της Πηνελόπης Κουφοπούλου (φιλολόγου)
O Χριστόπουλος πλάθει παράξενες ιστορίες, άγρια
παραμύθια για ζοφερούς καιρούς, παραμύθια με χαμένα αγόρια, φαντάσματα ηρώων
και άρρωστα τέρατα, παραμύθια χωρίς ευτυχισμένο τέλος. Στο τέλος, όμως, η
ανάγνωσή τους χαρίζει παραμυθία – γιατί τελικά όλες οι θλίψεις υποφέρονται,
αρκεί να τις βάλεις σε μια ιστορία.
Και
ο Χριστόπουλος γράφει ιστορίες δημόσιες –
Θα ήταν νομίζω εδώ σκόπιμο να αναρωτηθούμε για την επιλογή του τίτλου και να
αναλογισθούμε τις υποδηλώσεις του επιθέτου
δημόσιος: δημόσιος χώρος, δημόσιος λόγος, δημόσια θέα, δημοσία αιδώς;
Η
λέξη κρύβει άραγε μια νοσταλγία; Είναι ανακάλεσμα δηλαδή όλων εκείνων των βιωματικών και αισθητικών κωδίκων που θα επέτρεπαν την προφορική αφήγηση μιας ιστορίας σε λαϊκό κοινό, στους κατοίκους, ας πούμε
μιας γειτονιάς, όπως στο παρελθόν;
Η
μήπως ο όρος δημόσιος ανασύρει
μοιραία και το αντίθετό του και έτσι αναδεικνύει
τη διαλεκτική σχέση, την οργανική ενότητα ανάμεσα στη συλλογική μοίρα και τα ατομικά πεπρωμένα; Τα λόγια του Ονόρε ντε Μπαλζάκ που
προτάσσει ο συγγραφέας στη συλλογή του: «οι εποχές ξεβάφουν πάνω στους
ανθρώπους που τις διανύουν» συνηγορεί υπέρ της δεύτερης εκδοχής.
Η
Ιστορία με κεφαλαίο Ι πρωταγωνιστεί στις ιδιωτικές ιστορίες του βιβλίου – η
εθνική μας τραγωδία ρίχνει την εφιαλτική σκιά της στα προσκεφάλια των ηρώων τους
και στοιχειώνει τα όνειρά τους. Ας μην ξεχνάμε
ότι μιλάμε για την Ελλάδα της κρίσης...
Το
Δημόσιο Χρέος μετατρέπεται σε ατομική οφειλή (στην κυριολεκτική αλλά και
μεταφορική σημασία του όρου) και ο πόνος μιας χώρας αποκτά νόημα γιατί μεταφράζεται σε προσωπική
οδύνη.
Ο
συγγραφέας αφορμάται συχνά από την καθημερινή ειδησεογραφία και την αναπαράγει μέσα
από το πρίσμα της υποκειμενικής εμπειρίας – αλλά αποφεύγει τη ρηχότητα της δημοσιογραφικής
μαρτυρίας ή και τη δημαγωγία ενός
επικαιρικού λόγου χάρη σε μια πάντα επιδέξια μα ποτέ επιτηδευμένη χρήση ποικίλων
αφηγηματικών ευρημάτων και μια βαθιά ενσυναίσθηση της δράσης.
Ο
βασικός μύθος των διηγημάτων του είναι λιτός. Σε κάποιες ιστορίες του, μάλιστα,
παρατηρούμε μια σχεδόν σεναριακή εμμονή στις δομικές μονάδες του λόγου
(ρήμα-ουσιαστικό) που μπορεί εύκολα να εικονοποιηθούν. πχ. στη συμφωνία τρόμου.
Ο δραματουργικός πυρήνας του ενίοτε συντίθεται
από σκόρπια στιγμιότυπα και αποτελεί το αθροιστικό αποτέλεσμα μιας ακυρωμένης
ζωής. Στο ancre de misericorde, ο ήρωας μετρά με τις χάντρες του κομπολογιού του όχι μόνο
το αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου αλλά και διαφόρων ειδών απώλειες.
Άλλοτε, πάλι, η πλοκή εστιάζει σε μια αντίθεση: ο πρωταγωνιστής αντιπαραβάλλει το ευτυχισμένο
παρελθόν με το θλιβερό παρόν του κι αναζητά εναγώνια - αλλά μάταια - μια ερμηνεία
και μια λύτρωση, όπως συμβαίνει στο ματωμένο μέταλλο.
Κάποτε,
ο εσωτερικός ρυθμός της ιστορίας γίνεται ατονικός, εικόνες σκόρπιες σε χώρο και
χρόνο ανακαλούνται συνειρμικά και εισπράττονται διαισθητικά, η αφηγηματική
συνοχή πεθαίνει στα χέρια του αναγνώστη και η συνδρομή της φαντασίας χαρίζει
στο κείμενο μια ενδιαφέρουσα αμφισημία –
ιδιαίτερα γοητευτικό το πείραμα στο venceremos.
Από
τη συλλογή του Χριστόπουλου δεν λείπουν και οι λυρικές συνθέσεις δωματίου που σφραγίζονται από μια μνημική νοσταλγία του προσωπικού βιώματος
όπως είναι το πουαντερί, μια ανάποδη και μια
καλή, ενώ η αγαπητική σχέση του
φιλολόγου με την περιπέτεια των λέξεων
είναι εμφανής στο χεριών αφηγήσεις...
Στις
δημόσιες ιστορίες οι ήρωες περιπλανώνται και πλανώνται σε μοναχικές διαδρομές –
οι κοινωνικός ιστός που θα λειτουργούσε ως οδηγητικό νήμα μοιάζει να έχει
οριστικά διαρραγεί. Ανάμεσα στις ελάχιστες περιπτώσεις όπου αναπαρίσταται
κάποιο είδος συλλογικής εμπειρίας, διακρίνεται το ‘ναστε καλά για την
θεατρική του ένταση: οι ετερόκλητοι κρατούμενοι ενός αστυνομικού τμήματος δοκιμάζουν
τις αντοχές και τις βεβαιότητες τους, συγκρούονται, εξομολογούνται και φιλιώνουν
παραμονές του νέου χρόνου.
Ο
συγγραφέας εμβολιάζει την αφοπλιστική και ανατριχιαστική απλότητα της
καθημερινής ομιλίας με ποιητικά στίγματα ακριβείας.
Η
καταθλιπτική και κλειστοφοβική ατμόσφαιρα των κειμένων του μεταγγίζεται εύκολα
στον αναγνώστη: μίζερη καθημερινότητα, νοσηρές σχέσεις, κλίμα φόβου, το άγχος της επιβίωσης, ο εφιάλτης της ανεργίας...
Η δράση λαμβάνει χώρα σε κοινότοπους
χώρους: στην αυλή ενός εργοστασίου, στην
αίθουσα αναμονής του ταχυδρομείου, στην αποβάθρα του μετρό, στο γήπεδο μιας
επαρχιακής ομάδας, σε ένα φαστ φουντ των βορείων προαστίων… Τα καθημερινά σκηνικά, όμως, μεταμορφώνονται
σταδιακά σε τρισδιάστατους λαβυρίνθους καθώς η πόλη-παγίδα μονοδρομεί υπόγεια την
πορεία των ανυποψίαστων πρωταγωνιστών προς ένα αδιόρατο αλλά και αναπόδραστο τέλος.
Ο
συγγραφέας δοκιμάζει με ευστοχία την εναλλαγή της οπτικής του γωνίας -
διηγείται άλλοτε σε πρώτο γραμματικό πρόσωπο δίνοντας εξομολογητικό ύφος στα
κείμενά του, άλλοτε εμφανίζεται ως δευτερεύων ρόλος, ενώ συχνά επιλέγει τη μηδενική εστίαση – χωρίς όμως να γίνεται ποτέ ένας αδιάφορος παρατημένος αφηγητής.
Ολιγόλεπτες παρεμβολές, στιγμιαία
εμβόλιμα σχόλια - ως σημεία στίξης - δίνουν πάντα ένα συν-παθητικό τόνο στα
κείμενα του.
Η αλήθεια
στην τέχνη δεν είναι ποτέ απρόσωπη... Αντίθετα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα
λέγαμε ότι έχουμε μια λογοτεχνική εφαρμογή στο φιλοσοφικό σχήμα της ηθικής ετερότητας του
Λεβινάς.
Οι
ήρωες του βιβλίου ζουν μικρά ή μεγάλα ιδιωτικά
δράματα αλλά στερούνται τις λέξεις που
θα τους επιτρέψουν να εκφραστούν – ο πόνος αντέχεται, η αλαλία όχι - και έτσι
απευθύνουν μια κραυγή αγωνίας. Κι ο συγγραφέας νοιώθει την αποστολή να
ανταποκριθεί προσωπικά στο κάλεσμά τους και να διηγηθεί την ιστορία τους ως
αναγνώριση και φόρο τιμής για όσα έχουν υποφέρει.
Για
αυτό και εν πολλοίς οι δημόσιες ιστορίες είναι μελέτες χαρακτήρων που σκιαγραφούνται με ευαισθησία απόχρωσης παρά
τη σύντομη έκταση των εμφανίσεων τους.
Θα
μου επιτρέψετε ένα γκρο πλαν σε κάποιες από τις αγαπημένες μου φιγούρες:
Στο
501,
ένας μοναχικός συνταξιούχος αντιμετωπίζει με ιώβεια υπομονή τις
ατέλειωτες ουρές του ταχυδρομείου κρατώντας ως κόρη οφθαλμού το πολύτιμο χαρτί με
το νούμερο θα του επιτρέψει να παραδώσει την τακτική του αλληλογραφία - εισιτήριο
επικοινωνίας με τα παιδιά και τα εγγόνια του, που ζουν σκορπισμένοι στις τρεις
άκρες του κόσμου. Μέσος όρος αναμονής μία ώρα και ένα τέταρτο. Στο μεταξύ παρατηρεί τις αντιδράσεις των γύρω
του, αναπολεί τη ζωή του και στοχάζεται για τα θεωρήματα των μαθηματικών, τους
νόμους των πιθανοτήτων και τις εξισώσεις του βίου. Όταν έρχεται, επιτέλους, η σειρά του κάνει τη μικρή προσωπική του επανάσταση,
επιτρέπει στον εαυτό του την πολυτέλεια μιας παιδικής σκανταλιάς - τσαλακώνει το χαρτάκι του και το
ρίχνει μπαλίτσα στο καλάθι των αχρήστων ως τρίποντο - αρνείται έτσι την
ανυπαρξία του απλού αριθμού.
Στο
citius, altius, fortius η φιλόδοξη Δάφνη περνά πρώτη στο Πολυτεχνείο και
γεμίζει υπερηφάνεια την οικογένεια της. Το όνομα της προοικονομεί το πεπρωμένο
της. Η Δάφνη κυριεύεται από τη νεύρωση
της επιτυχίας. Ακολουθώντας φρενήρεις ρυθμούς, ανεβάζει συνεχώς βαθμό δυσκολίας
και περνά θριαμβεύτρια στην επόμενη πίστα. Δεν ευκαιρεί για προσωπική ευτυχία.
Όταν οι πύργοι του θριάμβου αποδεικνύονται
χάρτινοι και ένα λακωνικό μήνυμα στο λάπτοπ της (σήμα κατατεθέν της επαγγελματικής
ιεραρχίας) αρκεί για να κάνει delete στις
επενδύσεις και τις ισορροπίες μιας ζωής, η Δάφνη μαγνητίζεται από την καθαρτήρια δύναμη της φωτιάς και απολαμβάνει
με σιωπηλή αλλά διαστροφική ικανοποίηση την
καταστροφή που απεργάζονται οι φλόγες, την καταστροφή της;
Ο
ευγενικός και διακριτικός διαχειριστής
- στο ομώνυμο διήγημα - ισόβιος
προστάτης μια παλιάς τριώροφης πολυκατοικίας του 60 –δοκιμάζει μια καθημερινή
οδύσσεια: την είσπραξη των κοινοχρήστων από τους ενοίκους που ολοένα
φτωχαίνουν, ολοένα λιγοστεύουν. Σε μια εποχή που όλα έχουν τόσο σύντομη
ημερομηνία λήξης μένει ακλόνητα πιστός στη μνήμη της πρόωρα χαμένης συζύγου και
στο παλιό του ντεσεβό που φροντίζει με πατρική στοργή. Μια βραδιά οινοποσίας με
τσίπουρο και ένα ντοκυμαντέρ για τις φάλαινες στο Κεμπέκ του Καναδά τον βοηθούν
να φτάσει στην αυτογνωσία: είδος προς εξαφάνιση.
Στο
G.O.A.T. ο Λευτέρη, ο νεαρός μετανάστης, που δουλεύει από τα δώδεκα
στα συνεργεία, τολμά να αρνείται μια ζωή σε εισαγωγικά, έχει ήρωα τον
πρωταθλητή Ρόσσι και – παρά την
κακοδαιμονία του - πιστεύει ότι
γεννήθηκε με το άστρο του νικητή. Οι αγώνες με τις μοτοσικλέτες – κυριακάτικη
προσευχή και στοίχημα ύπαρξης. Με μια μεταχειρισμένη γιαμάχα παίζει ρώσικη
ρουλέτα με τη φυγόκεντρο δύναμη στις στροφές της παλιάς εθνικής και νοιώθει σαν το Μέγα Αλέξανδρο
καβάλα στο θρυλικό βουκεφάλα αλλά αναγκάζεται να καταπιεί άθλιες ταπεινώσεις σε
ένα μπλόκο για αλκοτέστ ανήμερα των γενεθλίων του από τα χαιρέκακα όργανα της
τάξης. Όταν το όνομα του εμπλέκεται εν αγνοία
του σε μια υπόθεση κλεμμένων ανταλλακτικών και οι διωκτικές αρχές τον πλησιάζουν
σε απόσταση αναπνοής η ταχύτητα της μηχανής είναι η μόνη διέξοδος διαφυγής – θριαμβευτής σε ένα
τελευταίο γύρο του θανάτου.
Μετέωρα
φινάλε και φλου σεκάνς θέτουν ερμηνευτικά στοιχήματα στον επαρκή αναγνώστη. Το
πιο προκλητικό όμως και αινιγματικό σημείο ίσως στις Δημόσιες Ιστορίες είναι οι εκλεκτικές συγγένειες που παρουσιάζονται
ανάμεσα στην εναρκτήρια και στην καταληκτική
ιστορία της συλλογής.
Και
στις δύο διηγήσεις πρόκειται για μια ιστορία φόνου. Αμφότεροι οι δράστες, όμως, δεν έχουν συνείδηση της ενοχής τους
ούτε εμφανίζουν σημάδια μεταμέλειας. Αθώοι εν πλήρη συγχύσει; πρόκειται πάντως
για τυπικές περιπτώσεις μετατροπής του θύματος σε θύτη μέσα από τη ντετερμινιστική
επίδραση ενός άρρωστου περιβάλλοντος και την παραμορφωτική δύναμη της οργής.
Ως
ένα σημείο οι αναλογίες αναμενόμενες. Το παράδοξο όμως είναι ότι και οι δυο ιστορίες θα μπορούσαν να
διαβαστούν ως κυνικοί μύθοι – το εκφώνημα του σκύλου επαναλαμβάνεται σχεδόν
ιδεοληπτικά και τίθεται σε λειτουργία σε πολλαπλά και συχνά αντικρουόμενα συμφραζόμενα.
Στο
Ροτβάιλερ,
ένα ορφανό παιδί αντιμετωπίζει από νωρίς τον χλευασμό και τις λοιδορίες του
κοινωνικού περίγυρου. Στην τάξη η θεολόγος του κόλλησε το παρατσούκλι
«Χριστόφορος ο κυνοκέφαλος» και οι συμμαθητές του άρχισαν να τον γαβγίζουν.
Εκείνος υπομένει με σκυλίσια αντοχή τις δυσκολίες της ζωής. Είναι φανατικός πατριώτης
και ακάματος δουλευτής. Πιστή του συντροφιά η γαλανόλευκη και ένας κρητικός
σουγιάς. Το μαλλί κουρεμένο στρατιωτικά, το σώμα στολισμένο με γοτθικά τατουάζ.
Η
ένταξη του σε ομάδα νεοφασιστών έρχεται σαν φυσική νομοτέλεια. Ο αρχηγός του
δίνει το παρατσούκλι ροτβάιλερ – το
όνομα του σκύλου-μαχητή εκλαμβάνεται εδώ ως τίτλος τιμής – η αφοσίωσή του
απόλυτη – πειθήνιο κι ατρόμητο σκυλί. Η καριέρα του αρχίζει με τη δοκιμασία της κρυπτείας και τελειώνει με ένα φόνο τιμής,
σκοτώνει έναν Ινδονήσιο μετανάστη γιατί τον πιάνει λύσσα, όταν θαρρεί ότι ο
κιτρινιάρης τόλμησε να απευθύνει ερωτικά πειράγματα στη μικρή του αδελφή. Τα βράδια
στο κελί του σα σκύλος σε κλουβί αλυχτά με μίσος.
Στο
«μπιφτεκάκια
για τα παιδιά» πρωταγωνιστεί ένα παχύσαρκο κορίτσι με μαθησιακές
δυσκολίες και δυσλειτουργική οικογένεια. Όλη σχεδόν τη μέρα περιφέρει τη γκροτέσκα
φιγούρα της ντυμένη με την κόκκινη στολή - εργαζόμενη των 300 ευρώ - σε κεντρικό φαστ φουντ ανερχόμενου παραθαλάσσιου θέρετρου
και ετοιμάζει μπιφτεκάκια στα κακομαθημένα παιδιά και στα χαϊδεμένα σκυλιά των
πλουσίων πελατών. Το βράδυ υπηρετεί αγόγγυστα τους δύστροπους συγγενείς της.
Εικονογραφημένα
αναγνωστικά με τους άθλους του Ηρακλή και την αρχαία ελληνική μυθολογία τἠς
προσφέρουν πολύτιμη φαντασιακή διαφυγή. Η ίδια κυκλοφορεί με στολή λοκατζή, στρατιωτικό
αμπέχονο και μαύρα άρβυλα: ακυρωμένη θηλυκότητα και καταπιεσμένη σεξουαλικότητα
- κλινική περίπτωση βίαιης εκτροπής. Ένα
βράδυ η νεαρή γυναίκα αναλαμβάνει μια ειδική αποστολή και μετατρέπεται σε δήμιο
σκύλων έτσι για πλάκα. Φιλεύει δηλητηριασμένες λιχουδιές όλα τα σκυλιά της περιοχής
που ζουν ζωή χαρισάμενη σε πολυτελείς επαύλεις με στοργικά αφεντικά..
Προσοχή!
Ο σκύλος δαγκώνει!
Το
ίδιο βράδυ κοιμάται βαθιά και ονειρεύεται ότι η Ήρα
μπήκε στο δωμάτιό της και την μεταμόρφωσε σ’ ένα θηλυκό σοκολατί λαμπραντόρ,
όμορφο και περήφανο να κατοικεί σε κάποιο παλάτι σα βασίλισσα... το τρίχωμα να λάμπει στον ήλιο, όλοι να
θαυμάζουν την ομορφιά και την ευγένεια του. Σώμα σφιχτοδεμένο, αθλητικό... Τι
ωραία τελικά που είναι η σκυλίσια ζωή! όλο
θωπείες και επαίνους...
Το
επόμενο σούρουπο πηγαίνοντας στη δουλειά παρακολουθεί ατάραχη τους πικραμένους ζωόφιλους να πενθούν την
απώλειά τους ανάβοντας κεριά στην παραλία, καθισμένοι κατάχαμα και πιασμένοι χέρι
χέρι – ως χορός αρχαίας τραγωδίας. Όταν το βράδυ δίνει τις παραγγελίες από το
μικρόφωνο -διπλό βοδινό μπέργκερ- η φωνή της όλο ένταση ακούγεται σαν σκυλίσια
υλακή.
Το
σημαίνον σκύλος επιτρέπει και στις δύο ιστορίες παιχνίδια μεταμορφώσεων αλλά και λεκτικές ακροβασίες. Ο συγγραφέας μοιάζει
να ταλαντεύεται ανάμεσα στις αγοραίες καταχρήσεις και στις μυθικές καταβολές
του όρου:
Σκυλιά
καθαρόαιμα, λοιπόν, ράτσες πολυτελείας που φορούν πανάκριβα αξεσουάρ, πηγαίνουν
σε ειδικά κομμωτήρια και παίρνουν μέρος σε καλλιστεία - σκυλιά φετίχ της
πλαστής ευμάρειας και της παράνοιας του πάλαι
ποτέ νεοπλουτισμού. Η ζωή στην πιο ωμή αλλά επιδεικτική εκδοχή της!
Και
από την άλλη, ο Ανούβις και ο Κέρβερος, ημίκυνα
τέρατα φύλακες του Άδη, κυνοκέφαλοι θεοί που συνδέονται με αρχέγονες
θυσιαστικές τελετουργίες, χθόνιες και σεληνιακές μορφές, ψυχοπομποί και διαμεσολαβητές
των βασιλείων της ζωής και του θανάτου.
Τυχαίες
συμπτώσεις, φροϋδικές ασύνειδες
παραδρομές ή σκόπιμοι υπαινιγμοί για το δισυπόστατο των πραγμάτων και
το εφήμερο της ύπαρξης;
Μήπως
βέβηλα αστεία και μακάβρια παρηγοριά;
Γιατί
όχι;
Τη Ζωή επιτρέπεται και να μην την παίρνουμε πολύ στα σοβαρά. Στο κάτω κάτω δεν κρατάει για
πάντα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου