Η περίπτωση του Χρήστου Οικονόμου
στην ελληνική πεζογραφία είναι ιδιαίτερη. Για τους περισσότερους παρουσιάστηκε
σαν "κομήτης" τον Μάρτιο του 2010 όταν από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφόρησε η
συλλογή διηγημάτων του «Κάτι θα γίνει, θα δεις» (είχε προηγηθεί η εξαιρετική
μετάφρασή του στον «Κλέφτη του στρατοπέδου» του Τομπάιας Γουλφ). Βραβεύσεις,
μεταφράσεις, συνεχείς επανεκδόσεις, τιμητικές διακρίσεις, πάμπολλες
βιβλιοπαρουσιάσεις, συγκρίσεις με ιερά τέρατα του λόγου πέραν του Ατλαντικού…
Μέχρι που κυκλοφόρησε το «Καλό θα ’ρθει
από τη θάλασσα» τον
Οκτώβρη του ’14, για να καταστήσει επάξια τον Οικονόμου τον
αντιπροσωπευτικότερο συγγραφέα της γενιάς του.
Κι όμως ο Χρήστος Οικονόμου
πρωτοεμφανίστηκε το 2003 με τη συλλογή διηγημάτων «Η γυναίκα στα κάγκελα» (εκδ.
Ελληνικά Γράμματα), κείμενα καλοδουλεμένα από τον 30χρονο τότε συγγραφέα. Ο
υπογράφων θεωρεί πολύ σημαντική αυτή τη συλλογή, αν και κατάφωρα αδικημένη από
την επίσημη κριτική. Ανατρέχοντας στη βάση της biblionet και στην google δεν βρήκα ούτε μια απλή
παρουσίαση. Η έλλειψη αυτή, αφενός, με προβλημάτισε για το αν τελικά η κριτική
επιτελεί σωστά τον ρόλο της, να φέρνει δηλαδή στο φως καινούργιες και πρωτότυπες γραφές,
και, αφετέρου με ώθησε να καταγράψω τις εντυπώσεις μου για ένα βιβλίο το ίδιο
αξιόλογο με τα υπόλοιπα του Χρήστου Οικονόμου, αν και πρωτόλειο, αποτίοντας –κατά κάποιον τρόπο- φόρο τιμής σ’ έναν στυλίστα συγγραφέα.
Ο Οικονόμου παρουσιάζεται
ολοκληρωμένος συγγραφέας με τα δώδεκα αυτά διηγήματα μικρής έκτασης (σημειωτέον, είναι πλέον δυσεύρετα) που έχει
αποκρυσταλλώσει το προσωπικό του ύφος γραφής. Όλα εκείνα τα στοιχεία που
επαινέθηκαν κατά κόρον στις δύο επόμενες συλλογές του ανιχνεύονται και στα
πρωτόλειά του. Υπαρξιακή κοψιά, υποβλητικότητα, στοχαστικότητα, ρεαλισμός
αρτυμένος με ποιητικότητα στη γλώσσα και στις περιγραφές, λόγος φωνής
προσεγμένος μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, συνεκδοχικά σκηνικά, εμφανείς
επιρροές από την Αγία Γραφή, τον Παπαδιαμάντη, τον Τσέχωφ και τον Κάρβερ,
βιωματική γραφή (με πλάγιες αυτοβιογραφικές αναφορές), σοφή εναλλαγή στιγμών
έντασης και χαλάρωσης, επιμονή στη λεπτομέρεια...
Βασικό θεματικό άξονα του βιβλίου
αποτελεί η απώλεια, η στέρηση και ο θάνατος.
Στο πρώτο διήγημα με τίτλο «Πόσο
μακριά θα σ’ άφηναν να πετάξεις;» κυριαρχεί ο θάνατος δύο ανθρώπων σ’ ένα
τροχαίο, ο horror vacui,
η απάθεια του Σωτήρη (κατ’ ευφημισμόν Σωτήρης) καθώς και οι ενοχές της γυναίκας
του που προσπαθεί να τις ξορκίσει με τη φιλοξενία που προσφέρει στα παιδιά των
θυμάτων του αυτοκινητικού. «Για το κενό, της απαντώ. Τα ’βαλα για να καλύψω το
κενό».
Στο δεύτερο ατμοσφαιρικό διήγημα
«Όταν τραγουδάω, γίνομαι πέτρα», ο Πέτρος Καγκάδης, ένας 32χρονος απολυμένος,
αναμετριέται με το αδιέξοδο παρόν του αναζητώντας σανίδα σωτηρίας στις μουσικές
μνήμες της νεότητάς του. «Όταν μεγαλώνεις, χάνεις μαλλιά, δόντια, δύναμη,
ανθρώπους. Γιατί, λοιπόν, να μη χάνεις και τη μουσική;» Το διήγημα
ολοκληρώνεται με τον Πέτρο να μπήγει με μανία το μαχαίρι σ’ ένα αρνί (πεσκέσι
του πεθερού του από το χωριό): «Έσφιξε το μαχαίρι κι άρχισε να το
ανεβοκατεβάζει με δύναμη, να το καρφώνει άτσαλα όπου έβρισκε. Όμως το κρέας
ήταν σκληρό και παγωμένο και τα μάτια του Πέτρου θόλωναν στο μισοσκόταδο και το
αίμα έτρεχε συνεχώς από το δάχτυλό του – μια μακριά, υγρή κλωστή, που
ξετυλιγόταν ασταμάτητα και τα έδενε όλα κόκκινα.
Το τρίτο διήγημα «Ταλιθά, κούμι»
φέρει ως τίτλο τη σημιτική έκφραση την οποία χρησιμοποίησε ο Ιησούς Χριστός
όταν ανέστησε την κόρη του Ιαείρου και η οποία σημαίνει: «Κορίτσι, σου λέω:
Σήκω!», κείμενο με το οποίο ο Οικονόμου διαλέγεται με την Αγία Γραφή και τα
ιερά κείμενα. Μια ιστορία δοσμένη με πικρία και σαρκασμό, με κεντρικό
περιστατικό τον γάμο μιας μικροβιολόγου με τον κατά δέκα χρόνια μικρότερό της
νεαρό πρώην τοξικομανή. Εδώ ο θάνατος υπάρχει στην ιστορία της Καινής Διαθήκης
καθώς και η υπόσχεση της Ανάστασης, η οποία ωστόσο επαναλαμβανόμενη χάνει τη
σημασία της.
Το τέταρτο διήγημα «Ο πατέρας μου
ντυμένος δέντρο» περιστρέφεται γύρω από τον θάνατο του πατέρα του Άγγελου
(φλερτάρει διαρκώς με τον θάνατο μέσω του LCD), τον οποίο είχε προλάβει να διώξει από το σπίτι πριν από το
δικό του οριστικό φευγιό. Η αποτυχημένη προσπάθεια συμφιλίωσης του Άγγελου με
το άγνωστο παρελθόν του πατέρα του.
Στο πέμπτο διήγημα «Γονδολιέρης
για ένα Σαββατόβραδο», με την τεχνική της πλαστοπροσωπίας, παρακολουθούμε την
τραγική ιστορία του Νικήτα Αδάμογλου, που χάθηκε –ψαρεύοντας- ανοιχτά του
Ταίναρου.
Στο «Άσπρος ήλιος» - μια ιστορία
που εκφέρεται από έναν ομοδιηγητικό αφηγητή και εκτυλίσσεται κάπου στον Βόλο, κυριαρχεί
ο φόβος του θανάτου ενός μωρού, του Γεννάδιου, καθώς ο συγγραφέας θίγει τον
κοινωνικό αποκλεισμό όσων συγγενεύουν με οικονομικούς μετανάστες. Εξαιρετική η
επινόηση με την παραφθορά του ονόματος του μωρού από τον ζαχαροπλάστη:
Γκενάντιος, ένα «κ» που η ρωσίδα μάνα του παιδιού δυσκολεύεται να το καταπιεί,
δυσκολεύεται με άλλα λόγια, να προσαρμοστεί στο νέο εχθρικό γι’ αυτήν περιβάλλον.
Το ομώνυμο διήγημα «Η γυναίκα στα
κάγκελα» διαδραματίζεται τη Μεγάλη Πέμπτη (μια ιδιαίτερη μέρα στην πεζογραφία
του Οικονόμου, καθώς επανέρχεται σταθερά και σε μεταγενέστερες ιστορίες του)
στο Χαλάνδρι, με πρωταγωνιστές ένα ζευγάρι στα πρόθυρα του χωρισμού και μια
κρατούμενη στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής που εκλιπαρεί να της φέρουν ένα
μπουκάλι μαστίχα. Μια ιστορία που φέρει έκτυπα τη σφραγίδα του καρβερικού στυλ.
Στο όγδοο διήγημα «Όλα τα
πράγματά της σκορπισμένα στις λάσπες» μεταφερόμαστε τις παραμονές του
Δεκαπενταύγουστου στον δρόμο από τη Σαμαρίνα στα Γρεβενά, όπου συντελείται η
σύγκρουση ανάμεσα σε δύο ζευγάρια που ανέχονται για κάποιες μέρες το ένα την
παρουσία του άλλου. Παντού υποβόσκει η παρουσία του θανάτου, από τα κοράκια που
γαντζώνονται πάνω στα πρόβατα καταβροχθίζοντας τα παράσιτα, μέχρι το Συνεργείο
Απολυμάνσεων-Απεντομώσεων Fast-kill.
Η «Φωτοβολίδα» διαδραματίζεται κάποιο
σαββατόβραδο του Ιουλίου στη Σαλαμίνα, όπου υπό τη μουσική υπόκρουση της μουσικής
του Tom Waits,
ο ναύτης του Samina Merlin
Άρης Μπεγιέτης βρίσκεται στην άκρη μιας απρόσιτης πλαγιάς παρέα με το κονιάκ,
τα τσιγάρα του και το στερεοφωνικό-δώρο της Ειρήνης. Ο Άρης παρατηρεί έναν
άντρα που κάνει ριψοκίνδυνα κόλπα με το φουσκωτό του φλερτάροντας με τον
θάνατο, ένας άγνωστος που με κάποιο μυστήριο τρόπο συνδέεται κατά την Ειρήνη με
τον πνιγμό μιας κοπέλας στην ίδια θαλάσσια περιοχή. Ο Άρης ωστόσο παίρνει
θάρρος από τη μανία του άντρα και ονειρεύεται να βγάλει και αυτός τη θηλιά που
του σφίγγει τον λαιμό, να κόψει το ποτό, να φύγει από τα καράβια, να πιάσει
επιτέλους ένα σπίτι με την Ειρήνη.
Η «Λάβα» είναι άλλη μια ιστορία
που εκτυλίσσεται στον Βόλο, και πιο συγκεκριμένα στις Κόττες Μαγνησίας, ένα
παραθαλάσσιο χωριό κοντά στο Τρίκερι, με πρωταγωνιστές δυο ψαράδες. Ο ένας τύπος,
σαραντάρης, λεφτάς αλλά μόνος, και ο άλλος –ο αφηγητής- σε διάσταση με τη
γυναίκα του και μπερδεμένος, νιώθει σαν ένα λαβράκι που έχει πιαστεί στο
αγκίστρι και παλεύει για τη ζωή του. Η μόνη του παρηγοριά οι ιστορίες με καλό
τέλος που διηγείται ο έμπειρος ψαράς.
Τα «Δυο αγαπημένα φώτα» είναι μια
ιστορία ματαιωμένης αγάπης ανάμεσα σ’ έναν μοναχικό ανθυπασπιστή που χρησιμοποιεί
το ψευδώνυμο Γρηγόρης Βολάνης (το γρήγορο τιμόνι) και την Εύα, μια παντρεμένη
κοπέλα με τον Πέτρο, δυο νεαρά παιδιά που δουλεύουν προσωρινά σ’ ένα
βενζινάδικο στη Μαλακάσα μέχρι ο Πέτρος να βγάλει δίπλωμα νταλίκας. Ο χρόνος της
ιστορίας είναι και πάλι η Μεγάλη Βδομάδα, ενώ κεντρικό ρόλο κατέχει η παρένθετη
ιστορία με τον νεκρό στην Εθνική, που διηγείται η Εύα.
Η τελευταία ιστορία με τίτλο «Ο
Γουίλι και η Μέδουσα» έχει πρωταγωνιστή τον πατέρα του αφηγητή, έναν συνταξιούχο
αξιωματικό του Πολεμικού Ναυτικού που μεθυσμένος συνηθίζει να ανοίγεται άφοβα στα
ανοιχτά της πλαζ αξιωματικών του ναυστάθμου Κρήτης, παίζοντας κορόνα γράμματα
τη ζωή του. Ο πατέρας παραμένει ο μεγάλος άγνωστος Χ για τον γιο: «Σκέφτομαι
ότι αν ο πατέρας μου ήταν σημείο στίξης, θα ήταν ένα μεγάλο, χοντρό ερωτηματικό».
Και λίγο παρακάτω: «Δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτόν τον άνθρωπο». Ο πατέρας επιδιώκει
να γεφυρώσει το χάσμα φτιάχνοντας αχινόσουπα, προσπάθεια που ματαιώνεται γιατί
οι αχινοί ψόφησαν. «Πρώτη φορά πεθαίνουν τόσο γρήγορα οι αχινοί μου».
Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον αν οι
εκδόσεις «Πόλις» προσέφεραν στο αναγνωστικό κοινό την ευκαιρία να διαβάσει (με
καινούργια ίσως επιμέλεια και νέο εξώφυλλο) τα ενδιαφέροντα αυτά κείμενα, για
να δοθεί η δυνατότητα στους φανατικούς αναγνώστες του Οικονόμου να
παρακολουθήσουν όλη τη μέχρι σήμερα διαδρομή του.
Διάβασα για πολλοστή φορά το βιβλίο ακούγοντας τα συγκροτήματα που ακούν και οι ήρωες του βιβλίου: Big Black, Butthole Surfers, Kyuss, Tool, Chocolate Watch Band, Stooges, MC 5, Pussy Galore, Deja Voodoo, Wipers και άλλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου