Α. Το κείμενο ασχολείται με την αξία και την ανάγκη διαφύλαξης της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Αρχικά, η Μελίνα Μερκούρη διαπιστώνει πως η Ελλάδα είναι μια χώρα γεμάτη από μνημεία που προκαλούν το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Γι’ αυτό το λόγο υποστηρίζει πως η ανάγκη προστασίας και ανάδειξής τους αποτελεί καθήκον με πολυδιάστατη σημασία, όχι μόνο οικονομική αλλά και διπλωματική και συνάμα εθνική. Επειδή τα μνημεία είναι οι ζωντανοί εκφραστές της παράδοσής μας, θεωρεί πως απαιτούνται κατάλληλες υποδομές συντήρησης και αξιοποίησής τους. Τέλος, κρίνει επιβεβλημένη την αλλαγή του εκπαιδευτικού μας προσανατολισμού, με σκοπό την ουσιαστική βίωση της παράδοσης. (94 λέξεις)
Β1. Η ελληνική παράδοση – σε όλες της τις μορφές – στάθηκε ο θεματοφύλακας και στυλοβάτης του ελληνισμού σε κρίσιμες για την επιβίωσή του περιόδους. Ειδικότερα τα μνημεία του λόγου και της αρχιτεκτονικής δεν έχουν πάψει να αρδεύουν αδιάκοπα τον εθνικό μας πολιτισμό, βοηθώντας να κρατήσουμε την εθνική μας ταυτότητα και να παραμείνουμε αυτοί που είμαστε, υπηρετώντας ταυτόχρονα καλύτερα και τους άλλους, καλύτερα και την ανθρωπότητα. Όταν στην καρδιά της Επανάστασης ακούστηκε το μακρυγιάννειο «γι’ αυτά (τα αγάλματα) πολεμήσαμε», ο στρατηγός συμπύκνωνε τον πόθο του λαού όχι μόνο για ανεξαρτησία αλλά και για διαφύλαξη κάθε μνημείου που υπενθυμίζει στους νεότερους την παρουσία του ελληνισμού. Για παράδειγμα, μελετώντας την αρχιτεκτονική μας παράδοση καταλαβαίνουμε πως κανένα αρχιτεκτόνημα δεν έχει αξία μακριά από το χώρο του, αποκομμένο από μια γενικότερη θεώρηση της πόλης και του κόσμου, στερημένο από τη λειτουργικότητά του. Οι μεγάλες εκκλησίες του παρελθόντος, άσχετα με τον όγκο τους, την επιβλητικότητα και τη σημασία τους, είχαν το προσόν να εντάσσονται στον ευρύτερο χώρο τους. Τα σπουδαία αυτά έργα φώτιζαν τα μικρότερα γειτονικά τους κτίσματα και έμοιαζαν να τα καθοδηγούν σαν πρώτα βιολιά σε μια ορχήστρα με σφριγηλό και αδιαίρετο ήχο.
Β2. α.
Θ.Π.: «Η προστασία … χρέος».
Ανάπτυγμα: «Είναι και συμφέρον … της εθνικής ανεξαρτησίας μας».
Κατακλείδα: «Έτσι, πέρα από κάθε σκοπιμότητα … υπερηφάνειά μας».
Τρόποι ανάπτυξης: α. με αιτιολόγηση: «Είναι και συμφέρον … υποθέσεων» και β. με παράδειγμα: «Ας μην ξεχνάμε … της εθνικής ανεξαρτησίας μας».
β. Οι δύο πρώτες παράγραφοι συνδέονται με την επανάληψη της λέξης «προστασία».
Β3. Η 1η παράγραφος οργανώνεται παραγωγικά. Στην αρχή βρίσκουμε μια γενική διαπίστωση: «Έχουμε το προνόμιο… και ιστορία» και στο ανάπτυγμα της παραγράφου το αποδεικτικό υλικό που αναπτύσσει το θέμα (πορεία από το γενικό στο ειδικό).
Β4. α. υποστήριξη (υποστήριγμα) // βαρύτητα (ισχύς, γόητρο).
- Ανήλθε κοινωνικά στηριζόμενος αποκλειστικά στις δικές του δυνάμεις, καθώς δε διέθετε ποτέ πολιτικά ερείσματα.
- Με το κύρος που διαθέτει λόγω της πολυετούς πείρας του εμπνέει μεγάλο σεβασμό σε όλους.
β. παραβολή, συνημμένος.
Β5. (i) πλεονέκτημα, (ii) διαφύλαξη, υποχρέωση, (iii) αποτελεσματική, (iv) φύλακας.
Γ. Ενδεικτική ανάπτυξη
«Μες το μουσείο (δις) / μια μέρα μπήκα με φόρα κι εγώ. / Δε θέλω μπάλα ούτε τραμπάλα / δε θέλω ούτε να παίξω κρυφτό. / Θέλω (τρις) μουσείο / θέλω να βλέπω τους θησαυρούς / που δεν τους χωράει ανθρώπου νους …», τραγουδούσαν τα παιδιά και οι ενήλικες στη Λιλιπούπολη του Τρίτου Προγράμματος στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 και καλούσαν συνομηλίκους αλλά και ενηλίκους να γευτούν τη μαγεία της τέχνης και του πολιτισμού της καθημερινότητας άλλων εποχών στις «κιβωτούς» της γνώσης, τα μουσεία.
Μακρινή φαίνεται στους περισσότερους η εποχή αυτή. Τώρα οι γονείς δεν παίρνουν τα παιδιά από το χέρι, για να επισκεφθούν κάποιο μουσείο ή μνημείο, αλλά για να τα οδηγήσουν σε κάποιο «τέμενος» της διασκέδασης και του καταναλωτισμού. Οι σχέσεις μας με αυτούς τους χώρους πολιτισμού είναι από επιδερμικές και αδιάφορες έως εχθρικές. Αγνοούμε την αξία τους και θεωρούμε «χάσιμο» χρόνου την επίσκεψή μας.
Aνακαινίστηκαν για να αποδυθούν το χαρακτηρισμό των αρτηριοσκληρωτικών χώρων και ενσωμάτωσαν φιλικές εικόνες της καθημερινότητας δημιουργώντας καλαίσθητους χώρους υποδοχής και εστίασης, τύπωσαν επιμελημένους καταλόγους, εντούτοις, η σχέση των Ελλήνων με τα 111 Μουσεία της χώρας και τους 79 αρχαιολογικούς χώρους, παραμένει σχέση απόστασης. Μολονότι την τελευταία εικοσαετία τα Μουσεία της χώρας πλήθυναν σε αριθμό και εξειδικεύτηκαν για να ικανοποιήσουν κάθε ενδιαφέρον και εκσυγχρονίστηκαν (απέκτησαν καινούριες προθήκες, εντυπωσιακούς φωτισμούς, κλιματισμό κ.ά.), η σχέση των Ελλήνων μαζί τους δεν μπορεί να χαρακτηριστεί θερμή.
Σίγουρα, δεν πρόκειται για μια σχέση ενθαρρυντική, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι είμαστε ένας λαός που κουβαλά μέσα στο χρόνο μία πλούσια πολιτισμική κληρονομιά. Τα ερεθίσματα που έχουν οι Νεοέλληνες δεν είναι αρκετά. Υπάρχει μεγάλη έλλειψη ενημέρωσης, η προβολή των θεμάτων του πολιτισμού από τα Μέσα Ενημέρωσης - και κυρίως το μαζικότερο όλων των Μέσων, την τηλεόραση - είναι πενιχρή, ενώ το σύστημα παιδείας δεν προάγει τα θέματα πολιτισμικής κληρονομιάς. Δεν αρκεί, λόγου χάρη, το ότι τα τελευταία χρόνια έχουν πληθύνει οι επισκέψεις σχολείων στα Μουσεία. Τα οφέλη της πρακτικής αυτής εξανεμίζονται, όταν δε γίνεται μύηση των παιδιών από τη μικρή τους κιόλας ηλικία, με συγκεκριμένα σχολικά μαθήματα πάνω στις τέχνες και στον πολιτισμό. Κάπως έτσι για τα περισσότερα παιδιά η επίσκεψη στα Μουσεία τείνει να ισοδυναμεί με ευκαιρία δραπέτευσης από το χώρο του σχολείου και μόνο. Κάτι σαν εκδρομή! Δεν είναι όμως μία εκδρομή γνωριμίας και προσέγγισης του πολιτισμικού μας πλούτου, εάν λειτουργεί αποσπασματικά, χωρίς να εντάσσεται σε ένα οργανωμένο πλαίσιο και με μαθήματα που σιγά σιγά θα φέρουν κοντά το παιδί στον πολιτισμό.
Εξάλλου, βασική αιτία γι’ αυτό το φαινόμενο είναι η γενικευμένη αδιαφορία του Έλληνα. Μας είναι πολύ οικεία η εικόνα ενός αρχαιολογικού χώρου το καλοκαίρι, σε κάποιο μέρος της Ελλάδας, με τη συντριπτική πλειονότητα των επισκεπτών να είναι ξένοι και, μέσα στον καυτό ήλιο, να απολαμβάνουν μια μοναδική εμπειρία με την περιήγησή τους, την ίδια στιγμή που οι Έλληνες ενδιαφέρονται μόνο για τα εστιατόρια που έχουν καλό φαγητό. Αντίστοιχη εικόνα είναι κι αυτή των ξένων τουριστών που έρχονται όσο το δυνατόν καλύτερα ενημερωμένοι για τα μέρη που θα επισκεφθούν, ενώ οι Έλληνες αγνοούν ακόμη και τα πλέον βασικά. Αλλά και στο εξωτερικό όταν ταξιδεύουν οι συμπατριώτες μας θεωρούν πρωταρχικής σημασίας τα ψώνια και δευτερευόντως τις επισκέψεις σε μουσεία ή αρχαιο-λογικούς χώρους.
Άλλη μία αιτία είναι το υλιστικό πνεύμα της εποχής, που τείνει καθετί πνευματικό να το θέσει σε δεύτερη μοίρα και, μοιραία, να το απαξιώσει. Πώς να αγαπήσουν τα παιδιά τον πολιτισμό, όταν οι γονείς δεν τους πήραν ποτέ ένα λεύκωμα τέχνης ως δώρο, ενώ τους εξασφαλίζουν όλα τα τεχνολογικά καλούδια (“gadgets”);
Εξάλλου, πολλά από τα μουσεία, ειδικά όσα βρίσκονται στην περιφέρεια, δεν πληρούν στοιχειώδεις όρους της μουσειολογίας, στην πραγματικότητα αποτελούν απλές μουσειακές συλλογές, οι οποίες τονώνουν το αίσθημα τοπικισμού των κατοίκων, όμως δεν αποτελούν τον καλύτερο πρεσβευτή για τη σύνδεση του χθες με το σήμερα. Αραδιασμένα αντικείμενα, σε πολλές περιπτώσεις χωρίς την ύπαρξη μίας λεζάντας, στοιβάζονται σε χώρους εντελώς ακατάλληλους, σε μια προσπάθεια να χωρέσουν τα πάντα. Και μπορεί σε κάποια Μουσεία να έχουν εισαχθεί οι νέες τεχνολογίες, ορισμένα άλλα έχουν μείνει κυριολεκτικά στην παλαιολιθική εποχή. Τα εκθέματα εκτίθενται απλώς (χωρίς καμία δυνατότητα διάδρασης), το πληροφοριακό υλικό είναι γραμμένο με απωθητικό τρόπο που θυμίζει μάθημα αρχαιολογίας, ενώ σε πολλές περιπτώσεις οι λεζάντες είναι γραμμένες με τόσο μικρά γράμματα, που θα πρέπει ο επισκέπτης να κολλήσει το πρόσωπό του στο τζάμι που προστατεύει το έκθεμα για να τις διαβάσει».
Τέλος, υπήρχε μια εποχή κατά την οποία η ύπαρξη των μουσείων θεωρούνταν αυταπόδεικτη και κανείς δεν έθετε ενοχλητικά ερωτήματα σε σχέση με τη χρησιμότητα τους στη σύγχρονη ζωή. Οι παραδοσιακές λειτουργίες του μουσείου - συλλογή, καταγραφή, τεκμηρίωση, συντήρηση, μελέτη, έκθεση - αρκούσαν, για να δικαιολογήσουν την ύπαρξη του θεσμού. Στην παραδοσιακή εκδοχή του όμως το μουσείο ήταν ένας επίσημος θεσμός που ευνοούσε τη διατήρηση μιας κυρίαρχης ιδεολογίας και καλλιεργούσε άμεσα ή έμμεσα την έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού. Ο αποκλεισμός αυτός γίνεται και σήμερα αισθητός από ανθρώπους και κοινωνικές ομάδες που αισθάνονται ότι τα μουσεία δεν τους αφορούν, δε μιλούν τη γλώσσα τους και δεν μπορούν να συνδεθούν με την πραγματικότητα της εποχής μας.
Για να ανατραπεί αυτή η θλιβερή και αποκαρδιωτική κατάσταση, είναι αναγκαίο οι επόμενες γενιές να μυηθούν εξ απαλών ονύχων στη μαγεία των χώρων της τέχνης και του πολιτισμού. Ας μην ξεχνάμε πως η μεγαλύτερη αριθμητικά κατηγορία επισκεπτών στα μουσεία είναι οι μαθητές και η συνηθισμένη στρατηγική για την προσέλκυσή τους βασίζεται στην οργάνωση δημιουργικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων, ώστε να καταστήσουν την επίσκεψη στο μουσείο πιο ευχάριστη. Με κουβέντα, λίγο θεατρικό παιχνίδι, ίσως ζωγραφική ή κατασκευές, όπου υπάρχουν ειδικά διαμορφωμένοι χώροι, επιδιώκουν να κρατήσουν ζωντανό το ενδιαφέρον τους. Η ανταπόκριση των παιδιών σε αυτό που τους προτείνεται, είναι γενικά θετική, εφόσον πειθαρχούν από συνήθεια: η επίσκεψη και η παρακολούθηση ενός εκπαιδευτικού προγράμματος είναι προέκταση της σχολικής μαθησιακής διαδικασίας. Για παράδειγμα, το υπουργείο Παιδείας κατάλαβε τις παιδαγωγικές αρετές της χρήσης νέων τεχνολογιών στο μάθημα, το γνωρίζουν οι εκδότες και προσφέρουν βιβλία-παιχνίδια κτλ. Στην προκειμένη περίπτωση τα μουσειακά αντικείμενα και οι χώροι τους θα έπρεπε να ενδυθούν αντίστοιχα με τους ανταγωνιστές τους. Μέγας ανταγωνιστής, η λατρεμένη τεχνολογία των ηλεκτρονικών παιχνιδιών με την προσωπική εμπλοκή στα δρώμενα. Με άλλα λόγια, οι νεαρές ηλικίες θα προτιμούσαν μάλλον ένα σκηνοθετημένο μουσεια-κό "θέαμα", μια τάση που αναπτύσσουν τα τελευταία χρόνια με επιτυχία τα μεγάλα μουσεία του κόσμου.
Ενδεχομένως ο μόνος τρόπος για να επιβιώσουν τα μουσεία σήμερα είναι να καθιερωθούν στη συνείδηση των ανθρώπων ως ιδρύματα με κάποια εμφανή χρησιμότητα για τη σύγχρονη ζωή. Τι μπορεί να αφορά αυτή η χρησιμότητα; Η απάντηση θα πρέπει να αναζητηθεί στο κατά πόσον τα μουσεία εμπλουτίζουν τη ζωή μας, όχι μόνο γνωστικά ή αισθητικά, αλλά και κοινωνικά, συναισθηματικά, πνευματικά και με πολλούς άλλους τρόπους. Κατά πόσον, με άλλα λόγια, τα μουσεία μάς ανοίγουν «παράθυρα» στον κόσμο. Μια νέα σκέψη, ένα καινούριο ενδιαφέρον, μια απρόσμενη συγκίνηση, η απόκτηση μιας νέας δεξιότητας, μια πρωτόγνωρη εμπειρία, η αφορμή για ανανεωμένο προβληματισμό - καθετί που ανοίγει το μυαλό και την καρδιά και εμπλουτίζει την καθημερινότητά μας, καθετί που μας δημιουργεί νέα ερεθίσματα, καθετί που δίνει νέο νόημα στη ζωή μας - είναι ένα τέτοιο «παράθυρο». Για να ανοίξουν αυτά τα παράθυρα, δεν αρκεί να είναι το μουσείο ανοικτό και προσβάσιμο σε όσο το δυνατόν περισσότερες κατηγορίες κοινού. Αυτό είναι κάτι που λίγο πολύ τα περισσότερα μουσεία προσπαθούν να κάνουν. Αυτό που κυρίως χρειάζεται είναι το μουσείο να αφουγκραστεί και να ακούσει και άλλες φωνές, τις φωνές όλων εκείνων στους οποίους απευθύνεται, να κάνει διάλογο, να ξεκινήσει επαφές με ευρύτερες ομάδες πολιτών με στόχο να τους κινητοποιήσει και να δημιουργήσει μαζί τους μια δυναμική σχέση επικοινωνίας και συνεργασίας.
Τα Μουσεία καταβάλλουν σημαντικές προσπάθειες τα τελευταία χρόνια ν’ αλλάξουν την εικόνα τους. Να αποδυθούν το ρόλο του απροσπέλαστου χώρου που γνωρίζουν μόνον οι ειδικοί και οι μυημένοι. Τα Μουσεία σήμερα προσπαθούν να διηγηθούν μία ιστορία φιλική ακόμα και για τον αδαή επισκέπτη, μέσα από τον τρόπο παρουσίασης των εκθεμάτων τους.
Τέλος, ο ισχυρός ανταγωνισμός μεταξύ των τουριστικών χωρών επιβάλλει τώρα πια μια νέα θεώρηση. Φυσικές ομορφιές υπάρχουν σε πολλές χώρες. Ο «ήλιος» και η «θάλασσα» δεν είναι πλέον τόσο ελκυστικές σειρήνες στην προσέλκυση τουριστών. Εκείνο που θα μετρήσει περισσότερο στα επόμενα χρόνια είναι η ανάδειξη ιδιαιτεροτήτων σε κάθε χώρα. Και στη δική μας δεν έχουμε διλήμματα, γιατί οι αρχαιότητες μπορούν και πάλι να μας περισώσουν. Χρειάζεται μια νέα προσέγγιση αναβάθμισης του αρχαιολογικού στοιχείου. Θα μπορούσαν, π.χ., να επιλεγούν ορισμένα ευρήματα, όπως το Ασκληπιείον ή η Αρχαία Αγορά της Κω, οι Δελφοί, η Ολυμπία, οι Μυκήνες, η Κνωσός κτλ. και να αναπαρασταθούν σε γειτονικούς χώρους, σε φυσική κλίμακα, δημιουργώντας οάσεις αρχαίας ζωής και δραστηριοτήτων, μια Ancient Land, που σίγουρα θα προκαλούσε το ενδιαφέρον του ξένου.
Ο Έλληνας δε διαθέτει τη συνήθεια να πηγαίνει στα Μουσεία. Από την άλλη, οι αρχαιότητες τον έχουν επηρεάσει βαθύτατα. Και αυτό δεν το δείχνουν οι στατιστικές. Οι αρχαιότητες είναι ο πιο συνεκτικός ιστός στην κοινωνία μας. Γιατί είναι οι αρχαιότητες που τους τελευταίους δύο αιώνες έχουν δημιουργήσει αυτό που λέμε κοινωνική συνοχή. Όπου κι εάν στρέψεις το βλέμμα σου αυτό είναι εμφανές. Επομένως, οι αρχαιότητες, το βασικό τους ρόλο τον έχουν παίξει. Από αυτό το σημείο και μετά για να βελτιώσουμε τη σχέση των Ελλήνων με τα Μουσεία χρειάζεται προσπάθεια. Πρέπει να ξεπεράσουμε τον εαυτό μας, να μη δειλιάσουμε στις τομές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου