εκδ. Μελάνι, 2015
σελ. 75
Μπαλαντέρ; Εξτραβαγκάντσα; Τι στ' αλήθεια "θέλει να πει ο ποιητής" -ή πιο σωστά- η νεαρή συγγραφέας με τον τίτλο;
Ο "Μπαλαντέρ", από το γαλλικό se balader (περιπλανιέμαι) είναι ο πλάνητας, αυτός που τριγυρνά, που περιφέρεται ως άλλος νομάδας. Η αναφορά στον "νομάδα" δεν μπορεί παρά να μας πάει συνειρμικά στo σύγχρονο νομαδικό υπο-κείμενο της μεταδομιστικής σκέψης, αυτό που έχει αντίληψη του μη σταθερού των ορίων, της ιστορικότητάς του ως υποκειμένου και της αφηγηματικότητας του σώματός του (οι απηχήσεις από το έργο της φεμινίστριας Ρόσι Μπραϊντότι είναι, νομίζω, παραπάνω από εμφανείς).
"Εξτραβαγκάντσα" σημαίνει φαντασμαγορία, υπερθέαμα. Όρος που παραπέμπει στο θέατρο, στη σκηνή, εκεί όπου οι (και ερωτικοί) ρόλοι επιτελούνται. Στη διαρκή σκηνή ("Όλος ο κόσμος, μια σκηνή", ισχυρίζεται ο Σαίξπηρ) ενός ραγδαία μεταβαλλόμενου κόσμου γενικευμένης αμφιθυμίας, ποιο θέαμα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως υπερβολικό (extravacant) και ποιοι οι ρόλοι που υπηρετούν τα γεννήματα μιας υπερβάλλουσας φαντασίας; Μήπως, μόνο ο Έρωτας και οι μπαλαντέρ του;
Το εξώφυλλο; Πυραμοειδές σύμπλεγμα τριών γυναικείων σωμάτων και πέντε κεφαλών (δύο αρσενικών α-σώματων κεφαλών, που φέρουν στα χέρια τους -εν είδει τροπαίου;- οι δύο από τις τρεις γυναίκες), σε μια άβολη στάση, που τονίζει την ευθραυστότητα και την ενσωματότητα των έμφυλων σχέσων αλλά και την προσπάθεια επίτευξης ισορροπίας και συμμετρίας. Το σώμα, η επιθυμία, η φαντασία, η σχεσιακότητα, μάς κλείνουν το μάτι πριν καν ανοίξουμε το βιβλίο.
Οι ιστορίες; Πεζοποιήματα; Ποιητική πρόζα; Μεταμοντέρνο αφήγημα; Νουβέλα; Πώς να τις χαρακτηρίσεις; Μα, είπαμε: Ένα μεταμοντέρνο υπο-κείμενο έχει επίγνωση του μη σταθερού των ορίων...
Ο "Μπαλαντέρ", από το γαλλικό se balader (περιπλανιέμαι) είναι ο πλάνητας, αυτός που τριγυρνά, που περιφέρεται ως άλλος νομάδας. Η αναφορά στον "νομάδα" δεν μπορεί παρά να μας πάει συνειρμικά στo σύγχρονο νομαδικό υπο-κείμενο της μεταδομιστικής σκέψης, αυτό που έχει αντίληψη του μη σταθερού των ορίων, της ιστορικότητάς του ως υποκειμένου και της αφηγηματικότητας του σώματός του (οι απηχήσεις από το έργο της φεμινίστριας Ρόσι Μπραϊντότι είναι, νομίζω, παραπάνω από εμφανείς).
"Εξτραβαγκάντσα" σημαίνει φαντασμαγορία, υπερθέαμα. Όρος που παραπέμπει στο θέατρο, στη σκηνή, εκεί όπου οι (και ερωτικοί) ρόλοι επιτελούνται. Στη διαρκή σκηνή ("Όλος ο κόσμος, μια σκηνή", ισχυρίζεται ο Σαίξπηρ) ενός ραγδαία μεταβαλλόμενου κόσμου γενικευμένης αμφιθυμίας, ποιο θέαμα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως υπερβολικό (extravacant) και ποιοι οι ρόλοι που υπηρετούν τα γεννήματα μιας υπερβάλλουσας φαντασίας; Μήπως, μόνο ο Έρωτας και οι μπαλαντέρ του;
Το εξώφυλλο; Πυραμοειδές σύμπλεγμα τριών γυναικείων σωμάτων και πέντε κεφαλών (δύο αρσενικών α-σώματων κεφαλών, που φέρουν στα χέρια τους -εν είδει τροπαίου;- οι δύο από τις τρεις γυναίκες), σε μια άβολη στάση, που τονίζει την ευθραυστότητα και την ενσωματότητα των έμφυλων σχέσων αλλά και την προσπάθεια επίτευξης ισορροπίας και συμμετρίας. Το σώμα, η επιθυμία, η φαντασία, η σχεσιακότητα, μάς κλείνουν το μάτι πριν καν ανοίξουμε το βιβλίο.
Οι ιστορίες; Πεζοποιήματα; Ποιητική πρόζα; Μεταμοντέρνο αφήγημα; Νουβέλα; Πώς να τις χαρακτηρίσεις; Μα, είπαμε: Ένα μεταμοντέρνο υπο-κείμενο έχει επίγνωση του μη σταθερού των ορίων...
Ανοίγω το βιβλίο, διαβάζω τα περιεχόμενα: "Γλωσσολογία, Ονοματολογία, Παθοφυσιολογία...". Τομείς του επιστητού. Η πολλαπλότητα των ορθολογικοτήτων την οποία αντιπαραθέτει ο μεταμοντερνισμός στη μοναδική ορθολογικότητα της νεωτερικότητας και του Διαφωτισμού.
Πλοκή δεν υπάρχει, κλασικοί χαρακτήρες επίσης.
Ουσιαστικά το βιβλίο συντίθεται από 17 εξομολογήσεις ενός γυναικείου υποκειμένου, που χρησιμεύουν περισσότερο για να
δημιουργηθεί μια ορισμένη ατμόσφαιρα στο βιβλίο, που σε τελική ανάλυση μοιάζει με μια γλωσσολογική αλληγορία.
Βασικό εργαλείο της γραφής της, η μέθοδος της αντικειμενικής συστοιχίας, μέθοδος η οποία τις περισσότερες φορές χρησιμοποιείται με επιτυχία. Απλά αντικείμενα της καθημερινότητας, όπως τα τάπερ, γίνονται εκφραστές του άρρητου:
Δεν μπορώ να ξεχάσω ότι εκείνη την εποχή με πλήγωναν ακόμα και τα τάπερ. Θυμάμαι τον εαυτό μου να κοιτάζει ένα τάπερ, από εκείνα που δεν κουμπώνουν καλά, και ένα κύμα απελπισίας να με πνίγει για τον ατελή κόσμο, όπου κανείς δεν μπορεί να βρει το καπάκι που του ταιριάζει κι έτσι όλοι χάσκουν μισάνοιχτοι, ανίκανοι να κουβαλήσουν οτιδήποτε στο εσωτερικό τους. Ό,τι πασχίζουν να βάλουν μέσα τους ξεχύνεται στο πρώτο κούνημα. Έλειπες και ήμουν ένα κακοπλυμένο τάπερ δίχως καπάκι. Πόσο κρίμα, πόσο κρίμα, σκεφτόμουν, κι εκείνο το μίζερο τάπερ έγινε η μόνη συντροφιά μου.
Η Γιαγιάννου γράφει ουσιαστικά έναν ύμνο στη ζωή και σε ό,τι την τροφοδοτεί, τον Έρωτα, σε μια εποχή ζόφου και δυσθυμίας. Γράφει για τη "Χώρα" του Αγέρωτα στην οποία κυβερνά το Σώμα των δύο εραστών και το πολίτευμα είναι η Κατατονία της Ευτυχίας.
Το σπουδαιότερο είναι ότι δεν γράφει με τυπογραφικά γράμματα αλλά με έκτυπα δαχτυλικά αποτυπώματα (σημαίνοντα). Λέξεις με όγκο που τις αγγίζεις, λέξεις με μυρωδιές που τις μυρίζεις, λέξεις με γεύσεις που τις γλείφεις, λέξεις με ήχους που τους ακούς. Γράφει έχοντας στο αφτί της τη φωνή του Μπαρτ:
Ως προφορά, το σ’ αγαπώ ανήκει στην περιοχή της δαπάνης. Όσοι αποζητούν την προφορά της λέξης (λυρικοί, ψεύτες, πλανήτες), είναι υποκείμενα της Δαπάνης: δαπανούν τη λέξη, σάμπως να ήταν ιταμό (ποταπό) πράγμα η επανάκτησή της σε οποιονδήποτε χώρο. Βρίσκονται στο ακραίο όριο της γλώσσας, εκεί όπου η ίδια η γλώσσα (και ποιος άλλος θα το 'κανε στη θέση της;) αναγνωρίζει πως είναι ανέγγυος, πως δουλεύει χωρίς προστατευτικό δίχτυ.
Η Γιαγιάννου δεν δαπανά τον λόγο, τον αποσυνθέτει εις τα εξ ων συνετέθη, προκειμένου να συνθέσει τον δικό της ερωτικό λόγο, να κατασκευάσει την υπο-κειμενική της ανα-παράσταση του μη-αναπαραστάσιμου.
Δεν γράφω για εσένα, γράφω εσένα. Γράφω εμένα που κυοφορώ εσένα, με έναν τρόπο που δεν είναι εγκυμοσύνη, με έναν τρόπο που προφανώς δεν είναι μητρότητα, με έναν τρόπο που είναι -πώς να το πω; -ψυχή. Καλύτερα ας το πω "ψίχα".
Τελειώνω το βιβλίο και το αφήνω μέσα μου να κατασταλάξει δυο τρεις μέρες, προτού γράψω δυο λόγια.
Θέλω να κλείσω κάπως πρωτότυπα και ασυνήθιστα, όπως το κείμενο που μόλις άφησα. Δεν ξέρω γιατί, το χέρι μου ανοίγει -από μόνο του (;)- μια σελίδα από τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ:
Διαβάσαμε το βιβλίο συντροφιά με την Bjork (η Ελένη)
και τον Χατζιδάκι (ο Δημήτρης).
ΣΥΝΑΝΑΓΝΩΣΗ: Ελένη Πατσιατζή - Δημήτρης Χριστόπουλος
Θέλω να κλείσω κάπως πρωτότυπα και ασυνήθιστα, όπως το κείμενο που μόλις άφησα. Δεν ξέρω γιατί, το χέρι μου ανοίγει -από μόνο του (;)- μια σελίδα από τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ:
Με τον έρωτα μαθαίνω / τι βάρος θα σηκώνεις εσύ για πάντα / -θεός ή επισκέπτης;- / μεταλαβαίνω το σώμα σου / το νερωμένο αίμα / γρατσουνισμένη απ' τα τόσα αντίθετα / θρησκεύομαι τη γοητεία / το σχήμα των δοντιών σου / στο παλιό μας μήλο (...)
Διαβάσαμε το βιβλίο συντροφιά με την Bjork (η Ελένη)
και τον Χατζιδάκι (ο Δημήτρης).
ΣΥΝΑΝΑΓΝΩΣΗ: Ελένη Πατσιατζή - Δημήτρης Χριστόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου