μαραμπου
τον φωνάζαμε, γιατί μιλούσε διαρκώς λόγια
ναυτικά. Πόδι δεν είχε κουνήσει απ’ τη Δραπετσώνα. Εδώ γεννήθηκε, μεγάλωσε,
ερωτεύτηκε, ξεσκόλισε, έκανε μεροκάματα. «Μαραμπού ο Δραπετσώνας!» Αγκωνάρι
είχε το μπεγλέρι του πατέρα του. Του το παρέδωσαν με τα προσωπικά του είδη, όσα
εννοείται περισυνέλεξαν μετά το ναυάγιο. Ήταν το δώρο του δικού του πατέρα όταν
αυτός αποφάσισε να μπαρκάρει. Η στεριά δεν τον σήκωνε. Τέλειωσε τον «Προμηθέα»
και σάλπαρε για μέρη ξωτικά. Πόσες φορές άραγε να μέτρησε τις δεκαεφτά του χάντρες;
Όταν ξεμπάρκαρε, τον σεργιάνιζε σε κάθε σημείο του μεγάλου
λιμανιού. Στο χέρι πάντα το μπεγλέρι. Ούτε στον ύπνο του δεν τ’ άφηνε. Με τις
ώρες πάνω σε μια δέστρα, τον κάθιζε στα γόνατά του και του ’λεγε θαλασσινές
ιστορίες. Κάθε φορά όμως τέλειωνε με την ίδια. "Το μήκος του κομπολογιού έχει μεγάλη σημασία. Πρέπει να ’ναι τόσο
ακριβώς όσο χρειάζεται για να τυλίγεται γύρω από την παλάμη. Ανάμεσα στις δύο χάντρινες
σειρές και τον “παππά” πρέπει να υπάρχει ένα κενό, μια απόσταση όσο το πλάτος της παλάμης του κατόχου του." Αυτή την ιστορία ο
Μαραμπού την εμπέδωσε για τα καλά.
Κάποτε τον ρώτησε: Γιατί όλα
τα κομπολόγια έχουν μονό αριθμό χαντρών; Με ύφος καπετάνιου εκείνος απάντησε: "Η μονή χάντρα παίζει τον ρόλο της. Δεν επιτρέπει στο κομπολόι να φύγει απ’
τα χέρια μας. Αλλά το πιο σπουδαίο είν’ άλλο: ο μονός αριθμός φέρνει πάντα
γούρι κι ευτυχία στον κάτοχό του. Γι’ αυτό πρόσεχε τα δάχτυλά σου! Δέκα μας
έδωκε ο Θεός". Και του τα
μέτραγε ένα ένα.
Μια
μέρα τούς ειδοποίησαν απ’ την εταιρεία του καπετάν Γιώργη. Τα νερά βουρλίστηκαν
κι έπνιξαν το γερασμένο σκαρί. Αμπαντονάρανε το πλοίο όταν ο συχωρεμένος
προσπαθούσε να ποντίσει την «ιερή άγκυρα», την άγκυρα του ελέους. Γεμιτζής
αναντάμ παπαντάμ ο καπετάν Γιώργης. Από τα δεκαπέντε του τον έφαγε η αρμύρα των
βαποριών. Και τώρα η μαύρη άβυσσος.
Δεκαπέντε ήταν και ο Μαραμπού όταν αποφάσισε να γραφτεί
στον «Προμηθέα». Πρώτος στη Μηχανολογία. Εσύ,
παιδί μου, είσαι γεννημένος για τα καράβια, του ’λεγαν οι καθηγητές του.
Αυτός ούτε να το σκεφτεί. Τη θάλασσα την ποθούσε σα γυναίκα, αλλά η ιδέα των
ταξιδιών τον απωθούσε.
Από μικρός σχεδίαζε ατράκτους, λαιμούς, στέμματα, μπράτσα,
παλάμες, ράμφη. Κάθε μέρος της άγκυρας το ’παιζε στα δάχτυλά του. Όταν
αποφοίτησε, δεν δυσκολεύτηκε να βρει δουλειά στο εργοστάσιο της γειτονιάς του
«ΑΓΚΥΡΑΙ & ΑΛΥΣΕΙΣ ΠΛΟΙΩΝ». Εκεί έριξε κι αυτός τη δική του άγκυρα.
Με το μπεγλέρι του πατέρα του στο δεξί του χέρι, έγινε
αρχιμάστορας στον εξοπλισμό της αγκυροβολίας. Σε λίγο η φήμη του διαδόθηκε
μέχρι την Αυστραλία και τη Ν. Ζηλανδία. Κατασκεύαζε καδένες και άγκυρες για
όλους τους τύπους καραβιών. «Στα πλοία οι καδένες μεταξύ τους δεν έχουν το ίδιο μήκος. Η μια καδένα
έχει ένα κλειδί παραπάνω από την άλλη, για να μην μπλέκουν μεταξύ τους όταν
είναι φουνταρισμένες». Εξηγούσε με σοβαρότητα προφέσορα στους νεότερους την
τέχνη της μηχανουργίας. «Σημασία δεν παίζει το βάρος της άγκυρας αλλά το σχήμα.
Αυτό είναι που σώζει σε έκτακτες συνθήκες το βαπόρι».
Κι άμα τύχαινε κάποιος να
του ζητήσει το μπεγλέρι του, αρνιόταν με ευγένεια. Με το κομπολόι μάς συνδέει σχέση
έρωτα και αφοσίωσης. Το μυστικό του βρίσκεται καλά κρυμμένο στις τέσσερις από
τις πέντε αισθήσεις μας, στην όραση, στην αφή, στην ακοή και στην όσφρηση. Αν
θες να ’χεις το σωστό για σένα κομπολόι, διάλεξε κείνο που θα σ’ ευχαριστεί και
θα τέρπει τα μάτια, τα δάχτυλα και τ’ αφτιά σου. Τότε θα τ’ αγαπήσεις και θα σ’
αγαπήσει. Αν, έστω κι ένα από τα τρία αυτά λείπει, σημαίνει πως δεν κάνει για
σένα. Το μπεγλέρι είναι σαν την άγκυρα. Άμα διαλέξεις τη σωστή, ποτέ δεν σε
προδίδει. Κάθε πλοίο έχει τρεις άγκυρες, δυο στην πλώρη, μια στην πρύμνη. Το
ίδιο κι αυτός. Δυο χέρια και τρίτο το μπεγλέρι.
Το
γιατάκι του δεν τον σήκωνε πια. Η λαμαρίνα τρελαίνει τους ναυτικούς και αυτόν
οι τέσσερις τοίχοι του σπιτιού. Κάθε βράδυ ο Μαραμπού, όταν τέλειωνε τη βάρδιά
του, κατηφόριζε στα σκοτεινά μέχρι το λιμανάκι του Αϊ Νικόλα στο Κερατσίνι, εκεί,
δίπλα στο φουγάρο της ΔΕΗ. Έμπαινε στο μπριγκαντίνι του, φόραγε τη νιτσεράδα
του, καβάτζαρε τη Σαλαμίνα και κότσαρε αθόρυβα σαν πειρατής τα εμπορικά πλοία της
ποντοπόρου που έστεκαν αρόδο. Κάποτε παραλίγο το καραντί να τον πνίξει. Έβγαζε
τα ρούχα της δουλειάς, άλειφε το σώμα του με βαζελίνη και μ’ έναν υποβρύχιο
φακό βούταγε στα μαύρα τα νερά. Βουτιά στα βρεχάμενα των αραγμένων καραβιών.
Μετρούσε τα κλειδιά της καδένας και κατέβαινε. Κάθε κλειδί και μια προσευχή,
μέχρι να δει την άγκυρα. Μπορούσε ν’ αναγνωρίσει κάθε τύπο: το πινέλλο που
έλεγε κι ο πατέρας του, τις ένστυπες, τις άστυπες, τις Danforth, τις Bruce, το τεσσαροχάλι.
Μια μέρα, καθώς ξεστέλλιαζε ένα μηχάνημα, το
δεξί του χέρι το ρούφηξε η μηχανή. Τρία δάχτυλα την τάισε. Γκαντεμιά! Έμεινε με
δυο δάχτυλα στο καλό το χέρι. Δεν στενοχωρήθηκε τόσο που τον πετάξανε σα φύρα
απ’ τη δουλειά. Πατημένα τα πενήντα πια. Γέρικο σκαρί. Βγήκε πρόωρα στη
σύνταξη. Πώς να παίζει, όμως, με το ζερβό το χέρι το μπεγλέρι; Τόσα χρόνια ήταν
η προέκταση του καλού χεριού. Κι αυτό το άντεξε. Τραβέρσο ήταν όλη η ζωή του.
Τώρα θα κώλωνε;
Ένα βράδυ πλεύρισε έναν
Ολλαντέζο, πεντακόσιες οργυιές μακριά απ’ τα Κανάκια. Χάζευε ώρα το πελώριο όκιο,
ρουφήχτρα που θέλει να σε φάει, τη σαλαμάστρα, το σταντάρδο. Διέκρινε το
παραπέτο, την τιμονιέρα κι είδε τον πατέρα του να μελετά τους πορτολάνους και
να μετρά μια μια τις χάντρες. Πόσο όμορφα κουδούνιζαν!
Σαν γιγάντιο χέλι γλιστρούσε
στα νερά η καδένα της δεξιάς του άγκυρας. Χάιδεψε τη φούντα, άφησε χάμω το
μπεγλέρι και χωρίς δεύτερη σκέψη βούτηξε. Το ένα νύχι της άγκυρας εξείχε
επικίνδυνα απ’ τον βυθό κι η καδένα είχε μπλεχτεί. Είδε την άγκυρα να
αποσπάται. Τίποτ’ άλλο.
(Δ.Χ., από τις "δημόσιες ιστορίες")
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου