Ένα από τα πιο πολυσυζητημένα εκφραστικά όπλα του Καβάφη είναι η πανίσχυρη, διαπεραστική ως το κόκαλο ειρωνεία του. Απασχόλησε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, κριτικούς και συγγραφείς του καιρού του, μεταφέρθηκε ως ειδικό αντικείμενο μελέτης στις νεότερες φιλολογικές γενιές και εξακολουθεί να συγκινεί με απαραμείωτη ένταση όσους τον διαβάζουν σήμερα στην Ελλάδα, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Κάτοχος μιας εξαιρετικά λεπτής όσο και έντονα διαβρωτικής γλώσσας, που αποκτά δραστικότερο χαρακτήρα με τη συνεχή αιώρησή της μεταξύ δημοτικής και καθαρεύουσας ή, για να το πω με διαφορετική διατύπωση, μεταξύ λόγιου αναστοχασμού και προφορικής ομιλίας, ο Αλεξανδρινός βρήκε στην ειρωνεία την καλύτερη και την πλέον εμπνευσμένη φλέβα του. Και το περίτεχνο αυτό πνεύμα είχε, τόσο κατά το παρελθόν όσο και στις ημέρες μας, τέτοιο μέγεθος υποδοχής, ώστε συχνά πέρασε στον καθημερινό λόγο με τη μορφή κοινού γνωμικού: υπό τον τύπο μιας αυτονόητης αναφοράς, που όλοι κατανοούν χωρίς δυσκολία μπροστά σε μια κατάσταση η οποία χρήζει άμεσου ειρωνικού σχολιασμού.
Τι ακριβώς, όμως, συμβαίνει με την ειρωνεία του Καβάφη και από πού αντλεί τη δύναμη και την εμβέλειά της; Εντοπισμένη πρωτίστως στα ιστορικά του ποιήματα (ό,τι κι αν σημαίνει ο όρος «Ιστορία» σε μια τόσο υπαινικτική, αμφίσημη και γεμάτη κρυφούς φωτισμούς ποίηση), αποκαλύπτει σε ποικίλες κλίμακες το ηθικό, το πολιτικό, αλλά και το υπαρξιακό του κοσμοείδωλο. Στην επιφάνεια του σπασμένου ή κατά τόπους θολωμένου καθρέφτη, όπου ο Καβάφης προβάλλει τον πολυπρόσωπο θίασό του, καμία ανθρώπινη πράξη και ενέργεια δεν εμφανίζεται ολοκληρωμένη και ακέραια. Σκιές, μισές κινήσεις, πικροί συμβιβασμοί, έλλειψη πίστης, καθώς κι ένας βαθιά ριζωμένος σχετικισμός, που συγχωρεί την τυραννία του φόβου, την ανάγκη της υποχώρησης και τη ματαιότητα της φιλοδοξίας, χωρίς, ωστόσο, την ίδια ώρα, να κλείνει τα μάτια ενώπιόν των συνεπειών τους, προσπερνώντας αβρόχοις ποσίν τους ακρωτηριασμούς με τους οποίους εκ των πραγμάτων σημαδεύουν τη συνείδηση: να, σε πυκνή ανάπτυξη, ένα μεγάλο κομμάτι της καβαφικής ποιητικής σφαίρας μαζί με τα αμετάθετα ζητούμενά της. Ζητούμενα που μόνο με τη συνδρομή του δίβουλου φρονήματος, το οποίο προϋποθέτει η απόσταση της ειρωνείας, μπορεί να πάρουν σάρκα και οστά και να ανθήσουν στην πλήρη τους ένταση. Κι αξίζει, ίσως, τον κόπο να θυμηθούμε εν προκειμένω πως ζωή και τέχνη συμπορεύονται πάντα αξεχώριστα στο πλαίσιο μια τέτοιας έντασης, αποκαλύπτοντας τον άλλοτε αντιθετικό και άλλοτε μοιραία πλησίστιο δεσμό τους.
Κι αν στην κεκλιμένη ειρωνική γραμμή του Καβάφη η τέχνη αναγκάζει τον ποιητή να ψάξει, ελλείψει της δικής της πεισματικής άρνησης, άλλες δόξες και αγάπες ή λατρείες («Η σατραπεία»), και δεν διστάζει να τον απειλήσει με παύση πληρωμών μεταθανατίως («Η τράπεζα του μέλλοντος»), να τον σπρώξει σε πλήθος φανφαρόνικα καμώματα για μια παιδεία της οποίας μόνο κατ' εξαίρεση έχει δεχτεί την επίσκεψη («Φιλέλλην»), όπως και να μειδιάσει με νόημα όταν κάτω από το λοφίο της λογιοσύνης του λάμπει δια της απουσίας της η οποιαδήποτε αλήθεια («Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης»), και η ζωή, από τη μεριά της, δεν δείχνει λιγότερο σκληρή και μάταιη. Οι καβαφικοί ήρωες νιώθουν συχνά έτοιμοι να παραδώσουν ψυχή και σώμα χωρίς αντιστάσεις, βυθισμένοι στην απραξία και στην απάθεια («Περιμένοντας τους βαρβάρους»), στήνουν σωστά πανηγύρια γύρω από τα ψέματα της πολιτικής εξουσίας («Το 31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια», «Αλεξανδρινοί βασιλείς»), τρέχουν να υμνολογήσουν όποιον διεφθαρμένο έχει κερδίσει το παιχνίδι («Εν δήμω της Μικράς Ασίας», «Ας φρόντιζαν»), πεθαίνουν από πλήξη όταν φορούν κατάσαρκα το κοστούμι της δημόσιας ισορροπίας («Μεγάλη εορτή του Σωσιβίου»), αισιοδοξούν ανύποπτοι λίγο πριν από το βέβαιο θάνατό τους («Η διορία του Νέρωνος»), προσπαθούν πάση θυσία να αποφύγουν τη δοκιμασία και τη φιλοπονία («Εν μεγάλη ελληνική αποικία, 200 π.Χ.»), συντρίβονται υπό το βάρος των ηγεμόνων τους («Ο Δαρείος») και μετέρχονται οιοδήποτε μέσον προκειμένου να επιβιώσουν («Η δυσαρέσκεια του Σελευκίδου»).
Ο Νάσος Βαγενάς έχει ασφαλώς δίκιο όταν σημειώνει ότι στον καβαφικό στίχο συναντιούνται δύο είδη ειρωνείας: η λεκτική και η δραματική. Η λεκτική ως αντίθεση του ρηματικού περιεχομένου των λέξεων με τα νοήματα και τα αισθήματα που οι ίδιες σιωπηρώς υποβάλλουν και η δραματική ως αντίθεση (ή και σύγκρουση) της μιας ποιητικής κατάστασης με την άλλη - άλλα πιστεύουν οι ήρωες για τον εαυτό τους και το περιβάλλον τους κι εντελώς διαφορετική αποδεικνύεται η πραγματικότητα. Ο Καβάφης παίζει αδιάκοπα με την αυταπάτη και την ψευδαίσθηση και η ειρωνική του φαντασία, όπως την ορίζει υπό αυτή την έννοια ο Γιάννης Δάλλας, δεν είναι τίποτε άλλο από το μέσον που χρησιμοποιεί για να εξασφαλίσει μια ζωτική απόσταση από τα τεκταινόμενα των ποιημάτων του, κρύβοντας από τον αναγνώστη την προσωπική του συμμετοχή στη δραματική τους συνθήκη.
Ακόμη κι όσοι δεν ερεύνησαν και δεν κατόρθωσαν στην εποχή του να εννοήσουν εξ ολοκλήρου την ειρωνική μέθοδο του Καβάφη, πρόλαβαν σε κάθε περίπτωση να καταλάβουν τη σημασία και τη λειτουργία της ποιητικής απόστασης στη δουλειά του. Ο Ε. Μ. Forster (1919) διέκρινε την απομάκρυνσή του από το αντικείμενο, ο Τέλλος Άγρας (1933) σημείωσε το διχασμό της ποίησής του ανάμεσα σε αντικείμενο και υποκείμενο, ενώ ο Κ. Θ. Δημαράς (1932) μίλησε για τέχνη της μίμησης και για ηθοποιία (και για να υποδυθώ, προφανώς, έναν ρόλο πρέπει να παραμερίσω τον εαυτό μου). Κι αν στο σημείο αυτό συνυπολογίσουμε και τα σύγχρονα φιλολογικά πορίσματα για τους δεσμούς του Καβάφη, μέσω του Νασρεντίν Χότζα, με τη σατιρική λαϊκή γνωμολογία, δύσκολα, φαντάζομαι, μπορούμε να αμφιβάλλουμε τόσο για τις προθέσεις όσο και για το αποτέλεσμά του. Αρκεί να κοιτάξουμε ξανά, έστω και τυχαία ή επί τροχάδην, τα ποιήματά του και δεν θα αργήσουμε να μπούμε στο οπτικό πεδίο της πλάγιας όρασής τους: σ' έναν χώρο όπου κάθε αξία ανεβαίνει σε διπλή ζυγαριά, για να μετρηθεί στο θετικό και στο αρνητικό της πρόσημο, χωρίς, όμως, ποτέ να καταλήγει σ' ένα παρήγορο και βολικό για όλους ισοζύγιο. Το μοναδικό εκείνο «και τα λοιπά, και τα λοιπά. Λαμπρά ταιριάζουν όλα», που καμία αγωνία δεν καθησυχάζει, βεβαίως, και κανένα αίσθημα ασφάλειας, όπως κι αν το σκεφτούμε, δεν εμπνέει, είναι η εμβληματική κωδικοποίηση του κόσμου που μας κληροδότησε ο Καβάφης: ενός κόσμου που αμφιβάλλει συνεχώς για το οτιδήποτε, χωρίς την παραμικρή οργή και ζέση (ποιος να καταγγείλει ποιον, και για ποιον λόγο), μέσα από ένα σαρδόνιο μόνο και στραβό χαμόγελο.
[ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, «Ε», ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 06/06/2003]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου