Α1.
Β1.
Β2.
β) 1η εικόνα: «Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς / δεν τους ανοίγει».
2η εικόνα: «Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ / για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος».
Γ1.
α) «Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν / τίποτα και προσπερνούνε».
β) «και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια / γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν. / Φτιάχνουν αντικλείδια».
Δ1.
- η χρήση καθημερινού λεξιλογίου: «κλειδί, πόρτα, αντικλείδια»: ο ποιητής, αν και καταπιάνεται με τη δύσκολη δουλειά του προσδιορισμού της φύσης του ποιητικού λόγου, χρησιμοποιεί λέξεις απλές και συνηθισμένες στο καθημερινό μας λεξιλόγιο. Καταφέρνει, δηλαδή, να πραγματεύεται αφηρημένες έννοιες και ιδέες με λέξεις γνωστών μας πραγμάτων.
- ο παρατακτικός λόγος: «Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν. Η πόρτα δεν ανοίγει πια»: ο λόγος γίνεται λιτός, κοφτός, φυσικός και ο τόνος πεζολογικός.
- η συμβολιστική γραφή: «Ίσως τα ποιήματα … είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια»: Τα αντικλείδια είναι τα ποιήματα που γράφουν οι ποιητές και αντιπροσωπεύουν τις αέναες προσπάθειες όλων να ανοίξουν την πόρτα της ποίησης.
Β1.
Το ποίημα αρχίζει και κλείνει με τον ίδιο στίχο (στον τελευταίο στίχο προστίθεται ο σύνδεσμος «μα»). Πρόκειται για το σχήμα του κύκλου. Το ποίημα έτσι γίνεται το ίδιο φορέας της εμπειρίας που περιγράφει. Πιστοποιεί μ’ αυτόν τον τρόπο την αέναη προσπάθεια των ποιητών να ανοίξουν την πόρτα της Ποίησης, γράφοντας συνεχώς ποιήματα στο πέρασμα των αιώνων. Κι ο κύκλος ξανανοίγει, η προσπάθεια δε σταματά. Ωστόσο, η πόρτα είναι ανοιχτή, γιατί όσοι προσπαθούν και «προσφέρουν», απολαμβάνουν κιόλας κάποια από τα αγαθά της Ποίησης («Η ποίηση είναι μια πόρτα ανοικτή, για όσους θέλουν να τη διαβούνε», είχε πει σε συνέντευξή του ο ίδιος ο ποιητής).
Β2.
α) Το α’ πληθυντικό πρόσωπο χρησιμοποιείται μόνο μια φορά στον προτελευταίο στίχο: «για ν’ ανοίξουμε» και δίνει χροιά εξομολογητική, σα να μιλάει για να ακούσει ο ίδιος τα λόγια του. Εδώ φυσικά μιλάει εξ ονόματος των ποιητών, ως ποιητής και ο ίδιος. Ωστόσο, η ποιητική αφήγηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο και με την αίσθηση ότι ο αφηγητής γνωρίζει τη βαθύτερη ποιητική αλήθεια της και το διαρκή αγώνα προσέγγισής της. Με την πληθωρική χρήση του γ’ πληθυντικού προσώπου οι διαπιστώσεις του ομιλητή εκλαμβάνονται ως αυθεντία, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν αφήνει ελεύθερο τον αναγνώστη να δώσει τις δικές του απαντήσεις και να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα. Έτσι, το ποίημα αποκτά αντικειμενικότητα, γενικό-καθολικό κύρος και σαφήνεια.
β) 1η εικόνα: «Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς / δεν τους ανοίγει».
Η πόρτα κλείνει, γιατί είναι ένα άπιαστο είδωλο και έτσι δεν αποκαλύπτεται πλήρως σε κανέναν. Η κλειστή πόρτα συμβολίζει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο δημιουργός, αλλά και το κίνητρο για να δημιουργήσει ο ποιητής τα έργα του.
Όσοι αντίκρισαν τα αγαθά της ποίησης γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να τα απολαύσουν μεμιάς. Κατάφεραν να πάρουν μια γεύση απ’ αυτά τα αγαθά κι έτσι αυτό λειτουργεί ως πρόκληση να ανοίξουν την πόρτα και να γευθούν τις χαρές της ποίησης.
Γ1.
α) «Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν / τίποτα και προσπερνούνε».
Η ποίηση τελικά δεν είναι άμεσα προσιτή στον καθένα, αλλά έχει και περιέχει κάτι βαθύτερο. Όσοι δεν την αντιμετωπίζουν στο πραγματικό της βάθος, ο «συρφετός» (κατά τον Καρυωτάκη), και παραγνωρίζουν τα ενδότερα νοήματά της, πώς μπορούν να βρουν την πόρτα της ανοικτή; Αυτό συμβαίνει με τους πολλούς: την αντικρίζουν επιφανειακά και αδιάφορα: δεν είναι σε θέση να την αποτιμούν δημιουργικά, να την προσεγγίζουν ως ανώτερη πράξη αίσθησης και πνευματικής ευωχίας. Το αποτέλεσμα είναι να την προσπερνούν, αλλά εξίσου να τους προσπερνά και η ποίηση δια του ποιητή.
β) «και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια / γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν. / Φτιάχνουν αντικλείδια».
Η προσπάθεια των ποιητών να προσπελάσουν την ποιητική ουσία αποκτά δραματική διάσταση. Κάποιοι μετατρέπουν την ποίηση σε αυτοσκοπό της ζωής τους, αφιερώνονται σ’ αυτήν και χαλάνε τη ζωή τους υπερβαίνοντας το μέτρο. Οι ποιητές ξοδεύουν ολόκληρη τη ζωή τους, αλλά δεν κατορθώνουν ν’ ανοίξουν την πόρτα, να απολαύσουν εκείνους τους πνευματικούς χυμούς που είναι αντάξιοι ενός ποιητικού έργου. Η ανύψωση εντέλει στο επίπεδο της αληθινής ποίησης δεν είναι δεδομένη για τον καθένα ούτε ζήτημα μιας απλής ευάρεστης διάθεσης. Απεναντίας απαιτεί κόπους, διαρκή προσπάθεια, θυσία ίσως ολόκληρης ζωής, χωρίς μάλιστα να είναι βέβαιη η ποθητή πραγμάτωση. Το ευκταίο ή επιθυμητό δεν γίνεται εύκολα πραγματικό στην ποίηση.
Δ1.
F Πρόκειται για δύο ομόθεμα ποιήματα ποιητικής. Κι οι δύο ποιητές αποπειρώνται να ορίσουν το ποιητικό φαινόμενο και να εισχωρήσουν στα ενδότερα της ποιητικής ουσίας. Ο μεν Παυλόπουλος ορίζει την ποίηση ως μια πόρτα ανοικτή και φαινομενικά προσιτή σε όλους. Ωστόσο, η υψηλή ποιητική δημιουργία παραμένει το ζητούμενο. Ο Στογιαννίδης θεωρεί την κατάκτηση της ποίησης έργο δυσεπίτευκτο, που απαιτεί ειλικρίνεια, μόχθο, περισυλλογή, μοναχικότητα («Η ποίηση είναι η πιο σκληρή μοναξιά»). Ο ίδιος θα πει σε ένα άλλο ποίημά του: "Δεν ξέρω πώς να μπαλώσω τούτο το ποίημα/έτσι ξεσκισμένο που είναι:/Νύχτες τώρα παιδεύομαι/μπερδεύομαι με τις λέξεις..."
F Και οι δύο ποιητές πιστεύουν στο θαυματουργό ρόλο τηςž ο μεν Παυλόπουλος διατείνεται πως το ποιητικό τοπίο μαγεύει τους επαρκείς επισκέπτες του («μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν»), ο δε Στογιαννίδης τη χαρακτηρίζει «μελτέμια Αυγουστιάτικα, λουτρά ιαματικά που οι δυστυχισμένοι ονειρεύονται».
F Και οι δύο ποιητές πιστεύουν στο θαυματουργό ρόλο τηςž ο μεν Παυλόπουλος διατείνεται πως το ποιητικό τοπίο μαγεύει τους επαρκείς επισκέπτες του («μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν»), ο δε Στογιαννίδης τη χαρακτηρίζει «μελτέμια Αυγουστιάτικα, λουτρά ιαματικά που οι δυστυχισμένοι ονειρεύονται».
F Ακόμα, πολλές φορές η ενασχόληση μαζί της ενέχει τον κίνδυνο απομάκρυνσης από την πραγματικότητα. Γι’ αυτό καλό θα ήταν να ανατιμάται αλλά όχι και να υπερτιμάται, καθώς τα ποιήματα, μαζί και η ποιητική διάθεση και έξαρση, δεν μας οδηγούν υποχρεωτικά στο ύψος της ποίησης. Η ποιητική ιδέα δεν εξαντλείται με την τρέχουσα ποιητική πράξη. «Η ποίηση σου αφαιρεί την πραγματικότητα» και «Ακόμη και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια … να την ανοίξουν».
F Και οι δύο ποιητές επισημαίνουν την παγίδα που ενεδρεύειž όταν υπηρετείς δογματικά την «ποίηση για την ποίηση» («να μηρυκάζεις λέξεις»), καταλήγεις να μην απολαμβάνεις ούτε καν ο ίδιος τα δώρα της («και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια»).
F Και τα δύο ποιήματα ολοκληρώνονται κυκλικά με στίχους που κεφαλοποιούν την αξία της ποίησης. Ο τελευταίος στίχος στο ποίημα του Παυλόπουλου ολοκληρώνει τον κύκλο της ποιητικής εκμύθευσης του κόσμου και επιβεβαιώνει ότι η σχέση μας με την ποίηση παραμένει μια γοητευτική, αλλά και επώδυνη περιπέτεια ζωής. Παρόμοια και ο Στογιαννίδης με την κατηγορική διατύπωση του ακροτελεύτιου στίχου παραδέχεται ότι η ποίηση λειτουργεί θεραπευτικά, σε συνθήκες επώδυνης μοναχικότητας του δημιουργού. "Το ποίημα είναι το ποτάμι/δε σταματά/συνεχίζεται μέσα σου.", γράφει ο ποιητής σε ένα άλλο ποίημα από την ίδια ποιητική συλλογή. Η ποίηση είναι μια περιπέτεια χωρίς τέλος, θα επαναλαμβάνεται όσο υπάρχει ο κόσμος και όσο υπάρχουν ποιητές.
[Ο Γιώργος Ξ. Στογιαννίδης γεννήθηκε στην Ξάνθη και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Θάσο, τη Θεσσαλονίκη και την Καβάλα. Κατά τη διάρκεια του ελληνοαλβανικού πολέμου υπηρέτησε στο αλβανικό μέτωπο. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 ως γύρω στα 1970 έζησε στην Καβάλα, εργαζόμενος σε οικογενειακή βιοτεχνία και μετά το 1970 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ασχολήθηκε επαγγελματικά με το εμπόριο. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Καβάλα υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Λέσχης Γραμμάτων και Τεχνών και το 1934 εξέδωσε το λογοτεχνικό περιοδικό «Νέοι» που κυκλοφόρησε τέσσερα τεύχη. Συνεργάστηκε επίσης ως μέλος της συντακτικής επιτροπής με τα περιοδικά της Καβάλας «Σκαπτή Ύλη», «Εννέα Οδοί», «Αργώ» και τα περιοδικά της Θεσσαλονίκης «Μακεδονικά Γράμματα», «Ροτόντα» καθώς επίσης με διάφορες εφημερίδες της Θεσσαλονίκης και της Καβάλας, όπου δημοσίευσε κριτικά δοκίμια. Από το 1975 και για πέντε χρόνια πραγματοποίησε ραδιοφωνικές εκπομπές με τίτλο Γύρω από την ποίηση στο ραδιοφωνικό σταθμό ΕΡ2 της Θεσσαλονίκης. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1931 με δημοσιεύσεις ποιημάτων του στο περιοδικό «Ορίζοντες» του Πειραιά. Πέθανε το 1996.]
http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=8462.0#ixzz1Of3yJ28t
[Ο Γιώργος Ξ. Στογιαννίδης γεννήθηκε στην Ξάνθη και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Θάσο, τη Θεσσαλονίκη και την Καβάλα. Κατά τη διάρκεια του ελληνοαλβανικού πολέμου υπηρέτησε στο αλβανικό μέτωπο. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 ως γύρω στα 1970 έζησε στην Καβάλα, εργαζόμενος σε οικογενειακή βιοτεχνία και μετά το 1970 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ασχολήθηκε επαγγελματικά με το εμπόριο. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Καβάλα υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Λέσχης Γραμμάτων και Τεχνών και το 1934 εξέδωσε το λογοτεχνικό περιοδικό «Νέοι» που κυκλοφόρησε τέσσερα τεύχη. Συνεργάστηκε επίσης ως μέλος της συντακτικής επιτροπής με τα περιοδικά της Καβάλας «Σκαπτή Ύλη», «Εννέα Οδοί», «Αργώ» και τα περιοδικά της Θεσσαλονίκης «Μακεδονικά Γράμματα», «Ροτόντα» καθώς επίσης με διάφορες εφημερίδες της Θεσσαλονίκης και της Καβάλας, όπου δημοσίευσε κριτικά δοκίμια. Από το 1975 και για πέντε χρόνια πραγματοποίησε ραδιοφωνικές εκπομπές με τίτλο Γύρω από την ποίηση στο ραδιοφωνικό σταθμό ΕΡ2 της Θεσσαλονίκης. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1931 με δημοσιεύσεις ποιημάτων του στο περιοδικό «Ορίζοντες» του Πειραιά. Πέθανε το 1996.]
http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=8462.0#ixzz1Of3yJ28t
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου