ευρύτερης
«ροζ κουλτούρας», δηλ. της παγκοσμιοποιημένης καταναλωτικής λογικής του
προσωρινού και με ημερομηνία λήξεως προϊόντος. Με βάση αυτή τη λογική
προωθούνται βιβλία των διακοπών, των Χριστουγέννων, βιβλία προορισμένα για
δώρα, για τις γιορτές κ.ο.κ.
Στο 2ο
κεφάλαιο με τίτλο «Διάκριση μεταξύ λογοτεχνίας και παραλογοτεχνίας»
παρατίθενται τα κριτήρια διάκρισης των κειμένων που εντάσσονται στο γένος της
παραλογοτεχνίας:
α) Κυριαρχεί
μια γλώσσα αφρόντιστη, γεμάτη κλισέ, τσιτάτα της μόδας, επαναλήψεις και
στερεότυπες εκφράσεις που χρησιμοποιούνται χωρίς φειδώ.
β) Ο
επιφανειακός τρόπος σκιαγράφησης των προσώπων που θυμίζουν περισσότερο
καρικατούρες, χωρίς ποτέ να ολοκληρώνονται (ο πλούσιος και ψυχρός γόης, η πιστή
φίλη, η κουτσομπόλα εξαδέλφη…).
γ) Η
επανάληψη συγκεκριμένων καταστάσεων και προτύπων που αφορούν κυρίως τον ερωτικό
τομέα και εξαντλούνται σε θέματα τετριμμένα, αποφεύγοντας την πρωτότυπη και
τολμηρή παρουσίαση κοινωνικών ζητημάτων.
Το συμπέρασμα
που προκύπτει είναι ότι η παραλογοτεχνία αντλεί το υλικό της από τις κυρίαρχες
κοινωνικές νοοτροπίες, χωρίς να έχει την πρόθεση να τις αμφισβητήσει ή να τις
ανατρέψει.
Στο 3ο
κεφάλαιο η συγγραφέας επιχειρεί μια ιστορική ανασκόπηση, ξεκινώντας από τα τέλη
του 18ου αιώνα με το γαλλικό ρομάντζο και την κυριαρχία των μικροαστών κατά τη
Βιομηχανική Επανάσταση (με τη γλυκερή κατάφασή του στους ενάρετους ήρωες) και
φτάνοντας στη σύγχρονη αμερικάνικη αντίληψη υπερκαταναλωτισμού που διαχεόμενη
σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, καθιερώνει την ροζ λογοτεχνία με στόχο κυρίως τις
γυναίκες.
Στο 4ο
κεφάλαιο αναλύονται τρία συγκεκριμένα έργα της ροζ λογοτεχνίας με παγκόσμια
απήχηση: το Ημερολόγιο της Μπρίτζετ
Τζόουνς (1996) της Έλεν Φίλντινγκ, το Σεξ
και η Πόλη (1997) της Κάντας Μπούσνελ και η πρόσφατη εκδοτική επιτυχία, οι Πενήντα αποχρώσεις του Γκρι (2011) της
Ε.Λ. Τζέιμς. Εδώ θέλω να σημειώσω τον υποδειγματικό τρόπο ανάλυσης των
κειμένων, γεγονός που αποκαλύπτει γιατί αυτά τα βιβλία γνωρίζουν τέτοια
εμπορική επιτυχία παγκοσμίως.
Στο 5ο κεφάλαιο με τίτλο «Η σύγχυση της ροζ λογοτεχνίας με τη
γυναικεία πεζογραφία», η Στάμου καθιστά εξαρχής σαφές πως αυτού του είδους τα έργα
δεν ταυτίζονται με τη γυναικεία γραφή. Παρόλο που είναι γραμμένα από γυναίκες,
απεικονίζουν το γυναικείο μέσα από τον παραμορφωτικό καθρέφτη του λεγόμενου
‘μεταφεμινισμού’. Τα κείμενα αυτά χαρακτηρίζονται από:
α) συντηρητικό χαρακτήρα, εφόσον ακολουθούν τη στοιχειώδη πλοκή του
παραμυθιού της Σταχτοπούτας·
β) τις ανταγωνιστικές σχέσεις της ηρωίδας με τις άλλες γυναίκες·
γ) από το γεγονός ότι οι άνδρες είναι το ‘διαφορετικό’ που η ηρωίδα
οφείλει να καταλάβει και εντέλει να αλλάξει, χωρίς όμως ποτέ να εμφανίζονται
ολοκληρωμένοι και αληθοφανείς·
δ) την ομοιομορφία στις αντιδράσεις όλων των γυναικών·
ε) τη συσκότιση του νοήματος του έρωτα και της σεξουαλικής επιθυμίας·
Σε τελική ανάλυση αυτά τα βιβλία, υποστηρίζει η Στάμου, αγνοούν τα
υλικά της διαχρονικής λογοτεχνίας: την ανθρώπινη τρωτότητα, την ευμετάβλητη
ανθρώπινη φύση, τη μοναδικότητα του προσώπου, την ανάγκη να δοθεί λογοτεχνική
φωνή στη σωματική εμπειρία. Τελικά δεν επιφέρουν την κάθαρση.
Στο 6ο κεφάλαιο με τίτλο «Οι υπερασπιστές της ροζ λογοτεχνίας»
παρουσιάζονται και κρίνονται οι τρεις βασικές υπερασπιστικές γραμμές του εν
λόγω είδους.
Η ελιτίστικη άποψη που υποστηρίζει ότι ανέκαθεν υπήρχε κακή λογοτεχνία
δίπλα στην καλή, οπότε δεν μπορεί να προξενήσει κάποια ζημιά και αδίκως
ανησυχούμε.
Η ωφελιμιστική άποψη πολλών εκδοτών που ισχυρίζονται ότι η κερδοφορία
που προκύπτει από τη μεγάλη ζήτηση και πώληση αυτών των βιβλίων επιτρέπει την
έκδοση ποιοτικών βιβλίων.
Η μηδενιστική άποψη που αμφισβητεί την αρνητική αξιολόγηση της
παραλογοτεχνίας.
Το 7ο και τελευταίο
κεφάλαιο εξετάζει τους λόγους για τους οποίους διαβάζουμε τη διαχρονική
λογοτεχνία, ενώ το βιβλίο ολοκληρώνεται με τρεις καταληκτικές σκέψεις που
ανακεφαλαιώνουν όσα παρουσιάστηκαν:
1ον Αποτελεί
κίνδυνο η σύγχυση που επικρατεί στη συνείδηση των αναγνωστών και των
δημοσιογράφων (που αναλαμβάνουν χρέη κριτικού) ανάμεσα σε προϊόντα και
παραπροϊόντα της λογοτεχνίας.
2ον Η απροθυμία πολλών εκδοτικών οίκων να
επενδύσουν στην καλή πεζογραφία και ποίηση, εφόσον αυτή δεν έχει ‘τζίρο’.
3ον
Οι ίδιοι οι λογοτέχνες διολισθαίνουν συχνά προς την παραλογοτεχνία,
επιδιώκοντας όλα τα πιθανά οφέλη.
Το τελικό
συμπέρασμα – κατά την Στάμου – προκύπτει αβίαστα: η ροζ λογοτεχνία βλάπτει τη
σύγχρονη λογοτεχνία, με τις επιδιώξεις και τις προσδοκίες της, εφόσον
μεταμφιέζεται σε κάτι που δεν είναι και επιδιώκει την κριτική καταξίωση μέσω
εκτενών αναφορών ή τη συμμετοχή της σε λίστες βραβείων λογοτεχνίας.
Πιστεύω πως
είναι ένα βιβλίο που πρέπει να το διαβάσουμε με προσοχή και να αναλογιστούμε
τις διαπιστώσεις του για το τι τελικά συνιστά την εμπορική επιτυχία των ροζ
διαβασμάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου