Η θερμάστρα του Ζολά
Στις 13 Ιανουαρίου 1898, η εφημερίδα L' Aurore δημοσίευσε το περίφημο «Κατηγορώ» του Εμίλ Ζολά, το κείμενο με το οποίο ο διάσημος συγγραφέας κατήγγειλε επώνυμα υψηλά ιστάμενους κρατικούς λειτουργούς για τη σκευωρία τους εις βάρος του λοχαγού Ντρέυφους. Ήταν η γενέθλια ώρα μιας καινούριας παράδοσης, που θέλει τον διανοούμενο να παρεμβαίνει κριτικά στον δημόσιο βίο.
Κατηγορώ - όχι την «κοινωνία», το «σύστημα», το «κατεστημένο», δηλαδή κανέναν• αλλά τον συνταγματάρχη, τον στρατηγό, τον υπουργό Στρατιωτικών, δηλαδή πλήττω την Εξουσία κάτω από την προστατευτική μάσκα της απροσωπίας, που εξουδετερώνει κάθε χτύπημα πριν καν δοθεί. Και δεν τους κατηγορώ όλους αυτούς για συνωμοσία κατά του λαού, αλλά, ίσα ίσα, για συνωμοσία εναντίον ενός μοναχικού πολίτη που η εβραϊκή καταγωγή του τον κάνει λαομίσητο σε περίοδο αντισημιτικού παροξυσμού. Με άλλα λόγια, παίζω πολύ επικίνδυνο παιχνίδι. Βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά. Δικάζομαι, τρώω έναν χρόνο φυλακή κι ένα γερό πρόστιμο και αναγκάζομαι να αυτοεξοριστώ. Όταν επιστρέφω, με περιμένει ένας θάνατος από τις αναθυμιάσεις της σόμπας μου που μπορεί και να μην είναι ατύχημα...
Έτσι γεννήθηκε, πριν από εκατό χρόνια ακριβώς, ένα νέο πρότυπο: του διανοούμενου που παρεμβαίνει κριτικά στην κοινωνική ζωή, που ξεσκεπάζει ό,τι η Εξουσία προσπαθεί να συγκαλύψει, που πολεμάει τα κατά συνθήκην ψεύδη και τις συλλογικές φενάκες, που βρίσκεται στην αντιπολίτευση και στη μειοψηφία όποια και αν είναι η κυβέρνηση και η πλειοψηφία, που υπερασπίζει έστω και μόνος κάποιες απαράγραπτες, μόνιμα διακυβευόμενες αξίες αλήθεια, δικαιοσύνη, ανθρωπιά αψηφώντας σκοπιμότητες, ακόμα και κοινά αποδεκτές, αδιαφορώντας για συμφέροντα, ακόμα και τα δικά του.
Δεν ήταν πάντα έτσι. Βέβαια, από την εποχή του Αναξαγόρα και του Σωκράτη υπήρχαν διανοούμενοι που διώχτηκαν για τις ιδέες τους, από την εποχή του Διαφωτισμού διανοούμενοι που δημιούργησαν το ιδεολογικό υπόβαθρο για την ανατροπή καθεστώτων και τον θρίαμβο μιας νέας τάξης πραγμάτων, από την εποχή του ρομαντισμού διανοούμενοι που αναζήτησαν τη χαμένη θαλπωρή της κοινότητας στη σύνδεσή τους με εθνικούς και λαϊκούς αγώνες.
Αλλά το παράδειγμα του Ζολά σηματοδοτεί κάτι πραγματικά καινούργιο: όχι μόνον οι αξίες που υπηρετεί ο διανοούμενος έχουν κοινωνικό αντίκρισμα, όχι μόνο του επιβάλλουν το καθήκον της διαρκούς συμμετοχής στα κοινά, αλλά και ο ειδικός ρόλος του δοκιμάζεται ακριβώς εκεί όπου είναι λιγότερο φανερό, λιγότερο αποδεκτό, λιγότερο εξοργιστικό ότι αυτές οι αξίες θίγονται. Η περίπτωση του Ντρέυφους ήταν ιστορικά ασήμαντη, αυτή καθ' εαυτή. Το κρίσιμο ήταν ότι το θύμα ήταν αθώο αφ' ενός, ανίσχυρο και αντιδημοφιλές αφετέρου. Ο Ζολά έστειλε ένα μήνυμα που έλεγε ότι ο διανοούμενος οφείλει να παρεμβαίνει προπαντός όταν η αλήθεια και το δίκιο δεν είναι δημοφιλή κι έχουν ξεμείνει από συμμάχους.
Πολλές δεκαετίες αργότερα, ο Σαρτρ επρόκειτο να το θέσει ως εξής: ο διανοούμενος οφείλει να βλέπει τον κόσμο από τη σκοπιά των αδυνάμων. Δεν ακούγεται άσχημα, αλλά δεν είναι το ίδιο. Υπάρχει μια διαφορά, που περνάει απαρατήρητη όταν οι αδύναμοι είναι μια μάζα συμπαγής, συμπαθής κι ευλογημένη από μια σωτηριολογική ιδεολογία, αλλά που γίνεται πολύ αισθητή, όταν οι αδύναμοι είναι ετερόκλητα σύνολα με διαφορετικές επιδιώξεις και αντίρροπα συμφέροντα, που συχνά παράγουν άλλους αδύναμους. Διότι τότε διακρίνεται ότι το να είσαι αδύναμος δεν σου δίνει εξ ορισμού δίκιο. Αν ο Ντρέυφους έπρεπε να υποστηριχτεί επειδή ήταν αδύναμος και όχι επειδή ήταν αθώος, θα είχε σαπίσει στο Νησί του Διαβόλου χωρίς να απασχολήσει κανέναν Ζολά αλλά και κανέναν Σαρτρ.
Ανάμεσα στην αντίληψη του Ζολά και του Σαρτρ παίχτηκε όλο το δράμα της κριτικής διανόησης αυτά τα εκατό χρόνια. Οι περισσότεροι επίγονοι του Ζολά ταύτισαν απόλυτα την κριτική λειτουργία τους με τους αγώνες καταπιεσμένων τάξεων, λαών, κοινωνικών ομάδων που διεξάγονταν στο όνομα απελευθερωτικών ιδεολογιών με οικουμενική εμβέλεια. Στην πορεία αυτών των κινημάτων ανέχτηκαν και απέκρυψαν ψέματα, αδικίες, ωμότητες που στοίχισαν εκατομμύρια Ντρέυφους. Πίστευαν ότι όλα αυτά ήταν λεπτομέρειες μπροστά στην ανώτερη αλήθεια και δικαιοσύνη που αντιπροσώπευε ο Σκοπός.
Όταν ήρθε η μεγάλη άμπωτη, όταν από τις κορυφές των κυμάτων της μάζας οι διανοούμενοι αυτοί βρέθηκαν ανάμεσα σε ξεβρασμένα καραβόξυλα ιδεών, φάνηκε καθαρά πόσο μικρή αντοχή έχει ο κριτικός λόγος, όταν αντλεί την ενέργειά του από ένα πολιτικό όραμα και όχι από μια βαθιά προσωπική πίστη ότι η αλήθεια και η ανθρωπιά είναι αξίες υπέρτερες από ταξικά ή εθνικά συμφέροντα, ιστορικούς προορισμούς και «εικότες μύθους». Γιατί δεν λιγόστεψαν στον κόσμο η δυστυχία, η στέρηση, η αυθαιρεσία, η βία, η εκμετάλλευση, ο σκοταδισμός, η αναισθησία, η απάτη, η μωροπιστία. Αντίθετα, πήραν μορφές ωμότερες από πριν. Αλλά, χωρίς τις πλάτες μιας μαζικής ιδεολογίας κι ενός μαζικού κινήματος με μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας, οι περισσότεροι εκπρόσωποι της «κριτικής διανόησης» δεν είχαν πια διάθεση να καταγγέλλουν θύτες και να υπερασπίζουν θύματα.
Οι διανοούμενοι αγαπούν ιδέες, όχι ανθρώπους. Είναι πολύ σκληρή αυτή η θέση, ιδίως όταν διατυπώνεται τόσο ισοπεδωτικά. Αλλά έχει μεγάλη δόση αλήθειας. Προπαντός όμως οι διανοούμενοι οι περισσότεροι διανοούμενοι αγαπούν την εξουσία. Σ' αυτό δεν διαφέρουν από τους πολιτικούς και τους μεγιστάνες του χρήματος. Όταν ο αριστερός ριζοσπαστισμός έπαψε να έχει απήχηση, είδαμε με πόση ευκολία πολλοί ιεροφάντες του μεταλλάχτηκαν σε γκουρού των πανεπιστημίων και των ΜΜΕ, σκαρώνοντας εκκεντρικές, μπιχλιμπιδάτες, νεφελώδεις και, βέβαια, πολιτικά ουδέτερες θεωρίες. Είδαμε με πόση ευκολία άλλοι μεταμορφώθηκαν σε κήρυκες ενός πρωτόγονου εθνικισμού, που υποσχόταν τώρα τόση δύναμη όση άλλοτε ο σοσιαλισμός. Είδαμε επίσης πώς οι ιδεολόγοι των «νέων κοινωνικών κινημάτων» (φεμινίστριες, οικολόγοι, προπαγανδιστές του μαύρου εθνοτισμού, ακτιβιστές ομοφυλόφιλοι) έγιναν μισαλλόδοξοι, αλαζονικοί δογματιστές μόλις απέκτησαν ακαδημαϊκή επιρροή και πώς εξαπέλυσαν τον πολιτισμικό μακαρθισμό που ευφημιστικά ονομάστηκε political correctness. Και ακόμη βλέπουμε με πόση προθυμία οι περισσότεροι διανοούμενοι αποδέχονται τιμές και αξιώματα που περιφρονούν και χλευάζουν όταν απονέμονται σε άλλους.
Μοιάζει αναπόδραστο το συμπέρασμα ότι το ιδεώδες της κριτικής διανόησης, όπως το εγκαινίασε το «Κατηγορώ» του Ζολά, έμεινε άλλη μία από τις διαψευσμένες ουτοπίες του εικοστού αιώνα. Αλλά ένα τόσο απόλυτο συμπέρασμα θα ήταν αδικαιολόγητα και άδικα απαισιόδοξο. Υπήρξαν και υπάρχουν διανοούμενοι που, σχεδόν μόνοι και συχνά πληρώνοντας βαρύ τίμημα, αντιτάχτηκαν σε πανίσχυρα δόγματα, τυφλούς συρμούς και μαζικές ψυχώσεις, που συγκρούστηκαν με θεσμικές και άτυπες εξουσίες επειδή αρνήθηκαν ότι η αλήθεια, η δικαιοσύνη και η ανθρωπιά πρέπει να είναι κομμένες και ραμμένες στα μέτρα των συμφερόντων ενός έθνους, των διαθέσεων της κοινής γνώμης ή των μύθων μιας κοινωνικής ομάδας, έστω και αναξιοπαθούσας, έστω και άξιας κατά τα άλλα κάθε υποστήριξης. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, τον Μπέρτραντ Ράσελ, με τον νηφάλιο, αλλά τόσο ζεστό και πολιτικά ευαίσθητο κριτικό λόγο του. Ας θυμηθούμε τον Καμύ, που ο αιρετικός και τόσο γενναιόδωρος ανθρωπισμός του τον αποξένωσε από Αριστερά και Δεξιά. Ας θυμηθούμε τον καθολικό Χάινριχ Μπελ, που σ' εποχή καθολικής αντιτρομοκρατικής υστερίας στη χώρα του υπεράσπισε δημόσια την αυτοκτονημένη τρομοκράτισσα Ουλρίκε Μάινχοφ, στιγματίζοντας τους αυτοκτόνους της. Δεν είναι πολύ μακρύς ο κατάλογος. Αλλά ευτυχώς δεν τελειώνει εδώ.
Προπαντός όμως το πρότυπο που δημιούργησε ο Ζολά λειτούργησε κι εξακολουθεί να λειτουργεί όπως κάθε ανεκπλήρωτο ιδανικό: σαν αόρατο δικαστήριο της συνείδησης, σαν αγγελική, αλλά αδυσώπητη Ερινύα. Κανένας διανοούμενος, οσοδήποτε κυνικός και συμβιβασμένος, οσοδήποτε επινοητικός σε δικαιολογίες και ιδεολογήματα, δεν μπορεί να πνίξει μέσα του αυτή τη φωνή, που τον ρωτάει το ίδιο και το ίδιο: γιατί ανέχεται ό,τι ως διανοούμενος ξέρει καλά ότι είναι κίβδηλο και αχρείο, γιατί δεν το πολεμάει έμπρακτα. Όχι σαν φαντάρος που εκτελεί διαταγές ανωτέρων, αλλά με τον μόνο αληθινό τρόπο του κριτικού διανοούμενου: σαν ελεύθερος σκοπευτής πάντα μόνος, πάντα εκτεθειμένος, πάντα αποκλειστικός υπεύθυνος για την επιλογή των εκάστοτε στόχων και για την ευστοχία ή την αστοχία των βολών του.
(Δημοσθένης Κούρτοβικ, εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 13/01/1998)
Θέματα:
Α. Να συντάξετε την περίληψη του κειμένου (120 λέξεις).
Β1. «Οι διανοούμενοι αγαπούν ιδέες, όχι ανθρώπους»: αναπτύξτε σε μία παράγραφο το νόημα της παραπάνω διαπίστωσης.
Β2. «Υπήρξαν και υπάρχουν διανοούμενοι που, σχεδόν μόνοι και συχνά πληρώνοντας βαρύ τίμημα, αντιτάχτηκαν σε πανίσχυρα δόγματα»: με ποιον τρόπο ο συντάκτης υποστηρίζει τη θέση του;
Β3. Ποια η διαφορά μεταξύ Ζολά και Σαρτρ, κατά τον αρθρογράφο;
Β4. Αντικαταστήστε τις υπογραμμισμένες λέξεις με σημασιολογικά συγγενείς, χωρίς να αλλοιωθεί το νόημά τους:
… που πολεμάει τα κατά συνθήκην ψεύδη και τις συλλογικές φενάκες…
που αναζήτησαν τη χαμένη θαλπωρή της κοινότητας…
… ευλογημένη από μια σωτηριολογική ιδεολογία…
μοιάζει αναπόδραστο το συμπέρασμα…
… γιατί ανέχεται ό,τι ως διανοούμενος ξέρει καλά ό,τι είναι κίβδηλο και αχρείο…
Γ. Ο Θ. Τάσιος σε άρθρο στο ΒΗΜΑ, συνόψισε 5 βασικές ιδιότητες του διανοουμένου:
α) Εργάτης του πνεύματος, πετυχημένος όμως στη δουλειά του: Πρώτον για να έχει συνέπεια στην εν πνεύματι αναζήτηση της αληθείας και δεύτερον για να έχει αποχτήσει κάποια φήμη και να περνάει ο λόγος του.
β) Να διαθέτει καλλιέργεια κι ευαισθησία, σε κάποιο εύρος, πέραν της ειδικότητάς του.
γ) Να πονάει τον Άνθρωπο και να παρεμβαίνει στα κοινά, ελέγχοντας (ή και ενθαρρύνοντας κριτικά) την εξουσία ή εναντιούμενος ελλόγως στην κοινωνική συμβατικότητα.
δ) Να μην έχει πολιτικές-στρατευτικές δεσμεύσεις που ενδεχομένως αμβλύνουν το λειτούργημα «γ».
ε) Να διαθέτει ήθος και συνέπεια βίου.
Να αναλύσετε τις παραπάνω ιδιότητες και να αναφέρετε προβλήματα της εποχής μας που καθιστούν αναγκαία την παρέμβαση των διανοουμένων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου