της φιλολόγου Ελένης Πατσιατζή
«…Κάπου κάπου, μέσα σε χίλιους ανθρώπους βρίσκεις μισό άθρωπο που σιχάθηκε τα δασκάλικα, που δι-ψά ν’ ακούσει γλώσσα δική του. Αφτός ο μισός θα γίνει ένας σωστός και δε θα τα θέλει μισά. Αφτός ο ένας ο σωστός θα γίνη πάλε χιλιάδα κι αφτή η χιλιάδα θα γίνη χιλιάδες και χιλιάδες. Έτσι λίγο προχωρούμε και στο τέλος μάς φωτίζει η αλήθεια. Σταθήτε μονάχα να βγη ο ένας που να νοιώθει από τέχνη, που νάχη φαντασία και ποίηση. Να διήτε πως βάζει κάτω τον κακόμοιρο το δάσκαλο που γράφει καλά. Αφτός ο ένας – ακούτε με και μένα- από τον Περαία θα μας βγη καμιά μέρα». Γ. Ψυχάρης, Οικιακά κυνάρια
Δε γνωρίζω αν ο κος Οικονόμου είναι εκείνος που από παλιά περίμενε ο δημοτικιστής Γιάννης Ψυχάρης. Άλλωστε οι εποχές μεσσιανισμού έχουν περάσει ανεπιστρεπτί–ευτυχώς…Αυτό που γνωρίζω είναι πως ο συγκεκριμένος Πειραιώτης συγγραφέας κατάφερε πριν από ένα περίπου χρόνο να ταράξει ευχάριστα τα εκδοτικά ύδατα της πενιχρής μας διηγηματικής παραγωγής. Πλήθος κριτικών προσεγγίσεων διθυραμβικού χαρακτήρα ακολούθησαν κι ο χορός των αναγνώσεων καλά κρατεί. Οι διαδο-χικές επανατυπώσεις –σε μια δύσκολη εκδοτικά συγκυρία…- πιστοποιούν του λόγου το αληθές. Τα διηγήματα αυτά αποτελούν πλέον σημείο αναφοράς για το ενημερωμένο αναγνωστικό κοινό.
Λόγω καταγωγής, κυρίως, πολλοί έσπευσαν να παραλληλίσουν τη γραφή του Νικαιώτη Χ. Οικονόμου με εκείνη του έτερου Πειραιώτη διηγηματογράφου, Δημoσθένη Βουτυρά. Η αλήθεια είναι πως αν μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως υπάρχει «Πειραϊκή Σχολή» ο Δημ. Βουτυράς θα ήταν ο αναμφισβήτητος ηγήτορας. Κι αυτός, έναν αιώνα πριν, με τα διηγήματά του έδωσε το στίγμα της καθημερινής ζωής των ανθρώπων του μόχθου της πόλης μας από το 1897 έως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κυριαρχεί συχνά και σε αυτόν ο εσωτερικός μονόλογος που αποδίδει με ενάργεια τους προβληματισμούς και τους εσωτερικούς παλμούς των βιοπαλαιστών του άστεως.Θα διαφωνήσω όμως με τη σύγκριση.
Βρισκόμαστε πλέον στον 21ο αι. κι ο κος Οικονόμου είναι ένας σύγχρονος διηγηματογράφος που με ανάλογη κοινωνική ευαισθησία, ξετυλίγει τα νήματα ζωής των εργατικών στρωμάτων των λαϊκών συνοικιών του Πειραιά και, μέσω αυτών, των καταχρεωμένων κοινωνικών στρωμάτων των σύγχρονων αστικών κέντρων, ευρύτερα. Η γραφή του είναι ολότελα διαφορετική. Λιτή, προφορική, ακολουθεί μεν με σεβασμό τα βήματα των μεγάλων δασκάλων της διηγηματογραφίας (Τσέχωφ, Παπαδιαμάντη- ιδίως στην απόδοση μιας ιδιαίτερης ατμόσφαιρας), αλλά προχωρά γοργά προς την πλήρη αφαιρετικότητα των μοντέρνων αμερικανών διηγηματογράφων, φθάνοντας ακόμα και στην αστιξία.
Προσεγγίζοντας αδρομερώς τις δύο συλλογές διηγημάτων του, παρατηρούμε τη συνεπή κι έντιμη αφηγηματική γραφή του.
Στην πρώτη συλλογή διηγημάτων, με τίτλο «Η γυναίκα στα κάγκελα» (έτος 2003) η θεματολογία κινείται γύρω από υπαρξιακά αδιέξοδα που έχουν ως κοινό παρονομαστή την Απώλεια (συντρόφου, πατέρα, ευκαιριών ζωής, εργασίας, ακόμα και συνείδησης!…). Λόγος ήδη κατακτημένος, δυνατός, πυκνός, αφαιρετικός, χωρίς μελοδραματισμούς και συγκινησιακές εκπτώσεις, προλειαίνει το έδαφος για τις συγγραφικές κατακτήσεις που θα ακολουθήσουν στο «Κάτι θα γίνει, θα δεις» (έτος 2010), ένα έργο ωριμότητας κι ιδιαίτερης συγγραφικής τεχνικής, που δίκαια εντυπωσίασε με τη δυναμική του.
Και στην πρώτη του συλλογή οι ιστορίες είναι ιδιαίτερα δυνατές από άποψη περιεχομένου. Ο περιβάλλων χώρος δεν περιορίζεται μόνο στις συνοικίες του Πειραιά (που υπάρχουν κι αυτές…) αλλά κινείται και σε διάφορες περιοχές του Ελλαδικού χώρου (Βόλος, Γρεβενά κα). Οι ήρωες ανήκουν σε ποικίλα κοινωνικά στρώματα κι αντιμετωπίζουν την Απώλεια και το Κενό, που εκείνη προκαλεί, με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με την ψυχική τους ποιότητα. Κι εδώ διακρίνονται τα βασικά χαρακτηριστικά της αφηγηματικής του γραφής. Ο-συχνά ποιητικός…-συμβολισμός, η αφαιρετικότητα, η ψυχογραφική δεινότητα, η λιτότητα στα εκφραστικά μέσα, η αφηγηματική αποτύπωση στιγμιοτύπων της σκληρής πραγματικότητας των ηρώων κι οι εντυπωσιακά καίριες παρομοιώσεις. Ιδίως στο διήγημα «Γονδολιέρης για μια νύχτα» η συγγραφική δεινότητα απογειώνει την ιστορία μέσα από πληθώρα τεχνικών κατακτήσεων όπως ο κύκλος ,η πλαστοπροσωπία, οι αντιθέσεις φωτός - σκιάς, ζωής και θανάτου.
Στο σύνολό τους οι ιστορίες που διηγείται είναι τραγικές-αλλά και τόσο οικείες…-, δοσμένες με ένα νεο ρεαλισμό συχνά υπερβατικό. «Δεν υπάρχει τίποτα τραγικό, είναι όλα αναμενόμενα, καμιά έκπληξη», μας αναφέρει ο ήρωας στο διήγημα «Ο πατέρας μου ντυμένος δέντρο». Αυτήν τη στάση απέναντι στην πραγματικότητα βλέπουμε να υπερασπίζεται και στην επόμενη συλλογή του, στην «Κάτι θα γίνει, θα δεις .
Ο αμφίσημος τίτλος της αποτελεί πιθανότατα εξέλιξη της φράσης «Θα περάσει, θα δεις» που ανακαλύπτει ο προσεκτικός αναγνώστης στο πρώτο κιόλας διήγημα «Πόσο μακριά θα σ’ άφηναν να πετάξεις;» της πρώτης του συλλογής. Ωστόσο, η αισιοδοξία που διαφαινόταν στο ρηματικό σύνολο «Θα περάσει…» έχει δώσει πλέον τη σειρά της στην απλή παραδοχή «Κάτι θα γίνει…». Μια παραδοχή που επιδέχεται πολλαπλών προσεγγίσεων, ανάλογα με την οπτική του αναγνώστη (χαρακτηριστικό άλλωστε, της σύγχρονης γραφής). Ο φύσει αισιόδοξος, διαβάζοντας τον τίτλο και μόνο, θα ελπίσει πιθανότατα σε αίσια έκβαση της μυθοπλασίας ενώ ο πεσιμιστής θα κουνήσει αποδοκιμαστικά το κεφάλι. Ο ίδιος ο συγγραφέας παραμένει διακριτικά «σιωπηλός» αφήνοντας μας μόνους με το έργο του, το οποίο έτσι αυτονομείται και ζητά τη δική μας αναγνωστική κι ερμηνευτική πνοή.
Όλα τα διηγήματα αυτής της δεύτερης συλλογής έχουν ως χώρο δράσης συνοικίες της πόλης μας. Λιμάνι, Νίκαια, Δραπετσώνα, Χαραυγή, Κερατσίνι, ακόμα και Σαλαμίνα συμπρωταγωνιστούν με τους ήρωες. Το υποβαθμισμένο χωροταξικά αστικό τοπίο αυτών των περιοχών γίνεται το σκηνικό όπου οι ζωές των ηρώων υποβαθμίζονται κι εκείνες ραγδαία. Ακόμα και η μικροαστική κατάσταση για κάποιους από αυτούς, που οδεύουν ταχύτατα προς την περιθωριοποίηση, μοιάζει με μακρινό όνειρο…
Έτοιμες «συνταγές ζωής»,που τόσο εύκολα διαχέονται σήμερα, ιδίως στο συγγραφικό χώρο, δεν υπάρχουν στο έργο του. Άλλωστε δεν πρόκειται για εγχειρίδια αυτοβοήθειας από εκείνα που έχουν πλέον κατακλύσει τα ράφια των βιβλιοπωλείων και τις λίστες ευπώλητων στις εφημερίδες και τα περιοδικά. Είναι σαφές πως το έργο του Χ. Οικονόμου δεν συμπεριλαμβάνεται στα αναγνώσματα των δύο ημερών που συντροφεύουν τους αναγνώστες της θερινής ραστώνης και μόνο. Τα διηγήματά του, με τη έντασή τους, ενεργοποιούν και καθορίζουν την προσωπική οπτική του αναγνώστη τους. Εγχαράσσονται στη μνήμη του κι επανέρχονται κάθε φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με τα προσωπικά ή κοινωνικά αδιέξοδά μας. Όχι όμως μέσα από ένα πρίσμα υπαρξιακού τέλματος αλλά μιας απόλυτης κατανόησης κι αποδοχής της πραγματικότητας
Έχει εύστοχα λεχθεί πως «Κάθε διήγημα του Χ. Οικονόμου είναι μια γροθιά στο στομάχι». Κι έτσι είναι. Αυτή άλλωστε οφείλει να είναι και η ουσία της σύγχρονης μυθοπλασίας σε εποχές εξαιρετικά οδυνηρές για την πλειονότητα των κατοίκων του πλανήτη μας. Κάθε φράση του σε υποχρεώνει με την εσωτερική δύναμή της να σταθείς, να την ξαναδείς, να την ξαναζήσεις. Οι ήρωές του, άνθρωποι των λαϊκών συνοικιών του Πειραιά, πορεύονται με αξιοπρέπεια τον προσωπικό τους δρόμο που είναι όμως γεμάτος επικίνδυνες στροφές, γκρεμούς κι αδιέξοδα. Ζουν και κινούνται σε γνώριμα μονοπάτια, βιώνουν αντιξοότητες κι ανατροπές, απώλειες και συντριβές, όπως όλοι μας άλλωστε. Χαρακτήρες διαμορφωμένοι μέσα από την καθημερινή βιοπάλη και τη βαρβαρότητά της. Υπάρξεις καθηλωμένες, εγκλωβισμένες στις συμπληγάδες απρόσωπων μηχανισμών, που οδηγούνται διαρκώς προς το περιθώριο, τόσο το οικονομικοκοινωνικό όσο και το πολιτικό. Ένα περιθώριο συνυφασμένο άρρηκτα με τα προσωπικά αδιέξοδά τους. Ήρωες τραγικοί που, όπως ο Μάκβεθ, ονειρεύονται το τέλος του εφιάλτη που ζουν ενώ βουλιάζουν όλο και πιο πολύ σ’ αυτόν. Παρατηρούν τη συνεχή πτώση τους ,την πορεία τους προς την ήττα εν πλήρει συνειδήσει. Δεν υπάρχει τραγωδία χωρίς συνείδηση του εφιάλτη. Υπάρχει όμως τραγωδία χωρίς κάθαρση, παρά τη γνωστή ρήση του Αριστοτέλη… Κι αυτή την έλλειψη της καθαρτήριας διεξόδου συναντάμε διαρκώς στα κείμενα αυτά.
Στον κόσμο του κου Οικονόμου, οι ήρωες βιώνουν, όπως και οι σαιξπηρικοί ήρωες, δράματα καταστάσεων που τους επιβάλλονται. Δεν «παραιτούνται» από τη Ζωή, «απολύονται»… Άνθρωποι-γρανάζια ενός αόρατου άτεγκτου Μηχανισμού, δεν ευελπιστούν σε «βολέματα» μέσω θεσμών πατρωνείας ούτε στην τέλεση θαυμάτων. Αν και συχνοί οι χρονικοί εντοπισμοί (και στις δύο συλλογές) σε εποχές θρησκευτικών εορτών (κυρίως του Πάσχα), οι ήρωες ζουν τα προσωπικά τους δράματα διανύοντας μόνοι το δικό τους Γολγοθά,χωρίς καμιά ελπίδα Ανάστασης. Αντίθετα, οι αναφορές στις μεγάλες θρησκευτικές εορτές και το μαζικό τους χαρακτήρα κορυφώνουν το αίσθημα της μοναξιάς και της απόγνωσης. Χαρακτηριστικά, στο διήγημα «Κι ένα αβγό κίντερ για το παιδί» ο ήρωας ,απολυμένος από εργοστάσιο του Ρέντη που πλέον έχει κλείσει, ανήμερα Μεγάλης Παρασκευής καταλήγει σε κατάσταση επαιτείας στην εκκλησία της Οσίας Ξένης. Εκεί, κοιτάζοντας τον Εσταυρωμένο, μονολογεί: «Βέβαια. Αφού ξέρεις ότι θ’ αναστηθείς. Δεν υπάρχει θάνατος. Δεν υπάρχει τίποτα. Ένα θέατρο είναι όλα ». Εδώ και πάλι ο λόγος του συγγραφέα μας παραπέμπει στο σαιξπηρικό theatrum mundi, την ελισαβετιανή σκηνή, όπου διαδραματίζονται τα dramatis personae των ηρώων του, κι εκείνα, επίσης, χωρίς την ελπίδα της αρχαιοελληνικής κάθαρσης..
Το χιούμορ, ως σανίδα σωτηρίας, ενυπάρχει μόνο με τη μορφή πικρού σαρκασμού. Σε έναν κόσμο συνεχούς Απώλειας ,όπου το ηρωικό είναι να καταφέρεις να διατηρήσεις την ανθρωπιά και την αξιοπρέπειά σου, το μειδίαμα δε μπορεί παρά να σπανίζει, να είναι ακριβό, όπως και η ίδια η Ζωή. Ακόμα κι όταν ο ήρωας στο «Πλακάτ με σκουπόξυλο» προσπαθεί να αντιμετωπίσει με χιούμορ τον αιφνίδιο θάνατο από ηλεκτροπληξία του καλύτερού του φίλου, του Πέτρου, κι ανεκδοτολογεί («Τι’ ναι μαύρο και τινάζεται στο κρεβάτι; Ο Πέτρος!»...) τελικά καταλήγει σε ένα νευρικό, σπασμωδικό γέλιο συνοδευόμενο από σπαρακτικό λυγμό.
Οι οπτικές εικόνες αποδίδονται με γραμμές αδρότατες, ιμπρεσσιονιστικές στη δυναμική τους ,με πινελιές που θυμίζουν τους πίνακες του Βαν Γκογκ. Η χρωματική παλέτα όμως κινείται σε τόνους εξπρεσιονιστικούς και φόρμες που θυμίζουν την τέχνη του Ε. Munch και συγκεκριμένα τον πιο γνωστό πίνακά του, την υπαρξιακή «Κραυγή». Έντονες αποχρώσεις, με κυρίαρχο χρώμα το κόκκινο, αυτό που άφθονο ρέει στις φλέβες των πρωταγωνιστών, κάποτε και στους τόπους ατυχημάτων, εκεί όπου συχνά πέφτει η αυλαία της ζωής τους. ΄Εντονη και η παρουσία του λευκού, ιδίως όπου κυριαρχεί το μοτίβο του επερχόμενου θανάτου. Χρώματα που δεν παραπέμπουν μόνο στην τέχνη της ζωγραφικής αλλά και στην όμορη τέχνη της ποίησης. Συχνά μας θυμίζουν ποιήματα του Σαχτούρη με την ένταση και την ακρίβειά τους. Η τέχνη της ποίησης όμως μας έρχεται στο μυαλό και κάθε φορά που η ασθματική γραφή, με τον έντονο ρυθμό και την αφαιρετικότητά της, απογειώνει τις περιγραφές των εσωτερικών κι εξωτερικών τοπίων. Η γλώσσα συχνά εμφανίζεται σκληρή, σοκαριστική, εξυπηρετώντας απόλυτα τις ανάγκες του περιεχο-μένου με το οποίο βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία και δημιουργεί με την πλαστικότητά της εικόνες εξαιρετικές. Η εικονοπλασία ωστόσο δεν είναι μόνο οπτική, είναι και ακουστική. Η μουσική υπόκρουση που συνοδεύει συχνά την αφήγηση, άλλοτε κινείται σε ήχους ρεμπέτικου άλλοτε αμερικάνικου μπλουζ κι άλλοτε ροκ, ανάλογα με τη ψυχολογική κατάσταση των πρωταγωνιστών. Οι ήρωες ακούν τη μουσική που συνάδει με την κοινωνική και ψυχολογική τους θέση (Χαρακτηριστικό παράδειγμα και το διήγημα με τον τίτλο «Πιπλ αρ στρέιντζ», όπου η ηρωίδα αναπολεί την ανέμελη εφηβεία της και το τραγούδι των Doors που την καθόρισε). Η μοναξιά τους και η κραυγή της εσωτερικής τους αγωνίας δε θα μπορούσε να αποδοθεί με μουσικά είδη που είναι πιο αγαπητά σε άλλα κοινωνικά στρώματα. Το γούστο τους είναι προκαθορισμένο, όπως είναι και οι συνθήκες της ζωής τους, από την κοινωνική τάξη και τον τόπο διαβίωσής τους.
Είναι σαφές πως τα διηγήματα του κου Οικονόμου είναι γραμμένα με τρόπους υψηλής αφηγηματικής τεχνικής. Προσημάνσεις, κυκλικά σχήματα, ασύνδετα, ελλείψεις, επιταχύνσεις καθιστούν διαρκώς το ρυθμό ταχύ, σχεδόν ασθματικό. Ακόμα κι οι επαναλήψεις εξυπηρετούν το ρυθμό της αφήγησης. Πολλά εκφραστικά σχήματα δε θα συναντήσουμε λόγω της αφαιρετικότητας και της προφορικότητας του λόγου. Δε θα ταίριαζαν ως μορφή με το συγκεκριμένο λιτό κι ενίοτε σκληρό περιεχόμενο. Καμία ωραιοποίηση. Συνειδητά. Μόνη εξαίρεση, και σ’ αυτή τη συλλογή, η συχνή χρήση της παρομοίωσης. Εντυπωσιακά εύστοχες αντιστοιχίσεις αντικειμένων και συμβόλων τους, παραπέμπουν στους μεγάλους κλασικούς συγγραφείς. Δημιουργούν όμως και ένα νέο κόσμο εικόνων που συνυπάρχει παράλληλα με την ιστορία. Συχνά, γύρω από μια παρομοίωση πλέκεται σταδιακά όλος ο αφηγηματικός ιστός ενός διηγήματος ή με μια καίρια παρομοίωση κορυφώνεται η εσωτερική δράση του.
Τελικά, ο κόσμος του κου Οικονόμου είναι ο κόσμος μας. Ο κόσμος του αποτυχημένου τέλους της μεταπολίτευσης, της οξυμένης οικονομικοκοινωνικής κρίσης,της απόλυτης αμηχανίας για τις επικείμενες εξελίξεις. Οι ήρωές του είναι οι «άνθρωποι της διπλανής πόρτας» όχι μόνο γιατι στεγάζονται σε κάποια από τις συνοικίες του Πειραιά αλλά και γιατί μπορεί εν δυνάμει να είναι κάποιοι από εμάς .
Αν και είναι παραπάνω από σαφές πως ο συγγραφέας δεν πολιτικολογεί, δεν εδράζει στο επίκαιρο, δεν εκπίπτει σε πρόχειρες καταγγελίες και δεν προτείνει σενάρια «μεσσιανικού» χαρακτήρα, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε στην πολιτική πικρία κι αμηχανία που αναδύεται υπόγεια από το σύνολο των διηγημάτων του. Η αδυναμία της σύγχρονης Πολιτικής να συνδράμει στην άμβλυνση των κοινωνικών αδιεξόδων είναι η πραγματικότητα που όλοι ζούμε σε εποχές κυριαρχίας της απάθειας, της παραίτησης. Αυτή τη ζοφερή κατάσταση, με τρόπο ρεαλιστικό και συνάμα ποιητικό (πόσο δύσκολο, πράγματι…) μας παρουσιάζει με συγγραφική δεινότητα ο κος Οικονόμου.
«Κάτι θα γίνει»; Θα δούμε…
[Η εισήγηση θα διαβαστεί στην εκδήλωση της Ιωνιδείου Σχολής Πειραιά, στις 18/2/2011]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου