Γιώργος Λαμπράκος, Ψηφιακός Νάρκισσος και άλλα διηγήματα (Γαβριηλίδης, 2014)
Ο κριτικός λογοτεχνίας Γιώργος
Περαντωνάκης σε πρόσφατο κείμενό του υποστήριξε πως ο ρόλος του κριτικού είναι να θέσει τον λόγο της λογοτεχνίας σε ενεργή
αντιπαράθεση με τους άλλους λόγους της κοινωνίας. Σε ένα ρευστό και συνεχώς
αναμορφούμενο γίγνεσθαι, η λογοτεχνία συναντά την πολιτική, τη θρησκεία, την
ιδεολογία, το λαϊκό αίσθημα, την ηθική, την επιστήμη κ.λπ. Η ανάγνωση πλέον δεν
είναι απλώς η ψυχαγωγία που προσφέρει η συνάντηση με το βιβλίο, αλλά η
αναζήτηση της νέας οπτικής που κάθε ποιοτικό ανάγνωσμα καταθέτει.
Αναζητώντας έναν βραχείας ή μακράς εμβέλειας
λογοτεχνικό Κανόνα, θα επιχειρήσω να αξιολογήσω κατά πόσο το συγκεκριμένο βιβλίο συντελεί
στην ευρύτερη πολιτισμική συζήτηση για την πορεία της ανθρώπινης σκέψης και την
μετεξέλιξη της κοινωνίας.
[Luces Del, Black Narcissus, 1947]
1ον Ο τίτλος και οι μυθολογικές υποδηλώσεις του
Ο λόγος της τέχνης για τον
εαυτό της και τον κόσμο είναι ένας λόγος γύρω από τον Νάρκισσο, αυτόν που ο
θεωρητικός της Αναγεννησιακής ζωγραφικής Alberti αποκαλούσε τον
πρώτο ευρετή της ζωγραφικής. Ο μύθος του Νάρκισσου είναι ένας μύθος που έχει
χρησιμοποιηθεί για να καταδείξει την αλληλουχία ανάμεσα στη ζωγραφική, τη γραφή
αλλά και το ψυχικό βάθος, τις ουτοπίες κάθε μορφής. Ο «Ψηφιακός Νάρκισσος» του
Λαμπράκου είναι η σύγχρονη εκδοχή της ερωτικής σχέσης του εικονιζομένου και της
εικόνας του, εικόνας που δεν εγγράφεται στην επιφάνεια μιας φυσικής πηγής, αλλά φυσικοποιείται
με τη διαμεσολάβηση της τεχνολογίας και σωματοποιείται μέσα από τη συνοχή ανάμεσα
στο φανταστικό και στο ρεαλιστικό.
[Καραβάτζιο, Νάρκισσος]
Ο Νάρκισσος εμπεριέχει στον
μύθο του και στις πολλαπλές του ερμηνείες την κοινωνική ψυχοπαθολογία σαν ένα
κλειστό κύκλωμα καταδικασμένο να τροφοδοτείται από τις σάρκες του. Ένας μύθος
που μιλά για την απελπισία, τη μοναξιά αλλά και τη μεταμόρφωση, την αλλαγή σε
κάτι νέο. Με τον θάνατό του φύτρωσε ένα κίτρινο λουλούδι, αυτό που ο Πλούτωνας
χρησιμοποίησε για να παρασύρει την Περσεφόνη στον Κάτω Κόσμο. Ένα λουλούδι που
ξεφύτρωσε από τον ανέφικτο έρωτα και οδήγησε σε έναν καινούργιο. Σε μια νέα γένεση.
Στο ομώνυμο διήγημα, ο Κώστας -σαν
το μυθικό Νάρκισσο που είδε το πρόσωπό του στα νερά της πηγής και το
ερωτεύτηκε- μετατρέπεται σε κυνηγό στήνοντας ερωτικές παγίδες στα ανυποψίαστα θηλυκά.
Στο τέλος, όπως ο Νάρκισσος πεθαίνει αυτοθαυμαζόμενος στο νερό του ποταμού που
το χρησιμοποιούσε ως κάτοπτρο, το ίδιο και ο Κώστας βρίσκει φριχτό θάνατο
ερωτοτροπώντας με την οθόνη του υπολογιστή του, την ώρα που ακούγονται όχι οι
τελευταίες συλλαβές της Νύμφης Ηχούς αλλά οι τελευταίες λέξεις του διαδικτύου: Log out…
[Νταλί, Η μεταμόρφωση του Νάρκισσου]2ον Οι επιρροές του βιβλίου
Ο «Ψηφιακός Νάρκισσος» ζει σ’ ένα μεταίχμιο: ενός κόσμου –αυτού της νεωτερικότητας- που αργοσβήνει, και του μεταμοντέρνου που αναδύεται μέσα από την πολυπολιτισμικότητα, την παγκοσμιοποίηση, τον κυβερνοχώρο. Αναδύεται ή επινοείται; Μάλλον το δεύτερο. Και διατυπώνεται λεκτικά όχι μόνο στις Κοινωνικές Επιστήμες αλλά και στη Λογοτεχνία. Το μεταμοντέρνο σώμα γίνεται ήρωας στο βιβλίο του Λαμπράκου. Διαβάζοντας την Ντόνα Χαραγουέι και το «Κυβοργικό Μανιφέστο» της, το εκτενές δοκίμιο του 1985, όπου μελετά τη σχέση του μετανεωτερικού ανθρώπου με την υψηλή τεχνολογία, διακρίνουμε σαφείς επιρροές. Η Χαραγουέι υποστηρίζει πως το μεταμοντέρνο σώμα (αλλά και ο νους) μετατρέπεται αργά αλλά σταθερά σε ένα cyborg, ένα κυβόργιο, δηλ. ένα υβρίδιο από μηχανή και οργανισμό, ένα δημιούργημα κοινωνικής πραγματικότητας και μυθοπλασίας. Το cyborg είναι η αντίδραση στη διαχρονική προσπάθεια του δυτικού λόγου να διατηρήσει ακέραια τα αντιθετικά του δίπολα, τη διάκριση σε οργανικό και μηχανικό, σε νου και σώμα, σε υποκείμενο και αντικείμενο, διακρίσεις που στη μετανεωτερικότητα συμφύρονται διαρκώς σε μια καινοφανή όσμωση.
Tο καρτεσιανό υποκείμενο σταδιακά περνά από την άλλη μεριά του καθρέφτη, καταβυθίζεται στο άγνωστο του ρευστού κόσμου της παγκοσμιοποίησης. Γίνεται ένας "Ψηφιακός Νάρκισσος" που, σαν ήρωας του Μπέκετ, υπάρχει μεν στον χώρο αλλά αδυνατεί να δράσει, να συγκρουσθεί, να διαμορφώσει τις κοινωνικές συνθήκες της ύπαρξής του. Aναμένει. Ο κόσμος του αποτελείται από υλικά αγαθά χωρίς πνευματική διάσταση. Το υπαρξιακό κένο μεγεθύνεται από την απουσία νοήματος, καθώς η ζωή γίνεται κατάσταση και όχι βίωμα.
[Metropolis, του Fritz Lang]
3ον Η συγγραφική πρόθεση
Ο ίδιος ο
συγγραφέας σε συνέντευξή του έχει υποστηρίξει: «Στον Ψηφιακό Νάρκισσο προσπαθώ,
με λογοτεχνική μορφή, στοχαστικές πινελιές και μπόλικη σατιρική διάθεση, να
φανερώσω τη συνύπαρξη πραγματικού και εικονικού, τη διαλεκτική του Homo sapiens
με τον Homo technologicus, το μεταμοντέρνο Γίγνεσθαι μέσα στο διαχρονικό Είναι.
Ανεξάρτητα από το αν ζούμε ακόμα στη μεταμοντέρνα εποχή ή την έχουμε πια
περάσει, οφείλουμε ως καλλιτέχνες να αναζητούμε νέες μορφές, νέα ύφη, νέες
εικόνες, νέες αφηγήσεις για να αναπαραστήσουμε το αποδομημένο υποκείμενο». Ένας
κόσμος γεμάτος κυβόργια (cyborgs), υβρίδια μεταξύ φύσης και μηχανής, συνιστά μια πραγματικότητα στην οποία οι άνθρωποι δεν
φοβούνται να χάσουν την προνομιακή τους θέση απέναντι στα ζώα και τις μηχανές.
Άλλωστε, κατά τη Haraway, ο άνθρωπος πλέον ταυτίζεται με τη μηχανή και μπορεί να
είναι υπεύθυνος για αυτήν, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να τον κυριαρχήσει ή να τον
φοβίσει.
4ον Η ταυτότητα του «Ψηφιακού Νάρκισσου» και η γλώσσα του
Η μεταμοντέρνα ταυτότητα του
«Ψηφιακού Νάρκισσου» χαρακτηρίζεται από μερικότητα, ειρωνεία, θραυσματικότητα,
ετερογλωσσία. Αυτή είναι και η γλώσσα των υποκειμένων στα αφηγηματικά κείμενα
της συλλογής. Γλώσσα διάστικτη από τεχνολογικούς αλλά και φιλοσοφικούς όρους,
ένα κοκτέιλ κωμικού και τραγικού. Εναγώνιες αναζητήσεις του Άλλου αλλά και του εαυτού μέσα από την
οθόνη του υπολογιστή.
- Η δουλειά πώς
πάει;
-
Δουλοπρεπώς.
- Τι
εννοείς;
- Ή δουλεύω
σαν το σκυλί ή δεν έχω να κάνω τίποτα. Δεν αντέχω άλλο.
- Τι θέλεις;
- Να μην
είμαι το εργαλείο σε μια ζωή μηχανική.
Εντούτοις, δεν
λείπουν από το βιβλίο και οι στιγμές όπου ο λόγος γίνεται παραληρηματικός,
σύστοιχος προς τον ερωτικό λόγο-σπασμό, ένα σημείο του βιβλίου, στο οποίο ο
λόγος απελευθερώνεται από τον μηχανικό βηματισμό του ψηφιακού λόγου και ξεσπά
ερωτικά απελευθερωμένος, ένας λόγος που ενώνει το φαντασιακό με το ρεαλιστικό
(απόσπασμα, σελ. 98/9).
5ον Ο Ψευδο-εαυτός
Ο Καβάφης στην εποχή του έγραψε
ένα ψευδοϊστορικό ποίημα με τίτλο Αιμιλιανός
Μονάη, Αλεξανδρεύς, 628–655 μ.X., στο οποίο ο επινοημένος χαρακτήρας σαν
άλλος Ήφαιστος έφτιαξε μια πανοπλία με υλικά από λόγια, φυσιογνωμία και τρόπους, προκειμένου να γλυτώσει από τους
κακούς ανθρώπους. Στην ψηφιακή εποχή,
εποχή του ψηφιακού νάρκισσου, τα άτομα, αφού απομυθοποίησαν τον Θεό και
ενδύθηκαν οι ίδιοι τον ρόλο του, απόμακρα από την κοινωνία και την επικοινωνία
προσαρμόζονται πρόθυμα και αυτόβουλα, συναινούν στην υποταγή τους σε ένα πλήθος
μικρόκοσμων, κατά κύριο λόγο διαδικτυακών. Ο πραγματικός εαυτός κρύβεται
επιδέξια πίσω από την πανοπλία των ψευδωνύμων· αυτός τελικά που κυριαρχεί είναι
ένας ψευδο-εαυτός σε βαθιά ψυχική κρίση, μακριά από συλλογικότητες, μακριά από
την κοινωνία και την πολιτική. Ο Αιμιλιανός
Μονάη του Καβάφη τελικά πέθανε 27 ετών κάπου στη Σικελία. Ο ψηφιακός
Νάρκισσος άραγε θα έχει την ίδια τύχη; Χαρακτηριστικό είναι το διήγημα με τίτλο
EROS ANIKATE MAHAN, όπου οι σκέψεις καταγράφονται στα blogs σε μια γραφή ημερολογιακή, μηχανιστική
αναπαράσταση της σύγχυσης αλλά και της ψυχικής ρηχότητας των υποκειμένων.
6ον Το τελικό συμπέρασμα
Με
βάση όσα με συντομία υποστήριξα μέχρι στιγμής, μπορώ ανεπιφύλακτα να πω ότι το
βιβλίο του Λαμπράκου καταλαμβάνει μια περίοπτη θέση στην κλίμακα πολιτισμικής
διαμόρφωσης, καθώς καινοτομεί και ιδεολογικά και αισθητικά.
Διευρύνει τους ιδεολογικούς και αναγνωστικούς μας ορίζοντες, εφόσον θέτει αλλά και
την ίδια στιγμή επιχειρεί να δώσει απαντήσεις σε φλέγοντα σημερινά αλλά και διαχρονικά ερωτήματα για το Είναι και τη νοηματοδότησή του σε μια εποχή διαρκών "θανάτων" και αναμονής γένεσης του καινούργιου.
Αναζητώντας
διαρκώς τα κριτήρια που ανάγουν ένα λογοτεχνικό έργο προορισμένο να περάσει στις επόμενες
γενιές όχι ως μια απλή αφήγηση ευχάριστων ιστοριών αλλά ως ένα κλασικό έργο, θα
πρέπει να σταθούμε στη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη γραφή και στον
στοχασμό, ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία. Ο Καμύ έλεγε: «Σκέφτομαι σημαίνει ξαναμαθαίνω να βλέπω, να
παρατηρώ, να δημιουργώ με κάθε ιδέα ή με κάθε εικόνα»· κι αν ένα αφήγημα είναι ικανό να κάνει κάτι, είναι αυτό ακριβώς, να μάθει στον
αναγνώστη έναν νέο τρόπο θέασης της ζωής, να τον επανατοποθετήσει στον χώρο και στον χρόνο ώστε να δει τον εαυτό του και τον κόσμο του μέσα από μια διαφορετική οπτική γωνία.
Οι ιστορίες της
συλλογής, όπως για λόγους οικονομίας χρόνου παρουσιάζονται εδώ, φανερώνουν μικρό μόνο μέρος από το εύρος του στοχασμού του Λαμπράκου:
ζητήματα βιοηθικής, η πιθανότητα ψηφιακής άσκησης της δημοκρατίας, τα όρια
της σύγχρονης τέχνης, η τεχνολογική πρόοδος στην υπηρεσία του Κράτους και του
Κεφαλαίου αλλά και του εγκλήματος, η ματαιοδοξία (;) του εθελοντισμού και ο έρωτας
στα χρόνια των κοινωνικών δικτύων. Όλα αυτά τα ζητήματα πραγματεύεται ο
Λαμπράκος στα 13 κείμενα της συλλογής, χωρίς το κείμενό του να χάνει την
αισθητική του αξία. Γράφει ο Λυοτάρ: Ένας
μεταμοντέρνος καλλιτέχνης ή συγγραφέας επέχει θέση φιλοσόφου: το κείμενο που
γράφει, το έργο που παράγει δεν διέπονται καταρχήν από θεσμοθετημένους εκ των
προτέρων κανόνες, και δεν μπορούν να κριθούν βάσει μιας προσδιοριστικής κρίσης,
μέσω της εφαρμογής οικείων κατηγοριών στο κείμενο ή το έργο. Οι κανόνες και οι
κατηγορίες είναι αυτό που το ίδιο το έργο τέχνης αναζητά. Οι σκέψεις του
Λυοτάρ απηχούν απόλυτα το πνεύμα του Ψηφιακού
Νάρκισσου, ενώ παράλληλα αποτελούν καθοδηγητικό νήμα για την ανάγνωση του
βιβλίου, καθώς οι αναγνωστικές προσδοκίες συστοιχούν προς το πρόταγμα του μεταμοντέρνου.
Σε τελική ανάλυση, ο Λαμπράκος με το βιβλίο του επαληθεύει αυτό που γράφει ο Αχιλλέας Κυριακίδης στο
άρτι εκδοθέν βιβλίο του («Σημειώσεις για μια ιδιωτική θεωρία της Λογοτεχνίας»):
Ἴσως
ἡ λογοτεχνία μπορεῖ νὰ εἶναι ἢ πρέπει νὰ εἶναι ἢ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι κάτι
πού, χωρὶς νὰ κλείνει τὰ μάτια στὴν πραγματικότητα, κλείνει τὸ μάτι στὴν
πραγματικότητα.
Θα κλείσω με το ποίημα του Νίκου Λαδά Προειδοποίηση, που, θαρρώ, συνομιλεί έξοχα με τα κείμενα του Λαμπράκου, ποίημα προφητικό που γράφτηκε τη δεκαετία του ’70, όταν γεννιόταν ο συγγραφέας μας και ο ποιητής έφευγε οικειοθελώς από τη ζωή. Μια ποιητική φωνή συναντά την πρόζα. Και οι δυο μεγαλόπνοες, πεσιμιστικές, επώδυνες, δηλωτικές.
Σπουδαίος θα 'ναι εκείνος που θα φτιάξει πρώτος
ρομπότ για όλες τις δουλειές.
Κι άλλοι πολλοί θα κάνουν τέτοιους άθλους,
αναμφίβολα.
Τους βλέπω κιόλας να στριμώχνονται
στον προθάλαμο του μέλλοντος
χτυπώντας νευρικά τα πόδια στο πάτωμα,
όλοι ένας πόθος, όλοι ένα όνειρο:
πως - λέει - θα γίνουν κουκουνάρια
στο μεγάλο πεύκο της ανθρώπινης προόδου.
Μα εγώ σαν πιο τρανός απ' όλους
- σε τούτο δε χωράει αντίρρηση -
με το σκεπάρνι της φωνής μου,
έσκαψα βαθιά το λευκό χαρτί, το πρόσταξα
να σου το πει, να μην το λησμονήσει
πως στο σπίτι μου, στο σπίτι σου, στα σπίτια μας
το ταβάνι κάθε μέρα χαμηλώνει...
Διάβασα το βιβλίο ακούγοντας John Cage: Thirteen Harmonies (1985)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου