Η ετεροτοπία του λευκού χαρτιού
της ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΤΣΙΑΤΖΗ
Ο Μ. Φουκό στο κείμενό του «Περί Αλλοτινών Χώρων» (Des espaces autres), το 1967 εισάγει τον όρο ετεροτοπία για να περιγράψει τόπους λειτουργικούς που αποτελούν κάποιο είδος αντι-θέσεων. Οι ουτοπίες είναι μη τόποι, οι ετεροτοπίες είναι τόποι. Μεταξύ ετεροτοπιών και ουτοπιών υπάρχει ένα είδος μεικτής εμπειρίας, ο καθρέφτης. Ένας τόπος χωρίς τόπο, ένας μη-τόπος. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Φουκό «Στον καθρέφτη βλέπω τον εαυτό μου εκεί όπου δεν βρίσκομαι, σε έναν χώρο μη πραγματικό που ανοίγεται με εικονικό τρόπο κάτω από την επιφάνεια». Ο καθρέφτης είναι ο μη-τόπος αντανάκλασης του πραγματικού. Ο Κ. Καναβούρης, ήδη από τον τίτλο, μας ενημερώνει ότι γράφει «Ένα ποίημα στον καθρέφτη». Ο τίτλος του «ΑΜΝΟΣ», παραπέμπει ευθέως στη υπέρτατη θυσία, στο άδικα ξοδεμένο αίμα που αίρει την αμαρτία. Τίνος το αίμα; Θα το δούμε στη συνέχεια.
Επιστρέφοντας στην ετεροτοπία του καθρέφτη, είναι αναγκαίο να τονιστεί ότι ο καθρέφτης λειτουργεί, ήδη από την αρχαία ελληνική μυθολογία, ως μέσο θέασης της εικόνας, άλλοτε παραμορφωμένης -και συχνά τρομακτικής- άλλοτε κανονιστικής (ας θυμηθούμε τον Ντα Βίντσι).
Medusa, Caravaggio, 1587 |
Οι καθρέφτες συχνά έχουν χρησιμοποιηθεί και στα παραμύθια (π.χ. στη "Χιονάτη"), στη λογοτεχνία («Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι») αλλά και στον κινηματογράφο. Θυμίζω, ενδεικτικά, την περίφημη σκηνή από την αριστουργηματική avant garde ταινία «Το αίμα του ποιητή» του Ζαν Κοκτώ (1930), όπου ο ήρωας ποιητής-ζωγράφος βυθίζεται στον καθρέφτη του που βρίσκεται σε έναν τοίχο, δίπλα σε μια καρέκλα. Ανάλογο είναι το σκηνικό και στην ενότητα που ακολουθεί τον πρόλογο της συλλογής όπου μας υποδέχεται στην προμετωπίδα η γνωστή, εμβληματική, φράση του Arthur Rimbaud "Εγώ είναι ο άλλος".
Ο Μπόρχες είναι ίσως ο πιο γνωστός λογοτέχνης που χρησιμοποίησε τον καθρέφτη ως σύμβολο στο έργο του καθώς σε αρκετά κείμενά του πραγματεύεται τις ιδιότητες του ως αντικειμένου με ιερό αλλά και τρομακτικό χαρακτήρα. Στο διήγημα «Ο καθρέφτης από μελάνη», λίγες σταγόνες μελάνης λειτουργούν σαν καθρέφτης μέσα στον οποίο ο ήρωας μπορεί να δει όλα όσα συμβαίνουν στην πραγματικότητα. Λίγες σταγόνες μελάνης μπορούν όμως και να γίνουν λέξεις πάνω στο λευκό χαρτί και να αρχίσει η Ποίηση... Επίσης, στο διήγημά του «Ο καθρέφτης και η μάσκα», ο βασιλιάς, ακούει τον αυλικό του ποιητή να του εξομολογείται ότι:
..."Την αυγή ξύπνησα προφέροντας λέξεις που στην αρχή δεν καταλάβαινα», είπε ο βάρδος. «Οι λέξεις αυτές ήταν ένα ποίημα. Ένιωσα σα να ‘χα διαπράξει κάποιο αμάρτημα – που το Άγιο Πνεύμα, ίσως, δε συγχωρεί".
"Ένα αμάρτημα που τώρα
μοιραζόμαστε οι δυο μας", είπε ο βασιλιάς ψιθυριστά. Η αμαρτία τού να έχεις
γνωρίσει την Ομορφιά, που ‘ναι ένα δώρο απαγορευμένο στους ανθρώπους. Τώρα
έχουμε το χρέος να εξιλεωθούμε. Σου ’δωσα έναν καθρέφτη και μια χρυσή μάσκα·
ιδού το τρίτο δώρο που θα ’ναι και το τελευταίο». Στο δεξί του χέρι έβαλε ένα
στιλέτο». Ο ποιητής, μας λέει ο Μπόρχες αμέσως μετά,
αυτοκτόνησε. Το τίμημα της Ομορφιάς, το τίμημα της Τέχνης είναι η Θυσία, το ξοδεμένο αίμα του Αμνού που θα σώσει (;), όπως η Ομορφιά, τον κόσμο.
«Ο απατηλός καθρέφτης» (1928), Ρενέ Μαγκρίτ |
Η ποιητική συλλογή του Κ. Καναβούρη εκκινεί, στην προμετωπίδα του Προλόγου, με ένα ρητό του Herbert Marshall McLuhan «Το χέρι που γέμισε ένα χαρτί έχτισε μια πόλη» και ακολουθούν στοχασμοί πάνω στο ποιητικό φαινόμενο. Αναφέρω ενδεικτικά:
Το ποίημα είναι ένα ικρίωμα
Ο δήμιος περιμένει τον ποιητή
Ο ποιητής περιμένει τον δήμιο
Το ποίημα σε ερμηνεύει
το ίδιο και το τραύμα (σελ.11)
Κάθε
στοχασμός αποτελεί όχι μόνο μια πυκνωτική πραγματεία περί ποίησης αλλά και δομικό
άξονα, τα "στημόνια" για την ύφανση των λέξεων που ακολουθούν. Κάθε νήμα νοημάτων συνυφαίνεται μέσω των δομικών αξόνων της ποιητικής συλλογής δημιουργώντας ένα αξεδιάλυτο Όλον.
Μετά τις "θέσεις", τους στοχασμούς που μας εισάγουν στο ποιητικό σύμπαν, ακολουθεί ο διά-λογος του λευκού χαρτιού με τον εαυτό του, ένα πραγματικά εξαιρετικό εύρημα ως προς την πολυσημία και τη λειτουργικότητά του. Η καταβύθιση του ποιητή στη λευκότητα του χαρτιού, που προσιδιάζει στη λευκότητα του θανάτου, γίνεται ο τρόπος ώστε να δομηθεί μια νέα πραγματικότητα, ένα νέο πεδίο σημασιών.
Στην αμέσως επόμενη ενότητα, όπως προαναφέρθηκε, κυριαρχεί η εικόνα του καθρέφτη, οι κατοπτρικές αντανακλάσεις και ο διάλογος πια
γίνεται στο μεταίχμιο ανάμεσα στις ποικίλες εκφάνσεις της Τέχνης και τα ρευστά
όριά τους. Ποίηση, κινηματογράφος, ζωγραφική, θέατρο συνυπάρχουν αντανακλώντας και απηχώντας το πραγματικό για να δομήσουν μια νέα πραγματικότητα.
Κάθε ενότητα, κάθε στημόνι ύφανσης των ν(ο)ημάτων, έχει άξονα το μότο «Το ποίημα είναι ένα ικρίωμα». Η δισημία της λέξης πλέον γίνεται ορατή. Ικρίωμα δεν είναι μόνο ο τόπος όπου θα διαπραχθεί το έγκλημα, είτε με απαγχονισμό είτε με αποκεφαλισμό. Είναι και η σκαλωσιά. «Επί ικρίω» χτίζεται σιγά σιγά, σελίδα-σελίδα, με σταγόνες μελάνης και αίματος, η ποιητική Πόλις. Όσο το ικρίωμα-σκαλωσιά προχωρά καθ’ ύψος αλλά και κατά πλάτος, τόσο διευρύνονται και τα όρια της ποιητικής ετεροτοπίας με διαρκείς αναφορές σε ουτοπίες του παρελθόντος και το κόστος τους σε ανθρώπινες ζωές. Η παρουσία του Θανάτου καθίσταται ορατή σε κάθε σελίδα μέσω της εκτυφλωτικής λευκότητάς του και της διαρκούς απειλής του. Οι εκατόμβες των νεκρών των επαναστάσεων, των πολέμων, του Ολοκαυτώματος παρελαύνουν σε κάθε σελίδα διεκδικώντας το δικαίωμα στη μνήμη και στη δικαίωση. Γίνονται ενικός αριθμός. Αμνός.
Λευκό χαρτί: Τίποτα πιο κόκκινο από το λευκό (σελ. 27)
Λευκό χαρτί: Το αίμα τρέχει αλλά δεν πάει πουθενά.
Και είναι μονάχα λευκό
και είμαστε μονάχα εμείς
που περισσέψαμε και είμαστε τώρα εδώ
να ιστορούμε πάνω στο λευκό τα ανιστόρητα
το φονικό των αριθμών
τα πεπραγμένα των καταμετρήσεων (σελ.28)
Carlo Carrà, Il Funerale dell'anarchico Galli (1911) |
Λευκό χαρτί: Γκιλοτίνα
Καθώς έρχεται το κάρο με τους βασιλιάδες
κι ο δρόμος είναι στρωμένος
με χρυσά τραπουλόχαρτα
και το παιδί είναι δασκαλεμένο να φωνάζει
πως ο βασιλιάς είναι γυμνός
όμως φοβάται τόσο πολύ.
περνάνε τα χρόνια μέσα στον φόβο.
Το παιδί δεν μιλάει.
το παιδί γερνάει.
Το παιδί πεθαίνει.
Και η Ιστορία συνεχίζεται. (σελ.36)
Μπορούμε, όμως, να επιστρέψουμε στην παιδική αθωότητα και τόλμη και να φωνάξουμε ότι "ο βασιλιάς είναι γυμνός"; Μπορούμε να αντέξουμε την ανθρώπινη αδυναμία απέναντι στον χρόνο που κυλά, στις ματαιώσεις αλλά και την επίγνωση των δυστοπιών που ακολούθησαν κάθε προσπάθεια υλοποίησης κάποιας ουτοπίας; Επιλέγοντας την ετεροτοπία της Ποίησης, του "λευκού χαρτιού" που διαρκώς συνομιλεί με τον εαυτό του και τη λευκότητα του θανάτου; Μπορεί ο Ποιητής να γίνει εκείνος ο "Αμνός", που μέσα από την ελεγειακή και πανανθρώπινη ματιά του θα προσφέρει την ύπαρξή του, όπως ο Αλεξάντερ στη «Θυσία» του Ταρκόφσκι, για να σωθεί ο κόσμος, η μνήμη, ο Άνθρωπος; Αφορά κανέναν / καμία σήμερα η έννοια της «Θυσίας», έννοια άρρηκτα συνυφασμένη με αυτή του «Αμνού»; Μπορεί, επομένως, να σωθεί αυτός ο κόσμος;
Όσο το λευκό χαρτί- ικρίωμα γεμίζει λέξεις μεταστοιχειώνεται σε κάτι υλικό και άυλο μαζί, γίνεται ποίηση. Η απουσία γίνεται παρουσία και μεταστοιχειώνεται με τη σειρά της σε
τόπο μνήμης, συλλογικής και ατομικής. Όσο χτίζεται η «πόλη», όπως μας θυμίζει στην προμετωπίδα ο McLuhan,
φθάνουμε αναπότρεπτα και στις προσωπικές μνήμες. Λειτουργώντας με τρόπο
παραγωγικό, κατά το πλατωνικό πρότυπο, ο ποιητής μάς κατευθύνει από το Όλον στο Μέρος, στον
συγκλονιστικό Επίλογο που μας υποδέχεται με το «Δεν έχουν δάκρυα τα χέρια για να κλάψουν» του Dylan Thomas. Η Ιστορία πια δίνει τη θέση της στις προσωπικές ιστορίες. H μνήμη της Μάνας είναι κυρίαρχη στο επιλογικό μέρος με τον
εγκιβωτισμό μίας επιστολής της από τον χώρο των φυλακών- μια άλλη φουκοϊκή
ετεροτοπία. Η παρουσία της απουσίας της τόσο αισθητή όσο και η απουσία της παρουσίας της, για να θυμηθούμε και τις κατοπτρικές αναπαραστάσεις με τις οποίες ξεκινήσαμε. Το ατομικό συμβάν της επιστολής αποκαλύπτει τις εξουσιαστικές δομές μακράς διάρκειας. Η ποιητική Πόλις, η λογοτεχνική ετεροτοπία, που χτίστηκε λέξη-λέξη, καθώς ο γιος της
ακροβατούσε στο ποιητικό ικρίωμα που έστησε μπροστά του ο ίδιος, θεωρώ ότι δομήθηκε κυρίως για να την αποχαιρετήσει. Πράγμα, ωστόσο,
ανέφικτο… Η μάνα γίνεται σύμβολο της απέλπιδας προσπάθειας να κλείσουν οι
χαίνουσες πληγές των πολλαπλών δυσεπούλωτων τραυμάτων, ατομικών και συλλογικών. Κάποιος άλλος ποιητής, νωρίτερα, είχε αποδεχθεί την
προσωρινότητα/ματαιότητα της όποιας παραμυθίας.
Τά φάρμακά
σου φέρε Τέχνη τῆς Ποιήσεως,
πού κάμνουνε
— γιά λίγο — νά μή νοιώθεται ἡ πληγή.
[1] Από το Βιβλίο: Darian Leader and Judy Groves “Ο Λακάν με εικόνες”, μτφρ Γ. Σταυρακάκης, Αθήνα 1999, σελ. 41, εκδόσεις Δίαυλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου