Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010

Ποιητικά τεχνάσματα στον "ΚΡΗΤΙΚΟ" του Δ. Σολωμού

i. Λογοτεχνικό είδος: Η επιθυμία του Σολωμού, όπως την εκφράζει στους στοχασμούς του πάνω στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» για ένα «είδος μειχτό, αλλά νόμιμο», μπορεί να συνδέεται με την προσπάθειά του να συνδυάσει διάφορα γνωστά λογοτεχνικά είδη σε ένα μόνο έργο (το λυρικό, το δραματικό και το αφηγηματικό). Στον «Κρητικό» ο Σολωμός προχώρησε στη δημιουργία ενός δραματικού μονολόγου. Είναι ο Κρητικός που μιλάει σε όλη τη διάρκεια του ποιήματος χωρίς καμιά αφηγηματική εισαγωγή. Διηγείται την ιστορία του, αλλά με τόσα άλματα μπρος πίσω στο χρόνο, που η προσοχή του αναγνώστη εγκαταλείπει την «ιστορία» κι αφοσιώνεται στον τρόπο που αυτή λέγεται. Αν διαβάσει κάποιος το ποίημα σαν δράμα, τότε ίσως ψάξει για ενδείξεις σχετικές με την προσωπικότητα του Κρητικού. Όμως μπορεί να διαβαστεί και σαν λυρικό ποίημα, αφού παρουσιάζει τη συγκίνηση που αισθάνεται ο ίδιος ο Κρητικός (χρήση α’ ενικού). Οπότε το ποίημα έχει στοιχεία και από τα τρία είδη.

ii. Όνειρα και οράματα: Ένα ποιητικό τέχνασμα που ο Σολωμός χρησιμοποιεί είναι να παρουσιάζει μια πράξη σαν να την έβλεπε είτε ο ίδιος είτε ο ήρωας σε όνειρο ή σε όραμα. Αυτό το λογοτεχνικό τέχνασμα έχει πίσω του μια μακριά ιστορία και το τελειότερο παράδειγμα είναι ίσως η Θεία Κωμωδία του Ντάντε, που είναι όλο μια μεγάλη διήγηση του οράματος του ποιητή, όταν επισκέφθηκε την Κόλαση, το Καθαρτήριο και τον παράδεισο. Ο ρόλος που παίζουν τα οράματα στο έργο του Σολωμού δε διαφέρει από το ρόλο των ονείρων. Το όραμα της «φεγγαροντυμένης» στον «Κρητικό» αποκαλύπτει στον ήρωα κάποια δική του αλήθεια: σε ένα είδος έκστασης, βλέπει αυτό που είναι ίσως το θείο αντίστοιχο της αρραβωνιαστικιάς του ή την αθάνατη ψυχή της, όπως ανεβαίνει από το άψυχο κορμί της στον ουρανό. Από τότε ζει πάντα με την ανάμνηση αυτού του οράματος, που τον οδηγεί να δει τη ζωή του σαν προετοιμασία θανάτου, αφού ξέρει ότι, όταν πεθάνει, θα ενωθεί ξανά και με την αγαπημένη του και με αυτήν τη θεία οπτασία, που στην ουσία είναι ένα και το αυτό.

iii. Η αρχή των ποιημάτων: Ο Σολωμός ήθελε μερικά από τα ποιήματά του να αρχίζουν ex abrupto (απότομα), δηλ. χωρία καμιά εισαγωγή, ώστε να δουλέψει σκληρά ο αναγνώστης για να συλλάβει, α-κόμη και να παραγάγει νόημα. Στον «Κρητικό» η ενότητα που δηλώνεται με τον αριθμό 18 στις εκδό-σεις, στην πραγματικότητα είναι η πρώτη ενότητα του ποιήματος. Ο ποιητής σχεδίαζε ν’ αρχίζει το ποίημα με τον «Κρητικό» και την αγαπημένη του να βρίσκονται ήδη στο πέλαγος, μέσα στην τρικυμία, χωρίς καμία επεξήγηση για το ποιοι ήσαν και πώς βρέθηκαν εκεί (ίσως μόλις μια αναφορά για το ότι είχαν ναυαγήσει). Υπάρχουν όμως αρκετές ενδείξεις στο ποίημα, για να ζωντανέψει στο μυαλό του ο αναγνώστης τις πιο σημαντικός περιστάσεις που προηγήθηκαν και ακολούθησαν το κρίσιμο συμβάν της θύελλας. Σκοπός του ποιητή ήταν να αφαιρέσει από τα ποιήματα κάθε άχρηστο επεξηγηματικό υλικό, για να έχει το υπόλοιπο όχι μόνο μεγάλη περιεκτικότητα και ένταση, αλλά κι ένα μυστήριο που θα γοήτευε τους αναγνώστες του και θα τους καλούσε να συμμετάσχουν στην ποίησή του.

iv. Προσωποποίηση και επίκληση: Το 18ο αι. οι αφηρημένες έννοιες συχνά προσωποποιούνται, που σημαίνει ότι περιγράφονται σαν να είχαν ανθρώπινα ή και θεϊκά χαρακτηριστικά. Οι ποιητές συχνά απευθύνουν το λόγο σ’ αυτές τις προσωποποιημένες έννοιες. Ο Σολωμός και την προσωποίηση αφηρημένων εννοιών χρησιμοποιούσε συχνά και την επίκληση στο στόμα κάποιου ήρωα, αντί να απευθύνεται στα πράγματα ο ίδιος. Στο δεύτερο στίχο του «Κρητικού» ο αφηγητής μιλάει στο αστροπελέκι και λέει: Αστροπελέκι μου καλό, για ξαναφέξε πάλι! Αφού περιμένει το αστροπελέκι να τον ακούσει και να τον υπακούσει, ο Κρητικός υποθέτει ότι αυτό έχει ανθρώπινες ή θεϊκές ιδιότητες.

v. Παρομοίωση και μεταφορά: Η παρομοίωση χρησιμοποιείται στη νεοκλασική ποίηση, ενώ η ρομαντική ποίηση, που τείνει να είναι πιο λυρική, προτιμά συνήθως τη μεταφορά. Η παρομοίωση δηλώνει ότι κάτι είναι σαν κάτι άλλο, ενώ η μεταφορά ταυτίζει δύο αντικείμενα ή αναφέρεται στο ένα αντί για το άλλο. Ακόμη κι όταν ο Σολωμός χρησιμοποιεί μεταφορές στην ώριμή ποίησή του, αυτές είναι συνήθως σύντομες αι γενικά τείνουν να είναι ένα ουσιαστικό μέρος της έκφρασης και όχι μια διακοσμητική προσθήκη. Έτσι, στις δύο παρομοιώσεις στους στίχους [20] 2-4 του «Κρητικού»:
Κι η θάλασσα, που σκίρτησε σαν το χοχλό που βράζει,
Ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα,
Σαν περιβόλι ευώδησε κι εδέχτηκε όλα τ’ άστρα
βρίσκουμε τουλάχιστον δύο μεταφορές: «η θάλασσα… σκίρτησε» και «η θάλασσα… εδέχτηκε όλα τ’ άστρα». Αυτές οι μεταφορές – που υποβάλλουν την αγριάδα της θάλασσας και μετά την απέραντή της γαλήνη – περιγράφουν τη θάλασσα να τινάζεται ψηλά (ίσως σαν άγριο ζώο που επιτίθεται) και την επόμενη στιγμή σαν ένα τρυφερό πλάσμα που δέχεται τα άστρα στην αγκαλιά του (από μια πιο πραγ-ματιστική άποψη, τα άστρα καθρεφτίζονται στης θάλασσας την απαστράπτουσα επιφάνεια). Και στις δύο περιπτώσεις η θάλασσα παρομοιάζεται με κάτι (βραστό ή χοχλαστό νερό και ένα περιβόλι), ενώ στη μεταφορά συγκρίνεται με δύο πράγματα. Το παιχνίδι εδώ ανάμεσα στην παρομοίωση και τη μετα-φορά πετυχαίνει μια πιο πολύπλοκη δομή απ’ ό,τι καταφέρνουν οι μάλλον χαλαρές και κοινότοπες παρομοιώσεις του «Ύμνου». Γενικά, η έκφραση στην ώριμη ποίηση του Σολωμού είναι εξαιρετικά με-ταφορική.
Οι μεταφορές του, μάλιστα, συχνά δημιουργούν μια σχέση μεταξύ τους μέσω λεκτικών συνειρμών, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός πολύπλοκου σχεδίου. Ένα εξαιρετικό παράδειγμα της πολυπλοκό-τητας των μεταφορών του Σολωμού βρίσκεται στους στίχους [21] 17-24 του «Κρητικού», όπου περιγράφει την εντύπωση που έκανε στο νου και το σώμα του Κρητικού το θέαμα της «φεγγαροντυμένης»: «Ήτανε μνήμη παλαιή… τη μιλιά μου». Ας δούμε πρώτα την εσωτερική και την εξωτερική εικόνα. Η γυναίκα της οπτασίας ήταν μια παλιά ανάμνηση που πρόβαλε από μέσα του και τώρα στέκεται μπροστά του σαν το νερό που το μάτι βλέπει να ξεπηδάει ξαφνικά από βαθιά μέσα στο βράχο έξω στο φως του ήλιου. Τότε ο Κρητικός – μαζί κι ο ποιητής – πηδούν από το μεταφορικό μέσο της παρομοίωσης (που μ’ αυτή συγκρίνεται η ανάμνηση της οπτασίας) στην κυριολεκτική δράση, αφού η μεταφορική αναφορά στο μάτι και στο νερό που ξεπηδάει, στον τρίτο στίχο, κάνει να τρέχουν δάκρυα αληθινά από τα μάτια του Κρητικού. Ο Κρητικός συνεχίζει λέγοντας ότι από τα δάκρυα δεν μπορούσε πια να τη δει, αν και ήξερε ότι εκείνη βρισκόταν ακόμη εκεί, αφού ένιωθε («άκουγα») τα μάτια της να τρυπούν τα σωθικά του και να καταλαβαίνουν τις μύχιες σκέψεις του, που η εκστατική του κατάσταση τον εμπόδιζε να τις εκφράσει με λόγια. Φαίνεται ότι, ακριβώς επειδή μπορεί να «ακούσει» τα μάτια της μέσα του, δεν μπορεί να προφέρει λόγια. Αυτός ο παράδοξος και πολύπλοκος μεταφορικός λόγος, που συνδέει το μέσα με το έξω και συγχέει το ορατό με το λόγο, μεταδίδει αυτή την εκτός του κόσμου τούτου κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο Κρητικός.

vi. Εικονοπλαστική και συμβολισμός: Αυτό που κάνει εντύπωση είναι η επιμονή του να χρησιμοποιεί εικόνες που προέρχονται από τον κόσμο της φύσης και του σύμπαντος. Τα ουσιαστικά που ακολουθούν συναντώνται συχνά: αέρας, άστρο, αστέρι, φως, ουρανός, κόσμος, γη, νερό, θάλασσα και πέλαγο, όπως και τις λέξεις που δείχνουν τη φύση σε άγριες στιγμές της (αστραπή, αστροπελέκι κ.λπ.). Αντίθετα, τα συχνότερα επαναλαμβανόμενα επίθετα είναι: καθαρός, δροσάτος, δροσερός και γλυκός. Αναφέρονται πότε στη φύση, πότε στον ηθικό κόσμο των ανθρώπων, αλλά οπωσδήποτε δηλώνουν καλοσύνη και αγνότητα. Συχνά εμφανίζονται επίσης ονόματα που αναφέρονται σε μέρη του ανθρώπινου σώματος και κυρίως στο μάτι, το χέρι και τη φωνή. Θα μπορούσε εύκολα να συμπεράνει κάποιος απ’ όλ’ αυτά ότι ο Σολωμός συγκεντρώνει την προσοχή του στη θέση του ανθρώπου μες στο σύμπαν και στην αναμέτρησή του με τα στοιχεία της φύσης. Στον «Κρητικό» ιδιαίτερα παρατηρούμε πολύπλοκους σχεδιασμούς που δημιουργούν οι εικόνες ματιών και χεριών. Μερικούς συσχετισμούς του ματιού τους χρησιμοποιεί έντονα στο ποίημα: η όραση σε αντιπαράθεση με την ομιλία και την ακοή, τα δάκρυα με το θαλασσινό και το γλυκό νερό.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον – γιατί μαρτυρούν την ιδέα του Σολωμού ότι ο ποιητής είναι αυτός που απο-καλύπτει αλήθειες – παρουσιάζουν οι εικόνες που έχουν σχέση με «ξετύλιγμα». Συχνά περιγράφει κά-ποιο αντικείμενο (ακόμη και το ανθρώπινο σώμα) που αποκαλύπτει μια κρυμμένη όψη που ως τότε ήταν μέσα εκεί φυλακισμένη. Έτσι, λέξεις όπως «μυστήριο» και «κρυφός» συχνά επαναλαμβάνονται. Η πιο καθαρή περιγραφή μιας τέτοιας ανάδυσης του κρυφού είναι η περιγραφή της εμφάνισης της «φεγγαροντυμένης» στους στ. [20], 9-12: Όμως κοντά στην κορασία… μια φεγγαροντυμένη. Η λέξη-κλειδί εδώ είναι το «ξετυλίζει»: ο Κρητικός έχει την εντύπωση ότι πρόκειται για κάτι κρυμμένο που ξαφνικά βγαίνει μέσα από το φεγγαρόφωτο.
Μια από τις πιο έντονα συμβολικές μορφές στην ποίηση του Σολωμού είναι η «φεγγαροντυμένη», που εμφανίζεται ξανά και ξανά. Έχει σχέση με τον έρωτα, αλλά το βαθύτερο νόημά της δεν είναι καθόλου εύκολο να οριστεί. Ο ρόλος της είναι ιδιαίτερα σημαντικός στον «Κρητικό», όπου διδάσκει τον άντρα ότι ο επίγειος έρωτας δεν είναι παρά ο δρόμος που, ακολουθώντας τον, μπορεί κανείς να φτάσει τον ουράνιο έρωτα.
Η θάλασσα έχει κι αυτή συμβολική σημασία. Δεν είναι απλή σύμπτωση ότι ο Λάμπρος, η Μαρία και η κόρη τους, όλοι, αυτοκτονούν με πνιγμό, ενώ την αρραβωνιαστικιά του Κρητικού και τον κολυμβητή στον «Πόρφυρα» τους βρίσκει ο θάνατος στη θάλασσα. Ο Σολωμός αναμφίβολα περιγράφει τις δοκι-μασίες των ηρώων του στον «Κρητικό» και στον «Πόρφυρα» να εκτυλίσσονται στη θάλασσα, γιατί ήθελε να τους δείξει μακριά από το οικείο τους περιβάλλον. Και οι τρεις ήρωες είναι όχι μόνο εξόριστοι από το νησί τους, αλλά και δεν βρίσκουν σταθερή γη να σταθούν, αφού δεν είναι έτοιμοι για τις εμπειρίες που πρόκειται να αντιμετωπίσουν. Το όραμα της υπερφυσικής γαλήνης, την οποία και ο Κρητικός και ο Άγγλος νιώθουν στο πέλαγος, γίνεται ακόμη πιο εντυπωσιακό, αν το συγκρίνει κάποιος με τη συνήθως άγρια θάλασσα στην ποίηση του Σολωμού. Έτσι, η θάλασσα, ανοίκεια όπως είναι, γίνεται το τέλειο σκηνικό για τον αγώνα μεταξύ ζωής και θανάτου που δίνουν οι δύο ήρωες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: