Γιατί κανείς δεν τιμωρεί αυτούς που διαπράττουν αδικίες, έχοντας τη σκέψη του σ’ αυτό και εξαιτίας αυτού, επειδή δηλαδή αδίκησε, εκτός αν κάποιος τιμωρεί απερίσκεπτα, όπως ακριβώς ένα θηρίοž αυτός όμως που επιχειρεί να τιμωρεί σύμφωνα προς τη λογική αποδίδει τιμωρία, όχι εξαιτίας του αδικήματος που έχει περάσει – γιατί δεν μπορεί βέβαια να κάνει αυτό που έγινε να μην έχει γίνει – αλλά για το μέλλον, για να μην αδικήσει πάλι ούτε αυτός ο ίδιος ούτε άλλος ο οποίος είδε ότι αυτός τιμωρήθηκεž και κάνοντας τέτοιες σκέψεις, πιστεύει πως η αρετή μπορεί να διδαχτείž τιμωρεί, επομένως, για να εμποδίσει τέτοια ενέργεια στο μέλλον. Αυτή λοιπόν τη γνώμη έχουν όλοι όσοι βέβαια επιβάλλουν τιμωρία και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωήž τιμωρούν βέβαια για εκδίκηση και για σωφρονισμό και οι άλλοι άνθρωποι όσους νομίζουν πως αδικούν, και προπάντων οι Αθηναίοι, οι συμπολίτες σουž επομένως, σύμφωνα μ’ αυτό το συλλογισμό και οι Αθηναίοι είναι μεταξύ αυτών που πιστεύουν ότι η αρετή μπορεί να αποκτηθεί και να διδαχθεί.
Β1.
Ο Πρωταγόρας εισέρχεται στο δεύτερο επιχείρημά του για να αποδείξει ότι η αρετή διδάσκεται. Βασικό στοιχείο της απόδειξής του αποτελεί η τιμωρία και ο λόγος που επιβάλλεται στους ανθρώπους σε κάθε περίπτωση. Μάλιστα χρησιμοποιεί το ρήμα «κολάζω», για να τονίσει το σωφρονιστικό χαρακτήρα των ποινών. Ο Πρωταγόρας στο σημείο αυτό προσπαθεί να παρουσιάσει τους σκοπούς των τιμωριών και τις σημασίες της ποινής για την οργανωμένη ανθρώπινη κοινότητα. Κατά την άποψή του, η ποινή είναι αναγκαία για το σωφρονισμό των ανθρώπων και όχι για λόγους εκδίκησης. Γι’ αυτό επιβάλλεται όχι για το παρελθόν και επανόρθωση της ενέργειας του παρελθόντος (οὐ τοῦ παρεληλυθότος ἕνεκα), αλλά για χάρη των μελλοντικών ενεργειών του κάθε ατόμου. Φυσικά, αυτή η άποψη ήταν ιδιαίτερα πρωτοποριακή για την εποχή του Πρωταγόρα και επικράτησε κυρίως κατά τους νεότερους χρόνους στην επιστήμη της Παιδαγωγικής και της Φιλοσοφίας του Δικαίου. Κατά τον Δ. Γουδή, η άποψη του Πρωταγόρα για την ποινή αποτελεί ισχυρό και τολμηρό χτύπημα στο κατεστημένο της αιματηρής ανταπόδοσης που χαρακτήριζε εκείνη την εποχή. Η ποινή είναι μέσο σωφρονισμού εκείνου που υπέπεσε σε παράπτωμα και παραδειγματισμού και αποτροπής των άλλων από μελλοντικά παραπτώματα. Με αυτήν την έννοια παρουσιάζεται η ποινή τόσο στον παρόντα διάλογο, όσο και σε άλλους διαλόγους του Πλάτωνα (Πλάτωνα Γοργίας 477 Α), καθώς και στο φιλόσοφο Σενέκα (σύμφωνα με τον οποίο: Κανείς φρόνιμος άνθρωπος δεν τιμωρεί γιατί συνέβη κάποιο παράπτωμα, αλλά για να μη συμβεί). Σε γενικές γραμμές στις οργανωμένες κοινωνίες η ποινή έχει χαρακτήρα: α) εκφοβιστικό β)εκδικητικό γ)επανορθωτικό και δ)διδακτικό-παιδευτικό. Σαφώς, ο Πρωταγόρας πιστεύει στον παιδευτικό χαρακτήρα της ποινής, αν και, όπως έχει αναφερθεί, διαφοροποιείται σε σημαντικό βαθμό η άποψή του από την κοινή αντίληψη της εποχής για το ρόλο της τιμωρίας και της ποινής.
Ο Πρωταγόρας στην ενότητα αυτή συνεχίζει την προσπάθειά του να αποδείξει το διδακτό της αρετής. Σύμφωνα με το επιχείρημά του, οι άνθρωποι επιβάλλουν ποινές για σωφρονισμό και παραδειγματισμό διότι πιστεύουν ότι η αρετή μπορεί να διδαχθεί. Η έλλογη τιμωρία αποδεικνύει ότι οι άνθρωποι επιδέχονται βελτίωση. Σε διαφορετική περίπτωση, οι άνθρωποι θα ήταν δίκαιοι ή άδικοι από τη φύση τους, δεν θα άλλαζε η συμπεριφορά τους και γι’ αυτό το λόγο δεν θα έφεραν καμία ευθύνη για τις ενέργειές τους και δεν θα τους επιβάλλονταν ποινές.
Β2.
Β2.
Το επιχείρημα του σοφιστή σε αυτήν την ενότητα γίνεται πιο συγκεκριμένο και ενισχύει την πειθώ του. Είναι δύσκολο, πράγματι, να αμφισβητήσει κανείς τη σχέση ανάμεσα στην παιδευτική σχέση των ποινών και στη διδαξιμότητα της αρετής: όποιος επιδιώκει με τις ποινές να σωφρονίσει το δράστη και τους δυνάμει δράστες, αυτονόητα έχει αποδεχτεί ότι η αρετή διδάσκεται σε ένα βαθμόž όποιος πάλι επιβάλλει ποινές χωρίς τέτοιο σκοπό ή ἀλογίστως, χωρίς λογικό σκοπό, όπως τιμωρεί κανείς ένα θηρίο, μάλλον δεν πιστεύει το ίδιο. Είναι αξιοσημείωτο να αναφερθεί πως ο Πρωταγόρας αποδίδει την αντεκδίκηση ως κίνητρο στα θηρία, καθώς δεν αρμόζει, στις οργανωμένες κοινωνίες, οι άνθρωποι – ως έλλογα όντα - να τιμωρούν παρασυρόμενοι από τις προσωπικές τους εμπάθειες. Έξυπνα ο Πρωταγόρας απευθύνει μια λεπτή, στη διατύπωσή της, πρόκληση προς το Σωκράτη: αν ο τελευταίος αμφισβητήσει το δεδομένο του συλλογισμού (οι ποινές αποσκοπούν στο σωφρονισμό ), τότε αυτομάτως εντάσσει τον εαυτό του στην κατηγορία «ὅστις ὥσπερ θηρίον ἀλογίστως τιμωρεῖται».
Ο λόγος είναι πράγματι μια ανώτερη ιδιότητα και αυτό θα μπορούσε να επαληθεύεται και μόνο από το πλάτος και την πολυσημία της λέξης. Λόγος είναι ταυτόχρονα η σκέψη και η λεκτική αποτύπωσή τηςž η λειτουργία κατά την οποία, αφενός, ο νους συλλαμβάνει, επεξεργάζεται, συνδυάζει και συνθέτει νοήματα, ερεθίσματα και, αφετέρου, τα διοχετεύει σε λέξεις, που είναι εκφράσεις λεπτότερες από τις απλές φωνές, όπως είναι λεπτότερες διαρκώς και περισσότερες οι νοητικές συλλήψεις και κατασκευές που οι λέξεις εκφράζουν. Στην υπεροχή αυτήν του λόγου και στη σημασία του για την ίδρυση πολιτικής κοινωνίας είχαν αναφερθεί και άλλοι σημαντικοί διανοητές, όπως ο Ισοκράτης (Περὶ ἀντιδόσεως, 253-257) και ο Σωκράτης (σύμφωνα με τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα IV 3, 12).
Β3.
Μετά το 18ο έτος της ηλικίας των νέων, η ευθύνη της διαπαιδαγώγησης περνάει από τους δασκάλους στην ίδια την πολιτεία. Σε αυτό το στάδιο, τη διδαχή των νέων αναλαμβάνουν οι νόμοι της πολιτείας. Οι νόμοι καθοδηγούν, κατευθύνουν, προσανατολίζουν ορθά τη συμπεριφορά των νεαρών ατόμων. Γι’ αυτό παρομοιάζονται από τον Πρωταγόρα με τις ευθείες γραμμές που χάραζαν οι δάσκαλοι, προκειμένου να τις ακολουθούν οι μαθητές που δεν ήταν ακόμη ικανοί να γράφουν. Η ίδια η πολιτεία (κυρίως η δημοκρατική) με τους νόμους της ωθεί τους ανθρώπους να αντιληφθούν πλήρως τον πολιτικό και κοινωνικό τους ρόλο. Αυτό συμβαίνει διότι οι άνθρωποι δέχονται - στο πλαίσιο της πόλης - ποικίλες ιδεολογικές επιδράσεις και πολιτικά ερεθίσματα και κατανοούν την αξία της δικαιοσύνης ως συνεκτικού δεσμού για τη θεμελίωση μιας ευνομούμενης πολιτείας. Κατά την ενηλικίωση, η πολιτεία, μέσω της υπακοής στους νόμους, ωθεί τους πολίτες στην ηθική συμπεριφορά και στο πρότυπο του αγαθού πολίτη. Συνεπώς, ο ρόλος της πόλης είναι βαθιά παιδαγωγικός.
Β4.
Στο μέρος αυτό του έργου ο Πλάτωνας περιγράφει κυρίως τους τρεις παρόντες σοφιστές. Ο Πρόδικος και ο Ιππίας είναι μάλλον γελοιογραφικά σχεδιασμένοι. Και οι δυο παρουσιάζονται ως επιδεικτικά πολυμαθείς, ο πρώτος μανιακός με τους ορισμούς των εννοιών (πράγμα για το οποίο εισπράττει τα ειρωνικά σχόλια του Σωκράτη), ο δεύτερος μεγαλόστομος και ρητορικός. Θα έλεγε κανείς πως όλο το αντισοφιστικό πάθος του Πλάτωνα ξεσπά στην περιγραφή της ρηχότητας και της μεγαλομανίας αυτών των δύο.
Ο Πρωταγόρας, αντιθέτως, παρουσιάζεται μεν ως αλαζονικός και γεμάτος αυτοπεποίθηση, η σημαντική θέση όμως που ο στοχαστής αυτός κατείχε στην ιστορία της ελληνικής σκέψης δεν υποβαθμίζεται σε καμία περίπτωση. Παρόλο που ο Πλάτωνας τον δείχνει να αγανακτεί με τις συνεχείς ερωτήσεις του Σωκράτη, σε σημείο να θέλει να σταματήσει τη συζήτηση αν ο συνομιλητής του δεν τον αφήνει να αναπτύξει όπως αυτός νομίζει τις απόψεις του, είναι προφανές πως ο πρωταγορικός στοχασμός αντιμετωπίζεται ως άξιος σεβασμού. Γι’ αυτό και στην περίπτωσή του, η σωκρατική ειρωνεία είναι πολύ διακριτική, ο Σωκράτης δείχνει μάλιστα έναν ειλικρινή σεβασμό προς τις απόψεις του αντιπάλου του.
Β5.
υποθήκη: νουθετεῖ
βιαιοπραγία: πραχθέν
ιδέα: ἰδών
εκτρέπομαι: ἀποτροπῆς
μισαλλοδοξία: δόξαν
οίηση: οἴωνται
επιεικής: εἰκότως
υποδοχή: ἀποδέχονται
τμήμα: σκυτοτόμου
άφαντος: φαίνεται
Γ1.
Έχοντας, λοιπόν, περιπέσει σε τέτοια συμφορά οι Αθηναίοι, στενοχωριούνταν, επειδή πέθαιναν οι άνθρωποι μέσα (στην πόλη) και καταστρεφόταν η γη τους εκτός αυτής. Στη διάρκεια αυτής της συμφοράς, όπως ήταν φυσικό, θυμήθηκαν και αυτόν εδώ το στίχο που ισχυρίζονταν οι γεροντότεροι πως τον τραγουδούσαν παλαιότερα: «Πόλεμος θάρθει Δωρικός και μαζί μ’ αυτόν λοιμός». Κι έγινε καβγάς [διαμάχη] μεταξύ των ανθρώπων πως δεν γινόταν στο στίχο λόγος από τους παλαιούς για λοιμό [ασθένεια], αλλά για λιμό [πείνα], επικράτησε όμως, φυσικά, σύμφωνα με την παρούσα κατάσταση, να λέγεται λοιμός [ασθένεια]ž γιατί, οι άνθρωποι θυμούνται σύμφωνα με όσα παθαίνουν. Εάν έρθει, πιστεύω, κάποτε άλλος πόλεμος Δωρικός ύστερα από αυτόν και συμβεί να πέσει πείνα, θα τραγουδήσουν (το στίχο) με αυτήν τη λέξη, όπως είναι φυσικό.
Γ2.
περιπεσόντες: τοῖς περιπεπτωκόσι
δῃουμένης: δῃοῖ
κακῷ: κακίοσι / χείροσι
ἀνεμνήσθησαν: ἀναμνησθείην
τοῦδε: οἵδε
φάσκοντες: τοῖς φάσκουσι(ν)
πάλαι: παλαίτατα
ἔρις: ἔριν
ἔπασχον: πείσει/ῃ
ξυμβῇ: ξύμβηθι
ἔνδον: επιρρ. προσδιορισμός του τόπου στο «θνῃσκόντων».
θνῃσκόντων: γενική απόλυτος, αιτιολογική μετοχή.
τοῦ ἔπους: αντ. στο «ἀνεμνήσθησαν».
ὑπό τῶν παλαιῶν: ποιητικό αίτιο από το «ὠνομάσθαι».
τοῦδε: γεν. συγκριτική από το «ὕστερος».
γενέσθαι: τελ. απαρ., ως υποκ. στο απρόσωπο ρήμα «ξυμβῇ».
Γ3β.
- Οὗτος εἶπεν τοιούτῳ πάθει τοὺς Ἀθηναίους περιπεσόντας πιέζεσθαι.
- Οὗτος εἶπεν ὅτι τοιούτῳ πάθει οἱ Ἀθηναῖοι περιπεσόντες ἐπιέζοντο. (επειδή είναι πρτ., δεν μετατρέπεται σε Ε.Π.Λ.)
4 σχόλια:
Μια διευκρίνιση: είστε βέβαιος ότι ισχύει αυτό που αναφέρετε στην Παρένθεση του Γ3β;
Η εκτίμησή μου είναι ότι η ίδια φράση με "πιέζοιντο" εξακολουθεί να αναφέρεται στο παρελθόν (λόγω έλξης από το ρήμα εξάρτησης) με το ίδιο ποιόν ενεργείας (διαρκές). η μόνη διαφορά είναι στο βαθμό αποδοχής του περιεχομένου από τον συγγραφέα (ουτος), κάτι που μάλλον δεν μπορούμε να διαγνώσουμε στο παράδειγμα αυτό.
κατά την άποψή μου είναι δεκτή και η πρόταση με ΕΠΛ.
με εκτίμηση
Π.Τσουκαλάς
Έχεις δίκιο. Σωστός και ο τύπος με ΕΠΛ. Απλώς, το πιο σωστό είναι να παραμείνει ως έχει. Καλημέρα.
Χριστόπουλος
Πάντα ο ένας συμπληρώνει τον άλλο (κι ας έχουμε κοινούς δασκάλους http://dimichri65.blogspot.com/2011/06/blog-post_6300.html#comments ). Μακάρι να εφαρμόζαμε αυτή την αρχή και στις επιτροπές συντονισμού της βαθμολόγησης. Είναι κρίμα να κρύβονται οι επιτροπές πίσω από την ανωνυμία, τις σιωπές του αρμοδίων, τις αδιαφανείς διασδικασίες και την επίκληση του ενδεικτικού χαρακτήρα των οδηγιών βαθμολόγησης. Είναι κρίμα να περισσεύει ο εγωισμός και η ματαιοδοξία ενώ όλοι (πρώτος εγώ) δεχόμαστε ότι κανείς δεν είναι αλάθητος.
ουπς ξέχασα
Π.Τσουκαλάς
Δημοσίευση σχολίου