Στην Κύπρο, το νέο δημόσιο, δημοκρατικό σχολείο είναι γεγονός. Εκεί η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση δεν αποτελεί προϊόν πρόχειρων εξαγγελιών. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, στηρίχτηκε στη γενναία χρηματοδότηση, αλλά κυρίως στην ουσιαστική συμμετοχή των μάχιμων εκπαιδευτικών, οι οποίοι υπήρξαν κοινωνοί της.
Αρχιτέκτονας του εκσυγχρονισμού της δομής και του περιεχομένου της εκπαίδευσης στην Κύπρο, από το νηπιαγωγείο ώς το εννιαίο λύκειο, είναι ο καθηγητής του ΑΠΘ Γιώργος Τσιάκαλος.
Ο ίδιος εξηγεί στην «Κ.Ε.» ότι «η Κύπρος δεν είναι πρόθυμη να επιτρέψει την ακύρωση αυτού του στόχου, για καμία ιδεοληψία και καμία ιδιοτέλεια». Ενας στόχος, βέβαια, που συνοδεύτηκε από την ανάλογη οικονομική υποστήριξη: «Η Κύπρος έρχεται πρώτη σε δαπάνες για την παιδεία στην Ευρώπη και δεύτερη στις χώρες του ΟΟΣΑ (8,5% του ΑΕΠ)». Δικαίως θεωρεί ότι «μπορεί να γίνει στην εκπαίδευση η Φιλανδία της Ευρώπης», τονίζοντας, μάλιστα, ότι «έχει όλα τα εφόδια για να καταφέρει το ίδιο ακόμη και σε ανώτερο βαθμό». Τι εννοεί, όμως, ο καθηγητής όταν μιλάει για το νέο δημοκρατικό σχολείο;
«Αυτό που βλέπει κανείς απ' έξω είναι ότι μειώθηκαν οι ώρες διδασκαλίας, μεγάλωσαν τα διαλείμματα και η τελευταία ώρα κάθε ημέρα αφιερώνεται στην "εμπέδωση", έτσι ώστε να μην χρειάζεται η "συνδιδασκαλία" των γονέων στο σπίτι. Στην πραγματικότητα αυτά αποτελούν απλώς μερικά από τα εμφανή γνωρίσματα ενός δημοκρατικού και ανθρώπινου σχολείου. Δημοκρατικό χαρακτηρίζεται ένα σχολείο στο οποίο φοιτούν μαζί όλα τα παιδιά, ανεξάρτητα από όποιες ιδιαιτερότητες (αναπηρία, καταγωγή, πολιτισμικό περιβάλλον), και στο οποίο όλα τα παιδιά, χωρίς καμιά εξαίρεση, έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν όλα όσα χαρακτηρίζουν σήμερα έναν μορφωμένο πολίτη».
«Αυτό επιτυγχάνεται», προσθέτει, «μόνον όταν τα αναλυτικά προγράμματα είναι έτσι δομημένα ώστε όλα τα παιδιά να μπορούν να πετύχουν τους μαθησιακούς στόχους, ανεξάρτητα από τον προσωπικό ρυθμό μάθησης και την υποστήριξη που έχουν στο σπίτι. Αντίστοιχα, ανθρώπινο χαρακτηρίζεται ένα σχολείο που δεν κλέβει από τα παιδιά την παιδική ηλικία και τη νεότητα, αλλά αντίθετα δίνει σ' αυτά τη δυνατότητα να βιώσουν αυτές τις περιόδους ως τις πιο ωραίες στη ζωή του ανθρώπου».
Όσο κι αν φαίνεται πρωτάκουστο για τα δικά μας δεδομένα, η συγκεκριμένη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση αποτελεί καρπό των διαβουλεύσεων μεταξύ των πολιτικών και κοινωνικών φορέων, αλλά και της εκπαιδευτικής κοινότητας:
«Οι διαβουλεύσεις δεν προηγήθηκαν, αλλά ήταν μέρος της διαδικασίας. Δηλαδή δεν υπήρχαν από την πλευρά μας έτοιμες προτάσεις τις οποίες καλούνταν οι άλλοι να αποδεχτούν ή, έστω, να αποδεχτούν ως βάση συζήτησης. Αφετηρία του εγχειρήματος αποτελούσε μόνο η βούληση να χτιστεί ένα δημοκρατικό και ανθρώπινο σχολείο. Με αυτήν ως μοναδική αδιαπραγμάτευτη αφετηρία υπήρξαν πολλές συζητήσεις με τα πολιτικά κόμματα, τις οργανώσεις και τις παρατάξεις των εκπαιδευτικών, τους συλλόγους των γονέων και χιλιάδες πολίτες σε εκατοντάδες συγκεντρώσεις».
Για τις αλλαγές στο λύκειο και ειδικά για την ενοποίηση του Ενιαίου Λυκείου με την Τεχνική Εκπαίδευση, ο κ. Τσιάκαλος τονίζει ότι: «Η ενοποίηση είναι το πιο δύσκολο μέρος του εγχειρήματος. Θα χρειαστεί χρόνο για να επιτευχθεί. Η πρόταση για το λύκειο περιλαμβάνει ένα υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές πρόγραμμα ανθρωπιστικής και κοινωνικής παιδείας για τη β' και τη γ' Λυκείου, στο οποίο όλα τα μαθήματα γίνονται με συνεργατικές και βιωματικές μορφές μάθησης. Και την επιλογή ενός προγράμματος εμβάθυνσης (από 15 συνολικά), με τρία μαθήματα και πολλές ώρες διδασκαλίας».
Απώτερος στόχος είναι η δευτεροβάθμια εκπαίδευση να συνδέεται με την ελεύθερη πρόσβαση στα πανεπιστήμια: «Τα προγράμματα εμβάθυνσης (π.χ. κλασικές σπουδές, φυσικές επιστήμες, βιοεπιστήμες κ.λπ.) από τη φύση τους εγγυώνται την καλή προετοιμασία των μαθητών για συγκεκριμένα τμήματα. Και εφόσον ο αριθμός των θέσεων στα τμήματα αυτά είναι μεγαλύτερος του αριθμού των υποψηφίων, αφαιρούν κάθε νόημα από τις εισαγωγικές εξετάσεις».
Εξυπακούεται, βέβαια, ότι τίποτα από τα παραπάνω δεν έγινε βεβιασμένα. Το εγχείρημα ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2008 και τα αναλυτικά προγράμματα παραδόθηκαν στον υπουργό Παιδείας τον Αύγουστο του 2010. Φέτος τα σχολεία «μπολιάστηκαν» με κάποια στοιχεία από τα νέα προγράμματα. Από το επόμενο σχολικό έτος θα ξεκινήσει η γενική, αλλά σταδιακή, εισαγωγή τους σε όλα τα σχολεία. Υπολογίζεται ότι η εισαγωγή τους θα ολοκληρωθεί το σχολικό έτος 2013-2014.
Ρωτάμε τον κ. Τσιάκαλο, αν θεωρεί αδύνατο να πραγματοποιηθεί ένα παρόμοιο εγχείρημα στην Ελλάδα: «Απίθανο ναι, όχι όμως αδύνατο! Η βεβαιότητα των εκάστοτε κυβερνώντων ότι τα ξέρουν όλα καλύτερα απ' όλους τους άλλους, η πεποίθησή τους ότι ελλείψεις και στρεβλώσεις δεκαετιών μπορούν να διορθωθούν ακαριαία με μόνη την άσκηση εξουσίας, και, κυρίως, η αδυναμία τους να δουν τους μάχιμους εκπαιδευτικούς ως φίλιες δυνάμεις με δική τους πολύτιμη άποψη και όχι ως αντιπάλους, είναι αυτά που κάνουν να φαντάζει απίθανη η αλλαγή που χρειαζόμαστε. Γιατί όμως να μην ελπίζουμε ότι κάποια στιγμή μπορεί να αλλάξουν τα πράγματα;».
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 16/1/2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου