Α1. Επομένως, οι αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως
ούτε όμως και είναι αντίθετη προς τη φύση μας η γένεσή τους μέσα μας, αλλά η
φύση μάς έκανε επιδεκτικούς στις αρετές, τέλειοι όμως σ’ αυτές γινόμαστε με τη
διαδικασία του έθους.
Επιπλέον, για όσα έχουμε από τη φύση,
πρώτα έχουμε τη δυνατότητα να ενεργήσουν και ύστερα προχωρούμε στην αντίστοιχη
ενέργεια (πράγμα που γίνεται φανερό στις αισθήσεις μας· πραγματικά, τις
αισθήσεις της όρασης ή της ακοής δεν τις αποκτήσαμε έχοντας δει ή έχοντας
ακούσει πολλές φορές, αλλά αντίθετα: έχοντάς τες τις χρησιμοποιήσαμε· δεν τις αποκτήσαμε με
τη χρήση)· τις αρετές όμως τις αποκτούμε αφού πρώτα
τις εφαρμόσουμε στην πράξη, όπως ακριβώς γίνεται και στις άλλες τέχνες· τα πράγματα δηλαδή
που πρέπει πρώτα να τα μάθουμε προτού αρχίσουμε να τα κάνουμε, τα μαθαίνουμε
κάνοντάς τα· για παράδειγμα, οικοδόμοι γίνονται
χτίζοντας σπίτια, κιθαριστές παίζοντας κιθάρα, με τον ίδιο τρόπο γινόμαστε δίκαιοι κάνοντας δίκαιες
πράξεις, σώφρονες κάνοντας σώφρονες πράξεις, ανδρείοι κάνοντας ανδρείες
πράξεις.
Β1.
Είδη αρετής
|
Σε ποιο μέρος της ψυχής ανήκουν
|
Παράγοντες ανάπτυξης
|
1. Διανοητικές
|
στο «κυρίως λόγον έχον»
|
κυρίως από τη διδασκαλία:
χρειάζονται χρόνο και εμπειρίες για να αναπτυχθούν
|
2. Ηθικές
|
και στο «λόγον έχον» και
στο «άλογον»
|
από τη συνήθεια, τον εθισμό
|
Διττῆς δὴ
οὔσης τῆς ἀρετῆς
Ο Αριστοτέλης συγκεφαλαιώνει αρχικά ό,τι είχε
συζητήσει στο πρώτο βιβλίο των «Ηθικών Νικομαχείων» σχετικά με τη διάκριση της
αρετής σε δύο είδη. Αυτές οι µορφές σχετίζονται µε αντίστοιχα µέρη της ψυχής
(βλ. σχολικό, 152-153):
α) Οι διανοητικές αρετές σχετίζονται µε
το µέρος της ψυχής που αφορά το λογικό, και στηρίζονται αποκλειστικά στην
ενέργεια του νου. Ο λόγος παρέχει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να ρυθμίζει τη
συμπεριφορά του με βάση προκαθορισμένες λογικές συλλήψεις.
Ο Αριστοτέλης, τις διανοητικές αρετές τις
διακρίνει πάλι σε θεωρητικές και πρακτικές σύµφωνα µε τη διαίρεση του
νου σε θεωρητικό και πρακτικό. Ο θεωρητικός νους αποβλέπει στη γνώση της
αλήθειας, ενώ ο πρακτικός νους αποβλέπει και αυτός στην αλήθεια, η οποία όµως
συµφωνεί µε την ορθή επιθυµία. Αρετές του θεωρητικού νου είναι: επιστήµη
- νους - σοφία. Του πρακτικού: τέχνη - φρόνηση. Η φρόνηση, βασική
αρετή του πρακτικού νου, προσδιορίζει
το σκοπό και συνάµα βρίσκει τα µέσα για την πραγµάτωσή του.
β) Οι ηθικές αρετές σχετίζονται
µε το επιθυµητικόν, το µέρος της ψυχής το οποίο µετέχει και του "αλόγου"
και του "λόγου ἔχοντος" µέρους της ψυχής. Οι αρετές αυτές,
γενναιοδωρία, σωφροσύνη, ανδρεία κ.τ.λ., περιγράφουν το χαρακτήρα του ανθρώπου
και σχετίζονται με ενέργειες της βούλησης και επιπρέπουν στον άνθρωπο να
διαμορφώνει το χαρακτήρα του κι ακόμη να κατανοεί και να εφαρμόζει στην πράξη
όσα συλλαμβάνει ο νους.
γ) Το τρίτο
µέρος της ψυχής (το "ἄλογον") έχει σχέση µε τη διατροφή και την
αύξηση του ανθρώπινου οργανισµού και άρα δεν έχει καµιά απολύτως σχέση µε την
αρετή.
(α) ἡ μὲν
διανοητική τὸ πλεῖον ἐκ διδασκαλίας ἔχει καὶ τὴν γένεσιν καὶ τὴν αὔξησιν,
διόπερ ἐμπειρίας δεῖται καὶ χρόνου
Η διανοητική αρετή γεννιέται
και αυξάνει µε τη διδασκαλία κυρίως, είναι προϊόν μαθησιακής διαδικασίας, η
οποία δεν αρχίζει και δεν τελειώνει από τη μια στιγμή στην άλλη, αλλά συνιστά
μια εξελικτική πράξη στο χρόνο. Άρα την ευθύνη για τη μετάδοση των διανοητικών
αρετών την έχει ο δάσκαλος, ο οποίος διαμεσολαβεί το λογισμό και την ψυχή
των μαθητών με γνώση και παράγει τη μάθηση. Ο δάσκαλος πρωτίστως γίνεται φορέας επιστημονικής γνώσης (=
θεωρητική σοφία) αλλά παράλληλα καλλιεργεί στο μαθητή και τη φρόνηση (=
πρακτική σοφία). Η φρόνησις είναι
θεμελιώδης ποιότητα ή ιδιότητα της σκέψης και συντελεί ώστε κάθε θεωρητική
επίδοση να συμπορεύεται με την πράξη.
Χρόνος και πείρα αποτελούν
συναρτήσεις με τις οποίες συνδέεται η απόκτηση και η αύξηση της διανοητικής
αρετής. Η διδασκαλία της τελευταίας εκτυλίσσεται σε χρονική διάρκεια, όπως και
η πείρα αποκτάται σε μια έκταση χρόνου. Η διανοητική αρετή απλώνεται ως μια
επίπονη και συστηματική θεωρητική μελέτη καταστάσεων ή πραγμάτων, η οποία
διεξάγεται σε βάθος χρόνου και υπό τη μορφή παρατεταμένης μαθητείας.
Η ύπαρξη του πλεῖον δηλώνει ότι υπάρχουν και άλλοι
παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται η ανάπτυξή της, αλλά δεν τους αναφέρει
εδώ. Την ευθύνη, λοιπόν, για την καλλιέργεια και µετάδοση των διανοητικών
αρετών την έχουν οι δάσκαλοι και το εκπαιδευτικό σύστηµα της πολιτείας εν
γένει. Η διδασκαλία όµως των αρετών προϋποθέτει πείρα και µεγάλο χρονικό
διάστηµα.
(β) ἡ δ’ ἠθική
ἐξ ἔθους περιγίνεται
Η ηθική αρετή αντιστοιχεί στο
έλλογο και ταυτόχρονα στο ά-λογο μέρος της ψυχής. Από πλευράς περιεχομένου
κατανοεί και εφαρμόζει τις προτάσεις, τις συλλήψεις ή τις επιταγές του λόγου.
Στην κατηγορία των ηθικών αρετών ανήκει και η βουλητική ενέργεια.
«Ἔθoς»: εθισµός, συνήθεια,
άσκηση σε έναν συγκεκριµένο τρόπο συµπεριφοράς. Ο χαρακτήρας του ανθρώπου (ἦθος) εξαρτάται απόλυτα από τη συνήθεια
(ἔθος), γεννιέται από τη συνήθεια και
είναι αποτέλεσµα αυτής. Την ευθύνη λοιπόν για την απόκτηση της ηθικής αρετής
τη φέρει το ίδιο το άτομο, εφόσον με τη δική του βούληση και προαίρεση, με τις
δικές του επιλογές υλοποιεί στη ζωή του το «ἠθικῶς πράττειν». Απ’ αυτό
εξαρτάται να ενεργοποιεί τη θέλησή του και να καλλιεργεί την επιμονή του, ώστε
να ασκηθεί επανειλημμένα σε πράξεις αγαθές. Τούτο σημαίνει ότι η ηθική αρετή
δεν εισάγεται απ’ έξω στην ψυχή του ανθρώπου με τη γνώση ή τη διδασκαλία του
ηθικού κανόνα, αλλά απαιτεί την άσκηση του ά-λογου μέρους της ψυχής κατά τις
επιταγές του λογικού μέρους και κατ’ επανάληψη (με την ομοιότροπη επανάληψη των
ίδιων ενεργειών). Γίνεται έτσι φανερό ότι για την απόκτηση των ηθικών αρετών
ολόκληρη η ευθύνη πέφτει στο «εθιζόμενο», το ασκούμενο δηλαδή άτομο, αφού στην
περίπτωση αυτή το παν εξαρτάται από την προαίρεσιν,
την προσωπική επιλογή του ατόμου και από την επιμονή του στη διαδικασία της
άσκησης.
Β2. Στην προηγούμενη ενότητα ο
Αριστοτέλης ανέφερε ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του επιδεκτικός στην
αρετή. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι έχει αποκτήσει την αρετή. Φτάνει κανείς στην
απόκτηση της μιας ή της άλλης αρετής μέσα από την άσκησή της. Η άσκηση πάλι
αυτή είναι μια ολόκληρη διαδικασία, που απαιτεί χρόνο (πολλάκις), εμπειρία και λογική επεξεργασία των δεδομένων, αλλά
συγχρόνως απαιτείται και πρακτική εξάσκηση. Είναι φρόνιμο λοιπόν να ενεργοποιεί
κανείς την αρετή. Αυτό σημαίνει ότι ξεκινά από την επίγνωση πως τις έχει
«δυνάμει» και χρειάζεται να τις αναπτύσσει στην πράξη (ἐνεργείᾳ) με προσωπική
ευθύνη και ανάλογη προτίμηση. Χρειάζεται να καλλιεργούμε τις φυσικές μας
κλίσεις, ιδιότητες ή αρετές, ενεργώντας σε κάθε περίπτωση με γνώμονα την αρετή.
Αλλά τούτη η καλλιέργεια συνοδεύεται από ακριβή γνώση του πράγματος, δηλ.
προϋποθέτει την ενέργεια του λόγου. Γι’ αυτό και συμβαίνει όπως και με την
εκμάθηση των τεχνών. Όταν για παράδειγμα, κάποιος θέλει να είναι εγκρατής,
εκτελεί την πράξη της αποχής από περιττές απολαύσεις. Όσο, δε, εκτελεί αυτή την
πράξη, αποκτά πλέον την καλή έξη ή την ικανότητα να επαναλαμβάνει στο εξής την
ίδια πράξη της αποχής ως μια ενάρετη πράξη, για την οποία είναι πεπεισμένος ότι
είναι ενάρετη. Ο Αριστοτέλης αποδίδει μεγάλη σημασία στην ενάρετη πράξη, γιατί
χάρη σ’ αυτήν μπορεί να γίνεται κάποιος ηθικός και καλός. Δεν γίνεται κάποιος
καλός, όπως αναφέρει ο ίδιος σε άλλο σημείο των Ηθικών Νικομαχείων, όταν μιλά μόνο για το καλό, αλλά όταν εφαρμόζει
αυτό για το οποίο μιλά.
Για να ενισχύσει τη θέση του ο
Αριστοτέλης χρησιµοποιεί ένα λόγο που είναι δοµηµένος µε τη βοήθεια των µεθόδων
της αντίθεσης, της αναλογίας και των παραδειγμάτων:
α. αντίθεση (ὅσα µέν
φύσει ..... τάς δ’ ἀρετάς), (οὐ γὰρ ἐλάβοµεν ... ἀλλ’ ἀνάπαλιν ἐχρησάµεθα ....
οὐ ἔσχοµεν)
β. αναλογία (ὥσπερ καί
ἐπί τῶν ἄλλων τεχνῶν)
γ. παράδειγµα (οἷον οἰκοδοµοῦντες … κιθαρίζοντες)
Ειδικά για τα παραδείγµατα, θα πρέπει να προσέξουµε ότι ο Αριστοτέλης τα αναφέρει δύο-δύο: πέτρα-φωτιά, όραση-ακοή, οικοδόµοι-κιθαριστές. Ίσως το ένα παράδειγµα θα ήταν φτωχό, ενώ τα περισσότερα κουραστικά.
Αυτά τα παραδείγματα δεν σημαίνουν σε καμία περίπτωση ότι ο φιλόσοφος συγχέει ή ταυτίζει την αρετή με την τέχνη. Απλώς αμφότερες οι περιπτώσεις έχουν ένα κοινό γνώρισμα: απαιτούν άσκηση, η οποία προηγείται της εκμάθησης.
Β3. Η ψυχή του ανθρώπου, είπε ο Αριστοτέλης, αποτελείται
κατ’ αρχήν από δύο μέρη, από το λόγον
ἔχον μέρος και από το ἄλογον (με
δική μας διατύπωση: ο άνθρωπος ως ζωντανός οργανισμός λειτουργεί με δύο
τρόπους: α) με βάση τη λογική του, β) με τρόπους που δεν έχουν καμιά απολύτως
σχέση με το λογικό του). Η αρχική όμως αυτή διμερής «διαίρεση» κατέληξε σε μια
τριμερή «διαίρεση», αφού ο Αριστοτέλης διέκρινε τελικά α) ένα καθαρά ἄλογον μέρος της ψυχής, β) ένα καθαρά λόγον ἔχον μέρος της, και γ) ένα μέρος
που μετέχει και του ἀλόγου και του λόγον ἔχοντος μέρους της ψυχής. Το
πρώτο, είπε, έχει σχέση με τη διατροφή και την αύξηση του ανθρώπινου οργανισμού
και άρα δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με την αρετή· το τρίτο (ο ίδιος το
ονόμασε ἐπιθυμητικόν) έχει σχέση με
τις αρετές που περιγράφουν τον χαρακτήρα του ανθρώπου (ηθικές αρετές), ενώ το δεύτερο, που αφορά απόλυτα και καθαρά το
λογικό μας, έχει σχέση με τις διανοητικές
μας αρετές (με τη σοφία λ.χ. ή τη
φρόνηση). Έτσι ο Αριστοτέλης κατέληξε να διακρίνει τις ανθρώπινες αρετές σε ηθικές και διανοτικές.
Β4.
οὔσης: περιουσία - ανούσιος
ἔσχηκε: κατοχή - σχετικός
πεφυκότων: φύση - φυσιολογικός
χρησάμενοι: κατάχρηση - χρηστικός
μανθάνομεν: μάθημα – μαθησιακός
Γ1.
Νομίζω ότι δεν αγνοείτε πως πολλά παρόμοια συνέβησαν στο
παρελθόν, τα οποία αρχικά όλοι θεώρησαν ότι είναι συμφορές και αισθάνονταν
οίκτο για τα θύματά τους, αργότερα όμως κατάλαβαν ότι υπήρξαν αιτίες πολύ
σπουδαίων αγαθών. Γιατί όμως να μνημονεύουμε τα παλιά; Ακόμα και σήμερα
μπορούμε να διαπιστώσουμε πως οι πρωταγωνίστριες πόλεις, όπως η Αθήνα και η
Θήβα, προόδευσαν σημαντικά όχι λόγω της ειρήνης, αλλά από τα γεγονότα που τους επέτρεψαν
και πάλι να ανασυνταχθούν, αφού προηγουμένως είχαν πολεμικές αποτυχίες, και χάρη σ’ αυτά (μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι) η μια
πόλη ανέλαβε ηγεμονικό ρόλο στην Ελλάδα, ενώ η άλλη έχει αποκτήσει σήμερα
τέτοια δύναμη, όση κανείς μέχρι τώρα δεν προέβλεψε ότι θα έχει· η φήμη και το
μεγαλείο συνήθως συμβαίνουν όχι από καταστάσεις αδράνειας αλλά από τους πολεμικούς
αγώνες (προσπάθειες).
Γ2.
ὑμᾶς: ἕ
πόρρω: πορρωτάτω
ἀγαθῶν: εὖ
αὑτάς: ὑμῶν αὐτῶν
ἡγεμόνα: ἡγεμόσι
οἶμαι: ᾤετο
ὑπέλαβον: ὑπειλῆφθαι
τοῖς παθοῦσι: τοῖς πεισομένοις
ἔγνωσαν: γνοίη
καταστᾶσαν: κατάστηθι
Γ3α.
ὑμᾶς: αντικείμενο στο «οἶμαι» και υποκείμενο στο ειδικό απαρέμφατο
«οὐκ ἀγνοοεῖν»
συμφοράς: κατηγορούμενο στο «ἅς» από το απαρέμφατο «εἶναι»
τοῖς παθοῦσι: αντικείμενο του ρήματος «συνηχθέσθησαν» και επιθετική
μετοχή
τὶ: αιτιατική της αιτίας στο απαρέμφατο «λέγειν»
λαβούσας: κατηγορηματική μετοχή από το ρήμα «εὕροιμεν ἄν.
ἡγεμόνα: κατηγορούμενο στο «τὴν μὲν» από τη μετοχή «καταστᾶσαν»
Γ3β.
- Ὁ ῥήτωρ εἶπεν ὅτι αἱ γὰρ ὲπιφάνειαι καὶ λαμπρότηται οὐκ ἐκ
τῆς ἡσυχίας ἀλλ’ ἐκ τῶν ἀγώνων γίγνεσθαι φιλοῖεν.
- Ὁ ῥήτωρ εἶπεν τὰς γὰρ ὲπιφανείας καὶ λαμπρότητας οὐκ ἐκ
τῆς ἡσυχίας ἀλλ’ ἐκ τῶν ἀγώνων γίγνεσθαι φιλεῖν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου