Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Η σκηνογραφία στη συλλογή διηγημάτων «Κάτι θα γίνει, θα δεις» του Χρήστου Οικονόμου

Ο κος Νικήτας Παρίσης στην τελευταία συλλογή διηγημάτων του «Θα ‘ναι νύχτα και Αύγουστος» και πιο συγκεκριμένα στο διήγημα με τίτλο «Εγώ με ξένα τούβλα δε χτίζω», αναφέρει: «Άμα βρεθείς ο ίδιος μέσα στη φωτιά δε χρειάζεται να λες τίποτα. Αυτός που κάνει δε μιλάει. Οι άλλοι θα πρέπει να μιλήσουν. Πού, όμως, τέτοιο πράγμα! Μιλάει κανείς στις μεγάλες πόλεις για τα χρώματα που έχουν οι αυγές; Τα βλέπει κανείς; Είναι σα να μην υπάρχουν. Όμως αυτά υπάρχουν μόνο γι’ αυτούς που βλέπουν την αυγή να ροδίζει στις άκρες των βουνών».
ΕΝΑΣ από αυτούς που θεάται με τρόπο ΠΟΙΗΤΙΚΟ τον κόσμο, τις κλιματικές αλλαγές, τις αποσαθρωμένες συνοικίες του Πειραιά και τους ψυχικά σακατεμένους ενοίκους τους είναι και ο κος Χρήστος Οικονόμου. Με τα 16 διηγήματα της συλλογής επιχειρεί να συνθέσει την τοιχογραφία μιας αιμάσσουσας κοινωνικής τάξης και των ανθρώπων της.
Κερατσίνι, Δραπετσώνα, Νίκαια, Κορυδαλλός, Πέραμα, Αμφιάλη, Σαλαμίνα: αυτός ο συγκεκριμένος χώρος της δράσης που, ως αναλυτική περιγραφή και παρουσίαση, δημιουργεί τη σκηνογραφία, το συνολικό σκηνικό της αφηγημένης πράξης, δε «συμμετέχει» στα δρώμενα με τρόπο στατικό. Αντίθετα, ο χώρος με τη συγκεκριμένη του εδαφική ιδιομορφία αποτελεί λειτουργικό, ρυθμιστικό και αποφασιστικής σημασίας παράγοντα, που επηρεάζει και προ-ρυθμίζει τη βούληση και τις κινήσεις των προσώπων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: την περιγραφή μιας χριστουγεννιάτικης ατμόσφαιρας, που ωστόσο δε θυμίζει Χριστούγεννα, συναντούμε στο διήγημα με τίτλο «Πίπολ αρ στρέιντζ»: «Εικοσιμία δωδεκάτου. Σάββατο απόγευμα. Σε τέσσερις μέρες Χριστούγεννα. Απ’ το παράθυρο της κουζίνας βλέπω τα πολύχρωμα φωτάκια που αναβοσβήνουν στα παράθυρα και στα μπαλκόνια και στις αυλές των σπιτιών. Κόκκινα πράσινα κίτρινα μπλε. Αστέρια και γιρλάντες και αγιοβασίληδες κι έλκηθρα με ελαφάκια. Αμέτρητα φωτάκια. Σα να βρίσκεσαι λέει σ’ ένα απέραντο καζίνο και τα σπίτια να ‘ναι κουλοχέρηδες. Τσιμέντο, φτώχια και πολύχρωμα φωτάκια – λίγο από Μπαγκλαντές λίγο από Λας Βέγκας. Τα παιδιά κάνουν ποδήλατο κι οι γυναίκες ποτίζουν γλάστρες με φουντωμένα λουλούδια. Βλέπω άντρες με βερμούδες να ψήνουν και να πίνουν μπίρες στις ταράτσες… Παραμονές Χριστουγέννων αλλά τίποτα δε θυμίζει Χριστούγεννα. Εκτός από τα φωτάκια».
Ο συγγραφέας στήνει με επιδέξιο τρόπο και με λέξεις – ξυράφια ένα σκηνικό βιβλικών καταστροφών και κοσμοϊστορικών αλλαγών, που συντελούνται όμως ερήμην και εν αγνοία των ηρώων του. «Είναι το τέλος του κόσμου», αναφωνεί μια ηρωίδα του. «Χριστούγεννα κι έχει 20 βαθμούς ζέστη…». Ανομβρία αλλά και απουσία ονείρων. «Όνειρα και βροχή… φαίνεται πως τώρα πια αυτά το δυο πάνε μαζί».
Οι πάγοι στους πόλους λιώνουν αλλά και για τους ανθρώπους της εργατικής τάξης «τα όνειρα είναι σαν τα παγάκια – αργά η γρήγορα λιώνουν, λες και υπάρχουνε σ’ αυτόν τον κόσμο χέρια για να κρατάνε τα όνειρα των φτωχών ανθρώπων και να τα σφίγγουν, ώσπου να λιώσουν σαν παγάκια». Και για τον Πέτρο στο διήγημα «Πιγκουίνοι έξω από το λογιστήριο», «είναι παράξενο να ‘σαι φτωχός, είναι σα να ‘σαι σαν εκείνους πιγκουίνους που βλέπουν γύρω τους τους πάγους να λιώνουνε και δεν ξέρουν από πού να πιαστούν και πώς να γλιτώσουν από την τρέλα την πολλή κι από το φόβο που ‘χουνε ορμάνε να φάει ο ένας τον άλλον».
Η όλη σκηνογραφία των διηγημάτων θυμίζει σε πολλά σημεία τον παπαδιαμαντικό διάκοσμο: «Μεγάλη Πέμπτη απόγευμα και φυσούσε βοριάς και ο ουρανός είχε το χρώμα που είχαν τα μάτια του παιδιού που καθόταν ώρες τώρα στο τραπέζι της κουζίνας με τα χέρια δεμένα και ονειρευόταν με τα μάτια ανοιχτά το τραπέζι στρωμένο με φαγητά».
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της σκηνογραφικής τέχνης του κ. Οικονόμου είναι η τάση για εξατομίκευση του χώρου: ο συγγραφέας δε βλέπει τα πράγματα που βρίσκονται γύρω του και που είναι ανεξάρτητα από αυτόν, αλλά υποβιβάζει τη φύση σε έναν καθρέφτη που αντανακλά τα αισθήματά του, αναζητά ένα συμβολικό αντίστοιχο για κάτι που βρίσκεται μέσα του: Τα κύματα έπεφταν στην παραλία σαν τσακισμένοι ναυαγοί, χωρίς δύναμη, χωρίς ψυχή, το ‘να μετά το άλλο, με κοφτά βογκητά, με μικρούς στεναγμούς, το ‘να μετά το άλλο. Νωρίς τ’ απόγευμα το μπουρίνι ξεθύμανε και τώρα ο ήλιος σχημάτιζε μια πελώρια φλεγόμενη κλεψύδρα πάνω στα ήρεμα νερά που ‘χαν γεμίσει φύκια και κλαδιά και κουκουνάρια και μπιτόνια και πλαστικές σακούλες και ξύλα από ψαροκασέλες – λεπτά ξασπρισμένα ξύλα σαν κόκαλα ψαριών που ‘χανε φαγωθεί από άλλα μεγαλύτερα ψάρια. … Ήταν περασμένες εφτά αλλά τα μηχανήματα δούλευαν ακόμα – η βουή έβγαινε βαθιά μέσα από τα σπλάχνα του βουνού και τάραζε τη γαλήνη του τοπίου. Απαλλοτρίωση» («Κομμάτι κομμάτι μού παίρνουν τον κόσμο μου»).
Στις περιγραφές είναι έκδηλη μια γνήσια ποιητική διάθεση. Εκφραστικά μέσα, όπως το χιαστό, οι επαναλήψεις (129-132) και η ολική αστιξία (σ. 177), δίνουν συμβολικό χαρακτήρα στα περιγραφόμενα.
- «Πλάι στον επιτάφιο ήταν ο σταυρός. Μεγάλος και ψηλός σταυρός, από σκούρο καφετί χρώμα. Ο Χριστός με κλειστά μάτια και το κεφάλι γερμένο δεξιά. Τα χέρια λυγισμένα στους αγκώνες, τα πόδια λυγισμένα στα γόνατα. Τα καρφιά ήταν καρφωμένα στις παλάμες που έσταζαν αίμα. Μια πληγή στο δεξί πλευρό έσταζε και αυτή αίμα. Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι κι έκλεισε τα μάτια κι ύστερα τ’ άνοιξε και κοίταξε ξανά τον σταυρωμένο. Τι γαλήνιος που ήταν. Γαλήνιος. Ήρεμος. Παραδομένος».
Το φως του ήλιου ανελέητο, καθιστά πιο αφόρητο το άλγος από τα πολλαπλά κατάγματα που προκαλεί στις ψυχές των απολυμένων εργατών η ανεργία: «Το απόγευμα που μας έδιωξαν από τη δουλειά κατέβηκα στο λιμάνι. Με τα πόδια απ’ τον Κορυδαλλό σαν κυνηγημένος Χαλκηδόνα Μανιάτικα Θερμοπυλών κι ύστερα καρφί στον Άγιο Διονύση στην αποβάθρα των κρητικών. Σαν κυνηγημένος πήγαινα γιατί ήταν η μέρα δεν ξέρω τρομαχτική Ιούλιος μήνας απομεσήμερο μαύριζε ο τόπος απ’ τη ζέστη. Είχε ένα παράξενο φως εκείνη η μέρα μαύρο και σκληρό σαν τιμωρία που άλλαζε το σχήμα των πραγμάτων και τα ‘κανε όλα αγνώριστα σπίτια δρόμοι αυτοκίνητα όλα αγνώριστα σαν να ‘σουν ξένος σε ξένη χώρα και οι άνθρωποι εξαφανισμένοι μια στο τόσο μόνο έβλεπες κάνα σκυλί να γλείφει αλαφιασμένο το νερό που έσταζε από ψηλά απ’ το αιρκοντίσιον που έτρεμαν και αγκομαχούσαν κι εγώ προχώραγα μπροστά και κοίταζα ψηλά κι έλεγα πως εκεί ψηλά ήταν άλλη μέρα άλλη χώρα μια μέρα δροσερή μια χώρα που κοιμότανε δροσερή χορτάτη».
Στον Πειραιά όλα αλλάζουν. Ο χτεσινός οικείος κόσμος έχει δώσει τη θέση του σε δομές ανοίκειες: «Ο μπάρμαν είχε αλλάξει. Η μουσική είχε αλλάξει. Ο κόσμος είχε αλλάξει – φλώροι με βερμούδες και ψεκασμένα μαλλιά». Η εγκληματικότητα σε έξαρση. «Να φοβάσαι το διπλανό σου. Ναρκωτικά στο σχολείο. Τσαντάκηδες, κλέφτες… Αγρίεψαν πολύ τα πράγματα». Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό της εντεινόμενης ανασφάλειας «είναι μεγάλη παρηγοριά να ξέρεις πως κάποιος ξενυχτάει έξω στο δρόμο». Ο Μάο στο ομώνυμο διήγημα αποτελεί το φύλακα-άγγελο αλλά και τον αποδιοπομπαίο τράγο μιας εργατικής συνοικίας που πλέον έχει απολέσει την ταυτότητα, τη συνοχή, την αλληλεγγύη της. «Είμαστε ίσαμε 100 οικογένειες εδώ γύρω. Αλλά δε μιλιούνται μεταξύ τους κι άλλοι δε γνωρίζονται ούτε στη φάτσα… Ένα μήνα τώρα τσακώνονται όλοι με όλους. Πολυκατοικίες. Κρύο, υγρασία, χάρτινη τοίχοι. Τη μέρα οι θόρυβοι των ανθρώπων, τη νύχτα οι θόρυβοι των πραγμάτων».
Οι ήρωες ζουν σε έναν κόσμο που δεν μπορούν να τον ορίσουν και να τον εξηγήσουν: «Αν είναι στ’ αλήθεια τρομαχτικό να ζεις στο χάος, είναι δυο φορές τρομαχτικό να ξέρεις πως δε ζεις στο χάος αλλά σ’ έναν κόσμο με νόμους και κανόνες που όμως δε θα τους μάθεις ποτέ, που είσαι ανήμπορος να τους μάθεις – δε θα μπορέσεις ποτέ, όσο κι αν ψάξεις, να βρεις αυτό το λεπτό κρυφό σκοινί, να πιαστείς από πάνω του για να σωθείς, να βρεις από πού αρχίζει και πού τελειώνει». Αυτό το σκοινί για τους απολυμένους είναι βρόχος, περασμένο στο λαιμό τους και τους πνίγει, όπως το σχοινίασμα του προλύτου στο διήγημα του Αλ. Παπαδιαμάντη «Όνειρο στο κύμα».
Στο διήγημα «Για τους φτωχούς ανθρώπους» μια αλλόκοτη κοπέλα με μαύρο παλτό και 40 βαθμούς ζέστη ζωγραφίζει με σπρέι πρόσωπα στις μπίντες του λιμανιού. Τώρα στην μπίντα είναι περασμένος ο κάβος ενός καραβιού. Και το πρόσωπο μοιάζει λυπημένο. Ο αφηγητής, άρτι απολυμένος από τη δουλειά του, υπό τη μουσική υπόκρουση του τραγουδιού Sitting on the dock of the bay του Otis Redding, στην παράξενη θέα της σκυθρωπής ζωγραφιάς στην μπίντα, μονολογεί: «Φοβερό πράγμα να ‘χεις μια θηλιά στο λαιμό. Ακόμα και για μια ζωγραφιά, για έναν ψεύτικο άνθρωπο, φοβερό πράγμα. Στ’ αλήθεια… Πάλεψα να βγάλω τη θηλιά από την μπίντα, έβαλα όση δύναμη είχα, είπα πως έπρεπε να τα καταφέρω… Η θηλιά ήταν άβολη και το σκοινί γλιστρούσε, μου ‘γδερνε τα χέρια τα μάτωνε. Αλλά δεν το έβαλα κάτω, έβαλα τα δυνατά μου, τράβηξα τον κάβο μ’ όση δύναμη είχα. Ήταν Ιούλιος. Ξημέρωνε Σάββατο. Η θάλασσα ανάσαινε με μικρά κοφτά κύματα».
Ο χώρος στα διηγήματα αλλού διαστέλλεται κι αλλού συστέλλεται. Είναι οι οικείο χώροι στους οποίους κινούνται οι άνθρωποι του μεροκάματου. Στιγμιότυπα από τον κόσμο της εργασίας που πνέει τα βιολογικά αλλά και ιστορικά του λοίσθια.
Εργάτες που πέφτουν θύματα στο βωμό της ασυδοσίας του κεφαλαίου. Ο Πέτρος Φράγκος, ο σιδεράς που πέθανε ανήμερα Μεγάλη Πέμπτη, ο πατέρας του Μάο που σκοτώθηκε σ’ ένα γκαζάδικο στο Πέραμα, ο 52χρονος εργάτης που σκοτώθηκε στ’ αμπάρι από αναθυμιάσεις. Εργάτες – απεργοί της ΔΕΗ που αναρτούν πανό πάνω στο φουγάρο και όταν η απεργία τους κρίνεται παράνομη, το πανό μοιάζει σαν πελώριος επίδεσμος με σημάδια από αίμα. Η επισφάλεια της εργασίας τσακίζει τα νεύρα των ανθρώπων. «Το πιο τρομαχτικό πράμα είναι η δουλειά, που περιμένεις κάθε δεκαπέντε και τριάντα να πληρωθείς, που μετράς τη ζωή σου με δεκαπενθήμερα… Παλιά δούλευες για ένα κομμάτι ψωμί, τώρα δουλεύεις για μια χούφτα ψίχουλα… Λες και σε πληρώνουν πια όχι για να ζεις, μα για να φοβάσαι».
Τώρα πια οι ταξικές αντιθέσεις γίνονται εναργέστερες. Στο Σχιστό υπάρχει σπίτι μισό στρέμμα με δύο στρέμματα κήπο, με πισίνα και γκαζόν και με δέντρα παράξενα και κρυφά φώτα στον κήπο. Κι ολόγυρα μια ψηλή μάντρα πέτρινη που στην κορφή της είναι στρωμένη με τσιμέντο και μες στο τσιμέντο έχουνε μπήξει όρθια κομμάτια κοφτερό γυαλί… Η λεπτομερής περιγραφή του σπιτιού, που αναστέλλει τη δράση, αποτελεί μιαν άφωνη αφήγηση που παράγει εξέχοντα νοήματα: Ο Λέμαν το Βέλγικο λυκόσκυλο δεν επιτρέπει στον ήρωα να μπει στο σπίτι. Γιατί; Γιατί όπως «λένε στο Περού ή στο Μεξικό, οι πλούσιοι είχαν γεννηθεί από ένα χρυσό αστέρι και οι φτωχοί από ένα χάλκινο αστέρι. Γι’ αυτό και δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι ίσοι. Γιατί είχαν γεννηθεί σε άλλους κόσμους».
Ο Οικονόμου σκιαγραφεί με σκούρα, πένθιμα χρώματα το τέλος της εργασίας: Τα ρούχα των απολυμένων εργατών είναι «σαν τα πράγματα των πεθαμένων που πρέπει κάποιος να τα μαζεύει. Γιατί τα πράγματα των πεθαμένων είναι ο τελευταίος κάβος και ο ζωντανός πρέπει πάντα να τον λύνει αυτό τον κάβο, γιατί κανείς άνθρωπος δεν είναι νησί, όλοι καράβια είμαστε…».
Και οι χαρακτήρες πώς αντιδρούν μέσα σ’ αυτό το σκηνικό της φθοράς και της προϊούσας κρίσης; Ο συγγραφικός χρωστήρας σκιτσάρει χαρακτηριστικά πορτρέτα με μεγάλη δεξιοτεχνία:
- Ο Γιάννης Εγγλέζος που, που όταν σκοτώθηκε ο φίλος του σε εργατικό ατύχημα, διαρκώς αναφωνεί: «Είμαι γεμάτος με ένα απίστευτο κενό».
- Ο Τάκης Βασσάλος που κάνει όνειρα όχι για το μέλλον αλλά για τα περασμένα. Και τον πιάνει ντροπή λες και είναι έγκλημα πια η νοσταλγία. «Η νοσταλγία, σκυλί ψωριάρικο με τσιμπλιασμένα μάτια που γλείφει τις πληγές του και σε ξεγελά και άμα απλώσεις το χέρι να το χαϊδέψεις σε δαγκώνει».
- Ο ναύαρχος που προειδοποιεί τον απολυθέντα γιο του: «Πρόσεχε μη χάσεις την πίστη σου. Μην τους κάνεις το χατίρι και χάσεις την πίστη σου. Πρέπει να πιστεύεις. Και θεός να μην υπάρχει, εσύ πρέπει να πιστεύεις». Κι ο ίδιος ήρωας που τις νύχτες ονειρεύεται ότι έχει «βρει ένα μαγικό φάρμακο και γίνεται αόρατος κι αρπάζει λεφτά απ’ τις τράπεζες και τα μοιράζει στον κόσμο».
- Ο Μάο που παίρνει ο ίδιος την κατάσταση στα χέρια του, για να αντιμετωπίσει ως αυτόκλητος άγγελος-τιμωρός το κακό.
- Ο Μιχάλης ο αταίριαστος που είχε τρέλα με τον Ισπανό ποιητή Μιγκέλ Ερνάντεθ και που τον φόβιζε η σιωπή: Απάνθρωπο πράγμα η σιωπή. Πόση σιωπή να κουβαλήσει ένας άνθρωπος μέσα του».
- Ο Βασίλης που κάθε βράδυ διηγείται παραμύθια στην γυναίκα του.
- Ο «Μολυβένιος στρατιώτης» που γράφει με σπρέι συνθήματα στους τοίχους.
- Ο Πέτρος που έχει χόμπυ να παρακολουθεί τους ευκατάστατους κατοίκους των νοτίων προαστίων.
- Ο μπαρμπα-Τάσος που τον βρήκε ο γιος του μες στον σκουπιδοντενεκέ, επειδή άφησε τη γυναίκα του να πεθάνει αβοήθητη.
- ο Άρης που πιστεύει πως «το καλύτερο φάρμακο για τους φτωχούς ανθρώπους είναι η τηλεόραση».
Κοινός παρονομαστής όλων των ηρώων που συνθέτουν το μωσαϊκό των λαϊκών συνοικιών του Πειραιά είναι το ΜΙΣΟΣ από τις διαρκείς στερήσεις στις οποίες υποβάλλονται: «Κουβάλαγαν στερήσεις και πίκρες και όνειρα που δε βγήκαν αληθινά. Κουβάλαγαν ένα βαθύ μίσος για τους πολιτικούς και για τους γιατρούς και τους υπαλλήλους του ΙΚΑ – για όλους εκείνους τέλος πάντων που εξαιτίας τους αναγκάζονταν να ξενυχτάνε στη μέση του δρόμου μες στην παγωνιά μακριά από τα σπίτια τους».
Τέλος, χαρακτηριστικό του οδηγητικού ρόλου της όλης σκηνογραφίας συνιστά η αντιστοιχία του χώρου με τη συναισθηματική κατάσταση των ηρώων. Οι περιγραφές επιτελούν μια λειτουργία οδηγητική για τον αναγνώστη, ώστε να συλλάβει το βαθύτερο νόημα των διηγημάτων. Αυτό γίνεται δυνατό κάθε φορά που τόποι, τοπία ή εξωτερικές εικόνες περιγράφονται με τρόπο αφαιρετικό ή μεταφορικό που υπογραμμίζει την αναλογία τους με κάτι άλλο, ανάγονται τελικά σε σύμβολα ποιητικά, ενώ μια εξωτερική εικόνα της φύσης λειτουργεί ρητά ή υπαινικτικά με βάση την ψυχική κατάσταση του ήρωα. Ο Άρης και η Νίκη στο διήγημα «Κάτι θα γίνει, θα δεις» και το νεαρό ζευγάρι κρατουμένων στο θάλαμο-κρατητήριο του νοσοκομείου, βρίσκονται ακινητοποιημένοι σε ένα κρεβάτι. Χώροι περίκλειστοι και οι δύο. Και τα δύο ζευγάρια φυλακισμένα. Το πρώτο στα χρέη του, το δεύτερο στον έρωτά του, με τα χέρια κολλημένα με logo. Η Νίκη αποχαιρετά την αγαπημένη της συνοικία και το βλέμμα της χαϊδεύει το χώρο, τα αντικείμενα, τους ανθρώπους: τις νεραντζιές και τις μουριές, τις κολόνες της ΔΕΗ, την κόκκινη βέσπα του Θοδωρή, τα ρολά στο ψιλικατζίδικο του Αστερία, τον τοίχο στη γωνία Βοσπόρου και Μυκηνών, την σμπαραλιασμένη καγκελόπορτα της Βούλας, την τζαμαρία από το κουρείο του Κοσμά. Ο κόσμος της είναι ένας κόσμος υπό κατάρρευση. Κι αυτή τώρα θεατής στο ρέκβιεμ ενός προαναγγελθέντος θανάτου: αυτού της εργατικής τάξης των λαϊκών συνοικιών του Πειραιά, αποχαιρετά τον μικρόκοσμό της. Έναν μικρόκοσμο – άγνωστο για τους πολλούς – αλλά τόσο σημαντικό για την ίδια. Δεν είναι η μορφολογία του χώρου που του δίνει αξία, αλλά η αγάπη της ηρωίδας που προσδίδει αξία και νόημα σ’ αυτόν.
Και οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτές τις συνοικίες, που ζουν σε κάθε γωνιά αυτής της χώρας, αυτού του πλανήτη, που κάποτε δούλευαν και ζούσαν αξιοπρεπώς, τώρα διαπιστώνουν πως όλα έγιναν ΑΜΕΡΙΚΗ και πως η ανέχεια και η ανεργία είναι κάταγμα. Δεν είναι παίξε γέλασε.
Σας ευχαριστούμε πολύ κύριε Χρήστο Οικονόμου και αναμένουμε με ανυπομονησία τα καινούργια σας κείμενα. Τα έχουμε ανάγκη. «Γιατί εκεί που υπάρχει ο φόβος υπάρχει και εκείνο που σώζει από το φόβο».

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ Δ. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΠΟΥ ΘΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΕΙ ΣΤΗΝ ΙΩΝΙΔΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΠΕΙΡΑΙΑ ΣΤΙΣ 18/2/2011.

Δεν υπάρχουν σχόλια: